Υψωμα 731

Σε μια αρκετά έκρυθμη περίοδο καθώς ήταν αυτή που διαμορφώθηκε από τα γεγονότα της ανακοίνωσης της δολοφονίας του Αλβανού φύλαρχου, μα επικηρυγμένου ληστή Νταούτ Χότζα και του τορπιλισμού και βύθισης του ελαφρού καταδρομικού Έλλη, η απόφαση του Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά να μην επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών δυνάμεων στην ελληνοαλβανική μεθόριο γραμμή – που στόχο είχαν να κατακτήσουν καίρια σημεία της πατρίδας και έτσι να ισχυροποιήσουν περαιτέρω τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, καθώς και να διευκολύνουν την επικείμενη προώθησή της στην Αφρική – ύστερα από το τελεσιγραφικής μορφής διπλωματικό έγγραφο που του παραδόθηκε από τον Ιταλό πρέσβη Εμμανουέλε Γκράτσι, άφευκτα οδήγησε σε πολεμική σύγκρουση την Ελλάδα με τον συνασπισμό Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941. Αναμέτρηση δυσανάλογων μεγεθών, που όχι μόνο εκκίνησε με τη σθεναρή άμυνα / αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων (τόσο στο μέτωπο της Ηπείρου και τον τομέα της Πίνδου όσο και την ευρύτερη περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας), αλλά και κόντρα σε κάθε θετική πρόβλεψη, κατά τη δεύτερη φάση του πολέμου (από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941), η ελληνική πλευρά πραγματοποίησε μια πραγματικά ηρωική αντεπίθεση, κατά την οποία ελευθερώθηκαν όλα τα ελληνικά εδάφη που ευρίσκονταν υπό ιταλικό έλεγχο, τη στιγμή που με την προώθηση στο ¼ περίπου του εδάφους της Αλβανίας, καταλήφθηκαν οι πόλεις Κορυτσά, Μοσχόπολη, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα.

Κατά την τρίτη και τελευταία περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941), έγιναν οι πλέον άγριες και αιματοκυλισμένες μάχες. Αγώνες με απώλειες σε ανθρώπινο και άψυχο δυναμικό, που αρχικά επικεντρώθηκαν στην κατάληψη και υπεράσπιση ενός καθοριστικής σημασίας συγκοινωνιακού κόμβου σαν και εκείνου της Κλεισούρας Καστοριάς. Μολοντούτο, το σημαντικότερο γεγονός της φάσης τούτης, δεν θα μπορούσε να είναι έτερο από την Εαρινή Επίθεση των Ιταλών – γνώριμη και ως Επιχείρηση Πριμαβέρα (από τις 9 μέχρι τις 25 Μαρτίου 1941). Έπειτα από τις επανειλημμένες ήττες των Ιταλών στα πεδία των μαχών, ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, αν μη τι άλλο επιθυμούσε, να αποκαταστήσει το λαβωμένο κύρος της Φασιστικής Ιταλίας: να επανακτήσει τα χαμένα εδάφη και να καταλάβει τη χώρα πριν την αποφασισμένη επέλαση των Γερμανών (η εντολή για τη σχεδίασή της επίθεσης είχε δοθεί από τον Αδόλφο Χίτλερ, στις 13 Δεκεμβρίου 1940). Γι’ αυτό και το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941, υπό τη στενή εποπτεία του ίδιου, εξαπολύθηκε αδυσώπητη εφόρμηση επί του υψώματος 731 – ενός στρατηγικού φυσικού εξάρματος, μιας και αποτελούσε πέρασμα, για να βρεθούν κοντά στην κοιλάδα του Καλπακίου Ιωαννίνων.

Σε ένα μέτωπο μόλις 5 χιλιομέτρων, οι Ιταλοί παρατάχθηκαν με 5 μεραρχίες και 1 λεγεώνα μελανοχιτώνων σε πρώτο κλιμάκιο, αλλά και 5 μεραρχίες και 3 λεγεώνες μελανοχιτώνων σε εφεδρεία. Τη στιγμή που την πολεμική επιχείρηση υποστήριζαν σχεδόν 380 αεροσκάφη και 300 πυροβόλα. Στον αντίποδα, από τον Αώο μέχρι τον Οσούμ ποταμό, το Β’ Ελληνικό Σώμα Στρατού είχε τοποθετήσει 5 μεραρχίες, τις οποίες βοηθούσαν 40 πυροβόλα. Με την Εαρινή Επίθεση των Ιταλών να εκδηλώνεται, κυριότατα, στο πανίσχυρο μέτωπο της 1ης Μεραρχίας Πεζικού – εκείνης που συναποτελούνταν από τους άρρενες του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων – δεν προκαλεί ουδεμία απολύτως εντύπωση που η μάχη διήρκεσε αρκετές μέρες και απόκτησε μυθικές προεκτάσεις όταν φανερώθηκε η αδυναμία των πολυπληθέστατων, καλά οπλισμένων και εκπαιδευμένων Ιταλών να καταλάβουν το Ύψωμα 731, σε μια κομβική φάση για την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «…Επί 7 ημέρες, μέχρι τις 15 Μαρτίου η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, μα απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων… Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε αναμετρήσεις, όπου τον λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη… Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731, όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», καθώς έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ενδεχομένως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου…», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο μνημειακό, επιστημονικά τεκμηριωμένο έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1978, Τόμος ΙΕ’, σελίδες 441 και 442).

Αυτή η κάθε άλλο παρά υπολογίσιμη, θυσιαστήρια υπεράσπιση του Υψώματος 731 από μια χούφτα καταταλαιπωρημένων, μα εμψυχωμένων Ελλήνων, φυσικά μνημονεύεται σε κάθε εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, αναγράφεται στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ή και εξετάζεται σε βιβλία και ντοκιμαντέρ. Όμως, κανένας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί πως ένα τόσο σπουδαίο πολεμικό γεγονός, θα έδινε έμπνευση σε μια παράσταση που είναι μουσικοθεατρική. Κανένας εκτός από τους θιασώτες και συνεργάτες ενός καλλιτέχνη, όπως του Άρη Μπινιάρη. Ευρισκόμενος περισσότερο πλησίον στο σκηνοθετικό και σκηνικό ύφος που τον σύστησε και τον καθιέρωσε, ο οξυδερκής και πολυπράγμονας δημιουργός, ύστερα από μια καλοδεχούμενη στροφή στο μοντέρνο ρεπερτόριο και το είδος της κωμωδίας (με το ‘Ξύπνα Βασίλη’ του Δημήτρη Ψάθα, στο Εθνικό Θέατρο), με το ‘Ύψωμα 731’ ξαναπιάνει το νήμα από κει ακριβώς που το παράτησε, τόσο με τους ‘Πέρσες’ του Αισχύλου που ανέβασε με αριστουργηματική μεθοδικότητα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (το 2017 και το 2018), όσο και προπαντός με ‘Το ‘21’ (στο ίδιο φεστιβάλ, δύο χρόνια νωρίτερα).

Παίρνει αποσπάσματα από ένα δοξασμένο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας – πληροφορίες που προέρχονται από εφημερίδες της εποχής, καθώς επίσης συνεντεύξεις και απομνημονεύματα ανθρώπων που συμμετείχαν στη μάχη – και τα μετασχηματίζει, δηλαδή, σε μέταλ, πανκ ή προοδευτικό ροκ ορατόριο, που υπηρετεί τη συγκίνηση και τον στοχασμό. Όχι μονάχα για να τιμήσει τις αρκετές εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά και για να δείξει τις αποτροπιαστικές συνθήκες υπό από τις οποίες διεξήχθη τούτος ο ετεροβαρής και ανελέητος αγώνας. Να αφουγκραστεί τις εσώτερες δονήσεις μια ιστορίας αρχετυπικής που επειδή είναι τέτοια ξεπερνάει γεωγραφικά όρια, χρονικές περιόδους, πολιτικές παρατάξεις. Και να καταλήξει σε ένα αφήγημα που δεν αντιμετωπίζει την Ιστορία με εγκυκλοπαιδικό ή ακαδημαϊκό τρόπο, ούτε τη χρησιμοποιεί προς το συμφέρον κάποιου (εθνικό ή ατομικό). Το εναντίον, αφού αναζητήσει τις παραμέτρους της και αμέσως μετά τις μελετήσει εις βάθος, την προσεγγίζει βιωματικά με απώτερο σκοπό να σταθεί απέναντι σε κάθε απολυτότητα και δογματισμό. Ως εκ τούτου, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης, επί της λιτής, απογυμνωμένης σκηνής (ανάλογα με την περίσταση, θαυμάσια φεγγισμένης από τον σκηνογράφο και σκηνοθέτη Πάρι Μέξη και τον Άρη Μπινιάρη), ο ίδιος μαζί με τον ηθοποιό Κώστα Σεβδαλή στην αφήγηση και το τραγούδι, τον Χρήστο Γεωργόπουλο στην κιθάρα, τον Βίκτωρα Κουλουμπή στο μπάσο και τον Πάνο Σαρδέλη στα τύμπανα (αμφότεροι οι τρεις οργανοπαίχτες, εκτός από τη ζωντανή επιτέλεση είναι υπεύθυνοι και για τις συνθέσεις των πολυδιάστατων και πολυμορφικών κομματιών), χρησιμοποιούν ως όχημα τη μουσικότητα – το σημείο όπου συναντιέται με δεξιοτεχνία ο ρυθμός και ο λόγος – και το αποτέλεσμα παρά την αναγκαία συμπύκνωση και αποσπασματικότητα των πραγματικών γεγονότων, τη μικρή διάρκεια και το απότομο τέλος, επιτυγχάνει όλα τα παραπάνω και αποζημιώνει τον θεατή.

Τοποθετώντας την παράσταση γύρω από έξι δραματοποιημένους τραγουδιστικούς άξονες, ορισμένα από τα πιο κρίσιμα γεγονότα περιλαμβάνονται (όχι υποχρεωτικά με λεπτομέρειες ή σειρά), πρωτίστως, όμως, αναπαρίσταται το κλίμα που επικρατούσε και ζωντανεύουν τα συναισθήματα των στρατιωτών. Πιο ειδικά, στο πρώτο, αρχικά αργόσυρτο, αλλά σταδιακά ολοένα και περισσότερο κλιμακωτό κομμάτι, οι συντελεστές της παράστασης αναφέρονται στο λοφοειδές πέρασμα, φροντίζοντας συγχρόνως, να παρουσιάσουν τις διαφορές των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Γι’ αυτό και γίνονται οι απαραίτητες συγκρίσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, πολεμοφόδια και εμπειρία: οι Ιταλοί υπερίσχυαν σε κάθε επίπεδο της πολεμικής επιχείρησης. Μα και τη σωματική ή ψυχική κατάσταση που βρίσκονταν: η βρωμιά, η ασιτία, η παγωνιά, η παρανόηση και οι ψείρες είχαν καταβάλει τους Έλληνες στρατιώτες, τη στιγμή που οι Ιταλοί αντίπαλοι (ιδίως, οι νεοφερμένοι), ήταν καθαροί, χορτασμένοι και υγιέστατοι.

«Μάρτιος του 1941. Στο αλβανικό μέτωπο, 15.000 αυτοκίνητα, 83.000 μεταγωγικά, 600.000 στρατιώτες, η αφρόκρεμα του ιταλικού στρατού με μαχητικά αεροσκάφη / βομβαρδιστικά, ήρθαν με τον στρατάρχη τους». Με διαφορετικές λέξεις, ταυτόχρονη επίθεση με πυροβόλα, όλμους και αεροπορικά πυρά, εποπτευόμενα από τους καλύτερους στρατηγούς – που ήταν και εξέχοντα μέλη του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Στο δεύτερο τραγούδισμα, τούτο που σηματοδοτεί την πρώτη εχθρική ενέργεια των Ιταλών στο Ύψωμα 731, ο θεατής αισθάνεται το έδαφος να σείεται συθέμελα και την ατμόσφαιρα να γίνεται πολύ αποπνικτική από τους επαναλαμβανόμενους και συνεχόμενα επαυξανόμενους σε ένταση βομβαρδισμούς. Είναι τόσο ορμητικός ο τρόπος παιξίματος των μουσικών και εύγλωττες οι περιγραφές που τους συνοδοιπορούν, που κάτι τέτοιο καθίσταται δυνατό. Η ίδια η επανάληψη του ρεφραίν ή και μερικών εκ των κουπλέ του τραγουδιού συμβάλλει στο να καταδείξει τη σφοδρότητα των ιταλικών επιθέσεων. Από κει και πέρα, ο κονιορτός, τα αέρια, η πυρκαγιά και οι καπνοί δεν θα μπορούσαν παρά να παραπέμπουν σε κολαστήριο. Πολλώ μάλλον εφόσον ένα ύψωμα που ήταν γιομάτο από δέντρα που έφταναν τα 4 με 5 μέτρα, εντός δίωρου έμεινε ολόγυμνο και γέμισε από στοίβες κορμιών. Σώματα τραυματισμένα, σώματα διαμελισμένα, σώματα πεθαμένα, που κάτω από τούτα ευρισκόντουσαν άλλα και προστατεύονταν από εκείνα. Με το πέρας του χρόνου να είναι αόριστο και τον λογαριασμό από τις επιθέσεις να έχει χαθεί, στο τρίτο και πιθανότατα πιο συγκλονιστικό μέρος της παράστασης, εκείνο που ανάβουν οι προβολείς που βρίσκονται περιμετρικά της σκηνής και έχουν κατεύθυνση προς τα επάνω, και μουσικά αλλά και ερμηνευτικά οι τόνοι υποχωρούν, επικρατεί μια ηρεμία που αρμόζει ύστερα από μια μανιασμένη, καταστροφική καταιγίδα, σαν και εκείνη που προηγήθηκε. Για να γίνει ένας πρόχειρος αριθμητικός απολογισμός, και συγκράτηση και ανασυγκρότηση των δυνάμεων που δεν υπέστησαν ολική συντριβή από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών.

«Έτσι τους βρήκανε στο ύψωμα οι Ιταλοί. 731 μέτρα πάνω από τη γη. 731 μέτρα πάνω από τον Άδη. Ούτε φωτιά ούτε τσιγάρο. Τις θέσεις δεν τις άφηναν. Έπρεπε να κρατήσουν. Μια χούφτα φαντάσματα. Έπρεπε να κρατήσουν το ύψωμα. Άθλιοι. Κουρελήδες. Ξεχασμένοι απ’ το Θεό. Αν τους έβλεπες, έλεγες τι διάβολο είναι τούτοι; Χτικιά ή άνθρωποι;». Απ’ όσο καταλαβαίνει εύκολα κάποιος από τα άνω συμφραζόμενα, ανατριχιάζουν οι παραλληλισμοί που χρησιμοποιούνται για τους Έλληνες στρατιώτες. Ανατριχιάζουν συνειδητοποιώντας την αποκαμωμένη και αποκαρδιωτική εικόνα που παρουσίαζαν. Και δη μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο σε πλήρη αντιδιαστολή με την άθικτη και ζωηρή εικόνα των Ιταλών. Ανατριχιάζουν, επιπλέον, γιατί εκτός από τις εύστοχες αναγωγές, με τον εξαιρετικά πνευματώδη τρόπο που μετουσιώνονται στη σκηνή, υπάγονται και στη σφαίρα του αρχέγονου και της μεταφυσικής.

Ο Άρης Μπινιάρης θυμίζοντας στο σημείο τούτο, σκέλος από το ανέβασμα που έκανε στους ‘Πέρσες’ τους Αισχύλου, πραγματοποιεί μια κατάβαση / περιήγηση στον κόσμο των νεκρών, που μονάχα σε επάνοδο / επαναφορά μπορεί να οδηγήσει. Και ως τέτοια δεν θα μπορούσε παρά να εμπνέεται και από τη μυθολογία και την οντολογία. Οι εναπομείναντες ήρωες σαν νεκροζώντανοι επιστρέφουν από τον Κάτω Κόσμο / ξεπετάγονται από τις αλεπότρυπες που είχαν σκάψει και προσωρινά κρύβονταν: για να εκδικηθούν για τον θάνατο των συντρόφων τους, για να προστατέψουν ένα ύψωμα που συνταυτίζεται με την εθνική επικυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας τους, για να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους και να απελευθερωθούν και οι ίδιοι. Ταπεινοί και κακόμοιροι άνθρωποι κάνουν την υπέρβαση (εκτός των άλλων, παρακινημένοι οπωσδήποτε και από τις προσταγές του διοικητή του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά) και αντιμετωπίζουν μια δύναμη τεραστίων διαστάσεων (με τον Γολιάθ συγκρίνονται τα ιταλικά στρατεύματα), προκειμένου να προφυλάξουν τους συμπολεμιστές τους, τον εδαφικό τους χώρο, τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Συνακόλουθα, αιφνιδιάζονταν οι Ιταλοί που κατέφθαναν κατά διμοιρίες από τις ξιφολόγχες και τις χειροβομβίδες – μιμούμενοι μάλιστα την ορμητικότητα των Ελλήνων (‘Αβάντι Αέρο’, φώναζαν μέσα στην απερισκεψία και την αδαημοσύνη τους). Έχοντας υπερεκτιμήσει την κατάσταση οι ιθύνοντες που τους έστελναν, όσοι από δαύτους προλάβαιναν, έτρεχαν πανικόβλητοι προς τα πίσω. Τους υπόλοιπους φρικτός θάνατος τους περίμενε καθόσον συνηγορούν και τα ωμά σε περιγραφή κουπλέ και ρεφραίν του τέταρτου μέρους της παράστασης. Πάνω στα ήδη υπάρχοντα νεκρά σώματα, πτώματα πολλαπλάσια στοιβάζονταν, μόνο που τούτη τη φορά τα πιο πολλά ήτανε από το στρατόπεδο των Ιταλών.

Πτώματα που τις επόμενες μέρες έγιναν περισσότερα, δεικνύοντας την αποφασιστικότητα με την οποία πολεμούσαν οι Έλληνες στρατιώτες και την αξιοθρήνητη θέση που βρίσκονταν οι Ιταλοί. Σε μια παράσταση όμως, που δεν ακούγονται οι λέξεις νίκη, θρίαμβος, ηρωισμός και έπος, η πορεία προς την τελική επικράτηση συντροφεύεται από φόβο, απόγνωση, θυμό και εξάντληση. «Εκείνοι που στέκονταν τώρα γαντζωμένοι εκεί απάνω, μέσα στη νύχτα, δεν έμοιαζαν με στρατό, δεν έμοιαζαν με πλάσματα ανθρώπινα. Είτανε κάτι σκέλεθρα ντυμένα με κουρέλια, επιδέσμους, φαντάσματα μαυριδερά και αγριεμένα, όλο χώμα και εφίδρωση που παγώνει, μάτι γυαλιστερό από την πείνα, την αγωνία, την πάλη με το Χάρο», αναφέρει ο λογοτέχνης της γενιάς του 1930 και δοκιμιογράφος Άγγελος Τερζάκης που πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, κι ο Άρης Μπινιάρης μεταφέρει την τόσο παραστατική εικόνα, μετατρέποντας τη σκηνή σε κάτι που μοιάζει με μαύρο θέατρο και τους ίδιους στα στοιχειά που θίγονται. Σε όντα που έχουν απολέσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους ή πιο σωστά σε όντα που κάτω από τις ασυλλόγιστες συνθήκες που αγωνίζονται, αναμετρούνται και με τη σκοταδερή τους μεριά. «Μέσα στον ίλιγγο θέριζαν και ψιθύριζαν: “Μητέρα, προστάτεψέ μας”», ακούγεται στη διάρκεια του πέμπτου τραγουδιού, αποκαλύπτοντας τη δισημία αυτή και προκαλώντας ρίγη ανατριχίλας. Καθώς και όταν επισημαίνεται πως δεν συλλογίζονταν τιμητικά μετάλλια για τη γενναιότητα που έδειξαν. Πως θα μπορούσαν, άλλωστε, όταν δεν είχαν συναίσθηση της Ιστορίας που γραφόταν και όταν αυτή συντάσσεται με αυταπάρνηση και αυτοθυσία; Το τελείωμα της παράστασης, αυτό που βρίσκει τον Μπενίτο Μουσολίνι να φεύγει απηυδισμένος και αηδιασμένος από την κατάσταση, χωρίς να δέχεται την ήττα του, αν μη τι άλλο αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση. Η επίγνωση, όμως, πως η εντυπωσιακή νίκη κατέστη εφικτή, επειδή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων χρειάστηκε να φτάσει στα βάθη της ψυχής του και να αναδυθεί αλλιώτικος, για να πετύχει το σκοπό του, το κάνει μεγαλειώδες.

Share