Το Γεγονος

Σε μια συγκυρία που δείχνει πως τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ακόμη και αν αφορά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση του σώματός τους, κάνουν δυστυχώς, μια ταινία όπως το συνταρακτικό ‘Το Γεγονός’ της Οντρέ Ντιγουάν, τραγικά επίκαιρη. Όχι πως χρειαζόταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας να ακυρώσει τη συνταγματικότητα της πρόσβασης στην έκτρωση ακόμη και σε περιπτώσεις ανίατης ασθένειας του εμβρύου, ή να κυκλοφορήσει μέσω άνευ προηγουμένου διαρροής, ένα τρομερό δημοσίευμα του Politico, που δείχνει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει ήδη ψηφίσει να ακυρωθεί η ιστορική ετυμηγορία στην υπόθεση Ρόου κατά Γουέιντ του 1973, που νομιμοποιούσε την άμβλωση σε εθνικό επίπεδο, για να συμβεί τούτο. Ακόμη και σε κοινωνίες σαν τη γαλλική, το να μιλήσεις ελεύθερα και ανοιχτά για το δικαίωμα στην έκτρωση συνεχίζει να κάνει τις γυναίκες να αισθάνονται παράξενα και μη βολικά. Έχοντας προβεί και η ίδια σε διακοπή της κύησής της, η Οντρέ Ντιγουάν, άρχισε να αναζητά ανάλογες ιστορίες που θα τη βοηθούσαν να επεξεργαστεί τη διαδικασία. Αν και ως πρώην εκδότρια και δημοσιογράφος, γνώριζε καλά πολλά από τα έργα της σπουδαίας συγγραφέως και καθηγήτριας λογοτεχνίας Ανί Ερνό, δεν ήξερε πως η τελευταία είχε γράψει ένα βιβλίο που μιλούσε για τη δική της εμπειρία, μέχρι που της το πρότεινε ένα φιλικό της πρόσωπο. Τη δική της, αρκετά πιο τραυματική εμπειρία, μιας και εκείνη κατέστη δυνατή σε μια περίοδο που στη Γαλλία απαγορευόταν αυστηρά η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης. Ταραγμένη από το αυτοβιογραφικό βιβλίο που διάβασε, μιας και σε αντίθεση με εκείνη, οι δυσχέρειες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η συγγραφέας και ηρωίδα του, χαρακτηρίζονται ανυπέρβλητες σε κάθε επίπεδο, θέλησε να το διασκευάσει για την κινηματογραφική οθόνη.

Ξεφεύγοντας από την παγίδα του να κάνει μια ακόμη ταινία εποχής ή μια επιπλέον ταινία που να μιλάει με καταγγελτικό τρόπο για την απαγόρευση της άμβλωσης, η Οντρέ Ντιγουάν στη δεύτερη μεγάλου μεγέθους και πολυβραβευμένη προσπάθειά της, κάνει μια ταινία που ερευνά με ψυχραιμία και εμβρίθεια αρκετές πτυχές του σοβαρού και διαχρονικού θέματος. Μια ταινία που δείχνει πως η απαγόρευση της άμβλωσης είναι αποτέλεσμα της συνολικής υπονομευτικής και μη ισότιμης αντίληψης που έχουν συντηρητικοί και πατριαρχικοί κύκλοι για τη θέση της γυναίκας. Ως εκ τούτου, με σχεδόν νταρντενικό τρόπο, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο, η Οντρέ Ντιγουάν καταδεικνύει την ανησυχία και τον πόνο της ηρωίδας της, όπως και την προσδοκία και την αποφασιστικότητά της, απέναντι σε ένα σύστημα που είναι βαθιά προκατειλημμένο και μισογυνικό, κάνοντας την παρακολούθηση του ‘Γεγονότος’, αλησμόνητη και απαραίτητη κινηματογραφική εμπειρία για κάθε θεατή.

Το πόσο δυσμενές και καταπιεστικό είναι το κοινωνικό πλαίσιο για τις γυναίκες και το πόσο υπόρρητα και δεξιοτεχνικά το δείχνει η Οντρέ Ντιγουάν φαίνεται από τα πρώτα λεπτά όταν και η Αν (Αναμαρία Βαρτολομέι), πηγαίνει μαζί με τις συμφοιτήτριες και φίλες της Μπριζίτ (Λουίζ Όρυ-Ντικέρο) και Ελέν (Λουάνα Μπαϊράμι), σε ένα μαγαζί και προσπαθεί να φανεί θελκτική και να διασκεδάσει υπό το άγρυπνο βλέμμα των πιο μετρημένων συμφοιτητριών και των ανδρών εκείνων που παραμονεύουν και περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ευχαριστήσουν τις σεξουαλικές ορμές τους. Βρισκόμαστε στο 1963 και στη Γαλλία, όπως και σε άλλα μέρη στον κόσμο, οι γυναίκες, παρά την όποια τεχνολογική και οικονομική πρόοδο, δεν έχουν κατοχυρώσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα δικαιώματά τους και αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι κατώτερης κατηγορίας. Η Αν προέρχεται από την εργατική τάξη, είναι άριστη φοιτήτρια και αναμένει τις τελικές εξετάσεις, για να αποφοιτήσει από το τμήμα φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Ανγκουλέμ και να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από το ριζικό των δικών της ανθρώπων. Αν και στην πρώτη σεκάνς, δεν κρύβει πως θέλει να ζήσει και να βιώσει τις χαρές της ηλικίας της, κάτι τέτοιο οφείλει να το πράξει με σύνεση άμα επιθυμεί να επιτύχει τον στόχο της, γιατί σε έτερη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να μείνει έγκυος και να σβήσει κάθε επαγγελματικό της όνειρο. Εν ολίγοις, είναι τόσο άτεγκτη η νομοθεσία στη Γαλλία για όσες μένουν παρά τη θέλησή τους έγκυες και επιθυμούν να μην κρατήσουν το παιδί τους, που δεν τους αφήνεται κανένα περιθώριο για να σκεφτούν ή να κάνουν κάτι διαφορετικό.

Έχοντας δει πως η περίοδος καθυστερεί να της έρθει και χαρακτηριστεί κατάχλωμη από τη μητέρα της Γκαμπριέλ (Σαντρίν Μπονέρ), όταν επισκεφθεί την πατρογονική κατοικία και την επιχείρηση εστίασης που με αισθητή κούραση τρέχει η τελευταία, η Αν θα επισκεφθεί έναν γυναικολόγο, για να εξακριβώσει το τι συμβαίνει. Τον Δρ. Ραβίνσκι (Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε), που αφού την εξετάσει με προσοχή, θα αποφανθεί πως είναι έγκυος. Μην μπορώντας να ξεπεράσει το έντονο σοκ στο άκουσμα της ιατρικής γνωμάτευσης η Αν, θα τον παρακαλέσει να τη βοηθήσει. Θα ζητήσει την άποψή του για το τι θα μπορούσε να κάνει, μόνο και μόνο για να λάβει την αποστομωτική απάντηση, «Δεν επιτρέπεται να με ρωτάς αυτό», καθώς και την αποθαρρυντική υπόμνηση, «Ούτε εγώ, ούτε κανένας. Ο νόμος είναι αμείλικτος. Όποιος βοηθάει μπορεί να καταλήξει στη φυλακή. Και εσύ. Και μόνο άμα γλιτώσεις τα χειρότερα. Κάθε μήνα ένα κορίτσι τεστάρει την τύχη του και χάνει τη ζωή του από εφιαλτικούς πόνους. Δεν θέλεις να είσαι εσύ το εν λόγω κορίτσι». Κατόπιν τούτου, αρχίζει ένας υποδερμικός και βασανιστικός Γολγοθάς για την Αν, που επειδή είναι τέτοιος θα την φέρει αντιμέτωπη, όχι μόνο με τον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό.

Αποφασισμένη να μην παραμείνει στάσιμη και να μην αποδεχθεί παθητικά τη μοίρα της, προδίδοντας τις ανυπολόγιστες θυσίες της οικογένειάς της και καταστρέφοντας μια λαμπρή προοπτική στον κλάδο της φιλολογίας, η Αν δεν θα το βάλει κάτω και θα επισκεφθεί έναν ακόμη γυναικολόγο. Όμως και o Δρ. Γκιμέ (Φρανσουά Λορικέ), δεν θα την αντιμετωπίσει με τον τρόπο που θα ήθελε και για να την ηρεμήσει και απομακρύνει από το ιατρείο του, θα της συνταγογραφήσει ένα φαρμακευτικό προϊόν που μόνο πολύ αργότερα θα αποκαλυφθεί σε τι αποσκοπεί. Στο σημείο αυτό αξίζει να ειπωθεί πως η Οντρέ Ντιγουάν ακόμη και σε μια ταινία όπως είναι τούτη, αποκρύπτει πληροφορίες και δεν ακολουθεί την πεπατημένη στην εξιστόρηση. Ενδεικτικό είναι πως θα χρειαστεί να περάσει αρκετή ώρα, μέχρι να καταλάβει ο θεατής πως ο συμφοιτητής της Ζαν (Κέισι Μοτέ Κλάιν), με τον οποίο μοιράζεται κάποιο ερωτικό παρελθόν, δεν είναι ο γονέας του κυοφορούμενου εμβρύου. Μέχρι να φανερώσει πως ο πατέρας του παιδιού είναι ένας καλοστεκούμενος και καλομαθημένος φοιτητής των Πολιτικών Επιστημών. Περί του Μαξίμ (Ζυλιέν Φρισόν) ο λόγος, που ζει με την οικογένειά του σε ένα πλούσιο και άνετο οίκημα στο Μπορντώ και επ’ ουδενί δεν θα χαρεί όταν η Αν αποφασίσει να τον πάρει τηλέφωνο για να του ανακοινώσει την είδηση. Όχι ασφαλώς γιατί θέλει να φέρει στον κόσμο το παιδί ή χρειάζεται τη συνδρομή του, μα για να του πει πως η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο. Σε πρώτη φάση μολοταύτα, και με εξαίρεση τον Ζαν, η Αν πιστεύοντας πως το φάρμακο που της έγραψε ο δεύτερος γυναικολόγος θα κάνει δουλειά, δεν θα απευθυνθεί σε κανέναν άλλον από τους φίλους της. Είναι και ο αδυσώπητος νόμος εναντίον της άμβλωσης άλλωστε, που δύναται να καταδικάσει και να οδηγήσει κάποιον στο δεσμωτήριο, άμα αποτολμήσει να βοηθήσει μια εγκυμονούσα γυναίκα, κάτι που φευγαλέα θα της το υπενθυμίσουν σε μια σχετική συζήτηση που θα έχουν, η Μπριζίτ και η Ελέν.

Όμως οι μέρες περνούν και αυτό λειτουργεί αρνητικά για την περίπτωση της Αν, μιας και οι κράμπες που αισθανόταν στο κορμί της εξακολουθούν να την απασχολούν, η επιθυμία για συγκεκριμένες τροφές γίνεται ακατάβλητη και η αισθηματική μετάπτωση είναι πλέον ορατή σε όλους. Σε τέτοιο βαθμό η τελευταία που προς τεράστια ευαρέσκεια των ζηλόφθονων και ανάρμοστων συμφοιτητριών της, θα επηρεάσει ριζικά και την απόδοση στα μαθήματά της. Παρά το ότι ύστερα από μια κατ’ ιδίαν διερευνητική και προειδοποιητική συνομιλία που θα έχει με τον καθηγητή Μπορνέτ (Πιο Μαρμαΐ), η Αν θα δείξει πως ναι μεν συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό, όμως, επρόκειτο να το διαχειριστεί και να δώσει χωρίς κανένα πρόβλημα τις τελικές εξετάσεις της, η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη από ένα σημείο και έπειτα, δεν της επιτρέπει καθόλου να συγκεντρωθεί και να ασχοληθεί με τα μαθήματά της.

Σε μια από τις πλέον επώδυνες σεκάνς της ταινίας, η Αν θα δοκιμάσει να σταματήσει την εγκυμοσύνη της με βελόνες πλεξίματος. Κάτι που όπως θα της επισημάνει και ο πρώτος της γυναικολόγος όταν τον ξαναεπισκεφθεί, δεν θα έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Όπως δεν θα έχει και το φαρμακευτικό προϊόν που της έγραψε ο Δρ. Γκιμέ, μιας και αυτό ήταν για να δυναμώσει το έμβρυο. Οδηγούμενη σταδιακά και με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο, η Αν θα ξεκινήσει να σπάει την επιβεβλημένη από το σύστημα σιωπή της και να μιλάει πιο καθαρά για το πρόβλημα. Τουλάχιστον σε σχέση με τις φίλες της, επειδή με τη μητέρα της όταν της δοθεί η δυνατότητα, δεν θα κατορθώσει να έχει έναν γόνιμο και επί του θέματος διάλογο. Το ότι θα πει το μυστικό της στις φίλες της, δεν θα επιφέρει κανένα αποτέλεσμα πάντως, μιας και εκείνες θα τα χάσουν, και για να προστατευθούν θα την εγκαταλείψουν, δείχνοντας πως υπό τις παρούσες συνθήκες η αλληλεγγύη είναι έννοια ξένη και ανέφικτη. Θα φτάσει σε σημείο μάλιστα, να επισκεφθεί τον Μαξίμ στο Μπορντώ, για να του πει πως δεν τα κατάφερε και να ζητήσει με τον τρόπο της τη βοήθειά του, άλλο που θα τσακωθούν και θα φύγει άρον άρον από το μέρος. Προς ευχάριστό της ξάφνιασμα, παρότι όλο αυτό το διάστημα η Αν έδειξε στον Ζαν πως δεν θέλει να κάνει κάτι παραπάνω μαζί του και μάλιστα από ένα σημείο και έπειτα, πως ανταποκρίνεται περίπου ξεδιάντροπα στο κορτάρισμα ενός ωραίου και γοητευτικού, εξωσχολικού άρρενα, σαν τον Γκασπάρ (Σίρυλ Μέτζγκερ), ο Ζαν θα προσφερθεί να τη βοηθήσει, μόλις δει πως οι εβδομάδες περνούν και λύση δεν έχει βρεθεί.

Στο τελευταίο μισάωρο, η Οντρέ Ντιγουάν κορυφώνει με συγκλονιστικό τρόπο την ιστορία της Ανί Ερνό. Τ’ ότι ο Ζαν θα φέρει σε επαφή την Αν με τη Λετίσια (Άλις ντε Λενκισάνγκ), μια κοπέλα που έχει κάνει έκτρωση και εκείνη με τη σειρά της με τη Ριβιέρ (Άννα Μουγκλαλίς), μια γυναίκα που κάνει παράτυπα αμβλώσεις, δημιουργεί νέα δεδομένα. Παρά τη δυσκολία και την επικινδυνότητα της κατάστασης, αφήνει μια ηλιαχτίδα φωτός να διαφανεί. Σε κάθε περίπτωση, αφού συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό, η Αν θα επισκεφθεί τη Ριβιέρ για να της κάνει την επέμβαση. Φέρνοντας στο νου την αντίστοιχη σεκάνς από το αξεπέραστο ‘4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες’ (2007) του Κριστιάν Μουντζίου, η Οντρέ Ντιγουάν χωρίς να την αντιγράφει, βάζει το δικό της λιθαράκι σε μια μέθοδο που επειδή δεν επιτρεπόταν να γίνει αλλιώτικα, ήταν επίπονη και μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια. Διαθέτει και μια δραματική ανατροπή επιπρόσθετα ικανή να προκαλέσει ακόμη περισσότερο τις αντοχές της ηρωίδας, που πάντως, δείχνει μια ευαισθησία μεγαλύτερη από ανθρώπους που μέχρι αυτό το σημείο άφηναν δυσάρεστη εντύπωση, μα και από ένα ιατρικό προσωπικό που ήταν στο χέρι του το πώς θα καταχωριστεί το έκτακτο περιστατικό, για να αποφευχθεί το φυλάκισμα.

Απαντώντας σε ερώτημα που αφορά τις σκηνές που σοκάρουν και έρχονται σε αντίθεση με τις σιωπηλές που κυριαρχούν στο ‘Γεγονός’, όπως λέει και σε συνέντευξη που παραχώρησε η Οντρέ Ντιγουάν στo RogerEbert.com, «Η γενική σκέψη ήταν ότι δεν επιθυμούσα να κάνω μια ηθική ταινία. Ήθελα να κάνω ένα έργο που θα έθετε την ερώτηση, τι θα συνέβαινε άμα ήμασταν εμείς τούτο το κορίτσι;». Όπως λέει σε άλλο σημείο αυτής της συνέντευξης επίσης, «Όταν διάβασα το βιβλίο, ένιωσα ότι ήταν ένα πολύ οικείο θρίλερ. Ήταν ένα βιβλίο που δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω. Ήθελα, λοιπόν, η ταινία να είναι έτσι». Και πράγματι αυτή την αίσθηση αφήνει το ‘Γεγονός’ και το ερώτημα που αναφέρει η σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος ευρίσκεται εκεί και ταλαιπωρεί τον θεατή. Μαζί με τη Mαρσία Ρομάνο που συνέβαλε στην κινηματογραφική προσαρμογή του βιβλίου δεν είναι ότι δεν έκανε αλλαγές κατά τη μεταφορά (η διήγηση είναι γραμμική και σχετίζεται με την προκείμενη περίοδο, εν αντιθέσει με το πρωτότυπο που εξελίσσεται και στο μέλλον, μιας και η ηρωίδα ανακαλεί τα γεγονότα, ζώντας στη δεκαετία του 1990) και δεν προσέθεσε στοιχεία που πηγάζουν από τη δική της ανάγκη (επειδή ήθελε ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο, παρέθεσε και μέρη από τη δυνητική ερωτική ζωή της Αν), όμως, ο τρόπος με τον οποίο προβάλλει το κλίμα της εποχής ή τον γυναικείο ψυχισμό είναι αντιπροσωπευτικός. Είναι φυσικός και εγγύς επιπλέον, κάτι όπου έχει να κάνει και με τη διεύθυνση φωτογραφίας. Ο κινηματογραφιστής Λοράν Τανζί διατηρείται κοντά στην οπτική της πρωταγωνίστριας, γι’ αυτό και κατά το πιο μεγάλο μέρος παρακολουθούμε το τι συντελείται, με την κάμερα τοποθετημένη πάνω από το πίσω μέρος του ώμου και του κεφαλιού της Αν. Το αίσθημα εγγύτητας, σχεδόν κλειστοφοβίας, τονίζεται και από την επιλογή να γυριστεί η ταινία σε περίπου τετραγωνισμένη μορφή (με αναλογία διαστάσεων 1:37:1), αντί για την πιο συνηθισμένη μορφή της ευρείας οθόνης. Η ιδέα ήταν να εστιάσει ο θεατής στο σώμα της Αν, και όχι στο σκηνικό. Να αισθάνεται πως δεν βλέπει απλά την Αν, αλλά είναι τμήμα της. Η οποία σκηνογραφία έπρεπε να δίνει μια αίσθηση της περιόδου και όχι να προσπαθεί την πιστή αναδημιουργία. Η σχεδιάστρια παραγωγής Ντιέν Μπερέτε δημιούργησε μια εκδοχή του παρελθόντος που είναι διακριτική. Μια εκδοχή που δεν είναι αναχρονιστική, μα δεν είναι και ακριβής. Εξαιτίας της διαχρονίας του θέματος, μια εκδοχή εν τέλει, που δεν εμπνέει τη νοσταλγία και δεν είναι προσκολλημένη στον χρόνο.

Αναλαμβάνοντας τον ρόλο της Αν, η Αναμαρία Βαρτολομέι ήξερε εξ αρχής πως αυτό δεν θα είναι ουδαμώς εύκολο, ένιωσε όμως αμέσως εμπιστοσύνη από την αρχική συνάντηση που είχε με την Οντρέ Ντιγουάν. Με την ταινία να περιέχει αρκετές αθόρυβες και υπαινικτικές σκηνές, η μέχρι πρότινος άσημη ηθοποιός, χρειάστηκε να δουλέψει πολύ εσωτερικά. Εκτός από το να εξασκήσει την αναπνοή της, να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες φράσεις ή λέξεις διαλογιζόμενη, προκειμένου να κατοπτρίζεται στο βλέμμα ή τη στάση του κορμιού της, το τι περνάει η ηρωίδα της. Σκηνές δε κακόβολες σαν και αυτή με τις βελόνες ραψίματος, επειδή η Αναμαρία Βαρτολομέι δεν ήθελε να τις μηχανοποιήσει και να φαίνονται ψεύτικες, έγιναν χωρίς πρόβες. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο δίνει υπόσταση στον χαρακτήρα της είναι το λιγότερο έξοχος, από τη στιγμή που δεν διαθέτει ίχνος επιτήδευσης και καλείται να χειριστεί ένα σύνολο από ακανθώδεις καταστάσεις. Πολύ καλή σε συμπληρωματικό ρόλο είναι και η Άννα Μουγκλαλίς που ως Ριβιέρ αναλαμβάνει να κάνει την παράνομη έκτρωση της Αν. Με την ίδια να έχει μιλήσει δίχως ντροπή δημόσια για τη δική της άμβλωση και τον παππού της από τη μεριά της μαμάς της, να έχει βοηθήσει πολλές κοπέλες να αποβάλουν σε εποχές που δεν γινόταν, η Άννα Μουγκλαλίς αισθάνθηκε πως ο ρόλος ήταν σημαντικός, γι’ αυτό και παρά το μικρό της πέρασμα, εκείνη κάθε άλλο παρά υπήρξε διεκπεραιωτική.

Share