Digger
Από τα δυτικά υψίπεδα της Γουατεμάλας, στην πόλη Σαν Μισέλ Ίσταγουαδάν (Marlin Mine) και τα Μικρά Βραχώδη Όρη, βορειοκεντρικά της πολιτείας Μοντάνα, στις ΗΠΑ (Zortman & Landusky Gold Mines), μέχρι την κοινότητα Ρόσια Μοντάνα, στη δυτική Τρανσυλβανία της Ρουμανίας (Roșia Montană Gold Corporation) και το δασότοπο με τα αιωνόβια δέντρα που είναι στο ύψωμα Κάκαβος, της βορειοανατολικής Χαλκιδικής, στην Ελλάδα (Skouries Mine), μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες σε συνεργασία με τις εκάστοτε κυβερνήσεις κάνουν το κάθε τι, προκειμένου να εκμεταλλευθούν το άφθονο σε ορυκτά υπέδαφος (χρυσό, χαλκό, άργυρο ή μόλυβδο). Υπόσχονται χιλιάδες θέσεις εργασίας, αδιαφορώντας για τις βραχυπρόθεσμες, ή και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν οι παρεμβάσεις τους στο φυσικό περιβάλλον και τομείς της οικονομίας που συσχετίζονται με τον τουρισμό, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη γεωργία. Σε περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας, φέρνουν σε σύγκρουση επιπλέον, τους κατοίκους που αντιδρούν σε τέτοιας μορφής επενδυτικές – αναπτυξιακές πολιτικές με όσους τις αποδέχονται γιατί έχουν ανάγκη τα χρήματα και αδυνατούν να εργαστούν αλλού. Κοντολογίς, δημιουργούν καθεστώς τρομοκρατίας και σπέρνουν τη διχόνοια, τη στιγμή που με τις αποικιακού χαρακτήρα συμβάσεις παραχώρησης που υπογράφουν, παραμένουν στο απυρόβλητο και θησαυρίζουν. Όπως λέει ενδεικτικά και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τζώρτζης Γρηγοράκης, στην εκτενή συνέντευξη που έδωσε στη LiFO με αφορμή το σχετικού περιεχομένου μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, «Στο Μεξικό, την Κολομβία, στην Ινδονησία και όπου αλλού υπάρχουν τεράστια κοιτάσματα ορυκτών παίζεται το ίδιο ακριβώς σενάριο. Παντού. Αγοράζουν αρκετά φτηνά γη, διχάζουν τις κοινωνίες με το δόλωμα ότι θα έχεις μία δουλίτσα, και την ξεπατώνουν. Και κάποιοι που ανησυχούν για τον τόπο τους μάχονται – ο καθένας όπως ξέρει. Στο Μεξικό, ας πούμε, μάχονται με όπλα, καθώς η βία εκεί εκφράζεται σε άλλο επίπεδο. Οι μόνοι που έχουν καταφέρει να αντισταθούν αποτελεσματικά, δίχως να διχαστούν στο ελάχιστο, είναι οι ιθαγενείς ινδιάνοι, οι οποίοι είχαν τη φύση ως κάτι ιερό».
Προβληματισμένος από τη συνεχόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση και την αποτυχία να μετριαστεί η κλιματική αλλαγή, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης – σε συνεργασία με τη Μαρία Βώττη και τον Βαγγέλη Μουρική – εμπνεύστηκε και ανέπτυξε την ιστορία ενός μεσήλικα άρρενα που έχει απαρνηθεί ό,τι επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, για να εγκατασταθεί μέσα σε ένα δάσος, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν μεταλλευτικό αντίπαλο που επιζητά να τον απομακρύνει με βίαιο τρόπο και να κατασπαράξει το ανέγγιχτο μέρος, αλλά και με τον ίδιο, τον αποξενωμένο υιό του, που έχει αλλιώτικη θεώρηση για τα πράγματα.
Έχοντας στο κέντρο της πολυεπίπεδης ιστορίας, δύο διαμετρικά αντιθετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι αφού έρθουν σε σύγκρουση, επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν, τόσο τη μεταξύ τους σχέση όσο και τη διασύνδεσή τους με το φυσικό περιβάλλον, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης πραγματοποιεί ένα συναρπαστικό ντεμπουτάρισμα που αφουγκράζεται τις περιβαλλοντικές του ανησυχίες και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις και απευθύνεται με τρόπο απευθείας και κατανοητό σε όλους τους θεατές. Παρά την απουσία προηγούμενης εμπειρίας, υπογράφει μια ολοκληρωμένη μεγάλου μεγέθους ταινία, που μεταξύ αρκετών άλλων, αντλεί έμπνευση από το μεγαλόπνοο όραμα και τη μεταφυσική διάσταση μιας συγκλονιστικής δημιουργίας όπως είναι το ‘Λεβιάθαν’ (2014) του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, ή και από το πώς αποτυπώθηκε στην κάμερα, η παραδοσιακή και η σύγχρονη Αμερική, μέσα από την κατάπτωση των μελών μιας βαθιά προβληματικής οικογένειας σε μια επαρχιακή πόλη στο ενδιαφέρον ‘Η Καρδιά του Χειμώνα’ (2010) της Ντέμπρα Γκράνικ και ο ηράκλειος αγώνας, για διατήρηση στη ζωή, μιας μοναχικής γυναίκας που συμβιώνει αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον, λαμβάνοντας από τούτο μονάχα ό,τι θεωρεί απολύτως απαραίτητο, στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ των Λιουμπομίρ Στεφάνοφ και Ταμάρα Κοτέφσκα, ‘Στη Γη του Άγριου Μελιού’ (2019).
Η μέθοδος με την οποία ο Νικήτας (Βαγγέλης Μουρίκης), επικοινωνεί με το δάσος φαίνεται ευθύς εξαρχής, μιας και παρουσιάζεται σε ένα ύψωμα να αγναντεύει το φυσικό περιβάλλον και με τα χείλια να βγάζει έναν κελαριστό ήχο που βρίσκει αμέσως φτερωτούς συνομιλητές. Το τι αντιμετωπίζει εκεί, επίσης γίνεται αυτοστιγμεί ορατό, μιας και ύστερα από μια έντονη βροχόπτωση, τόνοι από λάσπη, θα κυλήσουν από την κορυφή του βουνού, στο σημείο που βρίσκεται το αγρόκτημά του. Μια μεταλλευτική εταιρεία που από καιρό δραστηριοποιείται στην περιοχή και επειδή έχει αποψιλώσει εκατοντάδες στρέμματα παρθένου δάσους, χωρίς να έχουν γίνει και οι αναγκαίες ενέργειες, ώστε να ρυθμιστεί η ροή των υδάτων, ευθύνεται για φαινόμενα όπως και τούτο. Για συνέπειες ανυπολόγιστες που όσο κι αν δικαιολογημένα εξοργίζεται και αντιδράει ο Νικήτας, δεν βρίσκει καθόλου άκρη με τους ιθύνοντες όταν τους επισκέπτεται. Οι οποίοι αρμόδιοι ως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις, έχουν φροντίσει να εξαγοράσουν μέρος της τοπικής κοινότητας στην οποία διαβιεί, είτε με την προσφορά καλά αμειβόμενης εργασίας στα νεαρότερα άτομά της είτε με την απόκτηση έναντι σημαντικού μεριδίου της ακίνητής τους περιουσίας. Με μπροστάρη τον Νικήτα και το αγρόκτημά του που βρίσκεται στην καρδιά ενός δάσους που περιλαμβάνει θεόρατες σημύδες, βελανιδιές, καρυδιές και οξιές, και χαρακτηρίζεται ως το τελευταίο οχυρό, όσοι δεν έχουν εξαγοραστεί εξακολουθούν να πιστεύουν στα υψηλά ιδανικά τους και να αντιστέκονται με κάθε τρόπο.
Σαν να μην ήταν αρκετό που ένα ορυχείο απειλεί το φυσικό περιβάλλον, και κατ’ επέκταση τον ίδιο και όλους εκείνους που αντιτάσσονται λιγότερο ή περισσότερο σθεναρά, ο Νικήτας θα αναστατωθεί πολύ και από τη θορυβώδη άφιξη ενός μη αναμενόμενου επισκέπτη. Ενός ανθρώπου που έχει να τον δει, ή και να ομιλήσει μαζί του από όταν ήταν μικρό παιδί. Του Τζόνι (Αργύρης Πανταζάρας) που είναι υιός του και θα τον επισκεφθεί μετά από τον θάνατο της πρώην γυναίκας του. Μην νιώθοντας όμορφα συναισθήματα γι’ αυτόν, αφού μεγάλωσε χωρίς εκείνον και κινδυνεύοντας να απολέσει και το δανειοδοτούμενο σπίτι της προσφάτως αποθανούσας μητέρας του, αν δεν πάρει το μερίδιο που του αναλογεί από το ποσοστό που κληρονόμησε, ο Τζόνι θα επισκεφθεί με άγριες και διεκδικητικές διαθέσεις τον πατέρα του, κάτι που θα εκδηλωθεί από τη γιομάτη ένταση πρώτη τους συνάντηση. Συνολικά μιλώντας, η ίδια η κοσμοαντίληψή τους είναι πέρα για πέρα διαφορετική, γεγονός που παρουσιάζεται ικανοποιητικά από τον Τζώρτζη Γρηγοράκη, όταν την επόμενη μέρα ο καθένας παίρνει τον δρόμο του. Ο μεν Νικήτας συγκεντρώνει τα προϊόντα που έχει σκοπό να πουλήσει στους συντοπίτες του και επιβιβάζεται στο αγροτικό του αυτοκίνητο, για να τους εξυπηρετήσει, τη στιγμή που ο δε Τζόνι καβαλάει την Enduro μοτοσικλέτα του και πηγαίνει σε έναν χώρο που ενδείκνυται για εντυπωσιακά άλματα. Επιπρόσθετα, ο μεν Νικήτας, επισκέπτεται έναν φίλο του (Μιχάλης Ιατρόπουλος), για να πιουν ένα – δύο τσίπουρα και να ανταλλάξουν τα νέα τους, τη στιγμή που ο δε Τζόνι, επισκέπτεται ένα νυχτερινό μαγαζί που συχνάζουν και άλλοι ντόπιοι της ηλικίας του και εργάζεται η Μαίρη (Σοφία Κόκκαλη). Μια κοπέλα που δουλεύει στην μπάρα, επίσης οδηγάει μια motocross μηχανή και είναι στη μεριά των ανθρώπων που πεισματικά πολεμούν στο πλευρό του πατέρα του. Εν αντιθέσει, με την παρέα των νεαρών αρρένων, που με σαφείς υπαινιγμούς και με περίσσεια περηφάνια θα του γνωστοποιήσει, πως εργάζονται στο παρακείμενο νταμάρι, μόλις μάθουν πως είναι ο απόγονος του Νικήτα.
Τις ακόλουθες μέρες, παρά την εμφανή και αιτιολογημένη αποξένωση των δύο ανθρώπων, Νικήτας και Τζόνι, θα έρθουν λίγο πιο κοντά, όταν ο πρώτος γίνει πιο ευπρόσιτος και δείξει στον υιό του πως βγαίνει το μεροκάματο ή όταν του εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τον παράτησε η μητέρα του και τον κάνει να αισθανθεί πώς είναι φιλόξενος. Παρόμοια θα συμπεριφερθεί και ο Τζόνι, κάτι που θα φανεί όταν επιστρατεύσει τις μηχανικές ικανότητές του για να διορθώσει ένα αλυσοπρίονο που έχει χαλάσει. Αποκορύφωμα της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, θα αποτελέσει η επίσκεψή τους στο δάσος, και η προσπάθεια του Νικήτα, να διδάξει στον Τζόνι να σφυρίζει όπως εκείνος. Στιγμή που θα σημαδευτεί πάντως, και από μια δυσάρεστη εξέλιξη, όταν ο Νικήτας διαπιστώσει πως μια από τις καρυδιές έχει κοπεί.
Στην προσπάθεια τους να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, Νικήτας και Τζόνι, θα έρθουν λίγο πιο κοντά, όμως, αυτό δεν σημαίνει πως θα αποδεχθούν εντελώς ο ένας τον άλλον. Στη θέα της κομμένης καρυδιάς, ο Νικήτας θα λάβει την απόφαση να επισκεφθεί τους φερόμενους ως υπαίτιους – αντιπροσώπους της μεταλλευτικής εταιρείας, δηλαδή – για να εκφράσει την οργή και το παράπονό του. Στάση που δεν τη συμμερίζεται ο Τζόνι, ασφαλώς, που παρά το ότι είναι αυτόπτης μάρτυρας, παραμένει αμέτοχος. Όπως δεν μπορεί ακόμη να κατανοήσει το γιατί δεν παίρνει ένα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ποσό και να αποχωρήσει από την περιοχή που ολοένα και περισσότερο καταστρέφεται και ερημώνει. Πολλώ δε μάλλον όταν μάθει πως η προσφορά αυτή έχει πλέον διπλασιαστεί. Τι κι αν ο ίδιος του έχει καταστήσει φανερό πως έχει ανάγκη τα λεφτά και πως στην τελική του χρωστάει, ο Νικήτας δεν δείχνει πρόθυμος να εγκαταλείψει τον αγώνα του και να αποσυρθεί. Ή τουλάχιστον έτσι αφήνει να εννοηθεί στον θεατή, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης. Πιστός σε ένα σινεμά που παίρνει τον χρόνο του και δεν γίνεται επεξηγηματικό, κάτι που γίνεται ολοφάνερο και από τον τρόπο με τον οποίο φανερώνεται το παρελθόν των δύο πρωταγωνιστών, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, δείχνει την ταλάντευση του κεντρικού ήρωα, χωρίς πολλές κουβέντες και προοδευτικά. Μια κίνηση του γόνου του, που παραπέμπει σε αντίποινα, και στην αρχή θα τον δυσαρεστήσει, ξεκινάει να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο όσο ο χρόνος κυλάει, το παρελθόν επανέρχεται και ο ίδιος συνειδητοποιεί την τωρινή, αδιέξοδη κατάσταση. Ούτως ή άλλως, η είδηση πως ένας ακόμη από τους φίλους του (Βασίλης Μπισμπίκης), παρά την αντίδραση της συντρόφου του (Μαριάνθη Παντελοπούλου), προτίμησε να πάρει το ποσό που του παρέχει η μεταλλευτική εταιρεία για να παραχωρήσει τα στρέμματά του, δείχνει πως ο αγώνας τους απέναντι στο εξορυκτικό τέρας, δεν μπορεί να τελεσφορήσει από τη στιγμή που δεν υφίσταται ενότητα.
Η κατάσταση θα εκτραπεί ακόμη περισσότερο και εκεί που κάποιος θα περίμενε προς το τέλος του έργου μια αναμέτρηση διαφορετικού τύπου (του Νικήτα, ή και των ομοϊδεατών του με κάποιους από τους υπαλλήλους της μεταλλευτικής εταιρείας), λαμβάνει δράση μια σύγκρουση που είναι αρχέγονη – μια σύγκρουση οικογενειακή. Μέσα από μια μακρόσυρτη και απαιτητική σεκάνς που εμπεριέχει και ευκολίες ή λάθη κατά την εκτέλεσή της, πατέρας και υιός, θα επιλύσουν τις διαφορές τους με τρόπο αγωνιώδη και συγκινησιακό. Μοναδική ένσταση, τ’ ότι η καθαρή ήττα του Νικήτα, επί της ουσίας, οδηγεί σε πλήρη μεταστροφή του ιδεολογικού πυρήνα της ταινίας. Όχι ότι ως έναν μεγάλο βαθμό αυτό όπως προαναφέρθηκε δεν είναι αναμενόμενο, θα μπορούσε πάντως, το φινάλε να είναι πιο ανοιχτό. Ευτυχές όσον αφορά τη σχέση των δύο ανδρών, χωρίς όμως, να προδίδει τα ιδεώδη του Νικήτα, ακριβώς.
Γυρισμένο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στον Χολομώντα, το δεύτερο υψηλότερο βουνό της χερσονήσου της Χαλκιδικής. Σε υψόμετρο 1.400 μέτρων και σε διάστημα που δείχνει τη μετάβαση των εποχών, κάτι που επέτρεψε στον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Καρβέλα να αποτυπώσει στην κάμερα εικόνες απαράμιλλης ωραιότητας. Εικόνες που κυριαρχούν τα χρώματα των φύλλων των φυλλοβόλων δέντρων, όταν οι καιρικές συνθήκες το καθιστούν δυνατό. Εικόνες πλούσιες σε χρώματα που εναλλάσσονται με έτερες που πρωταγωνιστούν οι γκρίζες και οι καφετιές αποχρώσεις, στις λήψεις που προέρχονται από τις μεταλλευτικές ζώνες που είναι στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη. Εικόνες που βέβαια δεν θα είχαν τον ίδιο αντίκτυπο άμα δεν ήταν άριστη η πλανοθεσία (το καδράρισμα και η κίνηση της κάμερας). Χρειάστηκε πάντως να επιδείξουν ευελιξία και ανθεκτικότητα, στο φυσικό περιβάλλον του Χολομώντα, για να αντιμετωπίσουν ποικίλες καιρικές συνθήκες (καταιγίδα, χαλάζι, ομίχλη), αλλά και τ, ότι δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και τα τετραγωνικά υπήρξαν περιορισμένα στο αγρόκτημα που βρήκαν και διαμόρφωσαν (με μικρές μα καίριες επεμβάσεις που ταιριάζουν στον χαρακτήρα του Νικήτα) υπό τις υποδείξεις της σκηνογράφου Δάφνης Καλογιάννη. Ένα μοντάζ που άλλοτε προτιμάει τις αργόσυρτες σεκάνς και το δράμα και άλλοτε εξαντλείται σε πιο περιεκτικές σκηνές και το χιούμορ (υπεύθυνος για τη συνένωση των εικόνων είναι ο μοντέρ Θοδωρής Αρμάος), δεν ξεχνάει πως εκτός από τον Νικήτα, πρωταγωνιστής είναι και το φυσικό περιβάλλον, αποκαλύπτει μονάχα όσα θεωρούνται χρήσιμα, και αντιπαραβάλλει δύο κόσμους που αποτελούνται από ουκ ολίγα δίπολα: της παράδοσης και του μοντέρνου τρόπου, του γήρατος και της νεότητας, της ακινησίας και της κινητικότητας, του σεβασμού προς τη φύση και της επιθυμίας για ασύδοτη εκμετάλλευσή της. Σε ένα φυσικό περιβάλλον σαν και αυτό που βλέπουμε – σε ένα φυσικό περιβάλλον που από τις ανθρώπινες ενέργειες αργοπεθαίνει, είτε αφορά το θρόισμα των φύλλων και το κελάηδημα των πουλιών είτε τον θόρυβο που κάνει μια μοτοσικλέτα όταν μαρσάρει και μια γιγαντιαία μηχανή που σκάβει το έδαφος, ο ήχος διαδραματίζει βασικό ρόλο, κάτι που με τη συνδρομή των σχεδιαστών ήχου Λέανδρου Ντούνη και Φρανσουά Αμπντελνούρ, συμβαίνει με προσοχή στη λεπτομέρεια.
Επειδή ο προϋπολογισμός ήταν πενιχρός, τα περιθώρια ασφυκτικά, το συνεργείο μικρό, και οι περιστάσεις δύσκολες, το γύρισμα είχε κάτι το βιωματικό και εξελεγκτικό, για κάθε έναν από τους τεχνικούς, μα ιδίως, για τους ηθοποιούς. Ο Βαγγέλης Μουρίκης που συνέβαλε και στην ανάπτυξη του σεναρίου, παρατήρησε και ακροάστηκε αρκετά το ιδιαίτερου φυσικού κάλλους περιβάλλον που αντίκρισε στον Χολομώντα, για να ερμηνεύσει τον Νικήτα. Έναν άνθρωπο που τη στιγμή που τον γνωρίζουμε, προσπαθεί να σταθεί όρθιος απέναντι σε έναν βιομηχανικό εχθρό και δείχνει να έχει αφήσει ορθάνοικτους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Κάτι που θα διαφανεί με την ερχομό του Τζόνι, του ενήλικα πια υιού του, που δεν έχει ουδεμία σχέση με το φυσικό περιβάλλον και ελπίζει σε διαφορετικά πράγματα από εκείνον. Παίζοντας με το τόσο βαθύ και εκφραστικό του βλέμμα, κατά το μεγαλύτερο μέρος, και μη φοβούμενος και τους αυτοσχεδιασμούς, ο Βαγγέλης Μουρίκης κατορθώνει να χτίσει έναν εντελή χαρακτήρα – να υπηρετήσει εξαίρετα έναν ρόλο που συμπληρώνεται σχεδόν εξίσου υποδειγματικά και από τον Αργύρη Πανταζάρα, κι έτσι μαζί να χαρίσουν μερικές αξέχαστες σκηνές που διαπερνούν μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων, τόσο στην προσπάθειά τους, να επιβάλει ο ένας στον άλλον αυτό που θέλει όσο και στην απόπειρά τους να παραμελήσουν τις διαφορές τους και να έρθουν λίγο πιο κοντά. Κατόπιν τούτου, παρά την ασυμφωνία των χαρακτήρων και των επιδιώξεων, Βαγγέλης Μουρικής και Αργύρης Πανταζάρας, συνθέτουν ένα από πιο υπέροχα ζευγάρια πατέρα και υιού της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης.