Ο Πιο Μακρυς Δρομος

Όπως ακριβώς υποδηλώνει και ο εύστοχος τίτλος του ντοκιμαντέρ (‘Ο πιο μακρύς δρόμος‘), η Μαριάννα Οικονόμου επιχειρεί να προσεγγίσει την παρατεταμένη, γεμάτη αντιξοότητες, διαδρομή των προσφύγων, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό (και ως ένα βαθμό, ευοίωνο) οδοιπορικό, που κάθε κρατικός φορέας θα έπρεπε να δει και να επιληφθεί επί του θέματος. Μέσα από την ταυτόχρονη εξιστόρηση, της σχεδόν παράλληλης περιπέτειας, δύο ανηλίκων (Τζασίμ και Αλσαλέχ), που συλλαμβάνονται, φυλακίζονται και κατηγορούνται ως διακινητές για τη μεταφορά μεταναστών, η σκηνοθέτιδα παρουσιάζει την υποτυπώδη και ελλιπέστατη λειτουργία του σωφρονιστικού / δικαστικού συστήματος. Τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι φθάνουν με κάθε πιθανό μέσο (φουσκωτά σκάφη και φορτηγά) και κόστος (οικονομικό και ανθρώπινο) στα απομακρυσμένα σύνορα (Ελλάδας και Ιταλίας) της αποκαλούμενης Γης της Επαγγελίας (Ευρώπη), μόνο και μόνο για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στις εύρωστες χώρες της ηπείρου, η εγχώρια, πενιχρή πραγματικότητα και οι εξώτερες, αυστηρές αποφάσεις για τη διαδικασία χορήγησης ασύλου και την καταπολέμηση της διακίνησης, δυσχεραίνουν την προσπάθεια ετούτη. Κατά συνέπεια, η τεράστια, χιλιομετρική, γεωγραφική απόσταση που χρειάζεται να διανύσει ένας σημαντικός αριθμός εξουθενωμένων ανθρώπων από διάφορα μέρη της Ασίας (Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν) ή της Αφρικής, για να γλυτώσει από τις αιματηρές συγκρούσεις που μαίνονται στις χώρες αυτές, δυστυχώς, δεν εξαντλείται στο κομμάτι αυτό. Μια δεύτερη πορεία – εδαφικά περιορισμένη, ιδεολογικά αμφιλεγόμενη, γραφειοκρατικά απέραντη – ξεκινάει, τη στιγμή που αποτολμούν να βρεθούν σε κάποιο ευρωπαϊκό έδαφος.

Μια αξιοθαύμαστη έκδοση που βρέθηκε στο σπίτι της μητέρας, της Μαριάννας Οικονόμου, αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ. Το ‘Στο σχολείο ξεχνώ τη φυλακή‘, που κυκλοφορεί χωρίς κάποια οικονομική επιβάρυνση από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο (όποιος θέλει μπορεί να το δει και κατεβάσει από τον παρακάτω σύνδεσμο, http://kaleidoscope.gr/media/userfiles/file/StoScholeioXechnw-TiFylakiKaleidoscope Publications.pdf) και χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ Λάτση, οι ανήλικοι κρατούμενοι του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης των Νέων Βόλου με τη συνεισφορά του καθηγητή – συντονιστή, Κώστα Μάγου, αφηγούνται και καταγράφουν, κάτω από μια αδιαίρετη και ομοιόμορφη, εικονογραφημένη ιστορία, την προσωπική τους περιπέτεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οκτώ μαθητές με καταγωγή από το Πακιστάν που φυλακίστηκαν για διαφορετικούς λόγους, συμμετείχαν στο εργαστήρι αφήγησης – γραφής που έλαβε μέρος κατά τη διάρκεια των μαθημάτων ελληνικής γλώσσας. Αξίζει να σημειωθεί πως στο ιδιάζον αυτό σωφρονιστήριο λειτουργεί το 33ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου, όπου και μετέχουν αλλοεθνείς μαθητές, ηλικίας 17 – 21 ετών, κατά το διάστημα του εγκλεισμού τους.

Η βαθύτατη επιθυμία της Μαριάννας Οικονόμου να γνωρίσει κάποιους από τους νεαρούς κρατούμενους αυτού του ιδρύματος και να μεταφέρει απαραποίητη την ιστορία τους στην οθόνη, δε θα μπορούσε παρά να την οδηγήσει εκεί. Από την πρώτη στιγμή όμως, μια σειρά από δυσκολίες έκαναν την εμφάνισή τους, με πρώτη και σημαντικότερη την έκδοση άδειας που θα χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο γύρισμα στους χώρους της φυλακής. Η σκηνοθέτιδα επισκέφτηκε το συγκεκριμένο κατάστημα, συνομίλησε με τον καθηγητή και υπεύθυνο για το δημιουργικό εργαστήριο, Κώστα Μάγο, όπως επίσης και με τον  Διευθυντή των Φυλακών Βόλου, Βασίλη Αποστολάκη. Παρόλο που η πρώτη αξιολόγηση ήταν ευνοϊκή, όπως της υπέδειξαν, απαιτούνταν να έρθει σε επικοινωνία με το αρμοστό υπουργείο για να εκδοθεί μια τέτοια άδεια (ανάλογου τύπου έγκριση δεν είχε ξαναδοθεί στο παρελθόν). Την αρχική επιφυλακτικότητα του Γενικού Γραμματέα διαδέχθηκε η ενθαρρυντική γνωριμία με την Ευτυχία Κατσιγαράκη. Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πρόληψης Εγκληματικότητας και Σωφρονιστικής Αγωγής Ανηλίκων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Ευτυχία Κατσιγαράκη είχε ασχοληθεί ενεργά με ειδικά θέματα ποινικής δικαιοσύνης ασυνόδευτων ανηλίκων και συνέβαλε καταλυτικά στο να πειστεί ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου και να εκδοθεί η απαραίτητη άδεια.

Τούτου δοθέντος, η σκηνοθέτης ήρθε σε επαφή με τον Κώστα Μάγο και το πρόγραμμα που διαχειριζόταν και αναφέρθηκε προηγουμένως. Απ’ όλα τα παιδιά που συνάντησε, και ενώ ο πόλεμος στη Συρία κλιμακωνόταν, ξεπερνώντας τις αρχικές, εμφυλιακές διαστάσεις, (με τις δυνάμεις του αιμοδιψούς, ισλαμικού φονταμενταλιστικού, Ίσις να καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα εδάφη, όχι μόνο εκεί, αλλά και στην ευρύτερη επικράτεια του Ιράκ), ευθύς αμέσως την προσοχή της τράβηξαν, οι περιπτώσεις δύο ανήλικων κρατούμενων, που είχαν συλληφθεί στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη σφοδρότητα αυτών των συρράξεων και κατηγορηθεί με το κακουργηματικής φύσης αδίκημα της διακίνησης. Ο Τζασίμ ερχόταν από ένα χωριό στο Βόρειο Ιράκ και συνελήφθη την ώρα που εισχωρούσε με μια βάρκα από την τουρκική πλευρά του ποταμού Έβρου στην Ελλάδα, ενώ ο Αλσαλέχ από το Κομπανί της Συρίας, τη στιγμή που προσπαθούσε να συνεχίσει το ταξίδι του και να διαφύγει με φορτηγό από την Πάτρα στην Ιταλία. Αμφότεροι αφοπλιστικοί, κέρδισαν αμέσως το ενδιαφέρον της Μαριάννας Οικονόμου και αποτέλεσαν τα κεντρικά (αφηγηματικά και εστιακά) σημεία του ντοκιμαντέρ. Ο Αλσαλέχ κόντευε να ολοκληρώσει το προβλεπόμενο από το νόμο, ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης (το 18μηνο που προηγείται της δίκης και της ανακοίνωσης της δικαστικής απόφασης), όταν η σκηνοθέτιδα κατέφθασε στο σωφρονιστικό κατάστημα και επωμίστηκε την κινηματογράφηση, ενώ ο Τζασίμ απαριθμούσε πολύ λιγότερους μήνες εκεί.

Και οι δύο χαρακτήρες αποτυπώνονται για πρώτη φορά από την κάμερα στο σημείο εκείνο, όπου επικοινωνούν τηλεφωνικώς με την οικογένειά τους. Μέσα σε μια τόσο περιορισμένη περίσταση, όπως θεωρείται το δεσμωτήριο, η συσκευή αυτή είναι η μόνη που θα μπορούσε να λειτουργήσει συνδετικά με τον αληθινό κόσμο και να ελαττώσει την απόσταση. Υπέροχα σκηνοθετημένη η εναρκτήρια σκηνή, ξεκινάει από τον εξωτερικό χώρο του σωφρονιστικού ιδρύματος, προσδιορίζει το που εντάσσεται αυτό (σε σχέση πάντοτε με τον επαρχιακό ιστό) και αντιπαραβάλλει τους ήχους της πόλης με εκείνους που ακούγονται από τη φυλακή, λίγο πριν εισχωρήσει στο εσωτερικό και κοντοσταθεί με κατά το δυνατόν πιο διακριτικό τρόπο στα τηλεφωνήματα που πραγματοποιούν οι νεαροί συγκρατούμενοι. Το γεγονός, πως και οι δύο είναι απομονωμένοι (και ακινητοποιημένοι), ενώ η οικογένεια τους βρίσκεται μακριά, βιώνοντας την καθημερινή φρίκη του πολέμου, το κάνει ακόμη πιο δύσκολο. Πόσο μάλλον, όταν οι τζιχαντιστές βρίσκονται προ των πυλών και οι συγγενείς των ανήλικων κινδυνεύουν να βασανιστούν ή και να σφαγιαστούν. Δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούν να δεχθούν κάποιο επισκεπτήριο, αλλά και τ’ ότι δεν μπορούν επί της ουσίας να βοηθήσουν άμεσα τους δικούς τους ανθρώπους. Σοκάρουν οι γνωστοποιήσεις των θανάτων από το φιλικό περιβάλλον του Τζασίμ, ενώ ο Αλσαλέχ, ύστερα από πολύμηνη κράτηση δεν θα αργήσει να διατυπώσει, πως θα προτιμούσε να βρίσκεται ελεύθερος και να πολεμάει στο πλευρό της οικογένειάς του.

Συνάμα, δεν είναι εύκολο (και σίγουρα καθόλου ευχάριστο) και για τους ίδιους τους γονείς, το να συνειδητοποιήσουν τους λόγους που τα δικά τους τέκνα βρίσκονται φυλακισμένα και κατηγορούνται για κάτι που δεν έχουν διαπράξει. Αντί να γίνονται αποδέκτες της επιείκειας και της ανθρώπινης αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών κρατών, τα συγκεκριμένα παιδιά, όπως και αμέτρητα άλλα που δεν είναι φυλακισμένα, βιώνουν την απαξίωση και τον αποκλεισμό. Τ’ ότι, ο Αλσαλέχ, θα δείξει πως είναι υπερπροστατευτικός, όχι μονάχα ως προς τη μητέρα του, αλλά και ως προς τον Τζασίμ, θα δημιουργήσει μια ιδιότυπη, περίπου αδελφική σχέση, μέσα στα περικλεισμένα, βρωμερά κελιά της φυλακής, που θα κάνει ετούτη τη ψυχοφθόρα αναμονή πιο υποφερτή. Ο Αλσαλέχ έχοντας ζήσει αρκετούς μήνες στη φυλακή, έχει μάθει να μιλάει και να συνεννοείται στα ελληνικά, γεγονός που θα αποδειχθεί κομβικό, μιας και θα αναλάβει τον ρόλο του προσωπικού διερμηνέα για τον Τζασίμ. Δεν υπάρχει στιγμιότυπο στο ντοκιμαντέρ, που κάποιος από τους δύο να παρευρίσκεται χωριστά (εκτός φυσικά από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Τζασίμ). Από τον περιορισμένο θαλαμίσκο που μοιράζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου, μέχρι τη συμβουλευτική υποστήριξη που λαμβάνουν από την αξιολάτρευτη κοινωνική λειτουργό, Μαρία Καλαμίδα, τα δύο παιδιά είναι συνέχεια μαζί.

Ανυποψίαστος και τρομοκρατημένος ο Τζασίμ, συνειδητοποιημένος και αποφασιστικός ο Αλσαλέχ, αδίκως κατηγορούμενοι και φυλακισμένοι αμφότεροι, θα αλληλοσυμπληρωθούν. Σε τέτοιο βαθμό, που θα είναι απροσποίητα συγκινητική η στιγμή, που πρώτος ο Τζασίμ, θα αποχωρήσει από τα ασφυκτικά περιθώρια του καταστήματος, όπως και όταν θα μιλήσουν από το τηλέφωνο. Δεν είναι, όμως, μόνο ανάμεσα στους δύο καλοσυνάτους ανήλικους, που δημιουργείται μια πιο ανθρώπινη και απαραίτητη επαφή, αλλά και με ορισμένους από τους εργαζόμενους του σωφρονιστικού ιδρύματος. Κάτω από ένα παραδειγματικό, ανελαστικό πλαίσιο με ουκ ολίγες οργανωτικές αδυναμίες και υλικοτεχνικές παραλείψεις (η χαλασμένη κλειδαριά και η απουσία διερμηνέα είναι μόνο μερικές από αυτές), η Μαρία Καλαμίδα, έχει αναλάβει να πραγματώσει ένα έργο μεγάλης κοινωνικής ευεργετικότητας, που προαπαιτεί εκτελεστική υπευθυνότητα και αναμφισβήτητη προσήλωση από πλευρά της. Επομένως, δεν είναι λίγες ή αμελητέες οι στιγμές, που η κάμερα ακολουθεί τους δύο νεαρούς στο γραφείο της συμπαθούς κοινωνικής λειτουργού. Θα μπορούσε να ειπωθεί, πως η Μαρία Καλαμίδα, είναι κάτι σαν μητέρα για τους φυλακισμένους. Το γκαρδιακό της χαμόγελο, η ευγένεια του λόγου, το ενδιαφέρον που επιδεικνύει, η ψυχραιμία με την οποία ακούει κάθε περίπτωση, διακρίνονται και στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να βοηθήσει τον Τζασίμ. Η επίσκεψη του τελευταίου στον χώρο εργασίας της, πάντως, θα αποκαλύψει και άλλες διαστάσεις, που αφορούν τις προβληματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θα γίνει η διεξαγωγή της δίκης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας του Τζασίμ στο γραφείο της Μαρίας Καλαμίδα, γίνεται μια προσπάθεια που στόχο έχει, να προσδιοριστούν οι πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε η αξιόποινη ενέργεια που του καταλογίζουν, να του καταστεί γνωστό το πόσο βαριές είναι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει, να μην αποθαρρυνθεί και να βρεθεί νομική εκπροσώπηση. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται και κάτι ακόμη, περισσότερο ουσιώδες και καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης. Ο Τζασίμ, εκτός από ασυνόδευτος ανήλικος, δεν έχει χρήματα για να προσλάβει κάποιον δικηγόρο. Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που θα γίνουν με τον αδερφό του (που βρίσκεται ήδη στην Γερμανία), δεν θα καταλήξουν πουθενά. Όπως, χιλιάδες πολίτες χαμηλού εισοδήματος που δικαιούνται την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας σε υποθέσεις ποινικού ή αστικού και εμπορικού χαρακτήρα (Ν. 3226/2004), έτσι και ο Τζασίμ, θα γίνει αποδέκτης της άνω αρωγής. Μόνο που κάτι τέτοιο φανερώνει και την παθογένεια ενός ολόκληρου συστήματος: η επιλογή δικηγόρου γίνεται βάσει μιας μηνιαίας καταστάσεως που καταρτίζει ο τοπικός δικηγορικός σύλλογος  (δίχως να λείπουν και εκείνοι που διορίζονται εκτάκτως ή αυτεπαγγέλτως). Το γεγονός αυτό, δεν επιτρέπει τη μελέτη της υπόθεσης και τη συνάντηση με τον κατηγορούμενο, ενώ χωρίς αξιολόγηση δύναται να μην έχουν σχέση με το αντικείμενο, περίσταση που μπορεί να αποβεί μοιραία για την εκδίκαση.

Έρμαιο μιας τέτοιας (απαράδεκτης) κατάστασης θα γίνει και ο Τζασίμ, με την έννοια πως δε θα καταφέρει να συναντήσει τη διορισμένη από το κράτος, δικηγόρο, αρχύτερα (στο κέντρο κράτησης). Η παρουσίαση της υπόθεσης και η συζήτηση με την επιλαχούσα εκπρόσωπο, θα συμβεί στους διαδρόμους του ποινικού δικαστηρίου, λίγο πριν ξεκινήσει η δίκη. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό κατηγορητήριο, που θα μπορούσε να επισύρει ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων ως εξήντα χιλιάδων ευρώ για κάθε μεταφερόμενο άνθρωπο, εάν αποδεικνυόταν πως ο κατηγορούμενος επενεργούσε με βάση το κέρδος (σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος β. του Ν. 4251/2014 του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις), το δικαστήριο, ναι μεν δεν αθώωσε τον Τζασίμ και δεν πείστηκε για το νεαρό της ηλικίας του, τη στιγμή που τελέστηκε το συμβάν (οι ανήλικοι υποβάλλονται σε θεραπευτικά, αναμορφωτικά μέτρα και σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με το άρθρο 121 του Ν. 3189/2003) αφαίρεσε, όμως, τη δολερότητα και την κερδοσκοπία τοποθετώντας τον σε διαφορετική ποινική διάταξη από εκείνη που θα τον καταδίκαζε για κακούργημα. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν, το ελαφρυντικό της αρκετά καλής διαγωγής στη φυλακή, τα ημερομίσθια από την εργασία (τα προεδρικά διατάγματα αρ. 342/2000/ΦΕΚ296Α, 107/2001/ΦΕΚ 97 Α, 378/2001/ΦΕΚ252Α παρέχουν το ωφέλημα της μείωσης της ποινής) και τους μήνες που είχε συμπληρώσει από το περιοριστικό μέτρο της προσωρινής κράτησης, ο Τζασίμ, απολύθηκε με συγκεκριμένους όρους (εξαναγκασμός να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα κάθε μήνα και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα για τρία χρόνια) έχοντας εκτίσει τα 2/5 (το κατώτερο όριο της καταδίκης). Καλύτερη κατάληξη θα είχε, λίγο καιρό αργότερα ο Αλσαλέχ, και η Μαριάννα Οικονόμου με σύνεση αφήνει μια ακόμη εκδίκαση εκτός κινηματογραφικού πλάνου. Ούτως ή άλλως, το μήνυμα που ήθελε να περάσει είναι σαφές και η προβληματική που περιέχει αυτό, κάτι παραπάνω από εμφανής.

Ανεξαρτήτως από το εάν κάποιος θεωρεί ανελαστική ή όχι τη συγκεκριμένη (αναθεωρημένη πλέον και πιο αυστηρή) νομοθεσία και τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η υπεράσπιση στα ελληνικά δικαστήρια σε εφάμιλλες περιπτώσεις, οι ιθύνοντες των κυκλωμάτων διακίνησης,  προσαρμόζονται και συνεχίζουν να δρουν σχεδόν ανενόχλητοι. Η τακτική να χρησιμοποιούν ανυποψίαστους και ευπρόσβλητους ανθρώπους (συνήθως ανήλικες) για τη μετακίνηση των προσφύγων είναι πάγια και ασφαλής για τους ίδιους. Αυτό που προκαλεί πολλές ενστάσεις όμως, αφορά το πόσο στενά ερμηνεύεται, ο παρεξηγημένος προσδιορισμός του διακινητή, τόσο από την εκτελεστική όσο και από τη δικαστική εξουσία. Και στις δύο περιπτώσεις του ντοκιμαντέρ, ετούτο αποδεικνύεται απερίφραστα: στο περιστατικό του Τζασίμ, συνέλαβαν εκείνον που κωπηλατούσε, ενώ στην ακόμη πιο χυδαία περίπτωση του Αλσαλέχ, αυτόν που δεν βρισκόταν καν στην καμπίνα του φορτηγού, αλλά στον ειδικό χώρο του εμπορεύματος.

Εν αντιθέσει, με τη διαμφισβητούμενη, καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ρόδου, που επέβαλε 25 χρόνια ποινή κάθειρξης και 50.000 πρόστιμο για τη μετακίνηση κάθε μετανάστη, (παρά τα μη ικανοποιητικά ενοχοποιητικά στοιχεία), στον 19χρονο Hsran από τη Συρία, για το πολύνεκρο ναυάγιο που συντελέστηκε στα ανοιχτά του Φαρμακονησίου, στις 20 Ιανουάριου του 2014, η ετυμηγορία του δικαστηρίου για τους δύο ανήλικους, υπήρξε περισσότερο πρόσφορη (τηρουμένων των αναλογιών). Ευτυχώς, όμως, που η Μαριάννα Οικονόμου παραμένει συγκρατημένη στον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να διαχειριστεί αυτό το αποτέλεσμα, μιας και μια σειρά από άλλα, εξίσου σημαντικά ζητήματα ανακύπτουν με την απελευθέρωση των δύο παιδιών. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η ελληνική πραγματικότητα βρίσκεται εκεί, δίχως να αφήνει περιθώρια για ηχηρές τυμπανοκρουσίες. Μπορεί ο Τζασίμ, λόγω συμψηφισμού των στοιχείων να απολύθηκε με προϋποθέσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει, πως αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα. Το μακρύ και παράτολμο ταξίδι το πραγματοποίησε με τελική κατεύθυνση τη Γερμανία και τώρα που του απαγορεύτηκε να το συνεχίσει – ολοκληρώσει, δείχνει εγκλωβισμένος και ανήμπορος (αν δεν δώσει το παρών στο αστυνομικό τμήμα θα ξαναφυλακιστεί). Συγχρόνως, η μερική αποδέσμευση του Τζασίμ, εκθέτει τον ανεπαρκή ρόλο του κράτους στην κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη των αποφυλακισμένων (ετούτος περιορίζεται στην επόπτευση) και αναδεικνύει τον ουσιαστικό ρόλο της ΕΠΑΝΟΔΟΥ (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και μόνος επίσημος φορέας μετα-σωφρονιστικής μέριμνας και κοινωνικής ενσωμάτωσης) που συμπαραστέκεται και φροντίζει με κάθε πιθανό τρόπο (ψυχοκοινωνική στήριξη, νομική συμβουλευτική, προσωρινή φιλοξενία). Μόνο που η καλοδεχούμενη αυτή προσπάθεια, δεν θα μπορούσε παρά να μένει στα πρωταρχικά βήματα αυτών των νέων: η δυσκολία εύρεσης μόνιμης κατοικίας και σταθερής εργασίας αυξάνει τις πιθανότητες να οδηγηθούν κάποιοι στις ατραπούς της παραβατικότητας και αυτό τόσο για τον Τζασμίν όσο και για τον Αλσαλέχ που διένυσαν μια τόσο μεγάλη απόσταση και φυλακίστηκαν αδίκως είναι αποκαρδιωτικό.

Πραγματικά είναι απορίας άξιο, το πως αυτά τα δύο παιδιά οδηγήθηκαν στο σωφρονιστικό ίδρυμα, μιας και από την πρώτη στιγμή γίνεται φανερό, πως η διακίνηση μεταναστών, κάθε άλλο παρά ήταν στις βασικές τους επιζητήσεις. Και οι δύο πέσανε θύματα των κυκλωμάτων στην προσπάθεια τους να αποδράσουν από τη βαρβαρότητα των ένοπλων αναμετρήσεων, αλλά και της εσφαλμένης ερμηνείας του εγχώριου κρατικού μηχανισμού. Η απελευθέρωση τους στο φινάλε του πολύ ενδιαφέροντος ντοκιμαντέρ, μόνο καταπραϋντικά θα μπορούσε να λειτουργήσει, η παροδικότητα ή και σχετικότητα όμως, αυτής της άπαυτης κατάστασης, προειδοποιητικά, τόσο για τους ίδιους όσο και για εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις που δεν κατάφεραν να δικαιωθούν και να προσπεράσουν κάποιο από τα ποικιλότροπα εμπόδια της επιμηκυμένης διαδρομής. Η Μαριάννα Οικονόμου, παρακολουθεί τις εγκιβωτισμένες ζωές, αυτών των δύο νέων (οι οποίοι βρίσκονται στο μεταίχμιο του αναδιαμορφούμενου κόσμου) και χωρίς διδακτικό ύφος παρουσιάζει ένα δημιούργημα επίκαιρο που αξίζει να προβληθεί και να ευαισθητοποιήσει τους αρμόδιους φορείς. Παρά την προβληματική χρηματοδότηση της ταινίας, τόσο λόγω του βιαιότατου ‘αντισυνταγματικού’ κλεισίματος της ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2012 όσο και της υποδεέστερης λειτουργίας του  Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της αδυναμίας εύρεσης κεφαλαίων, η Μαριάννα Οικονόμου, μετέτρεψε σε προσωπικό στοίχημα την περάτωσή του. Δύο χρόνια μετά, όχι μόνο κατάφερε να το ολοκληρώσει, αλλά και να ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Οι βραβεύσεις στο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Λειψίας το πιστοποιούν, πιο μεγάλη σημασία όμως έχει, η συγκυρία που κυκλοφόρησε.

 

Share