Η ζωη μου μετα (Transitions 2. Latin America)
Το ‘Η ζωή μου μετά’ της Λόλα Αρίας, αποτέλεσε την πρώτη παράσταση που παρακολούθησε το ελληνικό κοινό στα πλαίσια του φεστιβάλ της σύγχρονης ανεξάρτητης λατινοαμερικάνικης σκηνής στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το σημαντικό αυτό, γεωπολιτικό φεστιβάλ , έρχεται να διαδεχθεί το αντίστοιχο βαλκανικό που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Άνοιξη και να μας συστήσει μια νέα γενιά καλλιτεχνών, η οποία μέσα από την ενεργοποίηση της συλλογικής μνήμης και την επανεξέταση του τραυματικού παρελθόντος αντιμετωπίζει το θέατρο και το χορό με τρόπο ριζοσπαστικό και ανανεωτικό.
Στη συγκεκριμένη παράσταση, έξι αντιπροσωπευτικές ιστορίες, έξι διαφορετικών ανθρώπων, που γεννήθηκαν και έδρασαν κατά τη διάρκεια της στυγνής δικτατορίας της Αργεντινής, ζωντανεύουν με συγκινητικό και παράλληλα χιουμοριστικό τρόπο από τα ίδια τα παιδιά των εναγομένων προσώπων. Το ενδιαφέρον, όμως, δεν έγκειται μόνο στο στοιχείο της γονικής και συναισθηματικής αυτής σύνδεσης ή στην με ντοκουμενταρίστικο τρόπο παράθεση των ιστοριών αυτών.
Μέσα από μια μακριά και σε σημεία επίπονη διαδικασία, οι άνθρωποι αυτοί εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους στην Λόλα Αρίας. Μετά από αρκετές πρόβες, οι ιστορίες άρχισαν να απεγκλωβίζονται από τα αρχικά τους στεγανά, να εξελίσσονται μέσα από την οπτική των παιδιών και να αλληλεπιδρούν με μια άλλη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Και όπως πολύ σωστά λέχθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε, ”η παράσταση είναι ένα ντοκουμέντο, που συνεχίζει να διαμορφώνεται. Αν το γράφαμε τώρα, δεν θα το γράφαμε με τον ίδιο τρόπο μιας και αυτό θα επηρεαζόταν από τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες. Αυτό το έργο θα μπορούσε να συνεχίζει στο διηνεκές.”
Τα παιδιά αυτά προσπαθούν να ενδυθούν τα ρούχα το γονιών τους. Τα ρούχα αυτά βρίσκονται ανακατεμένα με πολυάριθμα άλλα ρούχα, άλλων γονιών, άλλων ιστοριών. Ρούχα πολύχρωμα ή μονόχρωμα, μεγάλου ή μικρού μεγέθους, γυναικεία ή ανδρικά, πολυφορεμένα ή αχρησιμοποίητα, νεκρά ή ζωντανά. Από την πρώτη στιγμή, τα ρούχα αυτά κατακλύζουν με βίαιο τρόπο τη σκηνή και μέσα από αυτά ξεπροβάλλουν οι ήρωες μας. Τα ρούχα αυτά θα φορέσουν για να διηγηθούν τις ιστορίες των γονιών τους. Τα ρούχα αυτά θα πετάξουν μετά για να διηγηθούν και τη δική τους ιστορία.
Στην παράσταση, βέβαια, γίνεται λίγο καταχρηστική η χρήση τον εν λόγω ρούχων. Η Αρίας όμως, δεν θα σταθεί μόνο σε αυτό, θα χρησιμοποιήσει πολλά προσωπικά αντικείμενα (τεκμήρια) για να εμπλουτίσει σκηνογραφικά και να περιγράψει με παραστατικό τρόπο τις ιστορίες αυτές, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ένα γράμμα, μια μαγνητοταινία, ένα ζευγάρι μπότες, μια χελώνα, μια τυχαία ανάγνωση ενός αποσπάσματος από ένα βιβλίο, θα αποτελέσουν τη μοναδική κληρονομιά των παιδιών αυτών.
Οι ‘σανίδες’ αυτές, θα φανούν απαραίτητες στην προσπάθεια που καταβάλλουν, προκειμένου να επανανοηματοδοτήσουν την αλλότρια τους ύπαρξη, να απεκδυθούν το βάρος των ιστοριών των γονιών τους και να βρουν τη θέση τους σε μια κοινωνία που διαρκώς μεταλλάσσεται χωρίς να καταφέρνει να απεμπλακεί ικανοποιητικά και οριστικά ακόμη από το σκοτεινό της παρελθόν.
Στο τέλος, θα επιχειρήσουν να σβήσουν το ‘καταδυναστευτικό’ παρελθόν των γονιών τους ενώ θα κάνουν και μια πρόχειρη, γλυκόπικρη πρόβλεψη για το μέλλον το δικό τους. Θα έχει προηγηθεί ένας ονειρικός παροξυσμός, από όλους τους χαρακτήρες, στον οποίο θα συναντήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, μόνο και μόνο, για να ξυπνήσουν απελπισμένα προσπαθώντας να ξορκίσουν τη σκιά του παραμελημένου τους εαυτού.
Κάποιες από τις ιστορίες είναι λιγότερο ενδιαφέρουσες και δεν έχουν την ίδια εμβάθυνση και συγκινησιακό εκτόπισμα. Όπως αυτή του Μπλας που ο πατέρας του σπούδασε για να γίνει ιερέας και μέσω αυτού γίνεται μια προσπάθεια να αποδοθεί η θρησκευτική διάσταση – η σιωπηλή ευθύνη στα χρόνια της δικτατορίας. Ή του Πάμπλο που ο πατέρας του δούλευε παθητικά σε μια τράπεζα, που βρισκόταν στην κατοχή του στρατού, ζώντας μια αδιάφορη καθημερινότητα τη στιγμή που γύρω του συνάνθρωποι υπέφεραν.
Άλλες, όπως η ιστορία της Βανίνα, είναι σοκαριστικές. Η Βανίνα ανακάλυψε πως ο πατέρας της ήταν κρυφός μυστικός αστυνομικός και δούλευε για το καθεστώς. Σύμφωνα με μαρτυρίες ως αρχιβασανιστής. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επειδή η σύζυγος (μητέρα της Βανίνα) δεν μπορούσε να κάνει άλλο παιδί, ο πατέρας της απήγαγε ένα μωρό από κάποια οικογένεια αντιφρονούντων – συνηθιζόταν άλλωστε τότε. Όταν μεγάλωσε ο μέχρι πρότινος, αδελφός εξ αίματος, της Βανίνα ανακάλυψε πως δεν ήταν γνήσιο τέκνο αυτής της οικογενείας. Η υπόθεση έφτασε μέχρι τα δικαστήρια, όπου όμως, η Βανίνα ως κόρη του κατηγορούμενου απαγορευόταν να καταθέσει. Με τη συμμετοχή της στη θεατρική αυτή παράσταση της δόθηκε η ευκαιρία να καταθέσει με έμμεσο τρόπο. Ο πατέρας της, τελικά, καταδικάστηκε για 20 χρόνια και ο αδερφός της βρήκε τους πραγματικούς του γονείς. Η περίπτωση της Βανίνα δείχνει πώς ”η ιστορία της έγινε έργο και στη συνέχεια το ίδιο το έργο μετέτρεψε την ιστορία της.”
Ενώ άλλες, όπως η ιστορία της Κάρλα, συγκινούν. Ο πατέρας της Κάρλα, ήταν μαχητής του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Η Κάρλα δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της μιας και αυτός πέθανε σε κάποια από τις πολυάριθμες λαϊκές συγκρούσεις που συμμετείχε. Το μόνο βίωμα που είχε η Κάρλα από τον πατέρα της ήταν οι ιστορίες των συγγενών της, τόσο για τα κατορθώματα του στη μάχη κατά της δικτατορίας όσο και για τον τρόπο που αυτός πέθανε. Κάποια στιγμή η Κάρλα ανακαλύπτει ένα γράμμα. Το γράμμα αυτό γράφτηκε ενόσω η μητέρα της Κάρλα ήταν έγκυος. Στο γράμμα αυτό γίνεται αναφορά στο παιδί που η μητέρα της κυοφορούσε, στην ίδια την Κάρλα. Λίγο μετά ο πατέρας της πέθανε και το γράμμα αυτό έγινε η πιο απτή, έστω και κατασκευασμένη, ανάμνηση που είχε ποτέ η Κάρλα για τον πατέρα της.
Όπως αναφέρθηκε, ”την επιστολή, η Κάρλα, δεν την είχε δείξει ποτέ σε κανέναν, δεν την είχε βγάλει καν από το σπίτι. Όταν την έφερε στις πρόβες, η ανάγνωση της έφερε δάκρυα. Με τον καιρό σταμάτησε να αποτελεί επίπονη και οδυνηρή διαδικασία.”
Όλες, όμως, οι ιστορίες αποτελούν γνήσια τέκνα ενός απολυταρχικού καθεστώτος που προσπάθησε και ως ένα βαθμό πέτυχε να τις αποσιωπήσει. Ιστορίες που με τη βαρύτητα και τη διαχρονικότητα που κουβαλούν καταλήγουν να αφορούν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, τόσο του χθες όσο και του σήμερα. Γι’ αυτό υπήρχε μεγάλος προβληματισμός για το πως θα υποδεχθούν το έργο, στην πατρίδα του, την Αργεντινή.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε η σκηνοθέτιδα ”Η πρόθεση μας ήταν να δείξουμε κάτι το καινούργιο και κάτι το καλό. Είχαμε, όμως, την αγωνία να δούμε πως θα εκλάβουν όσοι ζήσανε οι ίδιοι τα γεγονότα αλλά και πως θα τα δεχθούν και τα παιδιά όλων όσων συμμετείχαν σε αυτές ή σε αντίστοιχες ιστορίες. Η αποδοχή τελικά ήταν έντονη και θετική.” Και το γεγονός αυτό, παρά τις όποιες εμφανείς ατέλειες ή αδυναμίες της παράστασης, είναι αρκετό για να αναγνωρίσει κανείς την προσπάθεια που καταβάλλει μια νέα γενιά προκειμένου η πρόσφατη ιστορία της χώρας τους να μην ξεχαστεί και μέσα από ένα δημιουργικό και υπεύθυνο διάλογο η αλήθεια επιτέλους να αποκατασταθεί.