Ο Αστακος

Μετά από μια εντυπωσιακή κινηματογραφική πορεία (ξεκίνησε με την πρωτόλεια ‘Κινέττα’ το 2005, συνεχίστηκε με τον αριστουργηματικό ‘Κυνόδοντα’ το 2009 και ολοκληρώθηκε με τις παραγνωρισμένες ‘Άλπεις’ το 2013), που χαρακτηρίστηκε από σεναριακή πρωτοτυπία, σκηνοθετική γενναιότητα και συγκεκριμένους ερμηνευτικούς και αισθητικούς κώδικες, ο Γιώργος Λάνθιμος, συνυπογράφει (με τον Ευθύμη Φιλίππου) και σκηνοθετεί τον ‘Αστακό’, την πρώτη του ταινία επί βρετανικού εδάφους. Ο σπουδαίος έλληνας δημιουργός, μπορεί να επηρέασε και ως ένα βαθμό να διαμόρφωσε την πρόσφατη αναγέννηση του ελληνικού κινηματογράφου (ονομαστή και ως ‘Greek Weird Wave’), η πρεμιέρα του ‘Κυνόδοντα’ όμως, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου (62ο Φεστιβάλ των Καννών), χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία την εφησυχασμένη κοινότητα. Ήταν τόσο ορμητικός ο αντίκτυπος, που μετά και από τις ‘Άλπεις’, το κάλεσμα δεν μπορούσε να καθυστερεί και να αφήνει ανεκμετάλλευτο ένα τόσο μεγάλο ταλέντο. Ο Γιώργος Λάνθιμος, μαζί με αρκετούς από τους συνεργάτες του (Θύμιος Μπατακάκης), παραβρέθηκε στην Ιρλανδία (Κομητεία Κέρι, Δουβλίνο) μ’ έναν πιο μεγάλο προϋπολογισμό (4.000.000 ευρώ) κι ένα πρωτοκλασάτο καστ (Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Λέα Σεντού, Μπεν Γουίσο), για τις απαιτήσεις τις τέταρτης και πιο φιλόδοξης ταινίας.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, ο Γιώργος Λάνθιμος, μας μεταφέρει σε μια χρονικά απροσδιόριστη κοινωνία, όχι πολύ μακριά από αυτή που ζούμε. Εκεί, ένα αρνητικά θεμελιωμένο σύστημα έχει καθιερώσει αυστηρούς κανόνες επικοινωνίας. Κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια απόκλισης σε όσους τυγχάνει να είναι μόνοι. Η μοναξιά, δεν αποτελεί προτίμηση στο δυστοπικό περιβάλλον του ‘Αστακού’ και το καταπιεστικό σύστημα θα φροντίσει να το καταστήσει σαφές στον Ντέιβιντ (Κόλιν Φάρελ), έναν μεσήλικα άνδρα που έχει χωρίσει πρόσφατα. Ο Ντέιβιντ, θα μεταφερθεί στο ξενοδοχείο και θα έχει 45 μέρες στη διάθεση του με σκοπό να βρει το ιδανικό ταίρι. Αν δεν τα καταφέρει, θα μεταμορφωθεί σ’ ένα ζώο της βούλησης του και θα απελευθερωθεί στην επικράτεια του δάσους, εκεί όπου επιζούν και οι μοναχικοί (άνθρωποι που έχουν δραπετεύσει από το ξενοδοχείο). Ο Ντέιβιντ, όπως και κάθε άλλος χαρακτήρας που θα διαμείνει στο ξενοδοχείο, θα επιχειρήσει να βρει σύντροφο, σύμφωνα με τους απαράβατους όρους των διαχειριστών. Όσο οι μέρες περνούν, όμως, θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει εύκολα εφικτό. Η αδυναμία του να εξαπατήσει το σύστημα και η επιθυμία του να συνεχίσει να διαβιεί σαν άνθρωπος, θα τον οδηγήσει σε μια αποτυχημένη προσπάθεια αφομοίωσης και στους κόλπους των μοναχικών.

Ο Αστακός_1

Ο ‘Αστακός’, κατά κύριο λόγο, διαδραματίζεται σε δύο αμφίδρομα περιβάλλοντα, το δάσος και το ξενοδοχείο. Η παρουσία της πόλης είναι παρασκηνιακή, τις λίγες φορές που θα κάνει την εμφάνιση της, γίνεται για να κατανοήσουμε καλύτερα τη συνδεσμολογία της με τα δύο περιβάλλοντα. Τον τρόπο με τον οποίο, ο κόσμος του δάσους συναντιέται και αλληλεπιδρά με τον κόσμο του ξενοδοχείου σ’ ένα ουδέτερο και όχι συμφιλιωτικό, έδαφος. Το κάθε ένα από αυτά, βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση και στόχο έχει τη ρήξη (δάσος) ή την επιβολή (ξενοδοχείο). Τα δυσδιάκριτα όρια, οι αποπνικτικοί κανόνες και οι ψυχολογικές μεταβολές χαρακτηρίζουν την αισθητική του κάθε περιβάλλοντος, όπως και της ίδιας της ταινίας. Έτσι, το ξενοδοχείο, που μονοπωλεί το πρώτο μέρος της ταινίας, διακρίνεται από τη σαρκαστική διάθεση του Γιώργου Λάνθιμου. Το κυνικό χιούμορ του σκηνοθέτη πλησιάζει δυσθεώρητα ύψη, έτσι όπως αυτό, απλώνεται στο κτιριακό συγκρότημα. Ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το αποστειρωμένο περιβάλλον του ξενοδοχείου για να σαρκάσει την παραδοσιακή εικόνα του ζευγαριού και τον προδιαγεγραμμένο και περιοριστικό ρόλο που έχει το κάθε φύλο. Σε μια απολαυστική σεκάνς, υπάλληλοι του ξενοδοχείου παρουσιάζουν ένα παραστατικό δρώμενο που εξηγεί, γιατί πρέπει μια γυναίκα και ένας άνδρας να συνυπάρχουν στον δημόσιο χώρο.

Η σκηνή αυτή, τεχνηέντως, αντιπαραβάλλεται από μια άλλη. Σ’ ένα από τα καταλύματα, τον κυριαρχικό ρόλο θα τον υφαρπάξει μια γυναίκα (υπηρέτρια) και οι σεξουαλικές ορμές ενός άνδρα (Ντέιβιντ) θα φτάσουν στο απροχώρητο. Αυτό το συμβάν, παρουσιάζει τα ερεθιστικά τεχνάσματα που ακολουθεί το ξενοδοχείο προκείμενου να δραστηριοποιήσει τα αρσενικά. Ταυτόχρονα, αναιρεί την προηγούμενη σκηνή που προβάλλει τη γυναίκα με τυποποιημένο και παθητικό τρόπο. Αρκετές τέτοιες σκηνές θα ακολουθήσουν, που όλες καταδεικνύουν, το άτεγκτο περιβάλλον του ξενοδοχείου και τις επίμαχες πρακτικές που προτείνει για να πείσει ή να παρακινήσει τους φιλοξενούμενους να βρουν σύντροφο. Η ίδια η κοινωνία, άλλωστε, πιέζει προς μια τέτοια κατεύθυνση και το ξενοδοχείο λειτουργεί ως ακραία προέκταση και υπενθύμιση της. Ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου, μέσα από την επαρκέστατη μικρογραφία του ‘Αστακού’, κατορθώνουν να κάνουν ένα σαρκαστικό σχόλιο (το ζοφερό ενδεχόμενο να μεταμορφωθεί κάποιος σε ζώο) για το ημιαποτυχημένο μοντέλο του γάμου (η επίπλαστη πορεία του χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπεν Γουίσο το επιβεβαιώνει αυτό) και την ανάγκη της κοινωνίας να καλλιεργεί αυτό το παρωχημένο μοτίβο για να επιβλέπει καλύτερα και πιο αποτελεσματικά τις ατίθασες μονάδες (το ριζοσπαστισμό των μοναχικών).

Ο Αστακός_2

Κάθε μια μέρα που περνάει ο Ντέιβιντ στο ξενοδοχείο, χρησιμοποιείται για να αποκαλύψει πτυχές του αλληγορικού κόσμου. Μπορεί το περιβάλλον να είναι περιορισμένο, κάτι τέτοιο όμως, δεν αποτελεί μειονέκτημα για έναν σκηνοθέτη που έχει μάθει να πλάθει ανάλογους κόσμους σε πιο αποπνικτικές καταστάσεις (‘Κυνόδοντας’). Από την αίθουσα των κοινωνικών εκδηλώσεων μέχρι εκείνη που ευρίσκεται, η πισίνα και το τζακούζι, οι χώροι αξιοποιούνται δημιουργικά και προσφέρουν τραγελαφικά στιγμιότυπα. Η παραμονή στο ξενοδοχείο δεν θα είναι μια ευχάριστη εμπειρία όμως, ιδίως, όσο τα χρονικά περιθώρια εξαντλούνται. Στο σημείο εκείνο, άλλοι χαρακτήρες θα οδηγηθούν σε μια συμβιβαστική επίλυση (σχέση), ενώ άλλοι σε απόγνωση (αυτοκτονία). Ο ήρωάς μας, από τρόμο μήπως μετατραπεί και αυτός σε ζώο, θα ρισκάρει. Θα επιχειρήσει να υποκριθεί, όπως άλλωστε πράττουν και οι πιο πολλοί, στις ανειλικρινείς τους σχέσεις. Η τραγική ειρωνεία είναι, πως η προσπάθεια αυτή θα γίνει με το πιο αταίριαστο και ασυναίσθητο άτομο (ρόλος που υποδύεται, η Αγγελική Παπούλια). Η αποτυχημένη κατάληξη αυτής της σύνδεσης θα οδηγήσει τον Ντέιβιντ στο δάσος με τους μοναχικούς. Εκεί, όπου βρίσκεται, και η γυναίκα που έχει αναλάβει το αφηγηματικό έργο.

Η παρεμβολή της αφήγησης γίνεται σε καίρια σημεία του πρώτου μέρους και εκτός του ότι συμπληρώνει όσα οπτικά υπονοούνται, συνδράμει ώστε, να μεταφερθεί απόλυτα ο θεατής στο δυστοπικό και ειρωνικό σύμπαν του ‘Αστακού’. Ο θεατής συνταυτίζεται με τη φωνή της γυναίκας από το δάσος, και αποκτάει μια πρώτη εικόνα για το περιβάλλον αυτό. Στο δάσος τα πράγματα είναι ολότελα διαφορετικά. Οι άνθρωποι ζουν μόνοι, εκπαιδεύονται για την επιβίωση τους και απολαμβάνουν αρκετές χαρές. Φαινομενικά, φαντάζει πιο ελεύθερο απ’ ότι είναι το ξενοδοχείο, στην πραγματικότητα όμως, θα αποδειχθεί περισσότερο επικίνδυνο και το ίδιο περιοριστικό. Μια σειρά από καταπιεστικούς κανόνες που καταλήγουν στο άλλο άκρο το σύστημα των σχέσεων και της επικοινωνίας, θα αποδείξει πως τίποτα δεν δύναται να είναι ιδανικό. Οι μοναχικοί, απαγορεύεται να έχουν ερωτικές σχέσεις, μπορούν μόνο να προσποιηθούν (έξω από τα όρια του δάσους) και αυτό γιατί εξυπηρετεί την επιβίωση τους. Όπως και στο ξενοδοχείο, έτσι και στο περιβάλλον αυτό, τα αισθήματα αποκρύπτονται ή προσαρμόζονται ανάλογα με την περίσταση. Η υποκρισία και ο αυταρχισμός δεν ελλοχεύει μόνο στην κληροδοτούμενη μορφή του κόσμου αλλά και σε κάθε προοδευτική προσπάθεια αμφισβήτησης. Όταν, ο έρωτας θα κάνει την απροειδοποίητη του εμφάνιση, μέσα από τις σκιές των δέντρων και των επίμονων απαγορεύσεων θα είναι αληθινός και κατακλυσμιαίος.

Ο Αστακός_3

Ο Γιώργος Λάνθιμος, δεν φοβάται να τοποθετήσει, μέσα σε όλες αυτές τις αναπόδραστες νόρμες και τις προσποιητές κανονικότητες, την αχαλίνωτη τρέλα ενός πραγματικού έρωτα. Ο τρόπος που το πράττει μάλιστα, είναι αρκούντως προσαρμοστικός στο ιδιοσυγκρασιακό του κινηματογραφικό σύμπαν. Μέσα στα μοναχικά μονοπάτια του απαγορευμένου δάσους, η μελαγχολική ανεπάρκεια του ήρωα θα βρει το ερωτικό της ισοδύναμο. Θα είναι τέτοια η ένταση που δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί. Ο τρόπος που θα συμβεί, βρίσκεται πολύ κοντά στην κυνικότητα του πρώτου μέρους (η ηρωίδα, μολονότι δεν επιτρέπεται, θα σώσει τη ζωή του Ντέιβιντ και εκείνος θα την ανταμείψει με το αγαπημένο της, μακάβριο έδεσμα). Ακόμη κι αυτή η σχέση, όμως, θα χρειαστεί να δημιουργήσει το υποκειμενικό της σύστημα για να μπορέσει να επιβιώσει. Η διαφορά έγκειται, στ’ ότι αυτό δε θα είναι κάτι που θα επιβληθεί. Τουλάχιστον, μέχρι να γίνει ανυπόφορο ή περιοριστικό και ν’ αναζητηθούν άλλοι μέθοδοι. Στην πραγματικότητα, ο αχαλίνωτος έρωτας, χρησιμοποιείται για να εναντιωθεί, όχι μόνο σε κάθε κοινωνική ομαλότητα, αλλά και σε κάθε ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα. Μπορεί το δεύτερο μέρος να αποκτάει ένα πιο βαρύθυμο ύφος, κάτι τέτοιο όμως δεν παγιδεύει τον Λάνθιμο, ο οποίος καταφέρνει να εξελίξει την εμμονή του στην ειρωνεία και τον σαρκασμό, και να οδηγηθεί σε κάτι που προσεγγίζει και τις απολήξεις της ρομαντικής παραδοξότητας.

Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Κόλιν Φάρελ, πρόσφατα δήλωσε σε προωθητική συνέντευξη, πως μπορεί να μην αντιλήφθηκε πολλά από το σενάριο, φρόντισε όμως, να ακολουθήσει τις σαφέστατες υποδείξεις του σκηνοθέτη. Αποτέλεσμα αυτού, ο ίδιος, όπως και το υπόλοιπο, εξαιρετικό καστ της ταινίας να βυθιστεί στο παράδοξο σύμπαν του ‘Αστακού’. Οι ηθοποιοί, αποβάλλουν κάθε αναγνωρίσιμο, προσωπικό τους στοιχείο και ακολουθούν τον ρυθμό και το ύφος του Γιώργου Λάνθιμου. Διακρίνεται, το μελαγχολικό βλέμμα του Κόλιν Φάρελ, στον ρόλο του Ντέιβιντ που προσπαθεί να βρει συντροφιά και η αισθαντική φωνή της μοναχικής, Ρέιτσελ Βάις. Μαζί συναπαρτίζουν ένα μοναδικό ζευγάρι, που προσπαθεί να αποκρύψει την ερωτική του παρόρμηση και να την εξωτερικεύσει σε βλέμματα ή κινήσεις. Τις λίγες στιγμές που θα ενδώσουν στην αμαρτία (όπως, στην οικογενειακή εστία της μοναχικής αρχηγού) το παράφορο πάθος θα εμφανιστεί χωρίς περιστροφές. Ο Κόλιν Φάρελ, μπορεί να ισχυρίζεται  πως ακολούθησε τυφλά τις εντολές του σκηνοθέτη, με τον ρόλο αυτό όμως, βεβαιώνει, πως ήταν ιδανική επιλογή, ενώ και η Ρέιτσελ Βάις, με τον ρομαντισμό που κουβαλάει, κατάφερε να προσδώσει το απαραίτητο συναίσθημα στο αποστειρωμένο περιβάλλον του ‘Αστακού’.

Ο Αστακός_4

Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ξεχωρίζει, η άδεια από συναισθήματα γυναίκα (Αγγελική Παπούλια), η αυστηρή, προγραμματισμένη παρουσία της διευθύντριας (Ολίβια Κόλμαν), η άγρια και εκδικητική αρχηγός των μοναχικών (Λέα Σεντού), ο προσποιητός χαρακτήρας του άνδρα με το τραυματισμένο πόδι (Μπεν Γουίσο), η αινιγματική παρουσία της υπηρέτριας (Αριάν Λαμπέντ). Κάθε ηθοποιός, ακολουθεί με ευλάβεια, το επίμονο σενάριο του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλλίπου. Στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο μόνιμος συνεργάτης, Θύμιος Μπακατάκης (‘Κυνόδοντας’, ‘Attenberg’), επιλέγει μια αποχρωματισμένη παλέτα η οποία προσαρμόζεται στο κάθε περιβάλλον. Στο ξενοδοχείο, δεν συναντάμε μόνο ψυχρά χρώματα (στην πισίνα ή στον προαύλιο χώρο), αλλά και θερμά (στο βραδινό δείπνο). Είναι, όμως, οι σκιές που προκαλεί το φυσικό φως στο ημιφωτισμένο δωμάτιο του Ντέιβιντ, έτσι όπως αυτός στέκεται όρθιος, μπροστά από το παράθυρο, που ξεχωρίζουν. Στο καταπράσινο και πυκνό δάσος, οι σκιάσεις αυτές, γίνονται ακόμη πιο έντονες και πνιγηρές. Η χρωματική παλέτα διευρύνεται και δίνει έναν πιο σκοτεινό, σχεδόν μελαγχολικό, τόνο στην ταινία. Στο μοντάζ, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης (‘Κυνόδοντας’ ‘Άλπεις), εντυπωσιάζει με τις ενεργητικές του επιλογές. Υπάρχουν στιγμές που το παράλληλο μοντάζ είναι απολαυστικό (στη σεκάνς με το χειραγωγούμενο δρώμενο) και λειτουργικό (σε όσες σκηνές ενυπάρχει αφήγηση). Σε άλλες πάλι, όπως στις στιλιζαρισμένες σεκάνς του σκηνοθέτη, εμβάλλεται μια αργή κίνηση στα πλάνα (στο κυνήγι) που σε συνδυασμό με το μουσικό μοτίβο που τις στηρίζει, τονίζουν τον σαρκαστικό χαρακτήρα της ταινίας. Η δε ασυμβίβαστη χρήση της μουσικής, προσφέρει αλησμόνητες στιγμές, όπως η επαναληπτική αξιοποίηση του ‘Where the wild roses grow’.

Ο Γιώργος Λάνθιμος, όχι μόνο τα καταφέρνει εξόχως υπογράφοντας, αν όχι την καλύτερη, αναμφισβήτητα την πιο ιδιαίτερη και απαιτητική του δημιουργία, αλλά ως κορυφαίος του ξεχωριστού αυτού υποείδους που υπηρετεί, δεν θυσιάζει τίποτα στη θυμέλη της διεθνούς καριέρας, των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων και των υψηλών απαιτήσεων μιας ανάλογης παραγωγής. Οι αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί, οι πανέμορφες τοποθεσίες, οι εκκεντρικές ιδέες, κάθε τι που απαρτίζει το δυστοπικό περιβάλλον του ‘Αστακού’, υπηρετεί την αξιοπερίεργη οπτική του σκηνοθέτη. Εκείνη, που καμουφλάρει με αρκετό κυνισμό, υποδόριο χιούμορ και αλληγορικό ύφος μια βαθιά ρομαντική ταινία. Γιατί, ο ‘Αστακός’, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συναισθηματική τραγικοκωμωδία, κατάλληλη να μιλήσει με τον πιο αποστομωτικό και οξυμένο τρόπο για τις κληροδοτούμενες νόρμες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια παραδοσιακή  μορφή κοινωνίας (ξενοδοχείο), αλλά και να ισοπεδώσει αυτό το πλαίσιο, προτείνοντας ένα αντιδραστικό μοντέλο διαχείρισης και συμπεριφοράς (δάσος),  που όμως, και αυτό καταλήγει να ακολουθεί ασφυκτικούς κανόνες. Επειδή, αυτό που λείπει από κάθε μορφή κοινωνίας, δεν είναι οι κανόνες, αλλά η έλλειψη επικοινωνίας και η αληθινή αγάπη. Και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι (Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις) που τοποθετείται στον πυρήνα της εξεζητημένης ιστορίας, θα δώσει τον δικό του αγώνα για να εξασφαλίσει, πως αυτή η αγάπη παρά τις απαγορεύσεις ή τις αντιξοότητες, θα βρει τον τρόπο (ένα δικό της σύστημα επαφής) για να επιβιώσει. Το υπονομευτικό τέλος του ‘Αστακού’, έχει μια υπερβατικότητα που μόνο στο σουρεαλιστικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου, θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Γιατί, ποιός άλλος, θα αποτολμούσε να αντιμετωπίσει μια ρομαντική ιστορία φαντασίας με τόσο περιπαικτικό τρόπο; Ποιός άλλος, θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει την κατάλληλη σχέση μέσα από μια αλλόκοτη διαδικασία; Ο Λάνθιμος, κατορθώνει να εξελίξει τα στοιχεία που απαρτίζουν το σύμπαν του και να παραμείνει αυθεντικός και ακατάτακτος, ως το τέλος.

Share