Ξενες Πορτες

«Η γιαγιά μου ζητιάνεψε. Η γιαγιά εβγήκε στις ξένες πόρτες, για να μεγαλώσει εμένα και να δώσει της κόρης της λίγο ψωμάκι να φάει», αναφέρει σε κάποιο σημείο της παράστασης, η Νένα Μεντή, υποδυόμενη συγκλονιστικά την Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, μην αφήνοντας ουδεμία απολύτως αμφιβολία για το ποιες μπορεί να είναι οι ‘Ξένες Πόρτες’ του τίτλου της παράστασης, όπως επίσης για το παντελώς φτωχικό και εξαθλιωμένο πλαισίωμα στο οποίο έζησε η ίδια και η οικογένειά της. Ήταν το 1975, όταν ο τόσο σπουδαίος ποιητής, στιχουργός, πεζογράφος αλλά και αρθογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Μάνος Ελευθερίου ηχογράφησε την προφορική εξιστόρηση των μαρτυρικών βιωμάτων της πολυαγαπημένης του γιαγιάς (από την πλευρά της μητέρας του), και μόλις πέντε χρόνια πριν από το θάνατό του (δηλαδή, πριν από τις 22 Ιουλίου του 2018), που εμπιστεύτηκε το ακυκλοφόρητο και απομαγνητοφωνημένο κείμενο στην ηθοποιό Νένα Μεντή. Της το παραχώρησε, μιας και εκτός του ότι ήταν καλοί φίλοι, είχε άπλετη πίστη στις ικανότητές της και συνακολούθως προσδοκία, για τ’ ότι θα μπορούσε να το αξιοποιήσει με κάποια μέθοδο. Θα χρειαζόταν πάντως, να αποβιώσει ο ίδιος πρώτα, για να ενθυμηθεί πως έχει στην κατοχή της το κείμενο τούτο η Νένα Μεντή και έναν χρόνο μετά από την άφευκτη κατάληξή του (σε ηλικία ογδόντα χρόνων από έμφραγμα του μυοκαρδίου), ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, ηθοποιός, υπεύθυνος της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Θεάτρου Σταθμός και δάσκαλος Μάνος Καρατζογιάννης μαζί με τους βοηθούς του Θανάση Νιάρχο και Χριστιάνα Μαντζουράνη, να το επεξεργαστούν και να το μετατρέψουν σε άξια λόγου παράσταση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Σε ανέβασμα, που μολονότι δεν είναι άρτιο, ή και αλησμόνητο (παρά την έρευνα και την επεξεργασία, λόγω της ιδιόρρυθμης φύσης του κειμένου, εντοπίζονται μερικά δραματουργικά ζητήματα, τη στιγμή που και η σκηνοθετική προσέγγιση χαίρει ορισμένων ενστάσεων), τιμά τον εκμυστηρευτικό και αυθεντικό λόγο της Ευαγγελίας Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα (και κατ’ επέκταση το ύφος της σκληρής εποχής), δίνοντας συνάμα, τη δυνατότητα στη Νένα Μεντή, να καταθέσει άλλη μια έξοχη ερμηνεία.

Με έργο του σημαίνοντα Μάνου Ελευθερίου είχε καταπιαστεί και στο παρελθόν ο Μάνος Καρατζογιάννης: όταν, με το ‘Για την Ελένη’ που αρχικώς παρουσιάστηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (2015), προσάρμοσε το μυθιστόρημα ‘Η Γυναίκα που Πέθανε Δύο Φορές’ (2012). Όμως, στις ‘Ξένες Πόρτες’, επειδή το υλικό ήταν παραπάνω πρωτόλειο, το πρόσωπο όχι τόσο γνώριμο, ο Μάνος Ελευθερίου είχε αποδημήσει, ώστε να συνεισφέρει περαιτέρω και επρόκειτο για μονόλογο, ο βαθμός δυσκολίας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος.

Μέσα από τη λεπτομερειακή εξέταση, τις προσωπικές εξιστορήσεις όσων τον έζησαν και το ειδικό αφιέρωμα που έκαναν για τον πολυπράγμονα δημιουργό τα ‘Συριανά γράμματα’ (4ο τεύχος της Β’ περιόδου, Δεκέμβριος 2018), το απομαγνητοφωνημένο υλικό θωρακίστηκε από την αποκτηθείσα γνώση των συντελεστών, και έτσι εξασφαλίστηκε πως το αποτέλεσμα θα είναι επιστάμενο και ικανοποιητικό. Πράγματι, περίπου, άμα τη ενάρξει της παράστασης (προηγείται μια λιγόλεπτη εισαγωγή, η οποία δείχνει πως η ιστορία της γιαγιάς του Μάνου Ελευθέριου, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτης τάξης κινηματογραφικό υλικό, μα και η δραματική διαπίστωση πως οι κακουχίες της ζωής ξεπερνούν, ή και εμπνέουν την έβδομη τέχνη), χωρίς περιστροφές, ο θεατής μεταφέρεται στην Πάρο, και εν συνεχεία στη Σύρο των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα (συμβάλλει σε αυτό και το προσεγμένο σκηνικό που κατασκεύασε ο σκηνογράφος Γιάννης Αρβανίτης με τις συνεργούς του Θεανώ Βλάχα και Βασιλική Λιανού – σκηνικό που παραπέμπει στην κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική και διακόσμηση της εποχής). Εκεί όπου γεννήθηκε και διαβιούσε ευτυχισμένη η (εκ της μητρός) γιαγιά της Ευαγγελίας Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, ωσότου η ανάγκη της επιβίωσης την κάνει να πάει να ζήσει στο γειτνιάζων νησί. Πιο αναλυτικά, η Ευδοξία είχε αρκετά κτήματα και ζώα στην κατοχή της, ικανά να της χαρίσουν έναν άνετο βίο, όμως, ο αιφνίδιος θάνατος του συζύγου και πατέρα των ανήλικών τους τέκνων Κωνσταντή, θα την άφηνε μόνη. Σχεδόν, δηλαδή, καθόσον θα τη φρόντιζε ο κουνιάδος της, που φυσικά θα εποφθαλμιούσε και έτσι, θα έπραττε το κάθε τι για να αποκτήσει τα ζηλευτά για την περίοδο εκείνη υπάρχοντά της. Με (συν)διαχειριστή της κληρονομιάς τον ίδιο, και επιτακτικές και ολοένα αυξανόμενες τις ανάγκες σίτισης, η Ευδοξία θα έπαιρνε ένα ποσό και θα έφτανε στη Σύρο, για να εργαστεί. Μονάχα που με το πέρας των μηνών, ο κουνιάδος της θα αθετούσε τη συμφωνία που είχαν κάνει, και έτσι η επιβίωση της ίδιας και των παιδιών της, θα γινόταν περισσότερο δύσκολη.

Ομοίως και όταν η μητέρα της Ευαγγελίας Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, Πηνελόπη, έφηβη πλέον, ερωτευόταν παράφορα έναν άρρενα που επαγγελλόταν χωροφύλακας / τομεάρχης. Ομοίως, διότι, μολονότι θα τον παντρευόταν και θα την άφηνε έγκυο, θα την απατούσε με μια έτερη κοπέλα, και οι δικοί της άνθρωποι θα ανταπέδιδαν το κακό (θα τον τραυμάτιζαν θανάσιμα, επειδή ατίμωσε την κόρη τους, χωρίς να την αγαπάει και βέβαια, να μπορεί ή να πιθυμεί να την παντρευτεί). Παρά το μεγάλο κακό που θα την εύρισκε, πάντως, η Πηνελόπη θα κατάφερνε να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που όπως προαναφέρθηκε και στην έναρξη του συγκεκριμένου άρθρου που η μητέρα της, η Ευδοξία, θα ξεκινούσε να χτυπάει ξένες πόρτες για να ταΐσει την κόρη της και το εγγόνι της.

Χωρισμένες σε διακριτές ενότητες (όλες φέρουν ονόματα από φράσεις που ακούγονται στο εκάστοτε κεφάλαιο – φράσεις που λειτουργούν και ως νοηματικοί άξονες της παράστασης) και συνοδευόμενα από ιντερμέδια που αποτελούν διασκευές γνωστών συνθέσεων (στίχων ή ποιημάτων του Μάνου Ελευθερίου), οι ‘Ξένες Πόρτες’, μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας, δεικνύουν πως έχουν επιτύχει τον σκοπό τους (να εκφράσουν την οικονομική ανεπάρκεια, την κοινωνική αδικία και το πατριαρχικό σύστημα της ελληνικής επικράτειας). Αν και η τόσο αδυσώπητη πραγματικότητα, αναπόφευκτα φλερτάρει με το μελό (σωτηριώδεις, ορισμένες κωμικές νότες, που φυσικά προέρχονται και από το παίξιμο της Νένας Μεντή), είναι τέτοια η γλαφυρότητα και η αλήθεια των οδυνηρών περιγραφών που δεν θα μπορούσαν, παρά να συνταράζουν τον θεατή. Πολλώ μάλλον όταν στο κέντρο του αφηγηματικού καμβά μπαίνει η Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα και τα όσα βίωσε από την ηλικία των έξι χρόνων μέχρι τα δεκαέξι της έτη. Όσο πρωτάκουστο και αν φαντάζει για τη σημερινή, περισσότερο βολική και καλοζωισμένη περίοδο, από τα έξι της χρόνια, η πολυαγάπητη γιαγιά του Μάνου Ελευθερίου ξεκίνησε να εργάζεται σε κλωστήριο της περιοχής. Σε έναν επαγγελματικό χώρο που καθώς μαρτυρά και η ίδια, δεν έλειψαν ούτε τα εργατικά δυστυχήματα ούτε η αθέμιτη χρησιμοποίηση από τους εργοδότες. Κατόπιν τούτου, η Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα δεν πήγε στο σχολείο και έτσι δεν έμαθε γράμματα, μιας και ξυπνούσε τα χαράματα, πήγαινε στο κλωστήριο και επέστρεφε καταβεβλημένη και λιμασμένη, το σουρούπωμα. Για να μην αναφερθεί κάποιος και στις λοιπές αντιξοότητες, όπως επί παραδείγματι, το ποτάμι που περνούσε μπροστά από την οικία της και απαιτούνταν να διασχίζει κάθε φορά (ποτάμι που όταν είχε άστατο καιρό, φούσκωνε πάρα πολύ και έτσι γινόταν ακόμη πιο επικίνδυνο).

Από κει και πέρα, μπορεί στην τρυφερή και απονήρευτη ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων, η Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα να ήταν μυστικά ερωτευμένη με τον Στέλιο (έναν καλοντυμένο και όμορφο, αλλά ανέντιμο και ερωτύλο άνδρα), όμως, θα ήταν ο κατά πολύ μεγαλύτερος της ηλικιακά, άσχημος εμφανισιακά και άξεστος στη συμπεριφορά Ευάγγελος που θα την παντρευόταν και δη με τρόπο που κάθε άλλο παρά έδειχνε πως το επιθυμούσε και η ίδια (στην πραγματικότητα εκμεταλλεύτηκε μια περίσταση και την έκλεψε). Όχι μόνο δεν τον ήθελε, μα τον σιχαινόταν και προσπαθούσε να τον αποφεύγει, ακόμη και όταν έγινε γυναίκα του και πέρασε κάποιος καιρός. Πολύ περισσότερο όταν αυτός γινόταν βιαιότατος και την κακομεταχειριζόταν. Εκτός του ότι τον βρήκε με μια άλλη κοπέλα, στη συζυγική τους κλίνη, αποκορύφωμα αυτής της καταδυναστευτικής κατάστασης, θα ήταν όταν η Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, θα έμενε έγκυος και παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη, θα κινδύνευε να πεθάνει (και να αποβάλει) από τη φονική επίθεση που θα δεχόταν από αυτόν.

«Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της. Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τί; Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω και το προσφέρει στους αγίους. Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης. Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη γριά πόρτα. Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο ίδιες με πλοκάμια χταποδιού και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς». Το παραπάνω αποτελεί χαρακτηριστικό μέρος από το ποίημα ‘Η Πόρτα της Πηνελόπης’ που περιλαμβάνεται στην ομότιτλη ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε το 2003. Απόσπασμα που απαγγέλλεται από τον ίδιο τον Μάνο Ελευθερίου και ακούγεται σε μια υπέροχη σκηνή, (αυτή που βρίσκει τη Νένα Μεντή, σκυμμένη στην εξώπορτα του σπιτιού), πριν το τέλος της παράστασης. Πρωτύτερα, η Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, που για καλή της τύχη θα επιζούσε (τόσο εκείνη όσο και το παιδί που κυοφορούσε), θα εγκατέλειπε μια για πάντα τον Ευάγγελο. Πρόσθετα, η γιαγιά του Μάνου Ελευθερίου, θα πολιορκούνταν ερωτικά και θα δεχόταν την οικονομική βοήθεια από κάποιον φούρναρη (ο οποίος όμως, αν και δεν είχε πρόβλημα που αυτή είχε ήδη ένα παιδί, δεν μπορούσε να περιμένει το πότε θα αποφάσιζε ο Ευάγγελος να της δώσει διαζύγιο), πριν γνωρίσει έναν άλλον άνδρα, τον Πίσσα και τρόπον τινά πιο ελεύθερη, ξαναπαντρευτεί. Σημείο που ολοκληρώνεται και η παράσταση (παρόλο που δείχνει κάπως απότομος και ξαφνικός ο τρόπος που πραγματώνεται τούτο), αφήνοντας μια γλυκόπικρη, περισσότερο ευχάριστη εντύπωση. Αν μπορεί να ειπωθεί ετούτο, καθόσον, επί της ουσίας, η υπερβολική οικονομική στενότητα, το ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο και η ασθενική κοινωνική θέση των πιο πολλών γυναικών εκείνης της περιόδου, προσδιορίζουν μέχρι τέλους τις (κατ’ επίφαση) προτιμήσεις της Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα.

Καταφυγή ονοματίζει τη γιαγιά του ο Μάνος Ελευθερίου, στο τραγούδι ‘Ευαγγελία Πίσσα’, (που έγραψε για αυτή και μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, στον δίσκο ‘Νύχτα Θανάτου’, 1974), δεικνύοντας με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο τη λατρεία που της έτρεφε, μα και την αξία που είχε εκείνη γι’ αυτόν, στις άσχημες στιγμές της ζωής του. Τούτη τη σχέση, φυσικά, τόσο ο Μάνος Καρατζογιάννης (και οι συνεργάτες  του στην επεξεργασία του κειμένου) όσο και η Νένα Μεντή, την έλαβαν σοβαρά υπόψιν, προκειμένου να είναι σε θέση να προσεγγίσουν τον άγνωστο χαρακτήρα της γυναίκας και το βαθύτατα προσωπικό να αγγίξει τη συλλογική μας μνήμη. Όπως άλλωστε, λέει ο Μάνος Καρατζογιάννης, στο σκηνοθετικό του σημείωμα, «για τους περισσότερους από εμάς η αγάπη της γιαγιάς, ίσως εξαιτίας και της ανιδιοτέλειάς της, λειτουργεί ως καταφυγή για το σκοτεινό ποτάμι του καθενός μας, εφόσον το χνάρι της, συχνά ερήμιν μας, είναι έντονο όχι μονάχα στη μνήμη, αλλά στο βίο και το έργο μας». Όσον αφορά, τη Νένα Μεντή, με εξαίρεση το κείμενο καθεαυτό, παρά τα λιγοστά, μα ουσιαστικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της, μπόρεσε να εμφυσήσει ζωή σε τούτον τον άνθρωπο και έτσι να σπείρει ρίγη συγκίνησης, επί σκηνής. Καθ΄όλη τη σχεδόν εβδομηντάλεπτη διάρκεια του μονολόγου, η εγνωσμένη και πολύπειρη ερμηνεύτρια διαπερνά μια σειρά από πλούσια συναισθήματα. Αν και ένεκα της περιρρέουσας αρνητικής και απαισιόδοξης ατμόσφαιρας που επικρατούσε, η ανησυχία, ο φόβος, η θλίψη, ο πόνος και η απογοήτευση, αναμενόμενα επικρατούν. Με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων (της εκφοράς τους λόγου, της έντασης της φωνής, της έκφρασης του προσώπου, της κίνησης του σώματος) η Νένα Μεντή, ζωντανεύει τις σελίδες του απομαγνητοφωνημένου κειμένου που της παρέδωσε ο Μάνος Ελευθερίου, πριν από λίγα χρόνια, και αποτίνει φόρο τιμής, τόσο στην ακριβαγάπητη γιαγιά του και τον ίδιο όσο και σε μια πολύ πιο περιορισμένη, απάνθρωπη και δυσοίωνη περίοδο. Κοντολογίς, δίνει υπόσταση στην Ευαγγελία Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα, συνομιλεί νοερά με τον αναντικατάστατο, πρόσφατα θανόντα καλλιτέχνη, και αναβιώνει μια ολάκερη εποχή.

Share