Αγριος Σπορος

Πιστή στο να υπηρετεί ένα θέατρο που έχει στο επίκεντρό του, τον αλλοτριωμένο άνθρωπο, και χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα στον λόγο, την καθαρότητα στην έκφραση και την κοινωνική της θεματολογία, η ομάδα ΝΑΜΑ, που δημιουργήθηκε από τη σκηνοθέτη Ελένη Σκότη και τον αρχιτέκτονα Γιώργο Χατζηνικολάου, από το 2000 που στεγάζεται στο θέατρο Επί Κολωνώ, δεν πράττει τίποτα λιγότερο από το να ανεβάζει κοινωνικοπολιτικά θεατρικά έργα με τρόπο που το επιβεβαιώνουν τούτο. Ύστερα από την επαναληπτική, θριαμβευτική πορεία της παράστασης ‘Αγαπητή Ελένα’ (2014 – 2017) της σημαντικής Ρωσίδας, θεατρικής συγγραφέως Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια (είχε ξανανέβει το 2001), ένα ακόμη ανέβασμα στέφεται με ανάλογη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, μόνο που αυτή τη φορά, η πρώτη ύλη ανήκει σε έναν πολλά υποσχόμενο Έλληνα δημιουργό. Περί του Γιάννη Τσίρου ο λόγος, που αν και ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και κινηματογραφικών σεναρίων από το 1990 (ξεχωρίζει, η ‘Αόρατη Όλγα’, που έγραψε αποκλειστικά για το Εθνικό Θέατρο και ανέβηκε από τον Γιώργο Παλουμπή, στον Χώρο Τέχνης και Δράσης Βρυσάκι το 2011 και η κινηματογραφική ‘Άπνοια’ του Άρη Μπαλαφούκα το 2010) με τον άριστα διατυπωμένο και μεστό ‘Άγριο Σπόρο’ (2013), δείχνει πως πρόκειται για έναν συγγραφέα που ακροάζεται τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα όσο λίγοι όμοιοί του. Δεν είναι ότι ο ‘Άγριος Σπόρος’ αποτελεί κάποιο βαθυστόχαστο έργο ή κάποιο που περιέχει ανατροπές και εκπλήξεις, είναι ότι πετυχαίνει μέσα από μια απλή στην εξέλιξή της ιστορία, που λαμβάνει δράση σε κάποια παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη, να προβάλλει διαχρονικές παθογένειες και στερεοτυπικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Αφορμής δοθείσης, η Ελένη Σκότη, μέσα από την απέριττη, σχεδόν υποδειγματική σκηνοθεσία, αναδεικνύει τούτες τις εκφάνσεις (σε μερικά δε σημεία περισσότερο από όσο επιτρέπει το καθεαυτό, ευκολονόητο κείμενο) και το ταλαντευόμενο ύφος του θεατρικού (το χιούμορ και το δράμα εναλλάσσονται, συνεχώς), δίνοντας συνάμα, την ευκαιρία στον πρωταγωνιστή Τάκη Σπυριδάκη, που υποδύεται τον Σταύρο, έναν εύκολα αναγνωρίσιμο, κουτοπόνηρο και κακότροπο νεοέλληνα, να καταθέσει μια ερμηνεία ολκής.

Σε κάποια αμμουδερή παραλία της ελληνικής περιφέρειας, που παραθερίζουν Ευρωπαίοι τουρίστες, ο Σταύρος διατηρεί ένα μη νόμιμο, υποτυπώδες αναψυκτήριο, όπως επίσης, ένα μικρό χοιροστάσιο, λίγο πιο μακριά από αυτή. Μαζί με τη θυγατέρα του Χαρούλα (Χριστίνα Μαριάνου), εργάζονται νυχθημερόν, προσπαθώντας, όχι μόνο να βγάλουν τα προς το ζην, αλλά και να (απο)πληρώσουν και ορισμένους από τους χρωστούμενους λογαριασμούς. Την  κάθε άλλο παρά ευχάριστη και χαλαρή καθημερινότητά τους, θα αναταράξει συθέμελα, η περαιτέρω, λεπτομερής διερεύνηση, της μυστηριώδους εξαφάνισης ενός νεαρού Γερμανού.

Η άφιξη του τοπικού αστυνομικού Τάκη (Ηλίας Βαλάσης), δεικνύει υπερβολική οικειότητα ανάμεσα σε εκείνον και τον Σταύρο και τη Χαρούλα. Τόση που επιτρέπει στον αντιπρόσωπο της αστυνομίας να παραβλέψει την επανειλημμένα παραβατική στάση του πρωταγωνιστή. Την παραγνωρισμένη σχέση των τριών, όμως, θα διαδεχθεί ανησυχία και εκνευρισμός, όταν ο αστυνομικός μεταβιβάσει την είδηση, πως η παραλία θα παραμείνει κλειστή, μιας και οι γονείς του νεαρού Γερμανού που εξαφανίστηκε πριν από λίγες ημέρες στο ακρογιάλι τούτο, έχουν καταφθάσει, φέρνοντας ειδικό κλιμάκιο για να διεξάγει έρευνα. Ήδη, από τα πρώτα λεπτά της παράστασης (εκείνα που διαδέχονται το εισαγωγικό βίντεο που παρουσιάζει τον Σταύρο να περιγράφει ενδελεχώς τη βίαιη και ξεπερασμένη διαδικασία που ακολουθεί για να σφάξει έναν χοίρο), διαφαίνεται ο κωμικοτραγικός χαρακτήρας της παράστασης και ότι θα μπορούσαμε να πούμε πως χαρακτηρίζει τη δικαιολογημένα παρεξηγημένη έννοια της ελληνικότητας. Επί παραδείγματι, όταν ο Σταύρος ακούει στη διαπασών και σε επανάληψη από ένα φορητό κασετόφωνο με cd player, ένα λαϊκό τραγούδισμα τόσο αγαπητό όσο είναι ‘Το Παράπονο του Ξενιτεμένου (Σαν Απόκληρος Γυρίζω)’ του Βασίλη Τσιτσάνη και γράφει το τυπικό μενού με αγγλικούς χαρακτήρες στην όψη της καντίνας. Εν αντιθέσει, πάντως, με τις επικείμενες, πολύ πιο πυκνές σκηνές, η Ελένη Σκότη, δεν βιάζεται να μεταπηδήσει στην αμέσως ακόλουθη πράξη, μιας και αφιερώνει αρκετό χρόνο στο να αποτυπώσει το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστικά την προβληματική καθημερινότητα του Σταύρου (οι αναφορές στα υπέρογκα χρηματικά ποσά που χρωστάει δεν είναι ολίγες). Καθώς και στο να δείξει κάποια από τα βασικότερα γνωρίσματα του κάθε χαρακτήρα (ο φρενιασμένος και απερίφραστος Σταύρος, η υποστηρικτική και απροσγείωτη Χαρούλα, o απίεστος και εθελότυφλος Τάκης).

Συμβάλλει σε αυτό και το άκρως λειτουργικό και προσαρμοστικό σκηνικό του σκηνογράφου Γιώργου Χατζηνικολάου, έτσι όπως ξετυλίγεται σταδιακά, μέχρι να αποκαλύψει την καντίνα στην ολότητά της και οι χαρακτήρες επιδοθούν στις απαραίτητες προετοιμασίες. Εργασίες που μπορεί να περιορίζονται στο κόψιμο της αγγουροντομάτας και την προπαρασκευή του χοιρινού κρέατος, έχουν όμως και αυτές τη διαδικασία ή και τα μυστικά τους (οι πάγοι που τοποθετούνται ανάμεσα στην κομμένη σάρκα του χοίρου). Το ξημέρωμα μιας ακόμη ζεστής και ακτινοβόλας ημέρας, μπορεί να ευρίσκει τον Σταύρο και την πολυαγαπημένη του κόρη στο αυτοσχέδιο αναψυκτήριο που συντηρούν, παρά το προειδοποιητικό πέρασμα του Τάκη δεν μπορεί να τους προϊδεάσει, γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Θα χρειαστεί να επανέλθει ο τελευταίος, για να γυρέψει συμπληρωματικές καταθέσεις από τους ανθρώπους που είδανε,  για τελευταία φορά, ζωντανό τον αγνοούμενο Γερμανό διαβάτη, για να πραγματωθεί αυτό.

Η Ελένη Σκότη σκηνοθετεί το περιεχόμενο αυτών στιγμών με περίσσεια έμπνευση. Σε στενή συνεργασία με τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο στους φωτισμούς και τον Στέλιο Γιαννουλάκη στη μουσική και την επιμέλεια του ήχου, απομονώνει τους δύο βασικούς χαρακτήρες, κάθε φορά, που αυτό κρίνεται αναγκαίο. Πιο συγκεκριμένα, τη στιγμή που η σκηνοθεσία εστιάζει στα πρόσωπα που καταθέτουν, η σκηνή βυθίζεται στο κατακόκκινο φως και μια υπαινικτική μουσική υπογραμμίζει τα λεγόμενα. Μέσα από τούτη την ιδιαιτέρως ατμοσφαιρική, σχεδόν ονειρώδη διαδικασία, που δίνει την αίσθηση της παύσης του χρόνου ή της εισχώρησης στο μυαλό των ανακρινόμενων, τόσο ο ντόπιος αστυνομικός όσο και ο θεατής, που δεν γνωρίζει το παρασκήνιο (δηλονότι, τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες, ο Γερμανός εγκαταστάθηκε στην παραλία και συνδιαλέχθηκε με τον Σταύρο και τη Χαρούλα), παίρνουν απαντήσεις με σαφήνεια. Δεν είναι ότι έχει εντοπιστεί κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο (αν μη τι άλλο, μέχρι να ολοκληρωθεί η συστηματική έρευνα), είναι που λόγω της συναναστροφής που είχαν με τον αγνοούμενο άνδρα, της μαρτυρίας ορισμένων ντόπιων που δεν συμπαθούν τον Σταύρο και του παρουσιαστικού του τελευταίου, που οι υποψίες αρχίζουν και πέφτουν επάνω του. Το γεγονός, ότι η καντίνα δεν διαθέτει νόμιμη άδεια και η μυρωδιά από το χοιροστάσιο που διατηρεί στο ύψωμα, ενοχλεί τους γείτονες, σε συνδυασμό με την ατημέλητη εμφάνιση και τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του Σταύρου, δεν λειτουργούν ενθαρρυντικά για τον ίδιο. Όχι, όταν την έρευνα τη διεξάγουν οι πιο αυστηροί, οργανωμένοι και πειθαρχημένοι Γερμανοί και η μικρή κοινωνία στην οποία διαβιεί, μπροστά στα οικονομικά οφέλη από την αυξημένη επισκεψιμότητα των τελευταίων (και των λοιπών, φυσικά, Ευρωπαίων), δείχνει πως δεν θα διστάσει στο τελείωμα, να μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο, κάποιον συγχωριανό της.

Όσο η έρευνα για τον εξαφανισμένο Γερμανό εντείνεται τόσο σφίγγει ο κλοιός γύρω από τον Σταύρο και τη Χαρούλα (κάθε φορά, που μια σκηνή ολοκληρώνεται, συνεχίζει μια άλλη που αντί να παρεκκλίνει βρίσκεται ολοένα και περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση). Ως επακολούθημα, η σκηνοθέτιδα, χωρίς να δείχνει την πλευρά των μαρτύρων ή των συγγενών του αγνοούμενου και εκμεταλλευόμενη τη δραματουργική εξέλιξη που δεν επιτρέπει στον Σταύρο να αποχωρήσει, εγκλωβίζει τους δύο χαρακτήρες σε αυτά τα ελάχιστα τετραγωνικά της εκτεταμένης και αμμώδους ακτής. Εντούτοις, παρά τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο συντελείται κάτι τέτοιο, όπως με έμμεσο τρόπο κάνει στο ξεκίνημα της παράστασης με την αναφορά στην αμφιλεγόμενη μεθοδολογία που ακολουθεί ο Σταύρος για να σφαγιάσει το γουρούνι (υποσημείωση, η οποία καθ’ όσον αποδεικνύεται, προέρχεται από απάντηση σε στοχευμένη ερώτηση που θα του κάνει ο Γερμανός επιθεωρητής στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που θα έχει μαζί του), θα ήταν πιο ευεργετικό, να δείξει μια σκηνή και από την άλλη μεριά.

Είναι ευτυχές, πάντως, διότι για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον εγκιβωτισμό και για να περιγραφεί το τι ακριβώς μπορεί να συντελείται προ των οφθαλμών των πρωταγωνιστών, επιστρατεύεται και χρησιμοποιείται ένα αντικείμενο σαν τη διπλή δίοπτρα. Σε ουκ ολίγες στιγμές, από περιέργεια ή αγωνία και μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Σταύρος και η Χαρούλα παρακολουθούν τα τεκταινόμενα μέσα από ένα ζευγάρι κιάλια (συνακόλουθα και ο θεατής μέσα από τις περιγραφές των όσων εκείνοι βλέπουν). Και έχει ενδιαφέρον, γιατί σε κάποιες από τούτες το ίδιο πράττουν και οι Γερμανοί γονείς του εξαφανισμένου και μάλιστα για να δουν τις αυθόρμητες αντιδράσεις του Σταύρου. Η παρεμπόδιση στην ελευθερία της κίνησης (και έκφρασης), είναι κάτι που αποκτάει μεγαλύτερη ένταση, όταν τα εκπαιδευμένα σκυλιά που οσφραίνονται από άκρη σε άκρη τον αιγιαλό, πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο την περίμετρο της καντίνας. Ή όταν ο ντόπιος αστυνομικός, μετά από τον λεκτικό διαπληκτισμό που θα πληροφορηθεί, πως είχε ο Σταύρος με τον Γερμανό αναζητούμενο και το ξέβρασμα της φυσαρμόνικας του τελευταίου στην αμμουδιά, θα αρχίζει να αμφιβάλει. Τι κι αν τόσο ο Σταύρος όσο και η Χαρούλα στις απαντήσεις που θα δώσουν στον Τάκη, θα παραδεχτούν  τα γεγονότα (παραδοχή που συνοδεύεται από υποτίμηση της σημασίας των πεπραγμένων), ο Τάκης θα δείξει δυσπιστία από τη στιγμή που οι αρχικές τους καταθέσεις έχουν κενά, μιας και δεν εμπεριέχουν κάποια σημαντικά στοιχεία. Επηρεασμένος από τα νεότερα δεδομένα, την κοινή πεποίθηση και την παρουσία του ξένου επιθεωρητή, ο Τάκης θα προσπαθήσει να αποδείξει πως κάνει σωστά τη δουλειά του, ακόμη και αν τοιούτο σημαίνει, πως παρά τους ισχυρούς δεσμούς που τον συνδέουν με τον Σταύρο, θα χρειαστεί να σταθεί απέναντί του.

Στο τελευταίο μέρος της παράστασης, η μεταστροφή του Τάκη αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας, αρκετά περισσότερο όταν τούτη προέρχεται από τη στάση που θα επιδείξει ένα σημαντικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας και ο Σταύρος με τη θυγατέρα του μετά τον άδικο διασυρμό και τη γενικότερη ανακατωσούρα, ψάχνουν για κάποιο αποκούμπι. Μπορεί, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο Σταύρος να μην υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις του (είτε από κακή νοοτροπία και επιτηδειότητα είτε γιατί η οικονομική κρίση δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει διαφορετικώς), όμως, το να θεωρηθεί ότι είναι δολοφόνος είναι κάτι που προφανώς ξεπερνά τη φαντασία και δείχνει πως πηγάζει από την ήδη κατά πολύ βεβαρημένη, κοινωνική του θέση. Ή ακόμη και από ανθρώπους, όπως είναι οι Γερμανοί, που δεν έχουν συνηθίσει το μη φροντισμένο παρουσιαστικό και την κάθε άλλο παρά ευπρεπή και ευγενή συμπεριφορά ενός χαρακτήρα σαν του Σταύρου και μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να παρασυρθούν και να βγάλουν βιαστικά πορίσματα.

Το πώς βλέπει ο ντόπιος κάτοικος τον ξένο επισκέπτη, καθώς και αντίστροφα είναι κάτι που διαπερνάει όλο τον αφηγηματικό κορμό του ‘Άγριου Σπόρου’ (είτε αμιγώς είτε υπαινικτικά, δεν είναι λίγα τα διαλογικά μέρη, που γίνονται σχετικές αναφορές). Τ’ ότι, σε κάποιο σημείο του θεατρικού ανεβάσματος, αν και καθυστερημένα, ο Σταύρος θα βγάλει και θα αλλάξει το πουκάμισο που φοράει είναι ενδεικτικό (καθαρότερο, αλλά σχεδόν το ίδιο χαριτωμένο με το προηγούμενο). Πολλώ μάλλον όταν αυτό γίνεται μετά από πιεστική παρότρυνση του Τάκη. Όμως, όσο κι αν προσπαθεί ο Σταύρος, να διαχειριστεί την έκδηλη οξυθυμία του ή να τροποποιήσει την εικόνα του, όταν έχει γαλουχηθεί με τον τρόπο που βλέπουμε και στην εν λόγω παράσταση, τούτο είναι κάτι που δεν δύναται να πραγματωθεί από στιγμή σε στιγμή (ενδεχομένως και ποτέ). Από την άλλη, όσον αφορά την κατάληξη της έρευνας, δεν πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση που το εξαντλητικό ψάξιμο, όχι μονάχα της παραλίας, αλλά και του αναψυκτηρίου, του χοιροστασίου, της οικίας και του αυτοκινήτου του Σταύρου, δεν φανερώνει βέβαια, το πτώμα του χαμένου Γερμανού. Προξενεί, όμως, η τόσο εξουθενωτική και ατιμωτική διαδικασία που προηγείται, μιας και αποκαλύπτει ένα έτερο προσωπείο από ανθρώπους σαν και τον Τάκη, που φαινομενικά βρίσκονται πιο κοντά. Όπως και το πώς δρα μια κλειστή κοινωνία, όταν μπροστά στα επιχειρηματικά συμφέροντα βρίσκει την ευκαιρία, για να γκρεμίσει το νομικά παράτυπο αναψυκτήριο και έτσι, να εξοστρακίσει τον Σταύρο. Η συμπάθεια που νιώθει ο ραφιναρισμένος θεατής απέναντι σε έναν τέτοιο χαρακτήρα, δεν είναι μόνο επειδή αυτός είναι γνώριμος σαν προσωπικότητα ή και καλογραμμένος από τον συγγραφέα Γιάννη Τσίρο, αλλά και γιατί ο τελευταίος καταφέρνει μέσα από τις δυσάρεστες καταστάσεις που ανακύπτουν συνεχώς, να τον κάνει περισσότερο καταληπτό και προσφιλή.

Αναμφίβολα, μερίδιο ως προς αυτό έχει και ο ίδιος, ο αποδεδειγμένα ικανός ηθοποιός που τον υποδύεται. Από την πρώτη σκηνή ως την τελευταία, ο Τάκης Σπυριδάκης επιτυγχάνει να προσδώσει ενέργεια στη θεατρική σκηνή, δίχως να καταφεύγει στην ερμηνευτική υπερβολή και την ευκολία ενός τόσο στερεοτυπικού και αναμενόμενου ρόλου. Και συναίσθημα όμως, πέρα από νεύρο ή ζωντάνια, που τον βοηθάει να αναδείξει κάθε διάσταση ενός εκ πρώτης όψεως αντιπαθούς χαρακτήρα με ατράνταχτες πεποιθήσεις. Μπορεί ο Σταύρος, στην αρχή, εξαιτίας του καθημερινού αγώνα αυτοσυντήρησης να βρίσκεται σταθερά σε μια οξύθυμη κατάσταση και έτσι να μην αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της έκτακτης κατάστασης, μόλις αντιληφθεί όμως, ότι τα πράματα δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε, δείχνει μια ποιότητα που όχι μόνο είναι διαφορετική, αλλά καταλήγει, να συγκινεί και τον πιο συναισθηματικά παγερό θεατή. Ως εκ τούτου, ο μπαγαπόντης νεοέλληνας μεροκαματιάρης, που προσπαθεί μέσα από την ανομία και την αταξία να επιβιώσει και βλέπει με επιφύλαξη κάθε αλλοδαπό επισκέπτη, βρίσκει την κατάλληλη ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του Τάκη Σπυριδάκη, τόσο που δεν είναι υπερβολικό το να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη ερμηνεία σημείο αναφοράς. Το ίδιο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί για τον Ηλία Βαλάση, που υποδύεται υπέρμετρα μονοδιάστατα τον τοπικό αστυνομικό. Αν και κατά το μεγαλύτερο κομμάτι της συχνότατης σκηνικής του παρουσίας, τόσο κινησιολογικά όσο και εκφραστικά, βρίσκεται κοντά σε αυτό που επιτάσσει ο ρόλος, η μεταλλαγή που σημειώνει ο χαρακτήρας του, όταν αποφασίζει να συμπεριφερθεί υπεύθυνα ως αστυνομικός, δεν γίνεται ερμηνευτικά πιστευτή από τη στιγμή που συνεχίζει στο ίδιο τέμπο παιξίματος. Τουναντίον, πολύ καλή, αποδεικνύεται, η Χριστίνα Μαριάνου, μιας και ως Χαρούλα, δε φέρνει μονάχα μια πιο νεανική αύρα, μα συμπληρώνει ιδανικά και τον Σταύρο, προσφέροντας μερικές πραγματικά θαυμάσιες στιγμές. Τόσο όταν τον επιπλήττει όσο και όταν τον συμπονά και τον στηρίζει η Χριστίνα Μαριάνου είναι έξοχη.

Share