Ida
Βρισκόμαστε στην Πολωνία, το 1962, λίγο πριν λάβει το χρίσμα της μοναχής, η νεαρή Άννα, κατόπιν παρότρυνσης της Ηγουμένης δέχεται να επισκεφθεί τη θεία της Βάντα, τη μοναδική ζώσα συγγενή. Η Άννα, με την αμέριστη βοήθεια, της δικαστίνας θείας της, θα ανακαλύψει το οικογενειακό της παρελθόν, μέσα από ένα οδοιπορικό που θα φέρει στην επιφάνεια όλα τα σκοτεινά και επιμελώς κρυμμένα μυστικά που αυτό περιέχει. Μαζί θα κάνουν μια κατάδυση όχι μόνο στο προσωπικό τους παρελθόν αλλά και στο συλλογικό μιας ολόκληρης χώρας.
Όταν η Άννα θα φθάσει στη θεία της, θα ανακαλύψει πως είναι Εβραία και πως τα πτώματα των γονιών της αγνοούνται και δεν έχουν ακόμη ταφεί. Η θεία της, γνωρίζοντας περισσότερα, θα βρει την ευκαιρία να ξορκίσει τους προσωπικούς της δαίμονες και θα δεχθεί να βοηθήσει την αθώα, ακόμη, Άννα προκειμένου να βρει τα πτώματα των γονιών της και να έχουν την ταφή που τους αναλογεί.
Ο Παβλικόφσκι, σοφά επιλέγει να γυρίσει την ταινία του, στους τόνους και τις αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Οι διευθυντές φωτογραφίας της ταινίας, Λούκατζ Ζαλ και Ρίτσαρντ Λεντσέφσκι, δράττονται της ευκαιρίας και μεγαλουργούν. Από τις ανοιχτές, σχεδόν εκτυφλωτικές, πεδιάδες που χάνονται στον ορίζοντα, στους περίκλειστους και ημισκότεινους διαδρόμους των μισογκρεμισμένων κτιρίων, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακά ατμοσφαιρικό και δεν παύει στιγμή, εκτός από το να ακολουθεί επιμελώς τη μοναχική αναζήτηση των δυο ηρωίδων, να υπογραμμίζει και τον μεταβαλλόμενο ψυχισμό τους. Η ίδια η ιστορία άλλωστε είναι μια ιστορία που δεν επιδέχεται χρωματικές ωραιοποιήσεις.
Ταυτόχρονα, ο Παβλικόφσκι δε φοβάται να αναμετρηθεί με το τετραγωνισμένο (1.37:1), κλασσικό κάδρο και να πειραματιστεί με αυτό. Το πετυχαίνει, εισάγοντας σε αυτό, στιλιστικές επιλογές που οδηγούν σε ένα οπτικό αποτέλεσμα που ξεφεύγει από τον παρωχημένο τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες εποχής. Ο Παβλικόφσκι, διαλέγει τι θα εισάγει και με ποιο τρόπο και έτσι τα κάδρα του θυμίζουν ζωντανούς πίνακες ζωγραφικής. Τα κάδρα αυτά, εναλλάσσονται γοργά, διαθέτοντας την απαιτούμενη οικονομία ώστε να μην ξεχειλώνει στιγμή η ιστορία.
Οι δυο ηρωίδες, ερμηνευμένες ιδανικά, συνθέτουν ένα ιδιότυπο κινηματογραφικό δίδυμο. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους έχει όλη την απαραίτητη τρυφερότητα μα και την αναγκαία αποστασιοποίηση που επιβάλλει μια γνωριμία ξαφνική και μια συμπόρευση μόνο προσωρινή, δυο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων.
Η μεν Άννα, είναι αθώα, σεμνή, γλυκιά και ταπεινή, έτοιμη να λάβει το χρίσμα της μοναχής, οι μόνες αμαρτωλές σκέψεις που έχει κάνει δεν σχετίζονται καν με τον σαρκικό έρωτα. Ενώ η δε Βάντα, γνωστή και ως ”κόκκινη” Βάντα μιας και το 1950 είχε στείλει αρκετούς προδότες του κράτους στην αγχόνη, είναι αυθόρμητη, διαχυτική, με χιούμορ, αδύναμη μέσα στο εξουσιαστικό της κέλυφος, παραδομένη σε εφήμερες καταχρήσεις.
Στην αναζήτηση τους, θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα έθνος που φοβάται να κοιτάξει την αιματηρή αλήθεια κατάματα και επιλέγει να αποποιείται των ευθυνών του. Βιάζεται να γυρίσει σελίδα αλλά δεν μπορεί, ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει και το βάρος είναι δυσβάσταχτο. Η μνήμη όμως βρίσκεται ακόμη εκεί, στα ερειπωμένα κτίρια των πόλεων, στα σκελετωμένα δάση του χειμώνα, στα απομακρυσμένα και ερμητικά χωριά, στα σιωπηλά μοναστήρια.
Ταυτόχρονα, η μια θα βοηθήσει την άλλη, να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται βαθιά μέσα της. Η Άννα την κρύβει εν αγνοία ενώ η Βάντα την υποθάλπει συνειδητά. Οι πρωταγωνίστριες μας θα οδηγηθούν από το ημίφως στο απόλυτο σκοτάδι και από εκεί στο καθάριο φως. Η επιστροφή θα είναι αρχικά επώδυνη, και για τις δυο, καθώς η πραγματικότητα θα επιδράσει καταλυτικά πάνω τους.
Η Βάντα θα ξαναβρεί στο πρόσωπο της Άννας, τη χαμένη της οικογένεια και για λίγο θα νιώσει μια κάποια ζεστασιά στη μεγάλη και δυσβάσταχτη της μοναξιά. Η ικανοποίηση που θα νιώσει δεν θα διαρκέσει πολύ, σε λίγο θα είναι και πάλι μόνη. Θα έχει φροντίσει όμως, με όσα μέσα διαθέτει, να αποκαταστήσει την τιμή της οικογενείας της. Λίγο μετά, από ένα παράθυρο ανοιχτό, παραδομένο στο εκτυφλωτικό φως, τα φαντάσματα του παρελθόντος θα επιστρέψουν ξανά για να χαθεί μαζί τους οριστικά.
Η Άννα θα γνωρίσει στο πρόσωπο της Βάντας τον πραγματικό κόσμο. Υπό τους σαγηνευτικούς ήχους του Τζον Κολτρέιν, θα βιώσει για πρώτη φορά την ελευθερία. Όλα όσα θα δει, θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει όχι μόνο τον ίδιο της τον εαυτό αλλά και τον κόσμο που την περιβάλλει. Όταν θα επιστρέψει και πάλι στο Θεό, μια υπόνοια γέλιου θα σπάσει την επιβεβλημένη σιωπή και θα είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσει πως η πίστη της έχει πια κλονιστεί. Ένα δάκρυ λίγο αργότερα, σε μια χαρμόσυνη κατ’ άλλα τελετή, θα της ξεφύγει. Ο πόνος για όλα όσα έμαθε, δεν μπορεί έτσι απλά να κατευναστεί, ούτε και η γνώση πια να αποσιωπηθεί.
Βάντα και Άννα αποτελούν δυο σύμβολα, που στα πρόσωπα τους σκιαγραφείται μια ολόκληρη χώρα. Η μια πρεσβεύει το ανομολόγητο σκοτεινό παρελθόν και η άλλη το ελπιδοφόρο άσπιλο μέλλον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε την προσπάθεια για να γίνει η μετάβαση από τη μια γενιά στην άλλη.
Προς το τέλος, ένας έντονα παρατεταμένος βηματισμός, σαν καλπασμός, συνοψίζει με ιδανικό τρόπο, την πορεία αυτής της κοπέλας, την πορεία αυτής της χώρας. Από τη συναισθηματική και πνευματική της απομόνωση στη γνώση των ανθρώπινων παθών και των ανομολόγητων μυστικών. Τώρα πια δείχνει συνειδητοποιημένη και αποφασισμένη, γνωρίζει πως μπορεί να προχωρήσει μόνη της μπροστά. Θα το επιχειρήσει;
Μεγάλη ευρωπαϊκή ταινία η Ida, διαθέτει σύγχρονη γραφή, ισχυρή σκηνοθετική άποψη, εντυπωσιακή φωτογραφία, ωραίες ερμηνείες και μια αλήθεια κρυμμένη μέσα της έτοιμη για να αποκαλυφθεί. Από τις ταινίες που θα βρεθούν και θα διεκδικήσουν δίκαια το ξενόγλωσσο όσκαρ.