Αστυνομικη Βια, Φυλετικος Ρατσισμος Και 8 Οργισμενα Τραγουδια Από Το 2015 (Μερος 2)

Στο προηγούμενο μέρος, είδαμε ορισμένα από τα πιο πολιτικοποιημένα και ενδιαφέροντα τραγούδια του 2015. Παρουσιασμένα χωρίς βαθμολογική και αξιολογική προτίμηση, παρά μόνο με χρονολογική σειρά. Τραγούδια, τα οποία, τοποθετούνται κατά της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της αφροαμερικανικής κοινότητας και της απροκάλυπτης χρήσης της αστυνομικής βίας. Που προσπαθούν να αναδείξουν τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας, τις κακές συνθήκες διαβίωσης, την αναξιότητα του διεφθαρμένου κράτους και τα φυλετικά, κληροδοτούμενα κίνητρα που αποκρύπτονται πίσω από αυτές τις πράξεις. Ενώ συγχρόνως, καλούν σε κάποια αναγκαία μορφή αντίδρασης, ανακωχής ή βίαιης ανταπάντησης. Κάποιοι αναγνωρίσιμοι και ευαισθητοποιημένοι καλλιτέχνες επέδειξαν γρήγορα αντανακλαστικά και δεν άφησαν τη στιγμή ανεκμετάλλευτη. Είναι τέτοια η προσωπική υποχρέωση, αρκετών εξ αυτών, που δεν θα μπορούσαν να ενεργήσουν διαφορετικά, όσο κι αν αποτελούν μέρος  μιας εμπορευματοποιημένης, αναλώσιμης και κοινωνικά ανάλγητης μουσικής βιομηχανίας. Στο δεύτερο μέρος, θα παρακολουθήσουμε μερικά ακόμη δείγματα, που όλα προέρχονται από Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες. Ήταν τόσο ανεξέλεγκτη η αστυνομική βιαιοπραγία και τους υπόλοιπους μήνες που η αμερικάνικη επικαιρότητα στιγματίστηκε από τον άδικο χαμό παραπάνω πολιτών. Πώς να παραμείνει κανείς ανεπηρέαστος από τη δολοφονική έξαρση;

Protesters are forced by police from the business district into nearby neighborhoods on August 11, 2014 in Ferguson, Missouri. Police responded with tear gas and rubber bullets as residents and their supporters protested the shooting by police of an unarmed black teenager named Michael Brown who was killed Saturday in this suburban St. Louis community. Yesterday 32 arrests were made after protests turned into rioting and looting in Ferguson.

Prince – ”Baltimore (Feat. Eryn Allen Kane)” (Μάιος 2015)

Όπως δηλώνει και ο τίτλος του τραγουδιού, η ανεξάρτητη πόλη της Βαλτιμόρης αποτέλεσε πεδίο έντονων συγκρούσεων μετά το θάνατο του 25χρονου Αφροαμερικανού, Φρέντι Γκρέι, στα τέλη του περασμένου Απρίλη. Ο νεαρός συνελήφθη, διότι είχε παράνομα στην κατοχή του έναν σουγιά. Κατά τη μετακίνηση του στο αστυνομικό τμήμα, όμως, έπεσε σε κώμα και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο. Λίγες ημέρες αργότερα, εξέπνευσε από αναίτια τραύματα που βρέθηκαν στην σπονδυλική του στήλη. Η είδηση του θανάτου οδήγησε στους δρόμους την πολυπληθέστατη αφροαμερικανική κοινότητα. Καταστήματα λεηλατήθηκαν και άνθρωποι τραυματίστηκαν μετά την κηδεία του άτυχου νέου, ενώ η αποκατάσταση της τάξης επήλθε όταν επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας στους δρόμους της πολιτείας του Μέριλαντ. Οι συμπλοκές αυτές ήταν οι πιο θερμές που σημειώθηκαν στη χώρα μετά και από εκείνες που πραγματοποιήθηκαν στο Φέργκιουσον του Μιζούρι (τον Νοέμβριο του 2014), με αφορμή τη δολοφονία του 18χρονου, Μάικλ Μπράουν. Τουλάχιστον, σε τούτη την περίπτωση υπήρξε καταλογισμός των ευθυνών. Έξι αστυνομικοί οδηγήθηκαν στο εδώλιο του κατηγορημένου, ενώ η εισαγγελέας πρότεινε (μεταξύ πολλών άλλων) να καταδικαστούν για ανθρωποκτονία. Ο ιδιοφυής, συνθέτης και τραγουδιστής, Prince δεν έμεινε απαθής μετά από τη δολοφονία ενός ακόμη Αφροαμερικανού. Η συνταρακτική ιστορία και οι κοινωνικές αναταραχές που ακολούθησαν, ενέπνευσαν τον πολυπράγμονα δημιουργό. Ο Prince, χωρίς να απαρνιέται το ιδιοσυγκρασιακό του ύφος δημιουργεί έναν φανκ – ροκ, φόρο τιμής, για τον αδικοχαμένο Φρέντι Γκρέι και κάνει παράκληση για απονομή δικαιοσύνης, if there aint no justice then there aint no peace. Συνάμα, προτρέπει να απομακρυνθούν τα όπλα και να επικρατήσει η αγάπη και η εκεχειρία. Στα φωνητικά συμμετέχει και η αιθέρια φωνή της Eryl Allen Kane. Το βίντεο του τραγουδιού, χωρίς να ξεχωρίζει, ενέχει το κλίμα των ημερών μιας και συρράπτει φωτογραφίες και βίντεο με στίχους ή τίτλους εφημερίδων για να παρουσιάσει τα γεγονότα.

Kendrick Lamar – ”Alright” (Ιούνιος 2015)

Ο 27χρονος Αμερικανός τραγουδιστής έχοντας  κυκλοφορήσει έναν, κατά γενική ομολογία, από τους καλύτερους και πιο πολιτικοποιημένους δίσκους της φετινής χρονιάς (‘To Pimp a Butterfly’), αποφάσισε να εκδώσει για 4ο single, το ειρωνικά ελπιδοφόρο, ‘Alright’. Χωρίς να μειώνεται η αξία των υπόλοιπων κομματιών προτιμήθηκε η αναφορά σ’ ένα τραγούδι που συμπυκνώνει το περιεχόμενο του δίσκου, ενώ συνοδεύεται και από ένα βίντεο που μπορεί να θεωρηθεί καταπληκτικό. Ολόκληρος, ο δίσκος άλλωστε, αποτελεί ένα σφιχτοδεμένο και θαρραλέο σύνολο που παρουσιάζει με υποδειγματικό τρόπο τη ζωή της αφροαμερικανικής κοινότητας. Είτε χρησιμοποιεί τον μυθοπλαστικό βίο ενός σκλάβου του 18ου αιώνα (από το βιβλίο, ‘Roots: The Saga of an American Family’ του Alex Haley), για να αντιπαραβάλλει την κατώτερη με την ανώτερη διαστρωμάτωση (‘King Kunta’) και να προάγει μια εντύπωση που ασκεί ενδυναμωτική επίδραση στη νέα γενιά, είτε αντλεί έμπνευση μέσα από τα εφηβικά του βιώματα και επεξηγεί πως είναι να ανδρώνεται κανείς σε μια τόσο υποβαθμισμένη και κονσερβοποιημένη περιοχή (‘Hood Politics’). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Kendrick Lamar δεν αρέσκεται στις προσωπικές επιτυχίες του παρελθόντος. Αφουγκράζεται τη θλιβερή και αδιέξοδη πραγματικότητα, ανασκαλεύει την επίπλαστη οικονομική και κοινωνική ευμάρεια, ασκεί αυτοκριτική και συνάμα, επαναφέρει τη σύγχρονη μαύρη μουσική στις στιχουργικές της ρίζες. Γιατί, πώς αλλιώς, θα μπορούσαν να προσδιοριστούν, ενδοσκοπικοί στίχοι, όπως αυτοί που συνοδεύουν το ‘Alright’, Wouldnt you know / We been hurt, been down before / Nigga, when our pride was low / Looking at the world like, ‘Where do we go‘?”, όπου γίνεται μια σαφής αναφορά για τη χαμηλή υπερηφάνεια, την ατομική απογοήτευση και την έλλειψη προσανατολισμού, που χαρακτηρίζει τους Αφροαμερικανούς. Πόσο μάλλον, όταν η εκτροπή αυτή, καταλήγει να τους σκοτώσει και να τους οδηγήσει σε μια ανταποδοτική βία.

Ο Kendrick Lamar, δεν διστάζει να επικαλεστεί την πίστη του στον Θεό για να συναισθανθεί, πως όλα είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου και πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Η πραγματικότητα, όμως, βρίσκεται πάντα εκεί για να του υπενθυμίζει πως η βίαιη αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου από ένα όργανο του κράτους έχει ρατσιστικά κίνητρα και δείχνει δυσέλεγκτη, But homicide be looking at you from the face down. Ταυτόχρονα, ο Kendrick Lamar σαρκάζεται και παρουσιάζει μερικά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν συνήθως, έναν μαύρο καλλιτέχνη. Ο ίδιος, πάντως, δε δείχνει να μετανιώνει για κάτι μιας και έχει τον ρεαλισμό της περιθωριοποιημένης κατάστασης στην οποία ενηλικιώθηκε. Είναι όμως, στο τέλος του τραγουδιού που καταδύεται πολύ πιο βαθιά και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια, μιας και μιλάει για την κατάθλιψη που συντροφεύει τα άτομα που ξεφεύγουν από το περιθώριο και τυγχάνουν αναγνώρισης. Την παραγωγή του τραγουδιού την έχει αναλάβει ο Pharrell Williams. Το αποτέλεσμα, όπως και στα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ ξεφεύγει από μια αναμενόμενη αντιμετώπιση του ραπ ιδιώματος, παράγοντας ένα ενδιαφέρον, εναλλακτικό, μουσικό υβρίδιο. Παράλληλα, ο Κόλιν Τίλει, σκηνοθετεί ένα ασπρόμαυρο βίντεο που βρίθει από μεταφυσικές αναφορές και συμβολισμούς. Παραστάσεις που προάγουν την ελπίδα (ο κόσμος διασκεδάζει) και την απόγνωση (η δολοφονία ενός μαύρου), συνδιαλέγονται με την εξομολογητική διάθεση ενός αιωρούμενου Kendrick Lamar. Ο τελευταίος, αν και διάσημος, θα έχει ανάλογο τέλος (αστυνομικά πυρά) με τον άσημο μαύρο, στην αρχή του βίντεο. Έτσι, παρά τη φήμη του, εξομοιώνεται με την αναπόφευκτη μοίρα αρκετών Αφροαμερικανών.

Blood Orange, “Sandra’s Smile” (Οκτώβριος 2015)

Στις 13 Ιούλιου του 2015, η αδικοχαμένη Σάντρα, δέχθηκε την υπερβολική επίπληξη και στη συνέχεια σύλληψη από έναν αστυνομικό. Αιτία αποτέλεσε το γεγονός πως δεν είχε βγάλει φλας για να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας. Όταν ο αστυνομικός την πλησίασε και εκτίμησε πως δεν υπάρχει διάθεση συνεργασίας, προσπάθησε να την απομακρύνει από το όχημα και να τη συλλάβει. Εκείνη, όμως, απαίτησε τον λόγο και προέβαλε λεκτική άμυνα. Το γεγονός αυτό, εκνεύρισε κατά πολύ τον αστυνομικό με αποτέλεσμα να εγκαλέσει ενισχύσεις και να την ακινητοποιήσει. Παραδόξως, η διαδικασία που ακολουθήθηκε για να αδρανοποιηθεί, η Σάντρα Μπλαντ, συνέβη μακριά από το καταγεγραμμένο πεδίο της κάμερας που βρίσκεται τοποθετημένη στο εσωτερικό του περιπολικού οχήματος. Στην πραγματικότητα, συνελήφθη χωρίς ουσιαστικό λόγο, εκτός κι αν χαρακτηριστεί ως τέτοιος, ο εριστικός διάλογος που είχε με τον εκφραστή του κράτους. Φαίνεται πως η επίκληση στις συνταγματικές ελευθερίες και τα βασικά δικαιώματα από την πλευρά της γυναίκας έδωσαν την αφορμή στον αστυνομικό να επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο στις αρμοδιότητες του. Συνεπακόλουθα, η Σάντρα Μπλαντ, οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Τέξας, γιατί χαρακτηρίστηκε επικίνδυνη. Τρεις μέρες αργότερα και ενόσω οι γονείς της προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν το ποσό της εγγύησης για ν’ απελευθερωθεί εντοπίστηκε απαγχονισμένη στο κελί της. Ο ιατροδικαστής μπορεί να αποφάνθηκε πως η Σάντρα αυτοχειριάστηκε, τα αμφισβητούμενα έγγραφα που βγήκαν στη δημοσιότητα όμως, όπως και το βίντεο της σύλληψης της, δημιούργησαν ερωτηματικά που εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα. Η δημόσια υπεράσπιση της υπόληψης και της αξιοπρέπειας της Σάντρα Μπλαντ κρίθηκε επιβεβλημένη, πόσο μάλλον, όταν εκείνη ήταν γνωστό πως είχε διάχυτη, ακτιβιστική δράση. Στη μεγάλη λίστα των δολοφονηθέντων ή των θυμάτων που συνδέονται με την αστυνομική βία, η Σάντρα Μπλαντ, κατέχει περίοπτη θέση.

Ο αιφνιδιαστικός και ανεξιχνίαστος αφανισμός της 28χρης Αφροαμερικανής, ενέπνευσε και  ένα ατμοσφαιρικό R&B τραγούδι που κατακλύζει τις αισθήσεις με την ευφυέστατη χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων, των αιθέριων φωνητικών και των λακωνικών στίχων. O αργός ρυθμός εμποτίζεται από τις μπάσες νότες ενός συνθεσάιζερ, την υπόνοια σκρατσαρίσματος και τη σκοτεινή γοητεία ενός σαξοφώνου. Ταυτόχρονα, τα δεύτερα φωνητικά δημιουργούν την κατάλληλη βάση, ώστε να προκύψει ένας υποβλητικός αντίλαλος. Η δε τραγική ιστορία της Σάντρα Μπλαντ συγκλονίζει και προσφέρει το απαραίτητο υλικό στον πολυπράγμονα Βρετανό τραγουδιστή, συνθέτη και παραγωγό, Devon Hynes που άλλοτε δραστηριοποιείται ως Blood Orange (όπως στην προκειμένη) και άλλοτε ως Lightspeed Champion. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος τραγουδοποιός καταπιάνεται με τον φυλετικό ρατσισμό, είναι η πρώτη φορά όμως, που εκφράζει τόσο έντονα την επίδραση που έχει αυτός επάνω του. Ο ίδιος, αναφέρει, πως είχε κατάθλιψη για αρκετές μέρες και κάτι τέτοιο γίνεται ορατό και από τη μελαγχολία που χαρακτηρίζει το τραγούδισμα. Στο πρόσωπο της Σάντρα Μπλαντ όμως θα καταφέρει να εντοπίσει και πάλι την προσδοκία. Το χαμόγελο της μετατρέπεται σε ανεξίτηλο σύμβολο του αγώνα,Closed our eyes for a while, but I still see Sandras smile”. Άλλωστε, η κοινωνική συμφιλίωση και η ειρηνική διευθέτηση καθυστερεί να πραγματωθεί. Στο ασπρόμαυρο βίντεο, o Devon Hynes, τραγουδάει, χορεύει και ποδηλατεί στα στενά μιας απροσδιόριστης πόλης. Λίγο πριν το τέλος, μια μικρή αλλά διακριτή ανθρώπινη αλυσίδα θα δημιουργηθεί στο όνομα της Σάντρα Μπλαντ. Μπροστά της, η κάμερα, θα οπισθοδρομήσει.

Travis Scott Feat. Kanye West – ”Piss On Your Grave” (Οκτώβριος 2015)

Ανεξάρτητα από το τι άποψη έχει κανείς για έναν εμπορικό και κακότροπο καλλιτέχνη του διαμετρήματος του Kanye West, το σίγουρο είναι πως με κυκλοφορίες, όπως το εκρηκτικό ντεμπούτο, ‘College Dropout’ (2004) ή το μεγαλόπνευστο και καλλιτεχνικά αναγνωρισμένο, ‘My Beautiful Dark Twisted Fantasy (2010), έχει αποδείξει και στον πιο άπιστο, τη σταθερή ποιότητα και την επιδραστικότητα της δουλειάς του. Η θέση του, όμως, στη λίστα τούτη δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα, εάν δεν είχε εμπιστευτεί το ακατέργαστο ταλέντο ενός νεότερου καλλιτέχνη. Ο Travis Scott, μετά από δύο επιτυχημένα mixtapes, κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ (‘Rodeo’) στην δισκογραφική εταιρεία του Kanye West (GOOD music). Μέσα από το ‘Rodeo’ προέρχεται και το τραγούδι που φέρει την προβοκατόρικη ονομασία, ‘Piss on your Grave” και στο οποίο συμμετέχει, ο Kanye West. Ένας hip-hop δυναμίτης που όπως αναφέρει και ο τίτλος του δεν υπάρχει μεγαλύτερη  προσβολή από την βεβήλωση του μνήματος ενός νεκρού. Στον τάφο αυτό, φαντάζονται κάθε λευκό, διεφθαρμένο Αμερικανό, παραγωγό και πολιτικό που επιβάλλεται και καταφέρεται εναντίον των Αφροαμερικανών. Η προσβολή αυτή αποτελεί το εξοργισμένο αποτέλεσμα τόσο, της μη λειτουργίας – απονομής της δικαιοσύνης και των αδιάλειπτων περιστατικών αστυνομικής βιαιοπραγίας, όσο και της νομιμοποίησης και εν συνεχεία εκμετάλλευσης του ανθρώπινου δυναμικού που βρίσκεται εγκλωβισμένο στο κοινωνικό περιθώριο. Η αδυναμία της αφροαμερικανικής κοινότητας να ζήσει ελεύθερα και ισότιμα εκφράζεται και από τους ακόλουθους στίχους, Us niggas, we can’t behave / We mobbed on the pave / Got treated like slaves / Young niggas treated like slaves”. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, που το βίντεο του εν λόγω κομματιού κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά την απάνθρωπη σύλληψη μιας μαύρης μαθήτριας από λευκό αστυνομικό σε σχολείο της Νότιας Καρολίνας. Οι στίχοι του τραγουδιού, άλλωστε, προσδοκούν από τη νέα γενιά να σηκώσει ανάστημα και να σταθεί στο ύψος των απάνθρωπων περιστάσεων.

Συνολικά, το τραγουδιστικό δίδυμο ακολουθεί ένα πολύ επιθετικό και άγριο ύφος (σχεδόν φτύνουν τις λέξεις) και μια συνθετική κατασκευή που παραπέμπει στο βιομηχανοποιημένο περιβάλλον του τελευταίου άλμπουμ του Kanye West (‘Yeezus’, 2013). Αυτό που ξεχωρίζει, όμως, στην ενορχήστρωση είναι το πως χρησιμοποιείται και ενσωματώνεται το κιθαριστικό κρεσέντο του Jimi Hendrix από το ‘Machine Gun’ (1970), στην εντυπωσιακή εισαγωγή του τραγουδιού. Την ίδια επιθετικά απόκοσμη αίσθηση, αποκομίζει κανείς, παρακολουθώντας και το βίντεο που συνοδεύει το τραγούδι. Τοποθετημένο σ’ ένα δάσος, οι δύο τραγουδιστές περιδιαβαίνουν με καφέ αμφιέσεις, ξεστομίζοντας τις ρίμες τους (στα μετόπισθεν βρίσκεται και ο Yasiin Bey, γνωστός ως Mos Def). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύρα, που πολλές φορές εξέρχεται από τα σώματα των προαναφερόμενων, ενώ το ομιχλώδες, φθινοπωρινό δάσος εξομοιώνεται  με την αποχρωματισμένη παλέτα. Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να αναμετρηθεί με τη λασπωμένη εκατόμβη νεκροκεφαλών (ή οστών), έτσι όπως αυτές ξεπροβάλλουν σαν χείμαρρος μέσα από έναν τεράστιο λάκκο. Είναι τόσο μεγάλο το μίσος και οι άνθρωποι που το καλλιεργούν, που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι διεφθαρμένοι, να ξεπλυθούν από τα εγκλήματα τους και να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση από τον βούρκο που έχουν πέσει. Μέσα από την αναγνωρισιμότητα που λαμβάνει, ο Kanye West, γίνεται μια προσπάθεια να αναστατωθούν οι ησυχασμένες συνειδήσεις και να αντιληφθούν πως οι νεκροί αυξάνονται, ενόσω ο κρατικός μηχανισμός παραμένει εκλεκτικά μεροληπτικός και απροκάλυπτα βίαιος.

Μέσα από τα παραπάνω, αλλά πιθανότατα και πολλά ακόμη, πολιτικοποιημένα, οργισμένα ή κατευναστικά τραγούδια που δεν αναφέρθηκαν, προκύπτει μια θλιβερή διαπίστωση που δείχνει να ενδιαφέρει, όχι μονάχα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία, αλλά ολόκληρη την ήπειρο και κάθε λογικό πολίτη. Μπορεί το Σύνταγμα της χώρας να βεβαιώνει, πως κάθε πολίτης αυτής της χώρας είναι ίσος απέναντι στη νομοθεσία, κάτι τέτοιο πρακτικά απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί πραγματικότητα. Το φυλετικό μίσος δείχνει να έχει παρεισφρήσει διαβρωτικά στα κλιμάκια της αστυνομίας, σε τέτοιο επίπεδο που είναι δύσκολο να ελεγχθεί, να απομονωθεί ή και να αντιμετωπιστεί. Δεν είναι στιγμιαίο φαινόμενο αυτό που συντελείται, αλλά κλιμακούμενη εκδήλωση ενός συσσωρευμένου, κληροδοτούμενου αισθήματος (λευκή ανωτερότητα) που έχει τις ρίζες στα σκλαβοπάζαρα του αποικιακού παρελθόντος και στην εξακολούθηση του καπιταλιστικού επεκτατισμού. Στην ανθρώπινη μικροκλίμακα της Αμερικής, η ανεξέλεγκτα κάκιστη λειτουργία της εκτελεστικής, όπως και κάθε άλλης μορφής εξουσίας, η οικονομική ανισότητα που οδηγεί στον αποκλεισμό από το σύστημα της εκπαίδευσης και της υγείας, η φυλετική προκατάληψη και ο τυφλός φανατισμός, δημιουργούν ένα εκρηκτικό σκηνικό που από τη μια οδηγεί στην αύξηση των κρουσμάτων της αστυνομικής αυθαιρεσίας και από την άλλη στη δικαιολογημένη αντίδραση απέναντι στην κατάφωρη παραβίαση που συντελείται.

Στην παροντική, τεταμένη φάση, οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση δεν δύναται να υπάρξει, αν η αστυνομία δεν παραδεχθεί τα λάθη της, ώστε να πραγματοποιήσει μια ουσιαστική και παραδειγματική εκκαθάριση στο σώμα της. Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν γίνεται φανερό όταν συστρατεύεται και εκφράζεται με τέτοια επιμονή εναντίον ενός καταξιωμένου, Αμερικανού δημιουργού, όπως είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο, επειδή διαδήλωσε και υπερασπίστηκε τους δολοφονημένους, υπενθυμίζοντας το αυτονόητο: η αστυνομία, οφείλει να είναι στο πλευρό κάθε πολίτη και ο τελευταίος να μην τρομοκρατείται στη θέα της. Ούτε όσο, η δικαιοσύνη, καθυστερεί να εκδώσει μια γνωμοδότηση και όταν το πράττει καταλήγει να προστατεύει το σύστημα και τους εκπροσώπους αυτού, αντί για εκείνον που πραγματικά το δικαιούται. Ο τρόπος που χειρίστηκε τις περιπτώσεις του Μάικλ Μπράουν και του Έρικ Γκάρνερ (παρά τις αντιδράσεις και τα στοιχεία, αθώοι κρίθηκαν από κάθε κατηγορία, οι αστυνομικοί που τους σκότωσαν), αποδεικνύει, πως δεν είναι έτοιμη να πάρει θαρραλέες αποφάσεις, ενώ η ίδια η κυβέρνηση, πως δεν επιθυμεί να αναμορφώσει ένα αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα. Τίποτα από τα αναφερόμενα δεν πρόκειται να καλυτερεύσει, όμως, αν η αφροαμερικανική κοινότητα δεν απεγκλωβιστεί από τα γκέτο που προάγουν την εξαθλίωση, την οργή και τον ρατσισμό. Αν δεν ενσωματωθεί, επί ίσοις όροις, στις θέσεις και τα αξιώματα της Αμερικής. Αν δεν αποκτήσει και στην πράξη, τα δικαιώματα (και όχι μόνο τις υποχρεώσεις) που έχουν οι πλεονέκτες λευκοί. Μέχρι τότε, αρκετοί άνθρωποι θα βρίσκουν τον τρόπο ή την αφορμή να εκφράσουν μέσα από την τέχνη και τις ακτιβιστικές δράσεις την κατάφωρη αδικία που συντελείται. Σε μια κυκλική διαδρομή το άρθρο καταλήγει από εκεί που ξεκίνησε και κλείνει με μια εναλλακτική εκτέλεση του βίντεο που συνοδεύει το ‘I Can’t Breath’. Τον λόγο αυτή τη φορά τον έχουν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Όλοι όσοι διαδηλώνουν για το δίκαιο και την τιμή ενός αδικοχαμένου συμπολίτη. Όλοι όσοι δεν φοβούνται να διεκδικήσουν το αύριο που τους αναλογεί και να αντιστρέψουν την κατάσταση. Στο φινάλε, μπορεί οι σειρήνες να θολώνουν την εικόνα, προηγουμένως όμως, σε μια συμβολική κίνηση αγωνιστικότητας και ενότητας, οι ξαπλωμένοι διαδηλωτές έχουν προλάβει να σηκώσουν ψηλά τις γροθιές τους.

Share