120 Χτυποι Το Λεπτο

120 χτύποι το λεπτό, το τέμπο στο οποίο διακυμαίνεται η house μουσική (για την ακρίβεια, το μέτρο κυμαίνεται στους 120-130 χτύπους το λεπτό) ή ο ρυθμός με τον οποίο πάλλονται οι αρτηρίες της καρδιάς, όταν κάποιος ενήλικας αθλείται, ερωτεύεται ή νοσεί (κάθε δράση ή ψυχική και σωματική αντίδραση, που έχει ως φυσικό ακόλουθο, το να προσεγγιστούν οι 120 χτύποι το λεπτό). Ο Ρομπέν Καμπιγιό, μετά από τo μεταφυσικό ‘Les Revenants‘ (2004), που έδωσε έμπνευση για την πλάση μιας εκ των πιο αινιγματικών τηλεοπτικών σειρών (‘Les Revenants‘, 2012, 2015) και το ‘Eastern Boys‘ (2013) με το οποίο διηγήθηκε με αφοπλιστικό τρόπο ένα διαφορετικό ερωτικό ιστόρημα στο σύγχρονο, πολυπολιτισμικό Παρίσι, παρά τη σποραδική σκηνοθετική του παρουσία (σεναριακά είναι πολύ πιο τακτική), επιστρέφει στις επάλξεις και προσφέρει μια από τις πλέον αφυπνιστικές και συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές της νεότερης κινηματογραφικής μνήμης. Με τους ‘120 Χτύπους το Λεπτό‘, ο Γάλλος σκηνοθέτης ανασύρει τα προσωπικά του βιώματα με μεστότητα, ζωντάνια και συγκίνηση, για να μιλήσει για τις επαινετέες και αποδοτικές προσπάθειες μιας από τις σημαντικότερες ακτιβιστικές οργανώσεις στον κόσμο (ACT UP – Aids Coalition to Unleash Power). Τη στιγμή, που χάρη, στην εγκληματική αμεριμνησία των κυβερνητικών παραγόντων, τη σκοπούμενη κωλυσιεργία των φαρμακευτικών εταιρειών, την ανεπαρκή ή στρεβλωμένη πληροφόρηση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον στιγματισμό των μειονοτήτων από θρησκευτικούς και συντηρητικούς παράγοντες, ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας ή HIV είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και οδηγούσε στο θάνατο αρκετές χιλιάδες (επιδημία), μια σεβαστή ομάδα ανθρώπων (ουκ ολίγοι ήσαν φορείς του θανατερού ιού), αγωνιούσε για την επόμενη ημέρα. Ομάδα αλληλέγγυα και συσπειρωμένη, που μοιραζόταν την αίσθηση του επείγοντος και δεν καθησυχαζόταν από αλυσιτελείς υποσχέσεις, μα αγωνιζόταν παντοιοτρόπως (ενίοτε επιθετικά), για να αποτινάξει την κοινωνική προκατάληψη, να προστατέψει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να διεκδικήσει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα, που να δρα αποτελεσματικά.

Δύο χρόνια αφότου, η οργάνωση με το ροζ τρίγωνο και τη συνθηματική εξίσωση ”σιωπή = θάνατος”, ιδρύθηκε στο Κέντρο της ΛΟΑΤ Κοινότητας στη Νέα Υόρκη (Μάρτιος του 1987) από τον θεατρικό συγγραφέα και υποστηρικτή των δικαιωμάτων του ΛΟΑΤ συνόλου, Larry Kramer, ένα νέο παράρτημα δημιουργήθηκε, σε ευρωπαϊκό έδαφος (Παρίσι). Έχοντας δει από κοντά, τον κοινωνικό – πολιτικό αντίκτυπο που είχε στην Αμερική, η συντονισμένη και αγωνιστική δράση της νεότευκτης οργάνωσης, ο συγγραφέας και εκδότης Didier Lestrade, μαζί με τους δημοσιογράφους Luc Coulavin και Pascal Loubet, προέβη σε τούτη την κίνηση.

Από την αρχική διαδήλωση, που πραγματοποίησε η ACT UP Παρισιού (ενώπιον του κτιρίου της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης), μέχρι εκείνες που επακολούθησαν (μπροστά από το κτίριο του Υπουργείου Υγείας ή μέσα στα γραφεία των φαρμακευτικών εταιρειών), διαφάνηκε η δυναμική που είχε η εν λόγω οργάνωση και στη γαλλική πρωτεύουσα. Μπορεί να ξεκίνησε με ολίγα άτομα (περίπου 200), στην πορεία όμως, κατόρθωσε να προσαυξήσει τον αριθμό, μα κυρίως, να πιέσει προς τη σωστή κατεύθυνση, τη γαλλική κυβέρνηση και τις εναγόμενες εταιρείες στον τομέα των φαρμάκων. Ακολουθώντας την απολαυστική διαλεκτική μέθοδο, που είδαμε στο βαθιά αιχμηρό ‘Ανάμεσα στους Τοίχους‘ (2008), ο Ρομπέν Καμπιγιό μαζί με τον Φιλίπ Μανζό, εμπλουτίζουν το κινηματογραφικό κομμάτι που αφορά την οργάνωση με σπινθηροβόλους διαλόγους. Το ότι και οι δυο υπήρξαν μέλη της ακτιβιστικής οργάνωσης (ο Φιλίπ Μανζό, μάλιστα, από το 1997 έως το 1999, διετέλεσε Πρόεδρος της ACT UP) κάνει το αποτέλεσμα να δείχνει, όχι μόνο πιο ρεαλιστικό, μα και ουσιώδες και στοχευόμενο ως προς το περιεχόμενο. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η ταινία ξεκινάει με τρόπο τέτοιο (η εγγραφή δύο νέων μελών), προκειμένου, να γίνει κατανοητή η ακριβής λειτουργία της ακτιβιστικής οργάνωσης. Ούτε ότι, στη συνάθροιση αυτή, παρεμβάλλονται εικόνες από ένα γεγονός που έγινε σε διαφορετικό χρόνο. Στο (κρίσιμο) σημείο, που πετυχαίνουμε την οργάνωση, πρέπει να αποσαφηνιστεί αν δράσεις, όπως αυτή που εισέβαλαν στο πόντιουμ μιας εκδήλωσης, τη στιγμή που μιλούσε για τον φονικό ιό κάποιος κυβερνητικός παράγοντας και από ατύχημα περιλούστηκε με μπογιά, αξιολογούνται ως επιτυχημένες ή αποτυχημένες και πολύ βίαιες.

Ανταλλαγή γνωμών, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται η εισήγηση (τα όργανα των διαφόρων επιτροπών ανεβαίνουν επάνω στο βήμα, για να υποβάλουν τις προτάσεις τους), η συνομιλία (λίγη ώρα ομιλίας αναλογεί στον καθέναν, τη στιγμή που έχει τον λόγο κάποιος οι υπόλοιποι τον ακούν, χρησιμοποιούνται τα ακροδάχτυλα αντί για τις παλάμες στο χειροκρότημα, η ψήφιση γίνεται με ανασήκωμα του ενός χεριού κ.ο.κ.) και τις αντίθετες αντιλήψεις που επικρατούν (αν και η πλειοψηφία θέλει την άμεση δράση, αν μη τι άλλο, σε αυτή την πρώτη περίπτωση, ορισμένοι θα εκφράσουν την αντίθεσή τους).  Στο τελείωμα της σύσκεψης, πάντως, παρά τη διχογνωμία, θα καταλήξουν σε ψήφισμα που υποστηρίζει τις πιο σθεναρές και τολμηρές παρεμβάσεις και έτσι, οι επόμενες δράσεις, θα χαιρετιστούν με μεγαλύτερη ικανοποίηση από την πλειοψηφία της ομάδας. Κατόπιν τούτου, η είσοδος στα γραφεία της φαρμακευτικής εταιρείας (Melton Pharm), που έχει αναλάβει να παράγει ένα ανασταλτικό και λιγότερο επίπονο παρασκεύασμα, θα γίνει με τρόπο θορυβώδες (οι ιαχές, τα σφυρίγματα και οι συνθηματικές φράσεις) και συμβολικό (η κοκκινωπή χρωστική ουσία).

Ενώ σε ένα σχολείο, λίγη ώρα αργότερα, παρά την αναπόφευκτη φασαρία, απώτερο στόχο θα έχει την πληροφόρηση των ανυποψίαστων νέων (τα ενημερωτικά φυλλάδια και τα μέσα αντισύλληψης). Αμφότερες οι ενέργειες κινηματογραφούνται με παλμό και νεύρο από τον Ρομπέν Καμπιγιό,  τόσο που πιστοποιούν, για την ανάγκη του κατεπείγοντος από τη μεριά των εν δυνάμει ή ήδη νοσούντων ακτιβιστών όσο και για τη συναισθηματική ουδετερότητα από τη σκοπιά των κρατικών μηχανισμών. Και άλλες δράσεις θα ακολουθήσουν φυσικά επί της οθόνης (μεταξύ των οποίων, η διοργάνωση της ετήσιας παρέλασης της υπερηφάνειας) και συζητήσεις επί μακρών συζητήσεων (αποκορύφωμα αποτελεί η από κοινού συνεδρίαση με εκπροσώπους της φαρμακευτικής εταιρείας, των κρατικών φορέων και των ανθρώπινων οργανώσεων και η προσέλευση ενός φαρμακευτικού αντιπροσώπου στην ίδια την αίθουσα που συνευρίσκεται σε εβδομαδιαία βάση η ομάδα). Εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο συσκεπτόταν και εν συνεχεία κινητοποιούνταν η οργάνωση, ο σκηνοθέτης δεν παρουσιάζει μόνο κάποιες από τις παραδειγματικές δραστηριότητές της, αλλά και το πως κατέληγε στο πάρσιμο αυτών ή τον αντίκτυπο που είχαν στην ίδια και την κοινωνία. Είναι τόσο αξιόπιστη η κινηματογραφική αποτύπωση, που ο θεατής, εκτός του ότι αντιλαμβάνεται με πιστότητα τη δομή και τον μηχανισμό ενός σχεδόν, αναρχικού πλέγματος, γίνεται μέρος των ένθερμων συνομιλιών και των αποφασιστικών διαμαρτυριών. Η άρνηση της κοινωνίας να δει έγκαιρα και να αντιμετωπίσει δραστικά το ζήτημα, η απόλυτη ομοψυχία και ο διαρκής συντονισμός των μελών της ομάδας, η τακτική επικοινωνιακή σύγκρουση των τελευταίων, που όμως είχε πολύ θετικές επιπτώσεις, ο κίνδυνος που εμπεριείχαν μερικές παρεμβάσεις και η καθεαυτή έξαρση της μολυσματικής ασθένειας, περνάνε στον φακό, αναγνωρίζοντας τις προσπάθειες, που κατέβαλλαν τα αληθινά πρόσωπα πριν από ολίγα χρόνια (οι ηθοποιοί δεν ερμηνεύουν κάποια από αυτά τα πρόσωπα, μα χαρακτήρες που δανείζονται συγκεκριμένα γνωρίσματα).

Και το πολύ ευτυχές σε αυτή την κινηματογραφική περίπτωση είναι ότι ο Ρομπέν Καμπιγιό δεν εμμένει εκεί (αν και θα μπορούσε), μιας και μπολιάζει την αξιέπαινη δράση της ACT UP με μια ιστορία πραγματικής αγάπης και έμπρακτης υποστήριξης. Τέτοια που είναι ικανή να μετασχηματίσει το κοινωνικά και πολιτικά ανησυχαστικό του έργο σε έναν συναισθηματικό οδοστρωτήρα, που πολύ δύσκολα μπορεί να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο (από ένα σημείο και έπειτα, και μέχρι το λυτρωτικό φινάλε, τα δάκρυα τρέχουν αβίαστα και η καρδιά γίνεται δεκάδες κομμάτια). Φορείς αυτής της πανίσχυρης συναισθηματικής ένωσης είναι ο Νατάν (Αρνό Βαλουά) και ο Σον (Ναουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ). Δύο όμορφοι άρρενες, που μολονότι θα γνωριστούν σε μια αποτρεπτική και επικίνδυνη περίοδο, θα ερωτευτούν με παραφορά.

Από την πρώτη στιγμή, που ο νεόφερτος Νατάν, θα εισέλθει στην αίθουσα που συνέρχεται η ACT UP και θα ανταλλάξει μια φευγαλέα, μα υποσχόμενη ματιά με τον Σον, ως εκείνη που θα φιληθούν απροσδόκητα, αντιδρώντας στη μισαλλοδοξία κάποιων ανθρώπων (κατά την ενημερωτική δράση στο σχολείο), γίνεται φανερό, πως οι δύο νέοι νιώθουν έλξη ο ένας για τον άλλον. Ερωτική δύναμη ακατανίκητη, που θα τους οδηγήσει στη σαρκική ένωση και τη σε βάθος γνωριμία. Σε ένα από τα ομορφότερα στιγμιότυπα της ταινίας (και ένα από τα πιο ερωτικά των τελευταίων χρόνων σε οποιαδήποτε άλλη δημιουργία), ο Ρομπέν Καμπιγιό με την αμέριστη συνδρομή της Ζαν Λαπουαρί στη διεύθυνση της φωτογραφίας και της Ανίτα Ροθ και Στεφανί Λεζέ στο μοντάρισμα, συλλαμβάνει την έξαψη και την επιθυμία στο φακό, ενόσω συνάμα, την εναλλάσσει με το ερωτικό παρελθόν, που κουβαλά ο Σον. Ως εκ τούτου, λόγος και εικόνα συγχέονται σε ένα αποτέλεσμα που δείχνει μοναδικό από τη στιγμή που καταφέρνει να συγχρονίσει το παρελθόν με το παρόν με τρόπο απροσποίητο και πηγαίο. Ο σκηνοθέτης, πάντως, δεν ενδίδει στην ευκολία του γυμνού και δεν ξεχνάει ποτέ το κεντρικό θέμα του έργου, που είναι η οργάνωση και η δράση της ομάδας απέναντι στον ιό HIV. Όταν θα έρθει η στιγμή, που ο Νατάν θα αποκαλύψει πληροφορίες για το δικό του (σεξουαλικό) παρελθόν, αυτό δεν θα γίνει σε κάποια κάμαρα, μα στον χώρο που γίνονται οι συναντήσεις της ομάδας. Και στις δύο τις περιστάσεις, όσο και αν οι ήρωες προσπαθούν να κρατήσουν στη θύμηση τους, τη θετική πλευρά και να εκδηλώσουν χαρά, τα βιώματα δεν είναι μονάχα ευχάριστα και αμέριμνα, μιας και επισκιάζονται από την παρουσία του ιού. Στην περίπτωση δε του Σον η κατάσταση είναι ακόμη περισσότερο δραματική, μιας και ο ίδιος είναι φορέας.

Το πέρασμα του χρόνου, θα φέρει αρκετά πιο κοντά τους δύο ερωτευμένους ήρωες, μα δεν θα ανακουφίσει τους ασθενείς και όσους κινδυνεύουν από τον μεταδιδόμενο ιό με κάποια χαρμόσυνη είδηση (με την πλήρη ίαση ή η με την εύρεση μιας καλύτερης θεραπείας). Τόσο πλησίον θα φέρει τους δύο άνδρες, που όταν ο Σον υποτροπιάσει, ο Νατάν θα προσφερθεί να τον φροντίζει σε καθημερινή βάση. Και είναι κάτω από αυτές τις συνθήκες, που η σχέση θα δοκιμαστεί και θα δείξει το αληθινό της εύρος. Όταν, δηλαδή, ο Νατάν καθαρίζει, ταΐζει ή χορηγεί τη φαρμακευτική αγωγή στον εξασθενημένο Σον και αυτό το κάνει από καρδιάς. Στο σημείο αυτό, η ταινία μπορεί να εστιάζει περισσότερο στο δράμα των δύο χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης, όμως, πετυχαίνει δύο πράγματα: αφενός να αναδείξει τις αντοχές της σχέσης αυτής και την ειλικρίνεια που τη διέπει και αφετέρου μέσα από τη φθοροποιά διαδικασία (σωματική και πνευματική), να προβάλει το πόσο δύσκολο ήταν το να κρατηθεί κάποιος στη ζωή και να υπομείνει τις επιδεινούμενες συνέπειες του ιού, χωρίς να διαγράφεται επίλυση.

Η προδιαγεγραμμένη, καθοδική και οδυνηρή πορεία που ακολουθεί η ταινία, καταλήγει να είναι δυσβάσταχτη για τους πιο ευαίσθητους θεατές και εμψυχωτική όμως, από τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Νατάν, που υπομένουν καρτερικά και αδιαμαρτύρητα μια τόσο ανυπέρβατη κατάσταση. Όσο η υγεία του Σον χειροτερεύει τόσο ο Νατάν παραμένει στο πλευρό του. Σε μια συγκλονιστική κινηματογραφική στιγμή, μάλιστα, θα απαλύνει τον πόνο του πολυαγαπημένου του συντρόφου με τρόπο που κάνεις δεν μπορεί να υπολογίσει. Εκφράζοντας, για πολλοστή φορά, το πόσο τον αγαπάει και πόσο τον ποθεί, θα μετριάσει τη ψυχική, σωματική και συναισθηματική ανησυχία που κουβαλά ο καταπονημένος Σον στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ο Ρομπέν Καμπιγιό ποιεί μια αξέχαστη σκηνή, η οποία μέσα από μια θαρραλέα πράξη ικανοποίησης, σχεδόν αγγίζει την υπερβατικότητα. Τα μουγκρητά του Σον (ευχαρίστησης και οδυρμού, ταυτόχρονα), ηχούν με τόσο απόκοσμο τρόπο, που λες και φθάνουν από το υπερπέραν. Η ίδια η πράξη έχει τέτοια ισχύς, που δίνει την εντύπωση πως ύστερα από την ολοκλήρωσή της, θα τον απελευθερώσει μια για πάντα από το βάσανο του ιού. Η δε παρεμβαλλόμενη, συμβολική εικόνα ενός κατακόκκινου Σηκουάνα, ολοκληρώνει την ανεπανάληπτη αισθητική εμπειρία. Πολύ σκληρή και ποιητική, η σεκάνς, επιτυγχάνει να μετουσιώσει τον πόνο και να τον αντιπαραβάλλει με τη δυνατή πεθυμιά και την προσδοκία της καταπράυνσης. Τ’ ότι η απομάκρυνση από κάτι τόσο δυσάρεστο όσο είναι ο ιός του HIV σε προχωρημένο στάδιο, θα φτάσει λίγο αργότερα, αποτελεί κάτι που είναι αναμενόμενο ή και προσδοκώμενο. Εκείνο που δεν είναι, όμως, είναι η επίμαχη, μα καταληπτή διαδικασία,  που θα ακολουθηθεί. Το πως δηλαδή, επιλέγει ο σκηνοθέτης να απαλλάξει τον Σον, καθώς επίσης, την ωριμότητα με την οποία χειρίζεται ένα ζήτημα, τόσο ακανθώδες και ευαίσθητο.

Προτιμώντας να προσπεράσει μια σειρά από εξηγητικές σκηνές, ο Ρομπέν Καμπιγιό εξωθεί τον Νατάν σε μια υπέρτατη πράξη επίσπευσης και απαλλαγής. Και είναι ευχής έργων, διότι παρά το ανθρώπινο δράμα, επιλέγει να ολοκληρώσει την ταινία του, ολίγον διαφορετικά. Η μαζικότατη και ανυπόκριτη συγκέντρωση των μελών, γύρω από τον Σον, εκτός του ότι είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη και συγκινητική, αποτελεί άλλο ένα αδιάσειστο πειστήριο για τα ιδανικά και τους ισχυρούς δεσμούς της ομάδας. Προσθέτως, επιτρέπει στον σκηνοθέτη, να μεταπηδήσει και πάλι στη συλλογικότητα από την οποία και εκκίνησε και να ενθυμίσει πως η ιστορία του Σον και του Νατάν δεν είναι υπόθεση προσωπική, αλλά αφορά ολόκληρο το σύνολο από τη στιγμή που έχει και άλλες προεκτάσεις. Ούτως ή άλλως, οι δύο χαρακτήρες στα πλαίσια της οργάνωσης και κάτω από έναν κοινό σκοπό, γνωριστήκαν, ερωτευτήκαν, διασκέδασαν, αγωνίστηκαν και κατέληξαν μαζί, μέχρι εκεί, που μπόρεσαν να προφτάσουν.

Κατά μια έννοια, η ιστορία του Σον με τον Νατάν είναι το καρδιοχτύπι της ταινίας και αυτή που συνδέει όσο οτιδήποτε άλλο το ατομικό με το συλλογικό. Εκείνο, που δεν σταματά να χτυπάει δυνατά, ούτε όταν οι τίτλοι τέλους πέσουν και δίνει το έναυσμα, στην οργάνωση, να συνεχίσει το ίδιο μαχητικά τους αγώνες της. Μέχρι να προστατέψει όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, να δικαιώσει όλους όσους χάθηκαν πρόωρα και να εξαλείψει τον θανατηφόρο ιό. Η εύρεση μιας κάποιας, ανασταλτικής λύσης (τα αντιρετροϊκά φάρμακα), μπορεί να ήρθε μετά από μερικά χρόνια, κάτι τέτοιο όμως, χωρίς να είναι αρκετό, δεν θα είχε πραγματωθεί εάν η ACT UP δεν ενεργούσε τόσο καταλυτικά όσο φανερώνεται και στους ‘120 Χτύπους το Λεπτό’. Ο Ρομπέν Καμπιγιό διαφοροποιείται αισθητά από τους Αμερικανούς συναδέλφους του, που καταπιάστηκαν με το προκείμενο, πολυσυζητημένο θέμα [τον Τζόναθαν Ντέμι με το ‘Philadelphia‘ (1993) ή τον Ζαν-Μαρκ Βαλέ με το ‘Dallas Buyers Club‘ (2013)] και χωρίς να κάνει ντοκιμαντέρ [στα πρότυπα του ‘How to Survive a Plague‘ του Ντέιβιντ Φρανς (2012)], ακολουθεί την ομάδα κατά πόδας (στις αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις, τις επιδραστικές επεμβάσεις και τις στιγμές χαλάρωσης), προσφέροντας ένα εκτενέστατο πανόραμα για την ACT UP. Μια ασυνήθιστη, επίκαιρη και ανεκτίμητη, μη αμερικανική εκδοχή, για την κρίση που σημάδεψε ανεξίτηλα την παγκόσμια υγεία τις τελευταίες δεκαετίες και τη δράση που ακολούθησε μια από τις σπουδαιότερες οργανώσεις στον τομέα του ακτιβισμού. Πέρα από τον σκηνοθέτη, που έχει συγγράψει και το κάθε άλλο παρά ηθικολογικό ή ρηχό σενάριο, και έχει συμβάλλει και στο μοντάζ, τα εύσημα αξίζουν και στους άλλους δύο συνεργάτες στον τρόπο με τον οποίο συντίθενται οι εικόνες (Ανίτα Ροθ και Στεφανί Λεζέ). Δεν είναι μόνο, το πως το παρελθόν καταφέρνει να εισχωρήσει και να συνδιαλεχθεί με το παρόν (το ερωτικό στιγμιότυπο), το ότι η εξιστόρηση μια σκηνής συντροφεύει την εικόνα μιας άλλης (η σκηνή που επαναφέρει το παρελθόν του ο Νατάν) ή όπως δείχνει και η έναρξη του έργου, το ότι η ενοποίηση των εικόνων, μπορεί να είναι μερική και θρυμματισμένη. Είναι ο ανεπιτήδευτος τρόπος, που φέρνει δύο ολόγυμνα σώματα ή ερωτευμένα πρόσωπα κοντά στην κάμερα, και το πως μετατρέπει σε ανοιχτό και ισότιμο πεδίο συζήτησης ένα αμφιθέατρο συνεδριάσεων.

Όσον αφορά τη λεκτική αντιπαράθεση ή τη σαρκική ένωση, η Ζαν Λαπουαρί στη διεύθυνση της φωτογραφίας, κάνει θαύματα, έτσι όπως εκμεταλλεύεται τα λιγοστά τετραγωνικά των χώρων, για να αναδείξει τα εκάστοτε συναισθήματα. Η ίδια, βέβαια, είναι αρμόδια και για πιο εμφατικές σκηνές, όπως είναι αυτή στον ολοκόκκινο Σηκουάνα, εκείνη που μεταφέρουν το φέρετρο ενός αποθανόντα στα ημιφώτιστους δρόμους ή αυτή που γίνεται η πολύχρωμη και αστραφτερή παρέλαση της υπερηφάνειας. Αναφορά αξίζει να γίνει, και στον τρόπο με τον οποίο έχει αποτυπώσει τις σκηνές στα νυχτερινά κέντρα, μιας και δημιουργεί ένα διττό αποτέλεσμα, έτσι όπως, χρησιμοποιεί τον στροβοσκοπικό φωτισμό (τα πρόσωπα σταδιακά ξεθωριάζουν και τη θέση τους παίρνουν μεγεθυμένα αιμοσφαίρια). Τέλος, ο Αρνό Βαλουά στον ρόλο του Νατάν και ο Ναουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ σε εκείνον του Σον, ξεχωρίζουν μέσα από ένα δεμένο άθροισμα ηθοποιών. Ο μεν πρώτος, υποδύεται ψύχραιμα και χαμηλόφωνα τον χαρακτήρα, που θα ενταχθεί στους κόλπους της ACT UP, ο δε δεύτερος, παθιασμένα και οξύτατα, το πρόσωπο, που μετέχει ήδη ενεργά σε δράσεις της οργάνωσης. Η γνωριμία τους θα είναι σφοδρή και τούτο είναι κάτι που μεταδίδεται, μέσα από τις φυσικές ερμηνείες των ηθοποιών. Είναι, όμως, η μη αναστρέψιμη διαταραχή της σχέσης τους από τον ιό, που δίνει τη δυνατότητα στους δύο να αγγίξουν ερμηνευτικά ύψη και να δείξουν και άλλες πτυχώσεις των χαρακτήρων τους (την ευθραυστότητα του Σον και την υποστηρικτικότητα του Νατάν), τέτοιες που αξιοποιούνται από τον σκηνοθέτη και κάνουν δυνατή την ταύτιση του θεατή.

Share