Η Επιστροφη

Ένα χρόνο μετά την αξιοσημείωτη καλλιτεχνική πορεία του ‘Birdman Ή Η Απρόσμενη Αρετή Της Αφέλειας‘ που έφτασε στο σημείο να θριαμβεύσει στην 87η απονομή της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, κερδίζοντας 4 κύρια Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και Διεύθυνσης Φωτογραφίας), ο παραγωγικότατος και μεγαλομανής σκηνοθέτης – σεναριογράφος, Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, αλλάζει κατεύθυνση και ανυψώνει ακόμη περισσότερο τη δημιουργική του στάθμη σε κάτι που προσεγγίζει τις περιοχές ενός σκληρά ποιητικού ρεαλισμού. Κι αν στην προηγούμενη, δηκτική και ευθύβολη ταινία, ο Μεξικανός σκηνοθέτης μπόρεσε να πραγματοποιήσει έναν επιδέξιο άθλο (μέσα από την άρτια χρήση συνεχόμενων μονοπλάνων) και να περιπλανηθεί στα καμαρίνια ενός θεάτρου μιλώντας για τη ματαιόδοξη φυσιογνωμία του ηθοποιού, αυτή τη  φορά διανοίγεται σε κάτι μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο (στην αχαλίνωτη απεραντοσύνη της ασύγκριτης φύσης) και υλοποιεί ένα κινηματογραφικό έργο που παραπέμπει σ’ ένα σινεμά μεγαλόπνοο και επικό που τείνει να εξαφανιστεί. Γυρισμένο με χρονολογική σειρά σε πραγματικά μέρη, με την αγαστή συμβολή της αποστομωτικής φωτογραφίας του Εμανουέλ Λουμπέζκι, των μινιμαλιστικών συνθέσεων των Κάρστεν Νικολάι – Ρουίτσι Σακαμότο, τη γεμάτη νεύρο και ένταση κίνηση της κάμερας και δυο απαιτητικές, στιβαρές ερμηνείες από τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και τον Τομ Χάρντι, τα πιο βάρβαρα και πρωτόγονα ένστικτα των ανθρώπων και των ζώων επιστρατεύονται σε μια αρχετυπική μα πάντα διαχρονική, υπερβολικά βίαιη, ιστορία επιβίωσης και εκδίκησης.

Μια ιστορία που όσο αδιανόητη και υπερβολική κι αν φαντάζει, εμπνέεται από την αληθινή περιπέτεια που έζησε ο πολυθρύλητος, εξερευνητής, κυνηγός και έμπορος τομαριών, Χιου Γκλας (http://hughglass.org/). Σύμφωνα μ’ αυτή, ύστερα από μια αποτυχημένη αποστολή, συγκομιδής και μεταφοράς γουνών (η αποστολή έπεσε σε ενέδρα και δέχθηκε την επίθεση μιας άγριας φυλής Ινδιάνων), ο τραυματισμένος Χιου Γκλας (ως εξερευνητής ήταν γνώστης της περιοχής), κλήθηκε να οδηγήσει την ομάδα των επιζώντων θηρευτών με ασφαλή τρόπο εκεί όπου βρισκόταν η βάση της εταιρείας. Αχαρτογράφητα και επικίνδυνα, τα πυκνά δάση της Αμερικής, περιείχανε αμέτρητους φυσικούς κινδύνους. Όπως αυτός, όπου μια τεράστια αρκούδα γκρίζλι επιτέθηκε και τραυμάτισε (σχεδόν θανατηφόρα), τον Χιου Γκλας. Κατόπιν τούτου, οι άνθρωποι που τον συντρόφευαν, για να συντομεύσουν το ταξίδι της επιστροφής και να προφτάσουν για βοήθεια, τον εγκατέλειψαν υπό την παρακολούθηση, δύο ανδρών (Τζον Φίτζεραντ και Τζιμ Μπρίτζερ). Εκείνοι όμως, δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους και τον άφησαν στην τύχη του, ισχυριζόμενοι πως δεν άντεξε και απεβίωσε από τα τραύματα του.

Η Επιστροφή_1

Η απάνθρωπη αντιμετώπιση που είχε, πυροδότησε μια ανυπέρβλητη επιθυμία για να ζήσει, έτσι όπως αυτή προέρχεται από την αναζωογονητική, σχεδόν ζωώδη δύναμη, που προκαλεί η ιδέα της εκδικητικής ανταπόδοσης. Υπό το βάρος ενός τραυματισμένου, εξασθενημένου οργανισμού και των πιο αντίξοων και απροσδόκητων συνθηκών, ο Χιου Γκλας, διέσχισε 320 χιλιόμετρα (200 μίλια) μέχρι να φτάσει στο Φορτ Κιόβα της Νότιας Ντακότας (στην περιοχή όπου βρισκόταν το εργοστάσιο γούνας και οι δραστηριότητες που αφορούσαν το προϊόν). Άρτι αφιχθείς θα αναζητούσε τον μοχθηρό, Τζον Φίτζεραντ, που κυρίως αυτός και όχι τόσο ο νεόκοπος, Τζιμ Μπρίτζερ, τον πρόδωσε και τον εγκατέλειψε ζωντανό. Βασισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος στην ιδιαίτερα επιτυχημένη νουβέλα που δημοσίευσε το 2002 ο Μάικλ Πανκ, (‘The Revenant, A Novel Of Revenge‘) δεν είναι η πρώτη φορά που η περιπλάνηση του Χιου Γκλας επηρεάζει τις τέχνες. Χαρακτηριστικό είναι πως έχει γυριστεί άλλη μια, υποδεέστερη, κινηματογραφική ταινία που αφορά τη δράση της ομάδας των βουνίσιων παγιδευτών και στηρίζεται ελεύθερα στην περιπετειώδη ιστορία του Χιου Γκλας (‘Man In The Wildnerness‘, 1971). Είναι τόσο ανεξάλειπτο το ίχνος που άφησε ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και τέτοια η επιρροή του στο συλλογικό ασυνείδητο μιας χώρας που δε θα μπορούσε να πραγματωθεί διαφορετικά από ένα έθνος που έχει γαλουχηθεί με ήρωες και συνηθίζει να εγκωμιάζει την αντοχή και το θάρρος όλων εκείνων που υπερβαίνουν το μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού.

Με μια πολλά υποσχόμενη, πρωταρχική, αφηγηματική ύλη και ένα άξιο επιτελείο τεχνικών, δεν είναι απορίας άξιον που ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου πραγμάτωσε με ανεξάντλητη ενέργεια και καταφανέστατο πάθος έναν κινηματογράφο που κατορθώνει να υπερβεί τις διαστάσεις οποιασδήποτε οθόνης. Είναι τόσο ζωντανές οι εικόνες του και με τέτοια ένταση σκηνοθετημένες που σε πλείστα σημεία προκαλούν ρίγη συγκίνησης και εντυπωσιασμού. Ο σκηνοθέτης, δεν χρειάζεται παρά ελάχιστα λεπτά για αποκαλύψει το ιδιαίτερα απαιτητικό και υπερβολικά βίαιο περιβάλλον που εμπνεύστηκε. Σε μια αριστουργηματική, εναρκτήρια σεκάνς, φροντίζει να τοποθετήσει το κοινό στην καρδιά της άγριας μα πανέμορφης φύσης. Στον πυρήνα μιας αέναης και ατελέσφορης, συγκρουσιακής διεκδίκησης – επικράτησης, δυο διαφορετικών ομάδων ανθρώπων. Η επίθεση που θα δεχθεί η ομάδα του Χιου Γκλας σ’ ένα απροστάτευτο κομμάτι γης από μια βίαιη ομάδα αυτοχθόνων (Αρακάρα) που προσπαθεί να προσαρμοστεί στην αποικιοκρατική πραγματικότητα (αγοραπωλησία) και να διεκδικήσει όσα οι λευκοί τους έχουν αρπάξει (γη, ζώα, γυναίκες,) με όχι πάντα έντιμο τρόπο (ληστρική αποστολή δολοφονίας είναι αυτή που πράττουν), σκηνοθετείται με απαράμιλλη μαεστρία από τον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη, επιδεικνύοντας τεχνικές που δεν έχει ξαναδοκιμάσει.

Η Επιστροφή_2

Μπορεί στην προηγούμενη ταινία του να ανέπτυξε μια τεχνική, η οποία δίνει την εντύπωση ενός εξακολουθητικού μονοπλάνου, στη συγκεκριμένη περίπτωση (χωρίς να την αποκλείει), περιορίζει τη χρήση των μακροσκελών σκηνών και μέσα από ένα δημιουργικό και απόλυτα συνεκτικό μοντάζ (Στίβεν Μιριόνε), δημιουργεί μικρότερες σκηνές, οι οποίες συνενώνονται και πάλι υποδειγματικά, υπηρετώντας ένα αδιαίρετο σύνολο. Ο τρόπος που διατρέχουν τις κορυφές των υψηλών δέντρων τα φλεγόμενα βέλη των Ινδιάνων και ενίοτε διαπερνούν με ακαριαίο τρόπο τους κυνηγούς, εναλλάσσεται με σκηνές, όπου οι θηρευτές προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μανία των γηγενών. Μέχρι να φτάσουν στο πλεούμενο και να επιβιώσουν κάποιοι, η κάμερα μοιράζει διακριτικά τη δράση και καταγράφει την ανελέητη σύγκρουση. Και μόνο για τη σεμιναριακή σκηνή, όπου ο φακός ακολουθεί αδιάλειπτα έναν χαρακτήρα μέχρι να μετατοπιστεί η δράση, θα άξιζε οποιαδήποτε επισήμανση. Ο κυνηγός τρέχει για να σωθεί, ανεβαίνει πάνω σε ένα άλογο, διανύει μερικά μέτρα και τελικά πέφτει νεκρός, ενώ η κάμερα τον ακολουθεί σε ολόκληρη τη φρενιτιώδη διαδρομή. Τέτοιες καλοσκηνοθετημένες σκηνές εντείνουν το αίσθημα της αγωνίας και μιας ροής από την οποία δύσκολα μπορεί να αποσπασθεί το βλέμμα των θεατών. Πόσο μάλλον, όταν λίγη ώρα μετά θα γίνουν μάρτυρες των συνεχόμενων χτυπημάτων μιας μεγάλης αρκούδας. Ο Χιου Γκλας, μολονότι θα επιζήσει από την επίθεση θα τραυματιστεί σοβαρά. Ο τρόπος που οπτικοποιείται αυτή η εφόρμηση, εκτός του ότι αποπνέει ρεαλισμό, εμπεριέχει πολύ έντονη βία. Μέσα από ένα βασανιστικό γύρισμα, ο θεατής αισθάνεται τη βαθιά αναπνοή και τα διαπεραστικά νύχια της αρκούδας.

Η ταινία περιλαμβάνει και άλλες τεταμένες σκηνές, οι οποίες συνήθως καταλήγουν σ’ ένα αποκρουστικό αιματοκύλισμα που θα ήταν προτιμότερο να είναι λιγότερο περιγραφικό. Η λεπτομερής σκιαγράφηση της βίας όσο παραστατική και αν είναι, καταλήγει να λειτουργεί προβοκατόρικα σε κάποιες περιστάσεις (όπως στο υπέρμετρα εκδικητικό και απάνθρωπο φινάλε της ταινίας). Από την άλλη μια τέτοια αντιμετώπιση υποστηρίζεται σθεναρά από το περιβάλλον της ταινίας και την αποκτηνωμένη, έμφυτη ικανότητα των πρωταγωνιστών. Τη δεκαετία του 1820, οι νεοεισερχόμενοι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες προσπαθούσαν ακόμη να ανακαλύψουν την απέραντη εμβέλεια της Αμερικής. Η εκμετάλλευση του πλούτου, σήμαινε πως θα συγκρουστούν με τους αυτόχθονες ή και τους προηγούμενους αποίκους που ακόμη διαβιούσαν στα αχαρτογράφητα δάση και προασπίζονταν ή απομυζούσαν κάποιες από τις περιοχές. Η ίδια, η ασχολία με το κυνήγι, το γδάρσιμο και το εμπόριο γούνας καταδεικνύει πως οι άνθρωποι αυτοί έθεταν συνέχεια τη ζωή τους σε κίνδυνο και ενασχολούνταν με κάτι που εμπεριείχε δραστηριότητες που ήταν ιδιαίτερα κτηνώδεις. Η σχέση άλλωστε με τα ζώα και τους ανθρώπους του δάσους συχνάκις κατέληγε σε μια αναμέτρηση ζωής και θανάτου.

Η Επιστροφή_3

Αυτήν την αποκτηνωμένη συμβίωση, ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, την παρουσιάζει σε ολόκληρο το αποσαθρωμένο μεγαλείο. Η υλική διακόρευση και ο αγώνας για επιβίωση έχει μολύνει τις ψυχές των ανθρώπων, μετατρέποντας σε επικίνδυνο πεδίο συνδιαλλαγής κάθε συνεύρεση. Η ομάδα των κυνηγών, είτε συνυπάρχει ειρηνικά με μια ομάδα δυναστευμένων και φιλειρηνικών πλέον Ινδιάνων (φυλή Πόνυ), είτε αγωνίζεται για το ποιος θα επικρατήσει και συγκρούεται με μια άλλη πολύ πιο αδίστακτη και πολεμοχαρή ομάδα (φυλή Αρακάρα). Η σύγκρουση όμως, επιβάλλεται και από την αισχροκερδή παρουσία των Γάλλων αποίκων, τόσο με τους Ινδιάνους (και των δύο φυλών), όσο και με τον Χιου Γκλας. Οι κυνηγοί δε που συναπαρτίζουν την ομάδα του Χιου Γκλας είναι τόσο άξεστοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να προτάξουν το προσωπικό τους συμφέρον εις βάρος του γενικότερου καλού της ομάδας. Απροστάτευτο θύμα αυτής της ομάδας άλλωστε, θα πέσει και ο Χιου Γκλας. Ταυτόχρονα, ο τελευταίος, καλείται να αντιμετωπίσει τα εξίσου αμείλικτα στοιχεία της φύσης (το χιόνι και τις ακραίες μεταβολές της θερμοκρασίας) και την ασιτία, στην προσπάθεια που καταβάλλει για να επιβιώσει από τα τραύματα που του προκάλεσε μια θηριώδης αρκούδα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η βία είναι μια αναπόδραστη και επιβεβλημένη κατάσταση. Δεν είναι ακούσιο που όλοι δίνουν την ισχυρή πεποίθηση πως ζουν την κάθε τους στιγμή σαν να πρόκειται για την τελευταία. Σαν νεκροί περιφέρουν το ταλαιπωρημένο τους κουφάρι και περιμένουν τη στιγμή που θα χρειαστεί να το προασπίσουν ή να το παραδώσουν στις κραταιές δυνάμεις.

Η βία μπορεί να διαποτίζει κάθε στιγμιότυπο της ταινίας, συνάμα όμως, υπάρχουν και άλλα που επιχειρούν να την προσεγγίσουν για να επισημάνουν την ακατέργαστη ομορφιά. Όπως εκείνο, όπου ο Χιου Γκλας συναντιέται με μια μακρόσυρτη αγέλη βισώνων που οδεύει προς κάποιο ασφαλέστερο σημείο του αχανούς ορίζοντα. Ο θάνατος ενός εξ αυτών από κάποιο άλλο κοπάδι ζώων θα αποτελέσει τροφή, τόσο για τον Χιου Γκλας όσο και για έναν ιθαγενή που θα βρεθεί στο διάβα του. Η πείνα δεν υπόκειται σε πολιτισμικές συσχετίσεις και οι δύο θα επιδοθούν σ’ αυτή την προαιώνια και αναγκαία για την επιβίωση, κρατούσα συνήθεια. Υπό το ημίφως μιας αναμμένης φωτιάς, οι δύο πλευρές θα επικοινωνήσουν σιωπηλά και θα συμφιλιωθούν. Σε μια άλλη σκηνή έπειτα, ίσως την πιο αταξινόμητη και συγκλονιστική της ταινίας, η τραγική κατάληξη του αλόγου που ιππεύει ο Χιου Γκλας (ύστερα από μια ξέφρενη πορεία καταδίωξης) θα του δώσει τη δυνατότητα να επαναχρησιμοποιήσει το νεκρό σώμα με τρόπο αμφίσημο. Μέσα από μια απερίγραπτη επαναχρησιμοποίηση, το προστατευτικό κουφάρι θα σταθεί αρκετό για να εξασφαλίσει την επιβίωση. Όταν θα ξεπροβάλλει από το εσωτερικό του αλόγου θα είναι σαν να έχει ξαναγεννηθεί, έτοιμος να συνεχίσει και πάλι, το θαρραλέο και επικίνδυνο οδοιπορικό που μόνο σκοπό έχει την ανταπόδοση της προδοσίας.

Η Επιστροφή_4

Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, δεν χάνει την ευκαιρία να προσδώσει μερικά ποιητικά, υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά εκεί όπου ελλοχεύει ο θάνατος. Δεν είναι μόνο η βιαιότητα και οι εξεζητημένες προσπάθειες που καταβάλλει ο πρωταγωνιστής για να επιβιώσει, αλλά και η συναισθηματική παράμετρος της ιστορίας που εναπόκειται σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα τοποθέτηση. Εκείνη που ενώνει τον Χιου Γκλας με την γυναίκα που αγάπησε (προερχόμενη από τη φυλή των Πόνυ) και τον γιο που ‘απέκτησε’. Δεν είναι λίγα τα σημεία της ταινίας που ο Χιου Γκλας ανακαλεί τη σχέση αυτή, ιδίως όσο πλησιάζει (ή κάθε φορά που ξελογιάζει) το θάνατο. Κάτι που σε άλλη περίπτωση θα φάνταζε τετριμμένο και εκβιαστικό, ο σκηνοθέτης το εκμεταλλεύεται για να δημιουργήσει ένα επιπλέον υπόβαθρο στο περιβάλλον αυτό. Όσο και αν η αφοσιωμένη αυτή σύνδεση αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του σκηνοθέτη που στην ουσία εξυπηρετεί τη δραματουργία, οι σκηνές όπου ο Χιου Γκλας συνδιαλέγεται με το παρελθόν είναι εξαιρετικά ονειρικές και εναλλάσσονται αρμονικά με την πραγματικότητα. Συμβάλει σ’ αυτό, όπως και σε ολόκληρη την ταινία άλλωστε, η συγκλονιστική δουλειά που έχει τελεστεί στη διεύθυνση φωτογραφίας από τον αναγνωρισμένο, Εμανουέλ Λουμπέζκι. Δίχως τη ρηξικέλευθη του παρουσία το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν απολύτως διαφορετικό.

Πολυβραβευμένος τόσο για την απαστράπτουσα διαχείριση στο σουρεαλιστικά πικρόχολο, ‘Birdman Ή Η Απρόσμενη Αρετή Της Αφέλειας‘ όσο και για τη δημιουργική επινοητικότητα στη διαστημική περιπέτεια, ‘Gravity‘, ο διευθυντής φωτογραφίας, επαναλαμβάνει μέσα σ’ ένα πιο απαιτητικό πλαίσιο τη φιλοσοφία των προηγούμενων του εργασιών. Ακολουθώντας τη λογική του γυρίσματος σε αληθινό χρόνο, αποτυπώνει στον φακό, το φυσικό περιβάλλον και τις συνθήκες που επικρατούν. Κυριολεκτικά, η συνεισφορά του δεν είναι μόνο πολύτιμη μα και ακράδαντα αποστομωτική. Έχοντας να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο βαθμό δυσκολίας (τις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια του γυρίσματος) μπόρεσε να τιθασεύσει τα στοιχεία και έτσι το αποτέλεσμα να φαίνεται, πέρα για πέρα, αληθινό. Δεν είναι μόνο το πως αποτυπώνει τα εντυπωσιακά φαινόμενα (την ομίχλη μέσα στο ποτάμι, το χιόνι όταν πέφτει, τον ήλιο να δύει στον μακρινό ορίζοντα ή τη λαμπερή ανατολή τη στιγμή που διαπερνάει τις συστάδες των δέντρων), αλλά και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Σε τέτοιο σημείο που η ανάσες και τα αίματα, πολλές φορές, φτάνουν μέχρι την επιφάνεια του φακού. Με την αυστηρή αρωγή των ψηφιακών καμερών (Alexa 65MM Camera της APRI), ο Εμανουέλ Λουμπέζκι, μπόρεσε να υπερκεράσει τις φυσικές αντιξοότητες και να καταγράψει νατουραλιστικά το θεσπέσιο τοπίο, ενώ με τη χρησιμοποίηση των υπερευρυγώνιων φακών να πραγματοποιήσει τα προσδοκώμενα κοντινά στα εκφραστικά πρόσωπα των ηθοποιών, επιτυγχάνοντας να μην τα απομονώσει από το σαγηνευτικό περιβάλλον που τα περιβάλλει.

Η Επιστροφή_5

Ολόκληρη η παραγωγή της ταινίας στέκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, πόσο μάλλον όταν το συντριπτικό ποσοστό της πραγματοποιήθηκε σε αληθινά περιβάλλοντα. Το γεγονός αυτό, τελικώς μετέθεσε και καθυστέρησε την ολοκλήρωση των γυρισμάτων (κράτησαν 11 μήνες).  Εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών και της απουσίας χιονιού χρειάστηκε να μεταφερθούν από το Κάλγκαρι της καναδικής επαρχίας της Αλμπέρτα και τη Μοντάνα της Αμερικής (όπου ήταν προγραμματισμένο να γίνουν τα περισσότερα γυρίσματα) στην Αργεντινή. Ήταν τέτοια η μεγαλομανία του Ινιαρίτου που εξ αρχής είχε προαποφασιστεί το 93% των γυρισμάτων να πραγματοποιηθεί κατ’ αυτό τον δαπανηρό και δυσυπέρβλητο τρόπο. Το υπόλοιπο ποσοστό αφορούσε την εξαιρετική χρήση των οπτικών εφέ (χαρακτηριστική η σεκάνς με τη ψηφιακή αρκούδα ή και τους βίσονες). Στα τοπία που παρευρέθηκαν εντοπίστηκαν τα σημεία εκείνα (Τζακ Φισκ) και δημιούργησαν τις συνθήκες αυτές, ώστε να καταστεί δυνατή η ανασύσταση της εν λόγω εποχής. Εξαιρετική η σκηνογραφική δουλειά (Χαμίς Πουρντί), είτε αυτή αφορά τους πρόχειρους καταυλισμούς και το πλοιάριο, είτε το περίκλειστο φρούριο που βρίσκεται η εταιρεία και τη μισογκρεμισμένη εκκλησία. Στα ίδια επίπεδα και η ενδυματολογία (Ζακλίν Γουέστ), μιας και χρησιμοποίησε δεκάδες δέρματα και προβιές, για να συνθέσει τα ρούχα που φορούν οι γηγενείς και οι κυνηγοί. Τα ενδύματα της αποπνέουν την τραχύτητα και την αγριότητα της εποχής και αποτελούν φυσική προέκταση του κάθε χαρακτήρα. Ειδική μνεία πρέπει να επιδοθεί στην απωθητική ενδυμασία της αρκούδας που φοράει, ο Χιου Γκλας. Το ίδιο ισχύει και για το μακιγιάζ των ηθοποιών, με τα ταλαιπωρημένα και βρωμερά πρόσωπα, τις μακριές γενειάδες (ή τα μαλλιά) και το τραυματισμένο σώμα του κεντρικού χαρακτήρα.

Αυτό όμως που κατορθώνει να προσδώσει στην εικόνα έναν απαραίτητα δραματοποιημένο τόνο είναι οι ίδιες, οι εμπνευσμένες συνθέσεις που οραματίστηκε η εμπνευσμένη τριπλέτα των Ρουίτσι Σακαμότο, Κάρστεν Νικολάι (γνωστός και ως Άλβα Νότο) και Μπράις Ντέσνερ (από το επιτυχημένο συγκρότημα των ‘The National’). Ακολουθώντας απλές, μινιμαλιστικές και αφαιρετικές διαδρομές κατορθώνουν να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που εξυμνεί την ομορφιά της φύσης (‘Main Theme’), ενώ την ίδια στιγμή γοητεύεται και από την καταστροφική, αλαζονική συμπεριφορά της ανθρώπινης ύπαρξης (‘Cat & Mouse’). Θέματα όπως αυτά, συνυπάρχουν με πιο ονειρικές στιγμές, κατάλληλες να σχολιάσουν τον ποιητικό συλλογισμό του σκηνοθέτη (‘Glass And Buffalo Warrior Travel) ή και με πιο αγωνιώδεις που λειαίνουν το έδαφος για μια κλιμάκωση (‘Goodbye To Hawk’). Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δεν θα μπορούσαν παρά τα ηλεκτρονικά του Άλβα Νότο να ακολουθούν με διακριτικό τρόπο τις υποδείξεις του πιονέρου της σύμπραξης (Second Dream) και η προτίμηση των οργάνων να είναι τα έγχορδα που ενίοτε οδηγούνται σε μια ανατριχιαστική κατάθεση (‘Out Of Horse’).

Η Επιστροφή_6

Όσον αφορά τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο ρόλος του Χιου Γκλας, χωρίς να είναι ο καλύτερος της μακράς και εκλεκτής καριέρας του [που στην ουσία ξεκινάει από τον νεαρό, Άρνι Γκρέιπ που ταλαιπωρείται από διανοητική στέρηση στο ‘Τι Βασανίζει Τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ’ (1993) και καταλήγει στον πετυχημένο και άπληστο χρηματιστή, Τζόρνταν Μπέλφορτ στο ‘Ο Λύκος της Wall Street’ (2013)], ξεχωρίζει γιατί απομακρύνεται από τη γνώριμη εκφραστικότητα και την πολυπλοκότητα πρότερων ερμηνειών, για να εξερευνήσει πιο δυσάρεστες και σκοτεινές περιοχές. Λόγω των βαρύτατων τραυμάτων που φέρει από την αρκούδα, ο παραμελημένος ήρωας, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι σχεδόν βουβός και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο δράττεται της ευκαιρίας για να χαρίσει μια ιδιαίτερα απαιτητική, σωματική ερμηνεία που καταφέρνει να αποφύγει τη μανιέρα αντίστοιχων ερμηνειών σε ταινίες που έχουν ως θέμα την επιβίωση. Ο φόβος, η δυσφορία και η ανασφάλεια βρίσκονται διαρκώς ζωγραφισμένα στις ελεγχόμενες και αλάθητες εκφράσεις του Ντι Κάπριο (το ίδιο και στο πληγωμένο κορμί) και εναλλάσσονται με την αποφασιστικότητα, την πεποίθηση και την αντοχή. Η καταβύθιση που πραγματοποιεί, ο εν λόγω πρωταγωνιστής, είναι αρκετή για να προσδώσει ρεαλιστικό περιεχόμενο στην υπεράνθρωπη προσπάθεια που καταβάλλει αυτός ο άνθρωπος. Βοηθάει φυσικά και η ιστορία, το γύρισμα σε πραγματικές συνθήκες, η κατάλληλη προετοιμασία της παραγωγής. Κάτι τέτοιο όμως, δεν θα ευδοκιμούσε, αν ο ίδιος ο ηθοποιός δεν μετέτρεπε σε προσωπικό του βίωμα (και διακύβευμα) την περιπέτεια ενός ήρωα που όχι μόνο προσπαθεί να επιβιώσει, αλλά να δικαιώσει την τιμή των αδικοχαμένων ανθρώπων που τόσο αγαπάει. Μια ασύλληπτη εμμονή, η οποία πηγάζει από την ακαταμάχητη επιθυμία για εκδίκηση, θα σταθεί αρκετή για να τον διατηρήσει στη ζωή. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, δίνει την εντύπωση, πως ο χαρακτήρας του επιστρέφει από το περιβάλλον των πεθαμένων, έτσι όπως, εντατικά συνδιαλέγεται με αυτό για να αποκαταστήσει την τάξη, την εύθραυστη ισορροπία της ζωής.

Μόνο που για να ολοκληρωθεί ο σκοπός θα πρέπει να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τον άνθρωπο που τον πρόδωσε (Τζον Φίτζεραντ). Σε εξαίρετο ερμηνευτικό επίπεδο στέκεται και ο σταθερά καλός, Τομ Χάρντι, υποδυόμενος έναν εξ ολοκλήρου αντιπαθητικό χαρακτήρα. Ο Τζον Φίτζεραλντ, αποκτηνωμένος καθώς είναι από τα προσωπικά του βιώματα δεν διαθέτει το σύστημα ηθικής που χαρακτηρίζει τον Χιου Γκλας. Το μόνο που του προξενεί ενδιαφέρον είναι να προστατέψει το δικό του τομάρι και να δραπετεύσει. Ο Τομ Χάρντι, καταφέρνει να μην μετατρέψει σε καρικατούρα έναν κακόβουλο και μοχθηρό άνθρωπο που οι ραδιούργες πράξεις του δεν προκαλούν τη συμπάθεια του κοινού. Η ερμηνεία του αθροιστικά κρίνεται στιβαρή. Στον αδιάκοπο αγώνα του ανθρώπου να επικρατήσει στο ίδιο του το περιβάλλον, η καταδικαστική ενέργεια του Τζον Φίτζεραλντ, μπορεί να μην διαθέτει το δικαιολογημένο ήθος και την υποδειγματική τιμή του Χιου Γκλας, προέρχεται όμως, από τα ίδια, πρωτόγονα συναισθήματα όταν τίθεται ζήτημα επιβίωσης. Αποτελεί αναντίρρητο γεγονός, πως μέσα σ’ ένα τόσο απάνθρωπο και ακροσφαλές μέρος, ο καθένας διαμορφώνει τον δικό του κώδικα. ‘Η Επιστροφή’ του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, αντιλαμβάνεται την προδιάθεση αυτή, μεταπηδάει στην επικράτεια του εξωπραγματικού και υπηρετεί μια ιστόρηση επιβίωσης και εκδίκησης, έως εκείνο το σημείο όπου η απεμπόληση και η ανταποδοτική εξιδανίκευση δεν καταλήγουν να λειτουργούν καταχρηστικά της εικόνας και των βαθύτερων νοημάτων που αυτή περικλείει. Γιατί τα σημεία εκείνα, όπου η απερίγραπτη ομορφιά του φυσικού τοπίου συνδιαλέγεται με την βαναυσότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την πάλη της ανθρώπινης επιβίωσης είναι τα πιο συγκλονιστικά και αυτά που μένουν για καιρό στη μνήμη του θεατή.

Share