Καλπαζοντας Με Το Ονειρο

Το 2015 με το αδικαιολόγητα ακυκλοφόρητο στις κινηματογραφικές αίθουσες της Ελλάδας, ‘Τα Τραγούδια που μου Έμαθαν τα Αδέρφια μου’ (εξαίρεση αποτελεί η συμπερίληψη του στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας) προβαλλόταν ένα όχι και τόσο θελκτικό και εξωραϊσμένο προσωπείο της Αμερικής. Δύο χρόνια μετά, κάνοντας πράξη την επιθυμία της (να γράφει και να σκηνοθετεί φιλμ που φέρνουν στο προσκήνιο την αγνώριστη στο ευρύ κοινό, εγκαταλελειμμένη και αναλλοίωτη ενδοχώρα της Αμερικής), η σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος Κλόε Ζάο στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, εξελίσσει την ιδιόμορφη προσέγγισή της (η ικανότητά της να συγκεράζει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, και να αναδεικνύει με απλό και ουσιαστικό, σχεδόν ντοκιμενταρίστικο τρόπο, την εσώτερη αλήθεια που κουβαλούν οι πρωταγωνιστές της) και χωρίς να απομακρύνεται γεωγραφικά (το αραιοκατοικημένο, άγριο περιβάλλον της Νότιας Ντακότα αποτελεί και πάλι το μέρος που διαδραματίζεται το αφήγημά της), υπογράφει μια αρκετά πιο μεστή και ολοκληρωμένη δημιουργία (αν και όχι τόσο αξέχαστη ή συνταρακτική όσο ισχυρίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών και ορισμένα από τα πιο ονομαστά κινηματογραφικά φεστιβάλ, παγκοσμίως). Η σκληρή διαβίωση σε τούτο το σχεδόν αχρονικό μέρος της μεσοδυτικής αμερικανικής επικράτειας, ευρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο, μόνο που αυτή τη φορά, τον πρωταρχικό λόγο δεν τον έχει κάποια ιστορία σφοδρής ενηλικίωσης, αλλά κάποια που μέσα από ένα αρκετά άσχημο, τραυματικό γεγονός, προσπαθεί εκτός από τον προσωπικό επαναπροσδιορισμό, να εντοπίσει τη χαμένη πίστη και την προσδοκία στα πιο απροσδόκητα και απόρρητα σημεία της κατατσακισμένης ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Συνεπαρμένη από το παρουσιαστικό του δεξιοτέχνη εκπαιδευτή αλόγων Μπρέιντι Τζαντρό (επικοινωνιακή καθώς είναι, τον πρωτογνώρισε στο αγρόκτημα που αυτός εργαζόταν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, του μεγάλου μεγέθους της κινηματογραφικού ντεμπούτου και του ζήτησε να της μάθει να ιππεύει άλογα και να μετακινεί βοοειδή) η Κλόε Ζάο, βρήκε την ευκαιρία να συγγράψει ένα σενάριο που είναι ταυτόχρονα εμψυχωτικό και εξαγνιστικό, και να τον χρησιμοποιήσει ως βασικό πρωταγωνιστή, όταν εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά μετά από πτώση σε κάποιο αγώνα ροντέο (ήταν τέτοιο το πλήγιασμα από το δυνατό πάτημα του εξαγριωμένου ζώου στο κεφάλι του, που του απαγορεύτηκε να ξαναϊππεύσει). Κατά κάποιο τρόπο, το ‘Καλπάζοντας με το Όνειρο’, επέτρεψε στον Μπρέιντι Τζαντρό να θεραπεύσει σε ικανοποιητικό επίπεδο τις πληγές του (όχι τόσο αυτές που είναι σωματικές και ολοφάνερες όσο εκείνες που είναι ψυχοπνευματικές και αθέατες) και αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο.

Στο υπόκωφο ξεκίνημα της ταινίας, η παρουσία ενός πεντάμορφου αλόγου στοιχειώνει τα όνειρα του τραυματισμένου πρωταγωνιστή, ενώ αμέσως μετά την έγερση και την αφαίρεση των ραμμάτων από το κεφάλι, το περιβάλλον που ζει αυτός, την κινηματογραφική οθόνη. Ο Μπρέιντι Μπλάκμπερν (Μπρέιντι Τζαντρό) διαβιεί μαζί με τον αντιπαθή, αλκοολικό πατέρα του, Γουέιν Μπλάκμπερν (Τιμ Τζαντρό) και τη γλυκύτατη, μικρότερη ηλικιακά αδερφή του, που πάσχει από το σύνδρομο Άσπεργκερ, Λίλι Μπλάκμπερν (Λίλι Τζάντρο), σε ένα λυόμενο, που δεν είναι καν δικό τους.  Σε μια ιστορική περιοχή (Πάιν Ριτζ), όπου τόσο οι αυτόχθονες (η υπερήφανη και διεκδικητική φυλή των Λακότα) όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι, διάγουν βίο φτωχικό, το να έχει κάποιος όνειρα δεν είναι κάτι το σύνηθες και όταν τούτο συμβαίνει, δεν μπορεί να παρεκκλίνει απ’ ότι μπορεί να παρέχει το βραχώδες μέρος και μια νοοτροπία που είναι αρτηριοσκληρωτική. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ουκ ολίγοι ενήλικοι ή ανήλικοι άρρενες βρίσκουν διέξοδο στο να ιππεύουν ταλαίπωρα άλογα (ή αγελάδες και ταύρους) σε αγώνες ροντέο. Πέρα από τη διασκέδαση ή την έκκληση αδρεναλίνης, η αναγνωρισιμότητα και τα οικονομικά ωφελήματα, που δύναται να προσφέρει μια τόσο ακραία και επικίνδυνη διαδικασία λειτουργούν δελεαστικά για τους μετέχοντες. Ούτως ή άλλως, από μικρή ηλικία, η διαπαιδαγώγησή τους είναι περιοριστική, μιας και είναι επικεντρωμένη στο να αναδείξει την αρρενωπότητα, και καθώς γίνεται εύκολα αντιληπτό, τούτο είναι κάτι που συνδέεται με την παράδοση των καουμπόι. Η Κλόε Ζάο συλλαμβάνει στην κάμερα όλα τα παραπάνω (αν και οι βάρβαροι τρόποι με τους οποίους οδηγούνται τα δύσμοιρα ζώα στην αρένα, σε άγρια κατάσταση, λάμπουν δια της απουσίας τους) και μάλιστα αυτό είναι κάτι που το κάνει μέσα από τη ματιά ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να δεχθεί τη νέα του πραγματικότητα: μια μη επιθυμητή κατάσταση που αργά και νομοτελειακά τον φέρνει σε ευθεία αναμέτρηση και έμπλεη ρήξη με τον διαμορφωμένο χαρακτήρα του και τις προσδοκίες που είχε από τούτον. 

Ο σοβαρότατος τραυματισμός στο κεφάλι είναι κάτι που δυσχεραίνει αρκετά τον Μπρέιντι, μιας και εκτός των σημαντικών λειτουργικών επιπτώσεων (ορισμένες εντολές στέλνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον εγκέφαλο στα πάνω άκρα και τούτο έχει σαν αποτέλεσμα να μαγκώνει το ένα του χέρι, όποτε κάνει κάποια ενέργεια), τον εμποδίζει να επανενταχτεί. Ως εκ τούτου, η επιστροφή στην καθημερινότητά του, δεν θα είναι καλόβολη υπόθεση, όχι από τη στιγμή που δεν μπορεί να κάνει αυτό που έχει μάθει και επιθυμεί, και αυτό φαίνεται και από τις συναναστροφές που θα έχει: με τον πατέρα του που δεν παύει να του υπενθυμίζει το πόσο ξεροκέφαλος είναι που πήγε και αγωνίστηκε στους αγώνες του ροντέο ή ακόμη και με τους ιδιοκτήτες αλόγων και λοιπών θηλαστικών που τον αντιμετωπίζουν με στεναχώρια.

Στη νυχτερινή συνάθροιση που θα έχει με τους έμπιστους φίλους του, πάντως, αυτοί αν και του συμπαραστέκονται, θαρρείς πως δεν έχουν ενημερωθεί για τις μόνιμες, απαγορευτικές επιπτώσεις του ατυχήματος, μιας και δεν σταματούν να του αναφέρουν πως δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει την προσπάθεια, για την ολική επαναφορά του στους αγώνες του ροντέο. Ή σκόπιμα εθελοτυφλούν, επειδή το να παραμείνει κάποιος εκτός από κάτι τέτοιο, κατά μια έννοια, ισοδυναμεί με βασανιστικό θάνατο. Σκηνή, η οποία, μέσα από τις εκμυστηρευτικές καταθέσεις των φίλων, δίνει τη δυνατότητα στη σκηνοθέτιδα να δείξει το πόσο σημαντικό είναι σε αυτή τη μικρή και απομακρυσμένη κοινότητα, το να έχει κάποιος την ονομασία που φέρουν (καουμπόι) και να σχετίζεται με δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με το ροντέο. Τ’ ότι χρησιμοποιούν το παράδειγμα του κατάκοιτου φίλου τους, Λέιν Σκοτ (Λέιν Σκοτ), που στα δεκαεννέα του έτη αν και είχε αναγορευτεί σε αστέρι του αγωνίσματος, τραυματίστηκε ακόμη πιο σοβαρά (σε αυτοκινητικό δυστύχημα) για να δώσουν δύναμη στον Μπρέιντι, δεν είναι αιφνίδιο, όπως και τ’ ότι δείχνουν μέσα από την θύμηση τούτη και τις προσευχές που ακολουθούν, τους ισχυρότατους και απροσποίητους δεσμούς που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους. Η Κλόε Ζάο εστιάζει στο πρόσωπο του Μπρέιντι, κάθε φορά, που κάποια δήλωση τον αφορά και θεωρητικά τον φέρνει σε άβολη θέση, και μολονότι αυτός δεν απαντά, εκφράζει περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν, μονάχα με το μελαγχολικό του βλέμμα.

Από το σημείο αυτό και μετά, με ελάχιστες στιγμές δραματουργικών εξάρσεων (όπως, όταν ο Μπρέιντι τσακώνεται με τον πατέρα του για τα χρέη που αφορούν το λυόμενο ή αντιδρά, όταν πειράζει κάποιος από τους στενούς του φίλους, την αδερφή του), το ‘Καλπάζοντας με το Όνειρο’ εξελίσσεται βραδυκίνητα και με διακριτικότητα, μιας και επί της ουσίας ο ήρωάς μας, πραγματοποιεί ένα οδοιπορικό. Ασφαλέστατα, η αναζήτηση αυτή, δεν έχει να κάνει με τ’ ότι απομακρύνεται από την γεωγραφική περιοχή που διαμένει αυτός, η οικογένεια και οι φίλοι του. Και καθ’ όσον αποδεικνύει και η προσπάθειά του να τιθασεύσει αγριωπά άλογα, ούτε και από τις πολυαγαπημένες του συνήθειες. Τ’ ότι θα πάει να εργαστεί σε ένα σούπερ μάρκετ πιο πολύ πηγάζει από την ανάγκη του να συγκεντρώσει χρήματα, εφόσον ο πατέρας του αδυνατεί να εξοφλήσει το δάνειο της υποτυπώδους οικίας. Ακόμη και αυτό όμως, θα το κάνει, υπογράφοντας σύμβαση μερικής απασχόλησης. Σε μια σκηνή με ιδιαίτερη βαρύτητα, δύο πιτσιρίκια θα τον αναγνωρίσουν και θα τον προσεγγίσουν, για να φωτογραφηθούν μαζί του, κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Στο πρόσωπό του, βλέπουν ένα ίνδαλμα, στο οποίο επιθυμούν να μοιάσουν και σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να διανοηθούν πως η μοίρα του (ή και των ιδίων) μπορεί να καταλήξει να είναι στους διαδρόμους ενός τέτοιου μέρους.

Ούτε και ο ίδιος φυσικά, μπορεί να το συλλογιστεί (πόσο μάλλον, να το αποδεχθεί), γι’ αυτό και παρά τις ορατές ενδείξεις, κάνει απόπειρες που όλες τους βρίσκονται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην αξιοθαύμαστη προσπάθεια που καταβάλλει για να αποδείξει πως μπορεί να επιστρέψει δριμύς (πρωτίστως, στον ίδιο τον εαυτό του), η Κλόε Ζάο εκμεταλλεύεται τις εξακριβωμένες ικανότητες του πρωταγωνιστή της (η επικοινωνία του Μπρέιντι Τζαντρό με τα κάθε λογής άλογα είναι ασυναγώνιστη), καθώς επίσης την επιθυμία του να ξεπεράσει το μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού (και ιατρικώς επιτρεπτού), και έτσι προσφέρει απλόχερα, μια σειρά από στιγμές απαράμιλλης ωραιότητας. Όπως, όταν ιππεύει ένα άλογο, για πρώτη φορά μετά από το καταλυτικό ατύχημα και όταν τον δείχνει να δαμάζει κάποιο άλλο, για να απασχοληθεί σε μια δουλειά που τον χρειάζεται, γι’ αυτό τον σκοπό. Από κάποια άποψη, το συναπάντημα που θα έχει με τα δύο ανήλικα παιδιά στον χώρο της εργασίας του, η φιλική επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει στο κέντρο αποκατάστασης που βρίσκεται ο Λέιν Σκοτ, μα προπαντός, η αδάμαστη λατρεία που τρέφει για όλα τα άλογα και αναπόφευκτα, για τον καουμπόικο τρόπο ζωής, θα τον κινητοποιήσουν και πάλι. Τόσο που δεν θα αρκεστεί στην τιθάσευση και την ειδική εκπαίδευση των επιθετικών αλόγων, μα επηρεασμένος και από τη συμμετοχή των φίλων του, θα αποφασίσει να λάβει μέρος και αυτός στους αγώνες ροντέο. Μονάχα που ευτυχώς, η Κλόε Ζάο, παραμένει συνεπής σε ότι έχει προβάλει μέχρι εκείνη τη στιγμή (με άλλες λέξεις, δραματουργικά αταλάντευτη) και συμπονετική, από τη στιγμή που δεν επιλέγει να δοξάσει τον πρωταγωνιστή της, μέσα από ένα αυτοκτονικό τελείωμα, που σε άλλη περίπτωση, θα παρέπεμπε σε αυτό του ‘Παλαιστή’ του Ντάρεν Αρονόφσκι (2008).

Καταλήγει έτσι να είναι πιο ηρωικό εκείνο που επιλέγει να πράξει ο Μπρέιντι (τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους ολιγοστούς ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν με ενδιαφέρον και τους αγαπά), ακόμη κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει, πως θα χρειαστεί να σκοτώσει τα όνειρά του και να αλλάξει ριζικά στάση ζωής (η απομάκρυνσή του από έναν τόσο κινδυνώδες χώρο όσο είναι αυτός του ροντέο, αλλά και από ενέργειες, καθώς είναι η καθυπόταξη των άγριων αλόγων, αποτελεί μονόδρομο). Στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων της ύπαρξής του, η εν ψυχρώ δολοφονία ενός τραυματισμένου αλόγου, δεν είναι κάτι που συμπεριλαμβάνεται (ανατριχιαστική η σκηνή, που σημαδεύει το άλογο για να το σκοτώσει και τελευταία στιγμή, δειλιάζει), ούτε το σκληραγωγημένο πρόσωπο που παρουσίαζε μέχρι πρότινος (ένεκα μιας ανδροκρατικής παράδοσης, που αν και αντιστέκεται, δείχνει πως βαθμιδωτά θα παρέλθει). Εμπεριέχεται, όμως, το να στηρίξει τον Λέιν Σκοτ και δεν υφίσταται πιο αντιπροσωπευτικός, εγκαρδιωτικός τρόπος από αυτόν που το πραγματοποιεί, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Στο χαμηλόφωνο και ελεγειακό ‘Καλπάζοντας με το Όνειρο’, η Κλόε Ζάο χρησιμοποιεί με παραδειγματικό τρόπο τον Μπρέιντι Τζαντρό και τον κοντινό του περίγυρο (την οικογένειά του και τους φίλους του), για να ομιλήσει μέσα από την ιστορία του ίδιου, για το κλιμακωτό και σε σημείο οδυνηρό πέρασμα σε μια ολότελα καινούργια περίοδο (ακόμη και τούτη, δεν είναι ψηφιακή ή τεχνολογική). Για τις πολύ δύσκολες, και γι’ αυτό τολμηρές αποφάσεις που καλείται κάποιος να πάρει, όταν όλα δείχνουν πως δεν υφίσταται έτερη επιλογή από το να αποδομήσει και να επανασυγκροτήσει την προσωπικότητά του σε σημαντικό βαθμό, για να παραμείνει ζωντανός. Η φθαρτότητα του σώματος παραβάλλεται με την πεθυμιά της ψυχής και δεικνύει πως το να είναι κάποιος άτρωτος βρίσκεται στη σφαίρα του φανταστικού και σε ένα κλασικό αμερικανικό κινηματογραφικό είδος, όπως είναι το γουέστερν, που ήδη από τη δεκαετία του 1970, έχει απογυμνωθεί. Όσο κι αν οι ήρωές μας, επιθυμούν να πιστέψουν πως είναι ανίκητοι και έτσι, αρέσκονται να φλερτάρουν αδιάλειπτα με την πιθανότητα μιας δυσάρεστης έκβασης, αργά ή γρήγορα, η ίδια η αδυσώπητη πραγματικότητα φροντίζει να τους διαψεύσει. Σε μια εγκληματικά παραμελημένη, ιστορική αμερικανική πολιτεία, σαν τη Νότια Ντακότα, λοιπόν, που όπως προλέχθηκε δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές ή όταν υπάρχουν δεν γίνονται ευκόλως κατανοητές από τον εκάστοτε κοινωνικό περίγυρο (το πρώτο σκέλος, το πιστοποιεί και η επίσκεψη του πρωταγωνιστή στο γραφείο εξεύρεσης εργασίας, ενώ το δεύτερο, το πώς τον αντιμετωπίζουν οι διάφοροι περαστικοί, όταν αρχίζει να εργάζεται στο σούπερ μάρκετ), η αποδοχή μιας κατάστασης που ακυρώνει τα όνειρα και ότι προτάσσει ο καουμπόικος τρόπος ζωής είναι εξίσου θαρραλέα πράξη, με οποιαδήποτε παράτολμη κίνηση, μπροστά στο δώρο της ζωής. Μπορεί να είναι απαιτητικό να βρεθούν κι αν υπάρχουν να είναι προβληματικές, η Κλόε Ζάο πάντως, αναζητά διεξόδους και δείχνει το πόσο σπουδαίο είναι το να ζει κάποιος, ακόμη και σε μια προβληματική περίσταση, σαν και εκείνη του ήρωά μας (η εγκάρδια και ειλικρινής επαφή του πρωταγωνιστή με τον Λέιν Σκοτ, το επιβεβαιώνει αυτό). Σε κάθε περίπτωση, η ίδια, μέσα από το ‘Καλπάζοντας με το Όνειρο’ προσέφερε μια ευκαιρία στον Μπρέιντι Τζαντρό και αυτός δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη.   

Σε εκείνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ντοκουντράμα (ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας ιδιότυπος συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ) δεν είναι ότι ακολουθεί απαρέγκλιτα τον βίο του Μπρέιντι Τζαντρό, αλλά ότι δανείζεται όσα συστατικά χρειάζεται από αυτόν και τα αναμειγνύει με δικές τις ευαισθησίες, για να δημιουργήσει κάτι που είναι υβριδικό. Με εξαίρεση ορισμένες στιγμές που μακρηγορεί και κουράζει τον μέσο θεατή, μιας και εμμένει περισσότερο από όσο θα έπρεπε στη μη δελεαστική, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, της Νότιας Ντακότα (ενδεχομένως, μια πιο περιεκτική επιλογή και προσεκτική τοποθέτηση του κινηματογραφικού υλικού στο μοντάζ, να έδινε ένα αποτέλεσμα που θα ήταν λιγότερο κοπιαστικό και παραπάνω στοχευόμενο), η μεθοδικότητα με την οποία χειρίζεται τη σχεδόν βιογραφική εξιστόρηση είναι αρκετά καλή από τη στιγμή που καταφέρνει να θαμπώσει τα νερά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, να εκμαιεύσει την αλήθεια από το άθροισμα των ηθοποιών (δίχως να γίνεται ορατό ότι δεν είναι επαγγελματίες ερμηνευτές), να μετριάσει τις παραπανίσιες και παρατραβηγμένες συναισθηματικές καταστάσεις και να χαρίσει κάποια ποιητικά στιγμιότυπα. Πολύτιμη η συνεισφορά του διευθυντή φωτογραφίας Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς, ως προς το τελευταίο, τόσο όταν προσεγγίζει το καταβεβλημένο πρόσωπο του πρωταγωνιστή όσο και όταν απομακρύνεται από εκείνο, για να αποτυπώσει το αποστομωτικό φυσικό τοπίο, που εκτείνεται μπροστά του [είτε πρόκειται για το ανάρια κατοικημένο Πάιν Ριτζ, είτε για τον πολυξάκουστο εθνικό δρυμό (Badlands National Park)].

Share