Ο Ντικ Τζονσον Ειναι Νεκρος

Αν και έχει σκηνοθετήσει έξι μικρού ή μεγάλου μεγέθους ταινίες τεκμηρίωσης, η Κίρστεν Τζόνσον, πιο πολύ από κάθε τι άλλο είναι κινηματογραφίστρια ντοκιμαντέρ για παραπάνω από τρεις δεκαετίες. Από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη μέχρι το Νταρφούρ και από την Υεμένη μέχρι το Τέξας, η ιδιότητά της ως οπερατέρ της επέτρεψε να γυρίσει τον κόσμο και να γίνει μάρτυρας, ουκ ολίγες φορές, τραυματικών γεγονότων. Καταστάσεων που δεν ήταν πάντοτε ευάρεστες, αλλά είχαν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο. Εν είδει κολάζ ακατέργαστου και μη μονταρισμένου οπτικού υλικού, μια αρκετά καλή ιδέα από τούτα τα ταξίδια παρείχε το πολυβραβευμένο αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ ‘Cameraperson’ (2016). Μια αρκετά καλή ιδέα, καθόσον διερευνούσε τις σχέσεις μεταξύ των δημιουργών και των θεμάτων τους, την ένταση μεταξύ της αντικειμενικότητας και της παρέμβασης της κάμερας και την περίπλοκη αλληλεπίδραση της μη φιλτραρισμένης πραγματικότητας με την επεξεργασμένη αφήγηση. Εκτός από κάθε λογής ανθρώπους που συναπάντησε στις περιηγήσεις της ανά την υφήλιο, στο ‘Cameraperson’, η Κίρστεν Τζόνσον συμπεριέλαβε και οπτικό υλικό που έδειχνε άτομα της οικογένειάς της.  Όπως τη μητέρα της, Κάθριν Τζόνσον, που υπήρξε άνθρωπος που δεν μπορούσε με ευκολία να κινηματογραφηθεί. Πολλώ δε μάλλον για πρακτικούς λόγους στα τελευταία επτά χρόνια της ζωής της, που στερήθηκε σεβαστό μέρος του εαυτού της από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Παρότι ένιωσε πως προδίδει τον όμορφο και πανέξυπνο άνθρωπο που ήταν η μητέρα της προτού την προσβάλλει η νόσος, και μόνο στη σκέψη πως επρόκειτο να πεθάνει και έτσι να χάσει (και εν συνεχεία, να ξεχάσει;) την εικόνα της, η Κίρστεν Τζόνσον σε κάποια φάση άνοιξε τον φακό και άρχισε να κινηματογραφηθεί. Κατά ορισμένο τρόπο μάλιστα, το ‘Cameraperson’, την επαναφέρει στη ζωή, μιας και το στιγμιότυπο με τη μητέρα της αποκαλύπτεται μετά από μια λήψη που δείχνει το κουτί που εμπεριέχει τις στάχτες της. 

Το ανωτέρω γεγονός σε συνδυασμό με ένα παραστατικό όνειρο που είδε – και έδειχνε ένα ανοιχτό φέρετρο και έναν άνδρα που δεν ήταν ο πατέρας της, να πλαγιάζει σε τούτο και να αναφέρει πως είναι ο Ντικ Τζόνσον και πως πια είναι νεκρός – την ενέπνευσε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ εξ ολοκλήρου επικεντρωμένο σε εκείνον, όταν έμαθε πως και ο ίδιος εμφάνισε συμπτώματα της νόσου (συγκεκριμένα, διαγνώσθηκε με άνοια). Ένα ντοκιμαντέρ που ενώ η ασθένεια σταδιακά θα τους απομάκρυνε, θα τους έφερνε πιο κοντά και θα τους βοηθούσε να διαχειριστούν την αναπότρεπτη κατάληξη. Όντας ο πατέρας της πολύ πιο πρόθυμος και εξωστρεφής ως χαρακτήρας, εν αντιθέσει με τη μητέρα της, αμέσως δέχθηκε την προσφορά που του έκανε η κόρη του. Ακόμη κι όταν αυτή τον ενημέρωσε, πως στο πλαίσιο του έργου αναμένεται να τον σκοτώσει πολλές φορές, μέχρι εν τέλει να πεθάνει στην πραγματικότητα.  

Η Κίρστεν Τζόνσον ήξερε ότι ήθελε να κάνει μια ταινία που θα αποτυπώνει την πνευματώδη και καλοκάγαθη προσωπικότητα του πατέρα της. Εξαιτίας της βαθμιδωτά επιδεινούμενης νόσου που πλήττει τις νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, επιθυμούσε επίσης να δει τι θα συνέβαινε αν οι γραμμές μεταξύ ζωής και θανάτου, αληθινών γεγονότων και μυθοπλασίας, παρελθόντος και μέλλοντος, διασταυρώνονταν και μπερδεύονταν σκόπιμα. Γι’ αυτό και στο ‘Ο Ντικ Τζόνσον είναι Νεκρός’, η Κίρστεν Τζόνσον καταγράφει στην κάμερα τον εξαιρετικά λατρευτό, τρόπον τινά ετοιμοθάνατο πατέρα της, με μεθοδικότητα που είναι ευφάνταστη και δημιουργική, εκτός από τον αναμενόμενο συναισθηματισμό που προξενεί η γνώση του επερχόμενου τέλους και η αναθύμηση στιγμών του παρελθόντος. «Ήθελα να αντιμετωπίσω την προσέγγιση σαν μια αναζήτηση για το απροσδόκητο», αναφέρει η ίδια σε συνέντευξη που έδωσε στο αθλητικού και κινηματογραφικού ενδιαφέροντος διαδικτυακό ιστότοπο The Ringer, «Η πρόταση ήταν, υπήρχε το παρόν, στο οποίο είναι ζωντανός. Υπάρχει το μέλλον, στο οποίο είναι νεκρός. Και υπάρχει μια στιγμή, που συναντώνται αυτά τα δύο πράγματα. Και αυτό είναι κυριολεκτικά, μια στιγμή τεκμηρίωσης, αφού συμβαίνει κάτι απροσδόκητο». Τόσο απρόσμενο που αιφνιδιάζει ευχάριστα ακόμη και έναν αρκετά υποψιασμένο θεατή, μιας και δεν έχει συνηθίσει ο τελευταίος να βλέπει σε ταινία με εφάμιλλη θεματολογία μια σκηνοθετική και σεναριακή διαχείριση που χωρίς να ακυρώνει τη συγκινησιακή φόρτιση, σε αρκετά σημεία αποσπά το σπαρταριστό γέλιο. Μια σκηνοθετική και σεναριακή διαχείριση που είθισται σε έργο μυθοπλασίας και όχι σε ταινία ντοκιμαντέρ, και που βέβαια, έφτασε στα δημιουργικά και ηθικά της όρια τη σκηνοθέτιδα, εφόσον ουδέποτε είχε αποπειραθεί κάτι τόσο πολυπρισματικό στο παρελθόν, και που επειδή συσχετιζόταν με τον προοδευτικό εκφυλισμό που προκαλεί η εν λόγω νόσος, έθεσε και θέμα κινηματογραφικής χρηστότητας. 

Το πόσο δοτικός και πρόσχαρος άνθρωπος είναι ο Ντικ Τζόνσον φαίνεται από την αρχή της ταινίας, όταν συστήνεται να παίζει με τα δύο του εγγόνια (τα παιδιά της Κίρστεν Τζόνσον). Το πόσο δυσχερές και οδυνηρό πράγμα είναι για τη σκηνοθέτιδα το να αποδεχθεί τη νέα πραγματικότητα που αναμένει αυτόν τον άνθρωπο, επίσης φαίνεται ευθύς εξαρχής, μια και με μια σύντομη, πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση, φροντίζει να το διασαφηνίσει πλήρως. Όπως και τ’ ότι αυτή η ταινία δεν είναι σαν όλες τις άλλες, όταν μαζί με τους τίτλους έναρξης ένα κλιματιστικό πέφτει από μεγάλο ύψος, συνθλίβει τον διερχόμενο Ντικ Τζόνσον και αμέσως μετά ο ίδιος εμφανίζεται να είναι σώος και ασφαλής – μιας και ο άνθρωπος που υποτίθεται πως καταπλακώθηκε από τη συσκευή είναι κασκαντέρ και η σκηνή προϊόν μυθοπλασίας.   

Tο πρόβλημα για τον Ντικ Τζόνσον άρχισε όταν όντας ψυχίατρος μπέρδευε τις υποχρεώσεις του και έκλεινε διπλά ραντεβού. Και όταν έφτασε στο σημείο να καλύψει με το αυτοκίνητό του μια απόσταση μεγαλύτερη από όσο χρειαζόταν και σε ένα μέρος που δεν επιτρεπόταν, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Φίλοι και συγγενείς πληροφόρησαν την Κίρστεν Τζόνσον και έτσι αυτή επιλήφθηκε και ανακάλυψε πως βρίσκεται σε ένα πιο ήπιο στάδιο της νόσου από την οποία πέθανε, τόσο η μητέρα της όσο και η γιαγιά της (από τη μεριά του πατέρα της). Μόνο που σε αντίθεση με τη σύζυγό του (και μαμά της), υπήρχε ο χρόνος και η διάθεση να το περάσουν μαζί, πατέρας και κόρη. Ε ξου και η απόφαση να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ σαν και τούτο, και φυσικά να διευκολύνει τον γονέα της να μετακομίσει από μια ευρύχωρη και διαμπερή διπλοκατοικία στο Σηάτλ, σε ένα περιορισμένο και ημιφωτισμένο διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Έχοντας ζήσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στο οίκημα τούτο, αναμφίβολα αυτή η επιλογή κάθε άλλο παρά ήταν αζόριστη για τον Ντικ Τζόνσον. Όπως καθόλου εύκολο δεν υπήρξε ούτε το γεγονός πως δεν θα οδηγήσει ξανά το αυτοκίνητό του (τα δάκρυα στους οφθαλμούς του, το βεβαιώνουν). Η Κίρστεν Τζόνσον αφιερώνει ένα κομμάτι της ταινίας στη διαδικασία της μετοίκησης, γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα να συστήσει καλύτερα όχι μόνο τον πάτερα της, αλλά και τη μητέρα της (μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες μα και το αποκλειστικό βίντεο που γύρισε και ενσωμάτωσε και στο ‘Cameraperson’). Με αφορμή ένα πέσιμο της μητέρας της από τις εσωτερικές σκάλες της μεζονέτας επίσης, δράττεται της ευκαιρίας για να προβάλει έναν ακόμη φανταστικό θάνατο του πατέρα της. Έναν πρόσθετο καλογυρισμένο θάνατο του πατέρα της, που παρά τη νοσηρότητα της κατάληξης, προκαλεί τέρψη από τη στιγμή που δεν είναι αληθινός και εμπεριέχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού.

Κατά επαναλαμβανόμενο και θραυσματικό τρόπο, όπως καταλαμβάνει εξαπίνης τον θεατή μια ονειρική σκηνή σαν και αυτή που δείχνει τον Ντικ Τζόνσον να πηγαίνει στον Παράδεισο. Αποτελώντας ισόβιο μέλος της χριστιανικής εκκλησίας των Αντβεντιστών (ενός τμήματος  προτεσταντών που θεωρεί πως η Δεύτερη Έλευση του Χριστού και η επακόλουθη ανάσταση των νεκρών, θα γίνει στο εγγύς μέλλον), ο Ντικ Τζόνσον παρουσιάζεται από τη σκηνοθέτιδα να παρίσταται σε έναν τόπο ευδαιμονίας με μεθόδευση που είναι χαρούμενη και ζωηρή: τα χρώματα και η μουσική δημιουργούν το κατάλληλο πλαίσιο για να συναπαντηθούν εκ νέου προσφιλή πρόσωπα. Παρά το ότι, η Κίρστεν Τζόνσον βίωσε τους ασφυκτικούς περιορισμούς που υπαγόρευε το παράρτημα των περισσότερο συντηρητικών προτεσταντών (απαγόρευση παρακολούθησης ακόμη και της τέχνης του κινηματογράφου), εκτιμά την αξία που είχε για τον Ντικ Τζόνσον αυτή η χριστιανική εκκλησία και του προσφέρει ένα εξιδανικευμένο τέλος. 

Εξωραϊσμένο όπως το καταλαβαίνει η ίδια, μιας και σε αυτόν τον Παράδεισο δεν υπάρχουν μόνο αγαπημένα του πρόσωπα, μα και αστέρες του κινηματογράφου. Αναφορές γενικότερα που είναι συνηθέστερες σε ποπ περιστάσεις και καταστάσεις που πηγαίνουν κόντρα σε ό,τι επιτάσσει ο καθαυτός Αντβεντισμός (ούτως ή άλλως, και ο ίδιος ο Ντικ Τζόνσον αψήφησε εν μέρει τους αυστηρούς κανονισμούς, όταν το 1974, παρακολούθησε μαζί με την κόρη του το ‘Φρανκενστάιν Τζούνιορ’ του Μελ Μπρουκς). Εκτός από το Σηάτλ που τον διαμόρφωσε και πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή, τη Νέα Υόρκη που αναμένεται να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο του, ώστε να είναι κοντά στα τέκνα και τα εγγόνια του, ή και τον φτιαχτό Παράδεισο, που μαζί με έτερα σετ κατασκευάστηκε σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, στη μητρόπολη που συνάμα αποκαλείται και Μεγάλο Μήλο, ο Ντικ Τζόνσον επισκέπτεται την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας και τη Λόμα Λίντα. Κι άμα στην περίπτωση της Λισαβόνας μεταβαίνει για καλοκαιρινές διακοπές μαζί με τη θυγατέρα του και τα παιδιά της, στην πόλη της κομητείας Σαν Μπερναντίνο δίνει το παρών για να επισκεφθεί την πρώτη κοπέλα με την οποία είχε νιώσει ερωτική έλξη στον βίο του. Μια γυναίκα που επίσης ήταν (και εξακολουθεί να είναι) μέλος της χριστιανικής εκκλησίας των Αντβεντιστών και που τώρα διαβιεί μονάχη, μιας και ο σύζυγός της έχει αποβιώσει από καιρό. Όσον αφορά τη σκηνή που παρευρίσκονται μαζί, ο φακός δεν συλλαμβάνει μόνο τα σημάδια που έχει αφήσει ο χρόνος επάνω τους, αλλά και την αισθηματική έξαρση, μιας και έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την τελευταία φορά που αντάμωσαν. Και όπως ως ένα βαθμό συντελείται και στην περίπτωση του Ντικ Τζόνσον, και η Λολίτα δείχνει πως δεν φοβάται τον θάνατο και αντιμετωπίζει με αστεϊσμό τη ζωή. 

Από ένα σημείο και έπειτα πάντως, το χιούμορ και δη το κατάμαυρο, που στην προκειμένη περίπτωση στηρίζεται στις διάφορες εκδοχές του θανάτου, όσο κι αν ωφελεί ποικιλότροπα δεν είναι αρκετό. Παραδείγματος χάρη, επειδή στη διάρκεια των πολύμηνων γυρισμάτων, η κατάσταση της υγείας του Ντικ Τζόνσον επιδεινωνόταν ολοένα και παραπάνω, εκείνος δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως είναι δυνατόν μετά από μια πρόσκρουση με κάποιον εργάτη, να αιμορραγεί από τον λαιμό χωρίς να χάνει δικό του αίμα. Προσποιητό ατύχημα το οποίο οδήγησε σε σύγχυση τον Ντικ Τζόνσον, κατά τη διάρκεια την εκτέλεσής του, μιας και έγινε μούσκεμα από το υγρό που του τοποθέτησαν στον λαιμό (και που πιθανώς, ξέχασε πως δεν είναι το δικό του αίμα). Δεν είναι ότι απώλεσε την οξυδέρκειά του (σε έναν διάλογο που θα έχει με την κόρη του για την ευθανασία, θα το πιστοποιήσει), είναι ότι μέσα σε έναν χρόνο χειροτέρεψαν τόσο τα πράγματα, που έφτασε στο σημείο να ξυπνάει τη νύχτα, να ντύνεται και να πηγαίνει στο παρακείμενο δωμάτιο, για να υποδεχθεί κάποιον υποτιθέμενο ασθενή. 

Ασφαλώς, ακόμη και σε τούτο το πιο προχωρημένο στάδιο της νόσου, η Κίρστεν Τζόνσον επιτυγχάνει να εκμαιεύσει τη συγκίνηση, όταν τα παιδιά της προετοιμάζουν με περίσσεια φροντίδα μια σοκολατένια τούρτα γενεθλίων και αυτός τη σβήνει σαν να πρόκειται για την τελευταία του φορά. Ή απλώς, όταν η ίδια η σκηνοθέτιδα αφήνει την κάμερα στο πάτωμα και σπεύδει για να τον αγκαλιάσει και να τον ασπαστεί. Συγκίνηση που όπως αναφέρθηκε, δεν τραβάει πολύ σε διάρκεια, μιας και εναλλάσσεται με σκηνές που προκαλούν το γέλιο – με σκηνές που αφορούν τον θάνατο και παραβάλλονται με όσες σχετίζονται με τη ζωή. Λίγο πριν εκκινήσει το γύρισμα μιας ιδιόρρυθμης ταινίας όπως το ‘Ο Ντικ Τζόνσον είναι Νεκρός’, η Κίρστεν Τζόνσον αναρωτήθηκε, για το πόσο μακριά μπορεί να ωθήσει τον πατέρα της να φτάσει, για να συμμετάσχει σε αυτό το έργο, δίχως να αισθάνεται ότι είναι ανήμπορος ή ότι εκμεταλλεύεται υπέρ του δέοντος την απλόχερη προθυμία του να πράξει κάτι για εκείνην. Στο τελευταίο σκέλος της ταινίας και μέσα από δύο μακροσκελείς και αλησμόνητες σεκάνς τούτο φαίνεται, και είναι ευτυχές επειδή βρίσκεται ακριβώς στο όριο της ηθικής. Όχι μόνο της ατομικής, μα με τον τρόπο που διατυπώνεται και παρουσιάζεται και της αντικειμενικής. Στη μια από αυτές, η Κίρστεν Τζόνσον στην προσπάθειά της να ζωντανέψει τον πιο μεγάλο τρόμο του γονέα της (να εγκαταλειφτεί και να απομείνει μονάχος του), πραγματοποιεί έναν φόρο τιμής και στο ό,τι ο άνθρωπος εκείνος της σύστησε με παράτυπη μέθοδο τη μαγεία του κινηματογράφου. Ορμώμενη από την καθιερωμένη γιορτή του Χαλοουίν, χρησιμοποιεί ένα σκηνικό που παραπέμπει στον κόσμο του Φρανκενστάιν, και μέσα από τον φαινομενικό περιορισμό ενός μεταμορφωμένου καταλλήλως Ντικ Τζόνσον, αναπαράγει το απευκταίο.

Στη δεύτερη από αυτές, τοποθετεί τον θεατή στο ναό των Αντβεντιστών, που βρίσκεται στη γενέτειρα του Ντικ Τζόνσον. Εκεί, μαζί με δεκάδες μαυροφορεμένους και στενοχωρημένους συγγενείς και φίλους του τελευταίου, όσο παράξενο και άμα ακούγεται, πραγματοποιεί την κηδεία του Ντικ Τζόνσον. Η Κίρστεν Τζόνσον συνέλαβε τη μακάβρια μα και λυτρωτική σκηνή της κήδευσης σε πρωταρχικό στάδιο της παραγωγής, όταν εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η ταινία θα περιλαμβάνει τον πραγματικό θάνατο του πατέρα της, όμως ο Ντικ Τζόνσον, όχι μόνο δεν απεβίωσε, αλλά αποδείχθηκε πολύ πιο ανθεκτικός και στη φάση που βρισκόταν. Ακόμη κι έτσι, από την ασθενή που βγάζει τον λόγο μέχρι τον φίλο που παίζει έναν σκοπό με το πνευστό όργανο, η σκηνή που επιμελήθηκε η Κίρστεν Τζόνσον και οι συνεργάτες της, έχει δομηθεί και κινηματογραφηθεί με τρόπο που δείχνει αρκετά ρεαλιστική. Θα χρειαστεί να εμφανιστεί ο Ντικ Τζόνσον κρυμμένος πίσω από μια πόρτα πρώτα και στη συνέχεια να διανύσει την αίθουσα χειροκροτούμενος, για να γίνει ορατό, πως εν τέλει δεν είναι νεκρός.  

Δεδομένου ότι μέχρι το τέλος της ταινίας, έχουμε παρακολουθήσει πολλές φορές τον ήρωά μας να χάνει τη ζωή του με τρόπους διαφορετικούς και εντυπωσιακούς, δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλαμβάνεται η τέλεση μιας κηδείας που είναι επίσης μεγαλειώδης. Και τόσο εγκάρδια όμως, από τη στιγμή που παράλληλα με τους πολυποίκιλους θανάτους, υπάρχουν σκηνές όπου ο ανθρώπινος παράγοντας υπερισχύει. Υποστηρίζοντας την επίσημη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς, προς αποφυγή λαθεμένων κατανοήσεων ή υπεραπλουστεύσεων, η Κίρστεν Τζόνσον φρόντισε να το καταστήσει σαφές το τελευταίο. Όπως ανέφερε μάλιστα, στη συνέντευξη που έδωσε, ύστερα από την τιμητική κοινοτική προβολή που πραγματοποίησε το ιατρικό τμήμα του Πανεπιστήμιου της Γιούτα, «Πραγματικά, δώσαμε την ευκαιρία στους φίλους του πατέρα μου να τον αποχαιρετήσουν. Τελέσαμε την κηδεία του πριν από τον θάνατό του και το κάναμε μετά από το ξεκίνημα της άνοιας, μα όχι προτού η άνοια προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί με ανθρώπους». Δήλωση που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, σε περίπτωση που κάποιοι προτάσσουν ζήτημα ηθικότητας και κάνει ακόμη πιο αναγκαία και καταληπτή την ιδέα μιας κινηματογραφικής κηδείας σαν και αυτή που βλέπουμε, λίγο πριν πέσουν οι τίτλου τέλους. 

Η απώλεια ενός αγαπητού προσώπου, δεν είναι απλό να αντιμετωπιστεί. Τί γίνεται όμως, αν προσπαθήσεις να βρεθείς αντιμέτωπος με το αναπόφευκτο και ενεργήσεις επιτυχημένα,  πριν αυτό συμβεί; Αναμφισβήτητα, ‘Ο Ντικ Τζόνσον είναι Νεκρός’, έδωσε την ευκαιρία στην Κίρστεν Τζόνσον να μοιραστεί περισσότερο χρόνο με τον πατέρα της, να τον απαθανατίσει στην κάμερα με τρόπο τρυφερό μα και απρόβλεπτο, κι έτσι να καταπραΰνει τον πόνο και να ετοιμαστούν αμφότεροι γι’ αυτό που έρχεται. Καθώς επίσης, να ξεπεράσει τη γραμμή που χωρίζει ένα έργο μυθοπλασίας από μια ταινία τεκμηρίωσης. Με αναφορές που εκτείνονται στον κλάδο των εικαστικών τεχνών (ο εικονογράφος και γελοιογράφος Σολ Στέινμπεργκ και ο ζωγράφος και γλύπτης Μαξ Έρνστ), η Κίρστεν Τζόνσον και οι συνεργοί της μπόρεσαν να δώσουν υπόσταση στον κόσμο της φαντασίας, που μπορεί να είναι τρομακτικός και την ίδια στιγμή να φαίνεται επιπόλαιος. Ακόμη και τεχνικές που παραπέμπουν στη νόσο Αλτσχάιμερ επιστρατεύθηκαν, όπως είναι η αργή κίνηση, η τμηματικότητα και η επανάληψη, κάνοντας την εμπειρία της ασθένειας οπτικά πιο αισθητή. Εκτός από την πρεπούμενη χρήση τούτων των εργαλείων σε σκηνές που κυριαρχεί η μυθοπλασία, με την κάμερα ανά χείρας, κοντινές λήψεις στους χαρακτήρες και αξιοποίηση των φυσικών φωτισμών, η Κίρστεν Τζόνσον που ασφαλώς ανέλαβε και τη διεύθυνση φωτογραφίας, υπενθύμισε το ποιά πραγματικά είναι, στις σκηνές όπου ο ρεαλισμός έχει το πάνω χέρι. Εξισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα σε στιγμιότυπα που είναι πιο φορτισμένα και προσωπικά και σε έτερα που η φαντασία των συντελεστών καλπάζει, ο Νελς Μπανγκέρτερ που συνεισέφερε και στο σενάριο, φρόντισε ως μοντέρ ώστε η ταινία να έχει τον ενδεικνυόμενο κάθε φορά τόνο και ρυθμό, από τη στιγμή που οι αισθηματικές αλλαγές είναι πολλές και εκ διαμέτρου αντίθετες. Ο σχεδιαστής παραγωγής Νέιθαν Φίσερ και η Γκαμπριέλα Μόουζες στη διακόσμηση, μερίμνησαν ώστε κινηματογραφικά σετ καθώς είναι ο Παράδεισος ή το Χαλοουίν, να αποδοθούν με στοιχεία που ταιριάζουν στην προσωπικότητα του Ντικ Τζόνσον και της Κίρστεν Τζόνσον. Κλείνοντας, χρήσιμη είναι η συνεισφορά παραγωγών (Μέριλιν Νες, Κέιτι Τσεβινί, Μορίν Α. Ράιαν), που είχαν πρότερη εμπειρία σε ταινίες που ήταν στο μεταίχμιο τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, κάτι που βοήθησε την Κίρστεν Τζόνσον να γεφυρώσει το κενό, και η συνδρομή κασκαντέρ (Μίχαελ Χιλόου, Τσάντ Νορ, Ζακ Ρόμπερτς), με προϋπηρεσία σε πανάκριβες παραγωγές, κάτι που βοήθησε τον Ντικ Τζόνσον να φέρει εις πέρας μια σειρά από ριψοκίνδυνες σκηνές.

Share