Οι υποψηφιοτητες του ξενογλωσσου οσκαρ προκαλουν ποικιλες αντιδρασεις

Απ’ όσο είδαμε τον προηγούμενο μήνα η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων των πιο λαμπερών μα όχι και τόσο αξιόπιστων κινηματογραφικών βραβείων (Όσκαρ) σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως και όχι πάντα για τους σωστούς λόγους: από το προκλητικό σνομπάρισμα του τελευταίου καλλιτεχνικού και εμπορικού θριάμβου του Ντέιβιντ Φίντσερ, ‘Gone Girl’ και την απουσία του φαβορί ‘Lego’ από την κατηγορία των κινούμενων σχεδίων μεγάλου μήκους μέχρι την προτίμηση της Ακαδημίας στο μιλιταριστικό και προβοκατόρικο American Sniper του συντηρητικού γερόλυκου Κλιντ Ίστγουντ έναντι ενός πιο ανθρώπινου και προοδευτικού σινεμά όπως είναι αυτό που συμβολίζει η επαναστατική φύση της Selma της Αφροαμερικανής Άβα ντε Βερνέ, οι απουσίες ήταν σημαντικές και είχαν και πολιτικό άρωμα.

Στον απόηχο της γνωστοποίησης των υποψηφίων μια κατηγορία, αυτή της ξενόγλωσσης, εξακολουθεί να προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν είναι δίκαιες ή αναπάντεχες οι επιλογές της Ακαδημίας αλλά γιατί η επίσημη ή η ανεπίσημη πολιτική γραμμή των χωρών που τιμούν και εκπροσωπούν οι υποψήφιες αυτές ταινίες δείχνει να τις επικρίνει σε έντονο βαθμό. Έτσι λοιπόν, σε μια κατηγορία που περιλαμβάνει το ανορθόδοξο και υπερεκτιμημένο ‘Άγριες Ιστορίες’ του Αργεντινού Νταμιάν Σιφρόν, το αντιπολεμικό δράμα Tangerines  του Εσθονού Ζάζα Ουρουσάντζε και το επίκαιρο ‘Τιμπουκτού’ του Μαυριτανού Αμπντεραχμάν Σισακό, οι δύο ταινίες που θα δώσουν τη μεγάλη μάχη για το πολυπόθητο αγαλματίδιο, τα φαβορί της κατηγορίας, αντιμετωπίζονται με αφοριστικό τρόπο.

Μόλις πρόσφατα, η πολυσυζητημένη και πολυβραβευμένη εξαιρετική ‘Ida’ του Πολωνού Πάβελ Παβλικόφσκι έπεσε θύμα της εθνικιστικής οργάνωσης Reduta Dobrego Imienia. Η ακραία αυτή πολωνική οργάνωση έκρινε πως η ‘Ida’ είναι ένα βαθιά αντιπατριωτικό έργο μιας και το σενάριο της παρουσιάζει σημαντικά και αδικαιολόγητα ιστορικά κενά. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, οι παραλείψεις που αυτό εμπεριέχει μπορεί να οδηγήσουν τους ανιστόρητους θεατές σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το δε ανομολόγητο μυστικό της ταινίας όχι μόνο δεν παρουσιάζει με κολακευτικό τρόπο τους Πολωνούς αλλά σχεδόν τους θεωρεί υπεύθυνους για το Ολοκαύτωμα. Μάλιστα για να γίνει ακόμη πιο ηχηρή και δυναμική η παρέμβαση η οργάνωση πραγματοποιεί ψήφισμα διαμαρτυρίας που στόχο έχει να μαζέψει υπογραφές προκειμένου να απαιτήσει από το Πολωνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου να τοποθετήσει επεξηγηματικές κάρτες στην αρχή της ταινίας. Οι κάρτες αυτές θα ενημερώνουν το κοινό ότι η Πολωνία τελούσε υπό γερμανική κατοχή από το 1939 – 1945 και πως το να κρύβεις Εβραίους τιμωρούνταν με θανατική ποινή εκείνη την περίοδο. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν ζήτησαν και ζωντανό σπικάζ ή να μοιράζονται διευκρινιστικά φυλλάδια πριν από κάθε προβολή.

Αντιδράσεις Ξενόγλωσσου Όσκαρ - Ida

Η αντίδραση αυτή έρχεται να διαδεχθεί τους επικριτικούς χαρακτηρισμούς του δεξιού πολιτικού, Γιάνους Βοτζετσόφσκι (αντίστοιχης λογικής με τα παραπάνω) αλλά και μερίδας φιλελεύθερων κριτικών που κάνουν λόγο για τα εβραϊκά στερεότυπα που η ταινία προωθεί (όχι δεν γίνεται λόγος για αντισημιτισμό!). Όλη αυτή η δυσφημιστική αναφορά προφανώς και δεν επηρεάζει ένα υγιές και σκεπτόμενο κινηματογραφόφιλο κοινό που εκ των πραγμάτων δεν αρέσκεται να τρώει ετοιμοπαράδοτο και ευκολοχώνευτο προϊόν. Όχι όσο το προϊόν κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερο και ανεπηρέαστο και μάλιστα σημειώνει αξιοσημείωτη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Εκεί που χρειάζεται προσοχή είναι να μην παρασέρνεται στην παγίδα της εθνικιστικής αθλιότητας ένα πιο ανυποψίαστο και αφελές κοινό γιατί τότε είναι που τέτοιες αντιδράσεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και ευδοκιμούν.

Ένας θεατής ανεξάρτητα από το αν γνωρίζει ιστορία ή όχι μπορεί να παρακολουθήσει ένα έργο που διαδραματίζεται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο ακόμη κι αν αυτό δεν κινηματογραφείται με παραδοσιακό τρόπο αλλά με πειραματικό ή αφαιρετικό. Από εκεί και πέρα αν ο θεατής έχει απορίες  και πραγματικά τον ενδιαφέρει να μάθει περισσότερα για εκείνη την περίοδο και για το κατά πόσο ανταποκρίνονται τα κινηματογραφικά δεδομένα με τα πραγματικά γεγονότα μπορεί και οφείλει να το διαπιστώσει μόνος του. Τα έγκυρα εργαλεία που έχει στη διάθεση του είναι πολυάριθμα και άμεσα διαθέσιμα. Ένα ιστορικό βιβλίο ή ένα ντοκιμαντέρ πάντα αποτελούν έγκυρη και αξιόπιστη επιλογή και σε καμία περίπτωση το μυθοπλαστικό έργο δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει. Το τελευταίο μόνο σαν έναυσμα ή συμπληρωματικά μπορεί να λειτουργήσει και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αμελητέο τι στιγμή που σε αρκετές περιπτώσεις εξασφαλίζει και τη διαχρονική επιτυχία ή συνεισφορά της ίδιας της ταινίας.

Επομένως, δεν χρειάζεται καμία υπόδειξη περί αυτού ιδίως από ανθρώπους που τα βλέπουν μονομερώς ή ρηχά τα πράγματα. Στην Τέχνη τέτοιες φανατισμένες παρεμβάσεις θα έπρεπε να απορρίπτονται συλλήβδην από την επίσημη γραμμή του κράτους και αυτό με τη σειρά του να προστατεύει τους δημιουργούς. Όχι να αναλαμβάνουν δράση η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες και προϋποθέσεις θα μπορούσε να επηρεάσει και να αλλοιώσει το τελικό αποτέλεσμα. Πρακτικές σαν αυτή των διευκρινιστικών καρτελών στην αρχή ή το τέλος της ταινίας κρίνονται αναχρονιστικές και ξεπερασμένες και συνήθως πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα (αδιαφορία και ημιμάθεια) από αυτό που επιθυμούν οι προσκολλημένοι εμπνευστές της διαφορετικής αυτής προσέγγισης. Όπως και να έχει είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε σκηνοθέτη να αποφασίζει αν το δημιούργημα του θα είναι επεξηγηματικό ή όχι, αν θα ακολουθεί μία γενική παραδοχή ή μία σκοπίμως αποσιωπημένη, αν θα είναι ακαδημαϊκός ο τρόπος που θα αποδοθεί ή μοντέρνος, αν θα έχει αρχή, μέση και τέλος με αυτή ή με οποιαδήποτε άλλη σειρά. Και αυτό είναι κάτι που ο ισάξιος διεκδικητής του φετινού ξενόγλωσσου Όσκαρ, ο διακεκριμένος Ρώσος σκηνοθέτης του ‘Λεβιάθαν’, Αντρέϊ Σβιάγκιντσεφ το γνωρίζει πολύ καλύτερα ήδη από την θριαμβευτική πρεμιέρα της ταινίας του στις περασμένες Κάννες (βραβείο σεναρίου).

Αντιδράσεις Ξενόγλωσσου Όσκαρ - Leviathan_1

Πολύ πριν η ταινία του περάσει στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και κερδίσει τη χρυσή σφαίρα στην κατηγορία της (η σημαντική αυτή νίκη αποσιωπήθηκε από τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης της Ρωσίας) ή φθάσει στους πέντε φιναλίστ της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου (η υποψηφιότητα δεν είχε θετικό αντίκτυπο και η απονομή της τελετής θα μεταδοθεί πετσοκομμένη και μαγνητοσκοπημένη στη Ρωσία για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ειπωθούν ανάρμοστα πράγματα σε περίπτωση νίκης από τον σκηνοθέτη), ο Σβιάγκιντσεφ γνώρισε την απόλυτη απόρριψη από τον Υπουργό Πολιτισμού της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, ο οποίος αρνήθηκε να παρευρεθεί στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ της Κρουαζέτ. Ο Μεντίνσκι είχε παρακολουθήσει σε ειδική προβολή, μια εβδομάδα νωρίτερα, το ‘Λεβιάθαν’ και μολονότι αναγνώρισε το ταλέντο του σκηνοθέτη δήλωσε πως δεν του άρεσε η ταινία επισημαίνοντας ταυτόχρονα και την αισχρή γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αφθονία κατά τη διάρκεια της.

Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 6 Μαΐου, ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, πέρασε ένα ακόμη σοβιετικού τύπου νομοσχέδιο που αυτή τη φορά απαγόρευε τη χρήση άσεμνων λέξεων και εκφράσεων σε κινηματογραφικές ταινίες, παραστάσεις, μουσική και βιβλία. Ταινίες που χρησιμοποιούν κάποιες από τις απαγορευμένες λέξεις μπορεί να χάσουν τη διανομή τους αν δεν συμμορφωθούν με το να κόψουν ή να αντικαταστήσουν αυτές τις σκηνές ενώ και οι ηθοποιοί που συμμετέχουν σε performances ή θεατρικές παραστάσεις κινδυνεύουν με τρίμηνο αποκλεισμό. Ο Πούτιν επιχείρησε να ‘προστατέψει’ την επίσημη γλώσσα και να ‘αναπτύξει’ την γλωσσική κουλτούρα με τον ίδιο φασιστικό τρόπο που επιχείρησε να ‘προστατέψει’ την πατρίδα και την οικογένεια από την προπαγάνδα της ομοφυλοφιλίας ένα χρόνο πριν. Η καταστολή της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης επικρίθηκε έντονα, όμως ο νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου πολύ πριν το ‘Λεβιάθαν’ πάρει διανομή στην ιδιαίτερη του πατρίδα.

Και τώρα ενώ το ‘Λεβιάθαν’ ετοιμάζεται να ολοκληρώσει τη διεθνή του πορεία, ίσως και μ’ ένα χρυσό αγαλματίδιο ανά χείρας, κατά την έξοδο του στις ρωσικές αίθουσες βρέθηκε αντιμέτωπο με τη στυγνή λογοκρισία και τη μερική απαγόρευση. Προηγουμένως, η ταινία δέχθηκε την ασφυκτική πίεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και μερικών ορκισμένων και μισαλλόδοξων οπαδών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην πόλη Σαμάρα της Ρωσίας: τυφλωμένοι από το μίσος τους ζητούν από τον Υπουργό Πολιτισμού να απολύσει τον ηθοποιό, Βαλέριι Γκρίσκο, που υποδύεται έναν παπά στην ταινία από τη διευθυντική θέση που κατέχει στη Δραματική Ακαδημία της συγκεκριμένης περιοχής. Θεωρούν πως ο χαρακτήρας του στην ταινία ήταν ”μια κυνική και βρώμικη παρωδία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας”. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύθηκε ένας τοπικός νομοθέτης ο οποίος διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα για την προέλευση του μισθού του Γκρίσκο. Τ’ ότι αυτός προέρχεται από τις περιφερειακές αρχές χρησιμοποιείται σαν εκβιασμός για τις δημιουργικές ελευθερίες που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης στη Ρωσία.

Αντιδράσεις Ξενόγλωσσου Όσκαρ - Leviathan_2

Ταυτόχρονα, ο Βίταλι Μιλόνοφ, μέλος της Νομοθετικής Συνέλευσης της Αγίας Πετρούπολης υπέβαλλε ψήφισμα γιατί το ‘Λεβιάθαν’ που χρηματοδοτήθηκε κατά το μεγαλύτερο του μέρος από το Υπουργείο Πολιτισμού είναι αντιπατριωτικό. Τώρα που τα χρηστά ήθη προσβάλλονται, ο Μιλόνοφ, απαιτεί το εξής παράλογο: να επιστραφούν τα κρατικά χρήματα που δαπανήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για το καλό της χώρας.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λίγους μήνες πριν, ο Υπουργός Πολιτισμού θα δήλωνε με περίσσιο θράσος και δηκτικό ύφος για τις ταινίες που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, ” Όλα τα λουλούδια πρέπει να ανθίζουν αλλά θα ποτίζουμε μόνο αυτά που μας αρέσουν”.

Κατά διαβολική σύμπτωση το ‘Λεβιάθαν’ σατιρίζει τις όχι και τόσο ανεξάρτητες ρωσικές αρχές και την υποκριτική συμπεριφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέσα από τον θαρραλέο αγώνα που καταβάλλει ένας άνδρας προκειμένου να σώσει από την κατεδάφιση και την επικείμενη υποχρεωτική απαλλοτρίωση το σπίτι του ξεδιπλώνεται κάτι ακόμη μεγαλύτερο. Η προσπάθεια ενός ανθρώπου να σταθεί όρθιος απέναντι σ’ ένα διεφθαρμένο και αδηφάγο γραφειοκρατικό τοπικό σύστημα. Αξιοσημείωτο είναι δε πως σε αυτή την ιστορία ακόμη και τα θύματα απεικονίζονται με αμφίσημο τρόπο. Παρουσιάζονται γεμάτα πάθη (απιστίες, βίαια ξεσπάσματα) και καταχρήσεις (αλκοολισμός). Και κατά πως φαίνεται και από τις δηλώσεις του ίδιου του αρμόδιου υπουργού, Βλαντιμίρ Μεντίνσκι και της επικεφαλής της τοπικής  αυτοδιοίκησης της Τεριμπέρκα (του χωριού που γυρίστηκε η ταινία) αυτό το τελευταίο φαίνεται να είναι αυτό που τους εξόργισε περισσότερο και τους έκανε να αμφισβητήσουν την ύπαρξη των συγκεκριμένων χαρακτήρων αλλά και να λοιδορήσουν την ίδια την ρωσική ταυτότητα της ταινίας.

Και αν η Ρωσία στην προσπάθεια της να συντηρήσει ένα ολιγαρχικό καθεστώς στηλιτεύει με κάθε αφορμή και με κάθε τρόπο την ελευθερία του Τύπου, του λόγου ή της έκφρασης στη Γαλλία η απουσία καταπίεσης ή εξαναγκασμού είναι το δικό της καθεστώς. Μετά από το πολύνεκρο τρομοκρατικό χτύπημα που σημειώθηκε από ισλαμιστές φονταμενταλιστές στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo και στο εβραϊκό παντοπωλείο, η σοκαρισμένη χώρα βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή και εγρήγορση. Οι δεδομένες της ελευθερίες, όπως είναι αυτή του Τύπου, για πρώτη φορά αμφισβητήθηκαν και μάλιστα με τόσο τραγικό τρόπο και κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να μην έχει περαιτέρω επιπτώσεις. Στο πρόσωπο της Γαλλίας, οι περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής, και όχι μόνο, ηπείρου βρήκαν τον αλογόκριτο τους εαυτό ασχέτως αν οι περισσότερες από αυτές λειτουργούν με παρεμβατικό τρόπο στις δικές τους ελευθερίες. Στο μαυριτανικό ‘Τιμπουκτού’, πάντως, του Αμπντεραχμάν Σισακό μαθαίνουμε από πρώτο χέρι πόσο ασφυκτική και ανελεύθερη είναι η καθημερινότητα στην ιστορική πόλη που βρίσκεται στα βόρεια του Μάλι (πρώην αποικία της Γαλλίας). Οι ακραίες απαγορεύσεις των τζιχαντιστών δεν επιτρέπουν το γέλιο, τη μουσική, το κάπνισμα ή ακόμη και το ποδόσφαιρο και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο ισλαμικός νόμος να εφαρμόζεται με τον πλέον ειδεχθή τρόπο στους ανυπεράσπιστους μουσουλμάνους.

Αντιδράσεις Ξενόγλωσσου Όσκαρ -Timbuktu

Επομένως, η προβολή του υποψήφιου για Όσκαρ ‘Τιμπουκτού’ στη Γαλλία μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι λαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχει μετατρέψει ήδη την ταινία σε πρωτόγνωρη εμπορική επιτυχία. Ακόμη κι έτσι, όμως, η κυκλοφορία της ταινίας δεν ήταν αναίμακτη. Ο δήμαρχος του παρισινού προαστίου, Villiers-sur-Marne (περιοχή της καταζητούμενης τζιχαντίστριας, Χαγιάτ Μπουμεντιέν, της συντρόφου του δράστη του εβραϊκού παντοπωλείου) αρχικά δίστασε και εν συνεχεία απαγόρευσε την προγραμματισμένη πρεμιέρα της ταινίας από φόβο μήπως επηρεαστούν οι νεαροί της περιοχής και προκληθεί ένταση. Η αναβολή ξεσήκωσε τους υποστηρικτές του φιλμ και ο δήμαρχος υποχρεώθηκε να ανακαλέσει και να μεταφέρει τελικά την ημερομηνία της πρεμιέρας. Σημειωτέον, ο δήμαρχος δεν είχε παρακολουθήσει το συγκεκριμένο φιλμ και από άγνοια δήλωνε πως αποτελεί ‘απολογία για την τρομοκρατία’.

Παράλληλα, το πολυσυζητημένο Τιμπουκτού ήταν προγραμματισμένο να προβληθεί και στο πολιτικοποιημένο και προβοκατόρικο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Ράμνταμ στο Βέλγιο. Η κεντρική αίθουσα του εν λόγω φεστιβάλ βρίσκεται στο γαλλόφωνο Τουρνέ και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ακυρωθεί ολόκληρη η διοργάνωση λόγω αυξημένου κινδύνου για τρομοκρατική επίθεση στη χώρα. Οι αξίες της διαφάνειας, του διαλόγου, της ανοχής, της ελευθερίας και της ανταλλαγής που προωθεί το νεοφερμένο φεστιβάλ τέθηκαν υπό αμφισβήτηση μετά από αυτή την πολιτισμική οπισθοχώρηση που αποτέλεσε νίκη για την τρομοκρατία και τον σκοταδισμό.

Το ‘Τιμπουκτού’ αν και μαυριτανική ταινία σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε από γαλλικά κεφάλαια και η θεματολογία του είναι τέτοια που την τεταμένη αυτή περίοδο οικειοποιείται: από ένα γαλλικό κράτος που μάχεται υπέρ της ελευθερίας και από έναν λαό που ανακαλύπτει έστω και καθυστερημένα και με τον πλέον θλιβερό τρόπο τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Και αυτό ενώ ευνοεί την εν λόγω ταινία φαίνεται πως δεν πρέπει να εκτιμάται ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Στις 16 Ιανουαρίου ένα ακόμη προκλητικό σκίτσο της Charlie Hebdo δημιούργησε αναταραχή στο εσωτερικό της Μαυριτανίας (και αλλού) με τον Πρόεδρο της να κάνει λόγο για ”μια επίθεση κατά της θρησκεία μας και όλων των θρησκειών”. Χιλιάδες οργισμένοι πολίτες βγήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας Νουακσότ καίγοντας τη γαλλική σημαία. Τ’ ότι αυτοί οι πολίτες δεν πρόκειται να δουν ποτέ την ταινία που εκπροσωπεί για πρώτη φορά τη χώρα τους στα φετινά όσκαρ μοιάζει να μην απασχολεί καμία από τις δύο πλευρές, αρκεί που η κάθε μια κάνει τη δουλειά της.

Share