Οι Τρεις Πινακιδες Εξω Απο Το Εμπινγκ, Στο Μιζουρι

Αναγνωρισμένος προπαντός, ως θεατρικός συγγραφέας, ο ιρλανδικής προέλευσης Μάρτιν ΜακΝτόνα (μεταξύ άλλων, έχει συγγράψει και τα ‘Η Βασίλισσα Ομορφιάς του Λινέιν‘, 1996 και ‘Ο Πουπουλένιος‘, 2003, που ανέβηκαν με επιτυχία και στην Ελλάδα) λόγω της ιδιόρρυθμής του γραφής και των τραγικοκωμικών, πολυεπίπεδων ιστοριών, δεν θα μπορούσε παρά να τραβήξει την προσοχή, τόσο με το οσκαρικό, μικρού μήκους (‘Six Shooter‘, 2004) όσο και με το μεγάλου μήκους, κινηματογραφικό ντεμπούτο (‘Αποστολή στη Μπριζ‘, 2008). Έξι χρόνια μετά από την τελευταία του απόπειρα (‘Επτά Ψυχοπαθείς‘, 2012) και παρότι με την ταινία εκείνη δεν ικανοποίησε τις υψηλότατες προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, επιστρέφει και υπογράφει το καλύτερο και πιο μεστό του φιλμ. Εμπνεόμενος από τα μηνύματα οργής που είδε γραμμένα με υπερμεγέθη γραμματοσειρά, σε μια σειρά από διαδοχικές διαφημιστικές πινακίδες, όταν διέσχισε με ένα λεωφορείο την ενδοχώρα της Αμερικής (περίπου πριν από είκοσι χρόνια), επανήλθε σε αυτά, για να συνθέσει τη βασική πλοκή της ταινίας (όλη τούτη τη χρονική περίοδο, η εικόνα των μηνυμάτων τον είχε στοιχειώσει). Στο ‘Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι‘ ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, προσπάθησε να δώσει επαρκείς  απαντήσεις στο το τι είδους πόνος μπορεί να προκάλεσε αυτή την απροσδόκητη κίνηση και η ιστορία που σκέφτηκε, εκτός του ότι τις δίνει, μέσα από έναν αρκετά δυναμικό γυναικείο χαρακτήρα, καταλήγει να αποτελεί ένα σύνθετο και αντιπροσωπευτικό πορτραίτο, για την εικόνα που παρουσιάζει το εσωτερικό της Αμερικής. Ο φυλετικός ρατσισμός, η ομοφοβία, η βία ενάντια των γυναικών και η ανισότητα των τελευταίων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται στο κέντρο αυτής της εξαίρετα σκηνοθετημένης, γραμμένης και ερμηνευμένης ταινίας, και ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, όπως συνηθίζει να πράττει άλλωστε, ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το δράμα, διασκεδάζοντας και συνταράζοντας, ισόποσα.

Η Μίλντρεντ (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) ζει με τον Ρόμπι (Λούκας Χεντζ), τον έφηβο γόνο της, στο μυθοπλαστικό Έμπινγκ, μια μικρή πόλη, που υποτίθεται πως ανήκει στην Πολιτεία του Μιζούρι. Ενδιαίτηση που κάθε άλλο παρά είναι ευτυχής, εφόσον η Μίλτρεντ, πριν από ένα χρόνο έχασε με άγριο και απάνθρωπο τρόπο την κόρη της (βιάστηκε, δολοφονήθηκε και εν συνεχεία, το σώμα της απανθρακώθηκε) και ο υπαίτιος δεν έχει συλληφθεί. Μη μπορώντας να ελέγξει τα δυσάρεστα συναισθήματα της απώλειας και νιώθοντας πως η αστυνομία δεν πράττει όλα όσα θα έπρεπε, και έτσι η υπόθεση, κινδυνεύει να ξεχαστεί (ή και να κλείσει), δίχως ο δράστης να εντοπιστεί, θα αναλάβει δράση. Τέτοια, που στη φαινομενικά φιλήσυχη πόλη που ζει, θα προκαλέσεις ποικίλες αντιδράσεις και η ίδια θα βρεθεί σε κακόβολη θέση.

Ο ασκός του Αιόλου θα διανοίξει, όταν η Μίλντρεντ, επιστρέφοντας στην κατοικία της με το αυτοκίνητό της από τον καθιερωμένο δρόμο, για πρώτη φορά, θα προσέξει πως σε κάποιο σημείο του κάθε άλλο παρά πολυσύχναστου περάσματος, στέκονται τρεις εγκαταλειμμένες, ευμεγέθεις πινακίδες. Διαπίστωση που θα την οδηγήσει στη διαφημιστική εταιρεία που τις ανήκουν, προκειμένου να τις ενοικιάσει για έναν ολόκληρο χρόνο. Εκείνο που η Μίλντρεντ προσδοκάει από αυτή την ενέργεια είναι να ενεργοποιήσει την τοπική αστυνομία και μέσα από τα στοχευόμενά της μηνύματα (‘δολοφονήθηκε, την ώρα που βιαζόταν’, ‘κι ακόμη, δεν έχουν υπάρξει συλλήψεις’, ‘πώς κι έτσι, αρχηγέ Γουίλομπι;’) ευθύς αμέσως, το επιτυγχάνει: ο αστυνομικός Ντίξον (Σαμ Ρόκγουελ), θα σαστίσει μπροστά στη θέα των μηνυμάτων των πινακίδων, ενώ η γνωστοποίηση της είδησης από τον ίδιο στους συναδέλφους του, δεν θα χαροποιήσει ούτε τον αστυνομικό λοχία του αστυνομικού τμήματος (Ζέλικο Ιβάνεκ), ούτε φυσικά, τον αρχηγό Γουίλ Γουίλομπι (Γούντι Χάρελσον), στον οποίο και απευθύνεται. Όσο, πάντως, και αν προσπαθήσουν (τουλάχιστον σε πρώτη φάση), να κατεβάσουν τα μηνύματα από τις πινακίδες, δεν θα τα καταφέρουν, μιας κι η Μίλντρεντ, όπως θα τους πληροφορήσει και ο Ρεντ Γουέλμπι (Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς) ο ιδιοκτήτης της διαφημιστικής εταιρείας, δεν έχει προβεί σε καμία νομική παράβαση. Την απρόσμενη κατάσταση, θα δυσχεράνει κι άλλο, η τηλεοπτική συνέντευξη που θα παραχωρήσει η ηρωίδα μπροστά από τις πινακίδες, τόσο που ο αρχηγός Γουίλ Γουίλομπι θα την επισκεφθεί, για να συνομιλήσει κατ’ ιδίαν μαζί της.

Ήδη, από τα πρώτα αυτά στιγμιότυπα, η Μίλντρεντ δείχνει, πως εκτός από φύσει επικριτική και ελευθερόστομη (στα όρια της προσβολής), είναι αποφασισμένη να φέρει εις πέρας την αποστολή της, και να μη λυγίσει κάτω από καμία πίεση ή προτροπή. Ακόμη κι όταν, ο Γουίλ Γουίλομπι της ανακοινώσει, πως βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου, αυτή ναι μεν θα στενοχωρηθεί, όχι τόσο ώστε να βγάλει τα μηνύματα που βλάπτουν δημόσια την εικόνα του. Τουναντίον, θα τον κατηγορήσει για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση της κόρης της και θα του προτείνει μια αμφισβητούμενη μέθοδο (τη δημιουργία μιας βάσης αιματολογικών δεδομένων), σαν απάντηση στο τι άλλο θα μπορούσε να πράξει (εκείνος ή οποιοσδήποτε άλλος αστυνομικός, στη μικρή αυτή πόλη ή και σε ολάκερη τη χώρα). Δεν θα κρατήσει το στόμα της κλειστό, ούτε όταν επιστρέψει από την εργασία της στο σπίτι και δει τον Ρόμπι μαζί με τον Πατέρα Μοντγκόμερι (Νικ Σόρσι), επειδή δέχθηκε παρενοχλήσεις από συμμαθητές του στο σχολείο, για την υπόθεση με τις πινακίδες. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έχει απώτερο σκοπό να τη νουθετήσει: θα την παροτρύνει να εγκαταλείψει μια ιδέα με την οποία, ούτε ο ίδιος ούτε και η πλειοψηφία του ποιμνίου του είναι ομόγνωμοι.

Η Μίλντρεντ, πριν φτάσει στο σημείο να διώξει τον Πατέρα Μοντγκόμερι από την κατοικία της, από τη μια θα παραλληλίσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκκλησία με αυτό των συμμοριτών του δρόμου και από την άλλη, θα χαρακτηρίσει συνένοχους των εγκλημάτων, που έχουν διαπραχθεί στους κόλπους της (στην προκειμένη, της σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων αγοριών από ιερείς) και όσους γνωρίζουν και σιωπούν. Σκηνές οι παραπάνω, που χάρη στις ικανότητες του Μάρτιν ΜακΝτόνα και την ερμηνεία της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, ναι μεν μετατρέπονται σε δριμύτατο κατηγορώ από την κυνική ηρωίδα, αυτό είναι κάτι που συντελείται, δίχως ίχνος κατήχησης. Σε άλλες περιπτώσεις, πάντως, όπως όταν η Μίλντρεντ επισκέπτεται το οδοντιατρείο, δεν θα χρειαστεί να ξεστομίσει και πολλά λόγια, όχι από τη στιγμή που θα βιώσει, τη μη πρόθυμη, απειλητική συμπεριφορά του οδοντιάτρου και αυτή αντιδράσει, τραυματίζοντας τον με μέθοδο που είναι κινηματογραφικά αξέγραφτη (θα του καρφώσει τον τροχό στο ένα του δάχτυλο). Ως εκ τούτου, η κατάληξή της στο αστυνομικό τμήμα, έστω κι ανεπιτυχώς, δίνει τη δυνατότητα στον ρατσιστή και υπερβίαιο αστυνομικό Ντίξον, να αναμετρηθεί διαλογικά μαζί της (ξεκαρδιστική η στιχομυθία που έχει στο κέντρο της, τους μαύρους). Θα διακοπεί απότομα, όταν ο Γουίλ Γουίλομπι παρουσιάσει υποτροπή και χρειαστεί να μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο (στιγμή, στην οποία η Μίλντρεντ δείχνει ένα πιο ανθρώπινο προσωπείο). Παρότι η εξέλιξη αυτή, θα απαλλάξει τη Μίλντρεντ από την ανοησία του Ντίξον, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για τους ανθρώπους, που την περιστοιχίζουν, όπως για παράδειγμα, για την υπάλληλό της Ντενίζ (Αμάντα Γουόρεν), που μετά από παρέμβαση του ίδιου, θα συλληφθεί, για κατοχή μικροποσότητας μαριχουάνας.

Το άτακτο φευγιό του Γουίλ Γουίλομπι από το νοσοκομείο, πάντως, επιτρέπει στον Μάρτιν ΜακΝτόνα να χαρίσει ορισμένες όμορφες οικογενειακές στιγμές, μιας και ο ετοιμοθάνατος θα απομακρυνθεί αυτοβούλως, για να περάσει μια ειδυλλιακή ημέρα με τη σύζυγο και τις δύο μικρές του κόρες. Και δεν υπάρχει πιο συνταραχτικός τρόπος από τον αυτοκτονικό που επιλέγει, για να τον απαλλάξει από την ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση της υγείας του (τηρουμένων των αναλογιών και παρά το σοκ και η σκηνή της αυτοχειρίας διαποτίζεται με κάποιες χιουμοριστικές νότες). Παρά τη δυσάρεστη (για την οικογένεια), μα λυτρωτική (για τον χαρακτήρα) έκβαση, ο Γουίλ Γουίλομπι επανεμφανίζεται και σε άλλα σημεία της ταινίας και δη κομβικά, μέσα από τα αποχαιρετιστήρια γράμματα που θα αφήσει (τόσο στη σύζυγό του όσο και στη Μίλντρεντ και τον Ντίξον). Ο τρόπος δε με τον οποίο τοιούτα εντάσσονται στο σενάριο, αλληλεπιδρούν με τα της οθόνης τεκταινόμενα και εξελίσσουν την πλοκή είναι θαυμαστός και ως προς αυτό σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει και ο μοντέρ Τζον Γκρέγκορι.

Ο αιφνιδιαστικός θάνατος του προσφιλέστατου Γουίλ Γουίλομπι, πέρα από τον αντίκτυπο που θα έχει στην τριμελή του οικογένεια, θα επηρεάσει και τη μικρή κοινότητα του Έμπινγκ με τρόπο απρόβλεπτο. Αρκετά περισσότερο ανθρώπους που είχαν ιδιαίτερα στενή σύνδεση μαζί του (ο Ντίξον, θα ξυλοκοπήσει βάναυσα τον Ρεντ Γουέλμπι και μια υπάλληλό του). Και ο Μάρτιν ΜακΝτόνα που γνωρίζει πως να δημιουργεί και να παρουσιάζει τόσο απρόοπτες καταστάσεις με συγκροτημένο τρόπο, καταφέρνει να αναδείξει μέσω τούτων, την αντίφαση των βασικών χαρακτήρων. Η Μίλντρεντ, δεν είναι τόσο δυνατή όσο στην αρχή δείχνει, μιας και θα κυρτώσει στην απειλητική παρουσία ενός άγνωστου άρρενα, που υπονοεί πως είναι ο βιαστής και δολοφόνος της θυγατέρας της (για να μην επισημανθεί, η στάση της απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά του πρώην άνδρα της). Ούτε και ακριβώς καλή, καθώς μετά το παρανάλωμα των τριών πινακίδων, αν και δεν γνωρίζει τον εμπρηστή, θα ανταπαντήσει με τρόπο ανάλογο σε αυτόν που θεωρεί κύριο υπεύθυνο, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες συνέπειες που μπορεί να έχουν οι ενέργειές της (θα κάψει ολοσχερώς το αστυνομικό τμήμα της περιοχής και όταν θα αντιληφθεί το τι έχει επιτελεστεί, επειδή δεν συνυπολόγισε όλες τις παραμέτρους, δεν θα ενεργήσει με τον τρόπο που κάποιος θα περίμενε). Παραλλήλως, ο Ντίξον, όσο υποστηρικτής του φυλετισμού κι αν φαίνεται πως είναι, έχει μια πιο ανθρώπινη πλευρά που δεν το γνωρίζει ακόμη (θα τη μάθει, μόλις πάρει στα χέρια του και διαβάσει το αποχαιρετιστήριο γράμμα, που του άφησε ο Γουίλ Γουίλομπι) και έναν σκοπό που δεν έχει καμία σχέση με τις προσταγές που του δίνει η αρτηριοσκληρωτική μητέρα του (να βρει και να συλλάβει τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία της κόρης της Μίλντρεντ).

Αναπόφευκτα, υπάρχει μια έλλειψη μέτρου, που δεν εξαντλείται μόνο στις αντιδράσεις του εκάστοτε χαρακτήρα, αλλά και στον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο συναρμόζουν τα γεγονότα (μετά την ανάρμοστή του κίνηση, ο Ντίξον θα παυτεί τελειωτικά από τα καθήκοντά του από τον αντικαταστάτη του Γουίλ Γουίλομπι, όπου τυγχάνει να είναι και Αφροαμερικανός, ενώ όταν θα χρειαστεί να νοσηλευθεί, θα τοποθετηθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον χαρακτήρα που τραυμάτισε). Είναι όμως αυτός, ο υπαινικτικός ή και αμείλικτος χλευασμός, που διατυπώνει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης, που κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, μια ούτως ή άλλως, εξαιρετική ταινία και κρατάει αμείωτη την επικέντρωση της προσοχής του θεατή, όχι μόνο στη δράση, μα και στα διαλογικά μέρη (η σκηνή με τη Μίλντρεντ και το νάνο στο εστιατόριο είναι ένα μικρό αριστούργημα, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με την κακώς εννοούμενη πολιτική ορθότητα). Ακόμη και το προς στιγμήν, σοκαριστικό, μα εν τέλει γλυκόπικρο τέλος, είναι περιγελαστικό από τη στιγμή που δοκιμάζει να θίξει το κοινό συναίσθημα περί ηθικής.

Και τρόπον τινά, οδυνηρά καθαρτήριο όμως, έτσι καθώς ο Μάρτιν ΜακΝτόνα προσπαθεί να εξαγνίσει τις βασανισμένες ψυχές των αποπροσανατολισμένων χαρακτήρων, μέσα από την υπόσχεση της σύλληψης του επίδοξου δράστη (ή της τιμωρίας κάποιου άλλου ενόχου). Μόνο που η κάθαρση έρχεται από τη συνειδητοποίηση της ατελέσφορης κατάστασης στην οποία και βρίσκονται και τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων πλευρών. Μπορεί, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, η Μίλντρεντ και ο Ντίξον, να ήταν στα ακριβώς αντίθετα στρατόπεδα, όμως στο φινάλε, οι δύο τους θα έρθουν, έστω και στιγμιαία, περισσότερο κοντά. Δεν είναι ότι μέσα από τις καταστάσεις που θα περάσουν, θα μεταμορφωθούν σε κάτι διαφορετικό από εκείνο που στην πραγματικότητα είναι ή ότι ξάφνου θα συμπαθήσει ο ένας τον άλλον, είναι ότι θα κατανοήσουν τον εαυτό τους καλύτερα, όταν θα έρθουν στην επιφάνεια πτυχές του χαρακτήρα τους, που δεν είχαν διανοηθεί πως ενυπάρχουν, και πως θα συνεργαστούν, προκειμένου να κρατήσουν τη ελπίδα ζωντανή και να εκτονώσουν τα έντονα πάθη. Άξιοι να δώσουν υπόσταση σε αυτούς τους ρόλους, δύο έξοχοι ηθοποιοί. Η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, εικοσιένα έτη μετά τον συναρπαστικό γυναικείο ρόλο που υποδύθηκε στο ‘Φάργκο‘ (1996), διακρίνεται ερμηνευτικά με έναν ρόλο, που εύκολα μπορεί να αναμετρηθεί με εκείνον, μιας και για μια ακόμη φορά, ακροβατεί θαυμάσια ανάμεσα σε διαφορετικά στιλ. Εν αντιθέσει, με την έγκυο αρχηγό της αστυνομίας Μάρτζι Γκούντερσον, που καλούνταν να εξιχνιάσει μια σειρά απεχθών ανθρωποκτονιών στη χιονοσκέπαστη πολιτεία της Μινεσότα, αυτή τη φορά, είναι η ίδια που δοκιμάζει τα όρια της αστυνομίας, όχι επειδή έχει διαπράξει κάποιο στυγνό έγκλημα, αλλά γιατί αυτός που το έκανε εξακολουθεί και παραμένει ελεύθερος. Περίλυπη, κατηγορηματική και απηυδισμένη, άμα τη εμφανίσει της, παρουσιάζει έναν χαρακτήρα που ευτυχώς, δεν περιορίζεται σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, μιας και η βάθυνση του ρόλου, επιτρέπει να φανούν και άλλες πλευρές της: συγκινητική, όταν αναπολεί τη δολοφονημένη κόρη της ή όταν βλέπει τον Γουίλ Γουίλομπι να υποτροπιάζει από την ασθένεια, βιτριολική, όποτε καυτηριάζει τα κακώς κείμενα και τον φαρισαϊσμό της εκκλησίας, προκλητική, όταν προβαίνει σε αμφιλεγόμενες ενέργειες, η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ ως Μίλντερντ, ερμηνεύει με αξιοθαύμαστο τρόπο, μια ακαταγώνιστη αντιηρωίδα, που όχι μονάχα, δεν χάνει στιγμή τον δυναμισμό και την πίστη της, μα δεν επιζητά και τη συμπάθεια ή τη συμπόνια, κανενός.

Στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, το ίδιο υπέροχος είναι και ο Σαμ Ρόκγουελ, ο οποίος ερμηνεύει έναν ψυχωτικό, φυλετιστή, πανηλίθιο αστυνομικό, που βαθμιδωτά αποδεικνύει, πως είναι κάτι περισσότερο. Παρά τα αρνητικά χαρακτηριστικά που φέρει ο Ντίξον, και το σοκ που προκαλεί με το ρατσιστικό του μένος και τη βίαιή του συμπεριφορά (αξέχαστο το μονοπλάνο που γρονθοκοπεί και πετά από το παράθυρο τον Ρεντ Γουέλμπι), ο Αμερικανός ηθοποιός καταφέρνει να κάνει συμπαθητικό, τον ακραίο χαρακτήρα που ερμηνεύει (πολλώ δε μάλλον μετά την αναπάντεχη τροπή που παίρνει η ιστορία), όπως επίσης, να αποδώσει τις εξόφθαλμες ιδιότητές του, χωρίς μανιέρα. Στη σύντομη εμφάνιση που έχει, πολύ καλός είναι και ο Γούντι Χάρελσον, έτσι καθώς παίζει με ειλικρίνεια, μεστότητα και συγκίνηση τον πολυαγάπητο αρχηγό της αστυνομίας και οικογενειάρχη Γουίλ Γουίλομπι. Τέλος, μια μικρή αναφορά αξίζει να γίνει για τη διεύθυνση της φωτογραφίας και τη μουσική, μιας και τόσο η νατουραλιστική φωτογραφία του Μπεν Ντέιβις (οι χρωματισμοί είναι ζεστοί και γήινοι και οι φωτισμοί αξιοποιούν πλήρως το φυσικό φως) όσο και το λιτά ενορχηστρωμένο σκορ του Κάρτερ Μπέργουελ [από τη μια σκοτεινό και αινιγματικό (‘A Cough of Blood, A Dark Drive‘) και από την άλλη σαρκαστικό και πικρόγλυκο ‘Billboards of Fire‘), ακολουθούν τους ήρωες, υπογραμμίζοντας τις συνεχόμενες και αλλοπρόσαλλες συναισθηματικές τους μεταπτώσεις.

Share