Τα Μυαλα Που Κουβαλας

Ο Πίτερ Ντόκτερ, ο δημιουργός που το 2009 με το αριστουργηματικό ‘Ψηλά στον ουρανό’ οδήγησε το περιώνυμο στούντιο της Pixar σε δυσθεώρητα καλλιτεχνικά και εμπορικά ύψη, αναλαμβάνει και πάλι τη σκηνοθεσία στην τελευταία δημιουργία της εταιρίας (‘Τα μυαλά που κουβαλάς’) και επαναφέρει την Pixar στη θέση που της αναλογεί. Πράγματι, από το 2009 και έπειτα, με εξαίρεση φυσικά τη συγκινητική, προσωρινή κατάληξη της ναυαρχίδας του στούντιο (Toy Story 3, 2010) καμία άλλη ταινία δεν κατάφερε να δικαιώσει τις υψηλές προσδοκίες του πολυάριθμου κοινού της εταιρίας και του δημιουργικού πήχη που η ίδια τοποθέτησε τόσο ψηλά μετά από ένα εντυπωσιακό σερί εξαιρετικών ταινιών (‘Ρατατούης’ το 2007, ‘Γουόλ-Υ’ το 2008, και ‘Ψηλά στον ουρανό’ το 2009). Η ροπή προς τη δημιουργική και εμπορική ασφάλεια δοκιμασμένων συνταγών (‘Toy Story 3’ το 2010, ‘Τα αυτοκίνητα 2’ το 2011 και ‘Μπαμπούλες Πανεπιστημίου’ το 2013) ανακόπηκε μόνο από μια κατώτερη των προσδοκιών, πρωτότυπη σεναριακή ιδέα (‘Brave’ το 2012). Η απουσία της εταιρίας από το ετήσιο κινηματογραφικό τερέν την προηγούμενη σεζόν, μόνο εποικοδομητικά μπορούμε να πούμε πως λειτούργησε, τη στιγμή που φέτος επιστρέφει με δύο πρωτότυπες δημιουργίες.

Ήδη, το ‘Τα μυαλά που κουβαλάς’ (‘Ο καλόσαυρος’ ακολουθεί τον Νοέμβριο του 2015), είχε σημαντική εμπορική απήχηση, ενώ ταυτοχρόνως συγκέντρωσε μερικές από τις υψηλότερες κριτικές αποτιμήσεις που έχει λάβει ποτέ δημιουργία της Pixar. Αυτό, όμως, που θυμίζει τις παλιές, λαμπερές εποχές, δεν είναι τόσο η εμπορική ή καλλιτεχνική αποδοτικότητα, αλλά η απελευθερωτική διάθεση της εταιρίας και η επιθυμία της να ενασχοληθεί και πάλι με κάτι που είναι πραγματικά αναζωογονητικό και φρέσκο. Το ‘Τα μυαλά που κουβαλάς’, επιχειρεί μια εντυπωσιακή καταβύθιση στο μυαλό ενός 11χρονου κοριτσιού (Ράιλι), εκεί όπου ένας παράλληλος συναισθηματικός κόσμος ενυπάρχει και τοποθετεί καθημερινά σε τάξη, τις πιο σημαντικές και αδιάφορες στιγμές της Ράιλι. Μερικά από τα πιο βασικά συναισθήματα (η χαρά, η λύπη, ο φόβος, ο θυμός και η αηδία) αποκτούν υπόσταση και αναλαμβάνουν να επιτελέσουν το δυσθεώρητο έργο της υποδοχής, της αξιολόγησης και της κατάτμησης των καθημερινών εμπειριών, που μόνο σκοπό έχει τη συνδιαμόρφωση της προσωπικότητας της Ράιλι. Παράτολμο το σκηνοθετικό και σεναριακό εγχείρημα, που όμως, καταφέρνει να μην αποδυναμωθεί από τα πολλά επίπεδα στα οποία κάτι τόσο μεγαλεπήβολο λαμβάνει δράση.

Inside Out_1

Ο εντυπωσιακός πρόλογος της ταινίας, καταφέρνει να δείξει, πως ακριβώς λειτουργεί το κέντρο ελέγχου των συναισθημάτων. Μέσα σε λίγα λεπτά, που ξεκινούν από τη γέννηση της Ράιλι και την ταυτόχρονη δημιουργία αυτού του κέντρου, γινόμαστε κοινωνοί, όχι μόνο των πρώτων σημαντικών βιωμάτων της Ράιλι, αλλά και του τρόπου που αλληλεπιδρούν αυτές οι εμπειρίες με τα συναισθήματα. Ο Πίτερ Ντόκτερ και το επιτελείο του, συστήνει τον κόσμο του μυαλού και τα ευφάνταστα επίπεδα που τον συναποτελούν (κέντρο ελέγχου, σταθμός μακροχρόνιας μνήμης, νησιά προσωπικότητας), τα βασικά γνωρίσματα των συναισθημάτων και τον τρόπο με τον οποίο ο εσωτερικός κόσμος ή και κόσμος του μυαλού συνδιαλέγεται με τον εξωτερικό κόσμο και την πραγματικότητα της Ράιλι. Τα συναισθήματα διδάσκουν στη Ράιλι πως να αντιμετωπίζει τον κόσμο και την προστατεύουν όπου κρίνεται αναγκαίο. Αλλά και εκείνα μαθαίνουν να ελέγχουν τις ακραίες τους αντιδράσεις στην προσπάθεια που καταβάλλουν για να είναι χαρούμενη η Ράιλι. Το εισαγωγικό στιγμιότυπο, θα ολοκληρωθεί με τη μετακόμιση της οικογένειας της Ράιλι, από την παγερή και ειδυλλιακή Μινεσότα, στο εκκεντρικό και πολύβουο Σαν Φρανσίσκο και αυτή η αλλαγή θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις.

Κυρίως, όμως, αυτό που γίνεται ορατό από την αρχική σεκάνς είναι πως πρωταγωνιστές και διαμορφωτές της ιστορίας, δε μπορεί παρά να είναι, τα αντικρουόμενα συναισθήματα της χαράς και της λύπης. Ο καλοδιάθετος τρόπος με τον οποίο η χαρά, συνεχώς καταφέρνει και επιβάλλεται στο κέντρο, περιορίζει το ρόλο και τη χρησιμότητα που θα μπορούσε να έχει η λύπη. Το γεγονός, πως η Ράιλι, δεν έχει γνωρίσει ακόμη καμία μεγάλη στεναχώρια στη ζωή, της δίνει τη δυνατότητα να το πράττει ακόμη αυτό. Η μετακόμιση, όμως, σε μια πολιτεία με διαφορετική νοοτροπία και δεδομένα θα αλλάξει τη συνθήκη αυτή και η καταπιεσμένη λύπη θα αρχίσει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Η διεκδίκηση του κέντρου ελέγχου, δεν θα αργήσει να λάβει τροπή αντίθετη από αυτή μιας κυριαρχικής χαράς, όταν η κωμικοτραγικά οριοθετημένη και παραμελημένη λύπη, αναλάβει ασυναίσθητα δράση. Μια πρωτοβουλία της θα επηρεάσει (σχεδόν) ανήκεστα τη μνήμη που αφορά την πρώτη μέρα στο καινούργιο σχολείο της Ράιλι. Τότε είναι που η ταινία θα δείξει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του τόσο θαυμάσιου κόσμου, όταν τα δύο αντίρροπα συναισθήματα (χαρά και λύπη) βρεθούν εκτός κέντρου ελέγχου στην υπόλοιπη περιφέρεια του μυαλού και τα τρία εναπομείναντα συναισθήματα αναλάβουν με ανεπιτυχή τρόπο, την περιορισμένη διαχείριση του κέντρου.

Inside Out_2

Το τι αναστάτωση ακολουθεί από εκεί και πέρα, δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια, παρά μόνο βιώνεται κατά την παρακολούθηση της ταινίας. Πώς θα μπορούσε να περιγραφεί, για παράδειγμα, το απολαυστικό κρεσέντο αντιπαλότητας ανάμεσα στα κέντρα ελέγχου της Ράιλι και των γονιών της ή τα αλλεπάλληλα ατοπήματα στα οποία υποπίπτουν τα υπόλοιπα συναισθήματα στην αναποτελεσματική προσπάθεια που καταβάλλουν για να ελέγξουν την κατάσταση; Η απορρύθμιση που θα επιφέρει στο κέντρο ελέγχου, η απομάκρυνση των δύο βασικών συναισθημάτων, θα προσφέρει μια περιπέτεια που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της εταιρίας. Διαποτισμένη με ισόποσες δόσεις από χιούμορ και συγκίνηση, η μικρή Ράιλι, θα βιώσει τη μελαγχολία της μετακόμισης και την αδυναμία ελέγχου και αντιμετώπισης της καινούργιας περίστασης, όταν η χαρά και η λύπη απομακρυνθούν με ατυχή τρόπο από τα καθήκοντα τους. Σε παράλληλο χρόνο, τα δύο συναισθήματα, θα βιώσουν τα απρόβλεπτα αποτελέσματα που θα έχει, η σχεδόν καταθλιπτική συμπεριφορά της Ράιλι, στο περιβάλλον που βρίσκονται συσσωρευμένες, οι κεντρικές της μνήμες και τα νησιά της προσωπικότητας.

Ο Πίτερ Ντόκτερ, με σημαντική προϋπηρεσία στο παιδικό φαντασιακό (Μπαμπούλας Α.Ε., 2001) διαποτίζει το παράπλευρο σύμπαν του μυαλού με κάποιες πραγματικά εξεζητημένες ιδέες. Δεν είναι μονάχα, τ’ ότι εξανθρωπίζει τα βασικά συναισθήματα, ούτε τ’ ότι προσδίδει συγκεκριμένο χρώμα και υπόσταση σε αυτά (κάθε φορά που μια μνήμη εντυπώνεται, αυτή εσωκλείεται σε μια σφαίρα και αποκτάει το χρώμα του συναισθήματος που κυριάρχησε), αλλά τ’ ότι έχει κατασκευάσει ένα εξαιρετικά δαιδαλώδες σύμπαν, όπου τίποτα δεν είναι παρατημένο στην τύχη του. Όπως, η βιβλιοθήκη της μνήμης, όπου όλες οι δευτερεύουσες μνήμες (πολύχρωμες σφαίρες) συγκεντρώνονται σε μια περιοχή με αμέτρητες, σπειροειδείς στήλες. Όσες από αυτές έχουν χάσει το χρωματικό τους αποτύπωμα (το συναίσθημα), όσες έχουν λησμονηθεί δηλαδή, αφαιρούνται από μια ομάδα απροσδιόριστων μα χαριτωμένων πλασμάτων που συντηρούν αυτό το αρχιτεκτόνημα και εγκαταλείπονται στον τελικό τους προορισμό, που δεν είναι άλλος από το νεκροταφείο των ξεθωριασμένων μνημών. Τέτοιες, καλά μελετημένες και οργανωμένες περιοχές, διαθέτει αρκετές η ταινία και όσο η χαρά και η λύπη καταβάλλουν κάθε ενέργεια για να ακολουθήσουν το δρόμο που θα τις οδηγήσει στο κέντρο ελέγχου, αυτές αποκαλύπτονται σε ολόκληρο, το εμπνευσμένο τους μεγαλείο.

Inside Out_3

Εκεί, όμως, όπου ο δημιουργός της ταινίας, ξεπερνάει και τον ίδιο του τον εαυτό είναι όταν επιστρατεύει ένα ολόκληρο εργοστάσιο παραγωγής για όνειρα και μερικές απωθημένες σκέψεις που φυλάσσονται στο απαγορευμένο υποσυνείδητο για να ενεργοποιήσει και πάλι τη μικρή Ράιλι. Πολλές υπέροχες ιδέες κάνουν την εμφάνιση τους και συμβάλλουν, ώστε η μακρόσυρτη σεκάνς, να αποτελέσει ένα υπέροχο κομψοτέχνημα μέσα στην κυρίως ταινία. Ο Πίτερ Ντόκτερ, ακολουθεί μια εξαιρετικά απαιτητική και πολυσύνθετη κινηματογράφηση. Εισβάλλει στα άδυτα του εργοστασίου και δείχνει το πως συντίθεται ένα όνειρο. Μόνο που στο όνειρο αυτό θα εισβάλει και η χαρά και η λύπη, στην προσπάθεια που καταβάλλουν για να αφυπνίσουν την Ράιλι. Τα δύο συναισθήματα, θα αναστατώσουν την παραγωγή και θα ανατρέψουν το προσχεδιασμένο σενάριο που αφορά το περιεχόμενο του ονείρου. Η δράση διχοτομείται σε 4 επίπεδα, στο πρώτο βλέπουμε την παρασκηνιακή σύνθεση και παραγωγή του ονείρου, στο δεύτερο τη φιλτραρισμένη παραποίηση που επιτελείται για να μοιάζει με όνειρο, στο τρίτο την αντίδραση του φόβου που τυγχάνει να βρίσκεται σε νυχτερινή βάρδια στο κέντρο ελέγχου και στο τέταρτο τις αντιδράσεις της αποκοιμισμένης Ράιλι. Πραγματικά, είναι δεξιοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται όλα αυτά τα επίπεδα, ο Πίτερ Ντόκτερ, σε τέτοιο σημείο, ώστε να βγαίνει σφιχτοδεμένο και απολαυστικό το ονειρικό αποτέλεσμα.

Το ‘Τα μυαλά που κουβαλάς’ βρίθει από δημιουργικές ιδέες, λεπτομερώς σχεδιασμένους κόσμους και παράλληλα εγκεφαλικά επίπεδα που σκηνοθετούνται με αξιέπαινο τρόπο. Η ταινία παρουσιάζει πληρότητα, όμως, και στο ερμηνευτικό κομμάτι. Όλοι οι χαρακτήρες με προεξέχοντες τα βασικά συναισθήματα, δεν είναι μόνο καλοσχεδιασμένοι, αλλά και άψογα ερμηνευμένοι από τους ηθοποιούς που ανέλαβαν το απαιτητικό έργο της εμφύσησης ζωής. Έτσι, λοιπόν, ο Μπιλ Χέιντερ, στο ρόλο του κατακόκκινου θυμού είναι όσο εξοργισμένος και ανεξέλεγκτος χρειάζεται, με αποτέλεσμα, οι εκρηκτικές του αντιδράσεις να βάζουν φωτιά στη μπαρουτοκαπνισμένη του φυσιογνωμία. Η Μίντι Κέιλινγκ, στο ρόλο της καταπράσινης αηδίας, διαθέτει όση αποστροφή και σαρκασμό απαιτεί ο υπεροπτικός της χαρακτήρας. Ο Λούις Μπλακ, στο ρόλο του μελανιασμένου φόβου, ακολουθεί με τρεμάμενη φωνή όλες τις βαθμίδες επικινδυνότητας με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη η λεπτεπίλεπτη του φιγούρα. Επιπρόσθετα, ο Ρίτσαρντ Κάιντ, στον ρόλο του Μπινγκ Μπονγκ προσδίδει την απαιτούμενη ανεμελιά ως παιδικός, φανταστικός φίλος στο συνονθύλευμα της ζωώδους του εμφάνισης.

Inside Out_4

Κυρίως, όμως, είναι τα δύο επιτακτικά και αντικρουόμενα συναισθήματα, της χαράς και της λύπης που διακρίνονται. Μέσα από τις κρίσιμες επιλογές τους, μονοπωλούν το ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η Εϊμι Πόλερ στο ρόλο της χαράς, παρέχει όση ευδαιμονία προϋποθέτει ο υπερβολικά ενθουσιώδης της χαρακτήρας. Η κινησιολογία και η ομιλία της Πόλερ, δίνουν στον εκθαμβωτικά σχεδιασμένο χαρακτήρα της χαράς, την προσδοκώμενη ευχαρίστηση και η ίδια κατακλύζει (ενίοτε καταχρηστικά) με ενέργεια και υπεραισιοδοξία την κινηματογραφική οθόνη. Στον αντίποδα του συναισθήματος της χαράς, η Φίλις Σμιθ, παραδίδει έναν αξιομνημόνευτο χαρακτήρα με τη πλημμυρισμένη στο χρώμα του σκούρου μπλε, θλίψη. Άλλοτε με βαρυθυμία και άλλοτε με βαριεστιμάρα, η Σμιθ, παρουσιάζει τις πιο μελαγχολικές αποχρώσεις της θλίψης και σε αρκετά σημεία κλέβει την παράσταση από τη χαρά. Ο αργόσυρτος τρόπος με τον οποίο μιλάει, ο λυπημένος με τον οποίο παραιτείται και η κινησιολογική κατάρρευση που συνήθως ακολουθεί κάθε απόσυρση, χαρακτηρίζουν τη θλίψη και καταλήγουν να προκαλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση στους θεατές από τον αναμενόμενα ευδιάθετο χαρακτήρα της χαράς. Τα δύο βασικά συναισθήματα μαζί με τα υπόλοιπα, υποβαθμίζουν τους ανθρώπινους χαρακτήρες στο ρόλο ενός συμπληρωματικού δοχείου, με αποτέλεσμα αυτοί να μην μπορούν να διακριθούν, ερμηνευτικά ή σχεδιαστικά.

Μέσα από την προσπάθεια που θα καταβάλλουν τα δύο συναισθήματα για να περισώσουν τις κεντρικές αναμνήσεις της Ράιλι και να επιστρέψουν αλώβητα στο κέντρο ελέγχου, θα συνειδητοποιήσουν, πόσο πολύτιμα και συμπληρωματικά λειτουργούν τελικά, το ένα για το άλλο. Το προσωπικό βάθος και η συλλογική έκταση της κατανόησης αυτής δεν θα επέλθει εύκολα, όταν συμβεί όμως, θα οδηγήσει σ’ ένα πλήρες εξισορροπητικό και ενωτικό φινάλε. Η χαρά, θα αφήσει στην άκρη τον κυριαρχικό της χαρακτήρα, και θα αντιληφθεί πως χωρίς τη λύπη δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά και η λύπη θα καταλάβει πως μπορεί να φανεί το ίδιο χρήσιμη και αυτό είναι κάτι που μόνο με τη βοήθεια της χαράς μπορεί να το πετύχει. Αυτή η συναισθηματική συμφιλίωση που επιτυγχάνει, ο Πίτερ Ντόκτερ, ανάμεσα στα δύο κύρια συναισθήματα είναι διασκεδαστική, αλλά και συγκινητική. Το τέλος, μπορεί να έχει κάποια παράπλευρη απώλεια, λίγο πριν την πολυαναμενόμενη επιστροφή και την αποκατάσταση στο κέντρο ελέγχου, η συνειδητοποίηση όμως, πως η μικρή Ράιλι είναι έτοιμη να διαβεί το κατώφλι της εφηβείας και να βιώσει καινούργιες εμπειρίες, θα κινητοποιήσει και πάλι τα συναισθήματα με αναβαθμισμένο, αυτή τη φορά, και πιο ενεργητικό το ρόλο της λύπης. Ο Πίτερ Ντόκτερ, προσφέρει ένα ανεπανάληπτο οδοιπορικό στο μυαλό του ανθρώπου και τον κόσμο των συναισθημάτων. Μπορεί να μην καταφέρνει να υπερκεράσει τη σπαραξικάρδια ωριμότητα ενός ‘Ψηλά στον ουρανό’ ή τη διαστημική ποιητικότητα του ‘Γουόλ-Υ’, διαθέτει όμως, ένα πολυεπίπεδο σενάριο, μερικές ευφάνταστες ιδέες, πρωτότυπους χαρακτήρες και μια απαράμιλλη εικαστική τελειότητα στα περιβάλλοντα που δημιουργεί που του δίνουν το δικαίωμα να προσθέσει μια ακόμη σπουδαία ταινία στη μεγάλη λίστα επιτυχιών της Pixar.

Share