Birdman η η απροσμενη αρετη της αφελειας
” – Και έχεις πάρει από τη ζωή σου όλα όσα θα ήθελες, μέχρι τώρα; – Ναι! – Και τι ήθελες; – Να αποκαλώ τον εαυτό μου αγαπημένο, να αισθάνομαι ότι με αγαπάει όλος ο κόσμος!” Η φλεγματική αυτή ρήση προέρχεται από την επιγραφή που βρίσκεται στον τάφο του Αμερικανού διηγηματογράφου και ποιητή, Ρέιμοντ Κάρβερ. Με αυτό τον ματαιόδοξο και απόλυτα συνυφασμένο τρόπο αποφάσισε να ξεκινήσει την τελευταία του δημιουργία ο αναζωογονημένος, Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου και η αναφορά στον Κάρβερ ή στην υπέρμετρη καλλιτεχνική αλαζονεία δεν θα είναι μόνο αυτή. Ολόκληρο το ανέβασμα της φιλόδοξης παράστασης που επιθυμεί διακαώς να φέρει σε πέρας ένας παραγνωρισμένος και υποτιμημένος ηθοποιός – σταρ (ο Ρήγκαν της ταινίας) βασίζεται στο κλασσικό διήγημα του διακεκριμένου συγγραφέα, ‘Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την αγάπη’ (1981). Κατά μια διαβολική σύμπτωση, αφορμή για να γίνει ηθοποιός, ο Ρήγκαν, αποτέλεσε ένα σημείωμα του ίδιου του Καρβέρ που τον παρότρυνε για κάτι τέτοιο όταν τον είδε σε μια σχολική παράσταση. Από τότε ο Ρήγκαν το κουβαλάει ανελλιπώς στο καμαρίνι του και το έχει τοποθετήσει σε περίοπτη θέση (καθρέφτης) για να του υπενθυμίζει το λόγο που ασχολήθηκε με την υποκριτική. Τ’ ότι αυτό το σημείωμα στη διάρκεια της ταινίας θα αναιρεθεί αφού υποτιμηθεί πρώτα μέσα από την ερμηνεία μιας χαρτοπετσέτας είναι ενδεικτικό της ισοπεδωτικής μα πραγματιστικής διάθεσης του σκηνοθέτη για ένα χώρο που δείχνει να γνωρίζει και να κατανοεί καλά ώστε να μπορεί να τον σαρκάζει και να τον υπονομεύει.
Ενδεικτικό είναι πως στην πρώτη σκηνή ένας συνοφρυωμένος Ρήγκαν συνομιλεί διαμέσου ενός όχι και τόσο παραμορφωτικού καθρέφτη με τον βαθύτερο του εαυτό. Ο τελευταίος διακρίνεται στην αναμνηστική αφίσα που βρίσκεται κρεμασμένη σε κάποιο τοίχο του καμαρινιού. Έχει την ασυνήθιστη μορφή ενός υπερήρωα και αποκαλείται άνθρωπος – πουλί. Ο Ρήγκαν υποδύθηκε κάποτε αυτόν τον χαρακτήρα. Ολοκλήρωσε μια εκκωφαντική τριλογία που του απέφερε δόξα, φήμη και μερικά εκατομμύρια στο καρνέ του. Όταν αποχώρησε δεν κατάφερε να ξεπεράσει σε αναγνώριση τον φτερωτό ήρωα ή να αγγίξει κάποιο άξιου λόγου ερμηνευτικό επίπεδο και τώρα αυτός τον καταδυναστεύει και τον χειραγωγεί. Προσπαθεί να του υποδείξει ποιος είναι, τι οφείλει να κάνει και μέχρι που μπορεί να φτάσει. Το συγκρουσιακό κλίμα που υποβόσκει στη μεταξύ τους συζήτηση λίγο αργότερα θα κορυφωθεί. Ο Ρήγκαν είχε γίνει η συμπληρωματική σκιά του ανθρώπου – πουλιού και όχι το αντίστροφο. Μέσα από το ποιοτικό θεατρικό ανέβασμα που επιχειρεί θέλει να βγει ξανά στο φως και το προσκήνιο. Αγωνίζεται για να ανακαλύψει τη χαμένη δημιουργική τρέλα και το ταλέντο που δεν κατάφερε ποτέ να επιδείξει. Μα προπαντός για να αποτινάξει την ασφυκτική μπέρτα και τη κλειστοφοβική μάσκα που μια ολόκληρη βιομηχανία του επέβαλλε όταν αυτή αποδείχθηκε πουπουλένιο χρυσωρυχείο στα ταμεία και τις τσέπες τους.
Ο Ιναρίτου μας βουτάει κατευθείαν στον ιδιαίτερο ψυχισμό του ηθοποιού – σκηνοθέτη αλλά δεν παραμένει σε αυτόν. Μέσα από ένα σεμιναριακό μακροσκελές μονοπλάνο θα καταδυθούμε από το καμαρίνι που βρίσκεται απομονωμένος ο Ρήγκαν στη θεατρική σκηνή που έχει ξεκινήσει ήδη η πρόβα για το επικείμενο ανέβασμα. Η κάθοδος θα γίνει διαμέσου δαιδαλωδών και μακρόστενων διαδρόμων οι οποίοι είναι λες και κάθε φορά οδηγούν στο καθαρτήριο της ανθρώπινης ψυχής (θεατρικό σανίδι). Ο ήχος από το ελεύθερο παίξιμο των ντραμς δίνει ρυθμό στον αχαλίνωτο χαρακτήρα του Ρήγκαν και συντονίζει τον δημιουργικό παροξυσμό που επικρατεί στα παρασκήνια. Η πρώτη περιήγηση θα είναι αναγνωριστική και ένα ετερόκλητο καστ θα κάνει την εμφάνιση του: ο δικηγόρος – παραγωγός που αγωνία για την επένδυση του (Ζακ Γαλιφιανάκης), η παραμελημένη – αποτοξινωμένη κόρη που εργάζεται ποικιλοτρόπως στην παραγωγή (Έμμα Στόουν), η θεατρική ηθοποιός που ψάχνει εναγωνίως μια ευκαιρία για να λάμψει (Ναόμι Γουότς), ο ναρκισσιστής πρωταγωνιστής που επιδεικνύει ασυγκράτητο ταλέντο (Έντουαρντ Νόρτον), η ευκολόπιστη ερωμένη που προσπαθεί να επιστήσει την προσοχή (Αντρέα Ράισμπορο). Όλοι αυτοί και μερικοί ακόμη χαρακτήρες κάνουν ένα σύντομο και απολαυστικό πέρασμα από την κάμερα του Ιναρίτου και ο θεατής γίνεται μάρτυρας των παροιμιωδών δοκιμασιών – προετοιμασιών που συντελούνται στο εσωτερικό ενός θεάτρου.
Το αριστουργηματικό αυτό μονοπλάνο θα ακολουθήσουν και άλλα εξίσου ή περισσότερο εντυπωσιακά (μονοπλάνα) τα οποία θα ενωθούν με μαγικό σχεδόν τρόπο ώστε να φαντάζει αδιαίρετο το σύνολο. Το κατακερματισμένο και σπονδυλωτό του παρελθόν εγκαταλείπεται για χάρη μιας ενιαίας και αδιάκοπης αφήγησης. Από τις συναισθηματικά εκβιαστικές και πανανθρώπινες ιστορίες [Χαμένες Αγάπες (2000), 21 Γραμμάρια (2003), Βαβέλ (2006), Biutiful (2010)] στον εκτυφλωτικό πυρετό και τον δημιουργικό αυτοσαρκασμό που επικρατεί στο θεατρικό σανίδι. Ο Ιναρίτου εμπνέεται από την ίδια του την τέχνη και χαρίζει αναμφισβήτητα την ομορφότερη (αν και όχι την καλύτερη) και πιο απαιτητική του δημιουργία. Είναι τέτοια η μαεστρία που επιδεικνύει ο αναγνωρισμένος Μεξικανός σκηνοθέτης που τυχόν επικίνδυνα αυτοαναφορικές ή επιφανειακές αναλύσεις παραβλέπονται με χαρακτηριστική ευκολία από το θεατή. Ο τελευταίος από το πρώτο στο τελευταίο μονοπλάνο θα βιώσει μια ανεπανάληπτη διαδρομή στα άδυτα ενός θεατρικού ανεβάσματος μα και της παραδοξότητας που επικρατεί στο μυαλό του ηθοποιού. Μπορεί να μην είναι πρωτόγνωρα ή πικάντικα όλα όσα θα ακούσει και θα δει είναι, όμως, η ιδιαίτερα απαιτητική σκηνοθετική μέθοδος των επαναλαμβανόμενων μονοπλάνων, ένα εκπληκτικά σφιχτοδεμένο και απολαυστικό καστ και το ιδιοφυές σαρκαστικό χιούμορ που κάνει το Birdman να ξεχωρίζει με χαρακτηριστική ευκολία από την πρώτη στιγμή.
Είναι φανερό πως όλοι οι συντελεστές της ταινίας (ηθοποιοί, τεχνικοί και σκηνοθέτης) ακολούθησαν εξοντωτικές πρόβες προκειμένου να ενορχηστρωθούν τα μονοπλάνα στην εντέλεια. Τίποτα, όμως, δεν θα ήταν το ίδιο αν ο Ιναρίτου δεν διέθετε έναν από τους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας στον κόσμο. Ο Εμανουέλ Λουμπέσκι (Το δέντρο της ζωής, Gravity) φωτίζει ή συσκοτίζει με απαράμιλλο τρόπο κάθε απαιτητικό πλάνο του Ιναρίτου. Από τους ημισκότεινους διαδρόμους και τα υποφωτισμένα καμαρίνια στους φωταγωγημένους δρόμους και τα γεμάτα με νέον και επιγραφές κτίρια της Νέας Υόρκης. Και όλα τα προηγούμενα διαμέσου ενός θεατρικού σανιδιού που για τις ανάγκες της γενικής πρόβας ή της επίσημης πρεμιέρας διαρκώς μεταβάλλεται. Έτσι τη μια στιγμή μπορεί να παρακολουθούμε μια σκηνή που είναι λουσμένη ολάκερη στο μπλε ενώ την άλλη κάποια που φωτίζεται τμηματικά στο κίτρινο ή μια άλλη που βυθίζεται σταδιακά στο κόκκινο. Αυτό που βγάζει μάτι, όμως, είναι το πως διαχειρίζεται τα δεκάδες φώτα, λάμπες, προβολείς ή φλας ενόσω η κάμερα μετακινείται και περνάει από τον έναν χώρο στον άλλον. Κάποια από αυτά σβήνουν άλλα ανάβουν, χωρίς τίποτα να συνηγορεί πως όλα αυτά συμβαίνουν λανθασμένα ή τυχαία. Ο Λουμπέσκι τιθασεύει το φως, ελέγχει το σκοτάδι και στο τέλος χαρίζει μια εικόνα που σε κάνει να πιστέψεις στη μαγεία του κινηματογράφου.
Και επειδή εκτός από τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Ιναρίτου ή τη φωτογραφική μαεστρία του Λουμπέσκι η ταινία διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ και αφορά πρωτίστως τη φύση του ηθοποιού χρίζεται αναγκαίο να αναφερθούμε διεξοδικά στους βασικούς της ερμηνευτές. Να σημειωθεί πως οι περισσότεροι από αυτούς ακόμη και αυτοί που έχουν σχετικά μικρό ρόλο εκπληρώνουν με υποδειγματικό τρόπο αυτό που τους ανατέθηκε. Έτσι ο Ζακ Γαλιφιανάκης στο ρόλου του παραγωγού – δικηγόρου αποφεύγει το χιουμοριστικό ντελίριο με το οποίο έχει συνδεθεί και χαρίζει στο χαρακτήρα του ψήγματα της υποχθόνιας και κερδοσκοπικής του φυσιογνωμίας. Η Αντρέα Ράισμπορο στο σύντομο ρόλο της θελκτικής Λάουρα είναι αυτό το εύθραυστο πλάσμα που πάλλεται από πάθος και σαγήνη μα και με περίσσεια αφέλεια. Η Έιμι Ράιαν στο ρόλο της πρώην συζύγου διαθέτει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα να διαχειριστεί με σοφία τον ασταθή και επικίνδυνο χαρακτήρα του Ρήγκαν. Τον ενδιαφέρον της δεν θα εξαντληθεί μόνο στη στάση που θα πρέπει να επιδείξει ο Ρήγκαν στην κόρη τους. Κάποια αποθέματα θα παραμείνουν γενναιόδωρα και για τον ίδιο.
Η Λίντσεϊ Ντάνκαν στον ρόλο της καταξιωμένης κριτικού χαρίζει στιγμές ασυναγώνιστης δυστροπίας και ισχυρογνωμοσύνης. Η εξουσιαστική πένα της Ταμπίθα έχει τόση δύναμη και επιρροή που δύναται να καθορίσει τη μοίρα του Ρήγκαν και το μέλλον της παράστασης. Αυτό που επιθυμεί διακαώς να διαφυλάξει είναι το κύρος μιας σημαντικής θεατρικής σκηνής από τη διαφαινόμενη επέλαση εμπορικών και πενιχρού υποκριτικού διαμετρήματος αστέρων. Η σύγκρουση της με τον Ρήγκαν θα είναι απολαυστική και ο ίδιος αφού ταπεινωθεί θα καταφέρει να ξεμπροστιάσει τον εξίσου ματαιόδοξο, εγωπαθή και ανασφαλή της εαυτό. Η Ναόμι Γουότς στο ρόλο της Λέσλυ ενώ δεν κλέβει την παράσταση καταφέρνει να σταθεί στο ύψος του ρόλου της. Με χαρακτηριστική ευκολία υποδύεται την ηθοποιό που μπορεί και η ίδια να υπήρξε κάποτε. Αυτή που διαθέτει περίσσιο ταλέντο μα υπομένει καρτερικά μέχρι να εμφανιστεί ο κατάλληλος ρόλος για να αναδειχθεί. Αυτή όμως που πραγματικά εντυπωσιάζει με την ερμηνευτική της απόδοση είναι η Έμμα Στόουν. Με το ρόλο της Σαμ δείχνει να βρίσκει τον πρώτο σημαντικό ρόλο της καριέρας της. Έναν ρόλο που της δίνει τη δυνατότητα να αποδείξει πως μια παραμελημένη κόρη που αντιμετωπίζει το επιπλέον στερεότυπο της πρώην ναρκομανούς μπορεί να διαθέτει την ικανότητα να επιδείξει πλευρές του χαρακτήρα της που δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά καλούπια. Η συμπάθεια στο πρόσωπο της γίνεται και για έναν επιπλέον λόγο, ο δικός της χαρακτήρας αποδεικνύεται πολύ πιο ισορροπημένος και υπεύθυνος από αυτόν του διάσημου πατέρα της. Η σκηνή του διαξιφισμού με τον Ρήγκαν το αποδεικνύει περίτρανα μιας και κατορθώνει να αντιστρέψει τις ευθύνες που αναλογούν στους προκαθορισμένους τους ρόλους.
Ολάκερη όμως η δυική προβληματική που αναπτύσσει ο Ιναρίτου στο καλλιτεχνικό του πόνημα βρίσκεται σε δύο χαρακτήρες που ερμηνεύονται εξαιρετικά από δυο σπουδαίους ηθοποιούς. Ο Έντουαρντ Νόρτον υποδύεται τον Μάικ έναν ηθοποιό της ‘Μεθόδου’. Το υποκριτικό του ταλέντο και η βιωματική μέθοδος που ακολουθεί τον έχει μετατρέψει σε σταρ πρώτης διαλογής. Οι ποιοτικές του επιλογές τον έχουν βοηθήσει στο να χτίσει μια αξιοσημείωτη καριέρα και ετούτο το θεατρικό ανέβασμα δεν θα μπορούσε να απέχει από τον υψηλό ερμηνευτικό πήχη που έχει ο ίδιος θέσει και ακολουθεί. Από την πρώτη στιγμή που συναντάμε τον Μάικ, να επιδεικνύεται γυμνός μα προσηλωμένος στο καμαρίνι ή να ερμηνεύει με αυθόρμητο και φυσικό τρόπο ότι απορροφάει από την παρατήρηση της στιγμής στην δοκιμαστική πρόβα με τον Ρήγκαν κάτι τέτοιο γίνεται εύκολα αντιληπτό. Ο Έντουαρντ Νόρτον βρίσκει την αφορμή για να σαρκάσει το ποιοτικό του και πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα στη βιομηχανία του κινηματογράφου (αξέχαστος στα Primal Fear, American History X, Fight Club) που όμως δεν στάθηκε αρκετό για να του εξασφαλίσει σπουδαίους ρόλους και στη συνέχεια. Χωρίς να έχει δώσει κακή ερμηνεία στο παρελθόν αλλά και χωρίς να έχει ερμηνεύσει κάποιον αξιομνημόνευτο χαρακτήρα εδώ και πολλά χρόνια, στο ρόλο του Μάικ βρίσκει την αφορμή για να ξεδιπλώσει όλο το παραγκωνισμένο ερμηνευτικό του εκτόπισμα. Ο Μάικ που πλάθει ο Έντουαρντ Νόρτον διαθέτει την ενέργεια, την τελειομανία, την ειλικρίνεια και τη γοητεία που απαιτεί ο ρόλος του. Και μόνο για την εξωφρενική παραδοχή πως η αλήθεια δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά πάνω στη σκηνή ή όσο διαρκεί ο εκάστοτε ρόλος αξίζει για να κατανοήσει κανείς το πώς η συγκινησιακή μνήμη ενεργοποιεί στη γενική πρόβα την ερωτική επιθυμία ενός τόσο στρατευμένου ηθοποιού (αξέχαστη η σκηνή που βρίσκεται μαζί με τη Ναόμι Γουότς κάτω από το σεντόνι).
Από την άλλη η υπερβολική προσήλωση και ο έκδηλος θαυμασμός της βιομηχανίας στην μέθοδο αυτή έχει δημιουργήσει έναν ελιτισμό και μια προκατάληψη για τους ηθοποιούς που είτε δεν ακολουθούν αυτόν τον τρόπο παιξίματος είτε δοκιμάζουν την τύχη τους στον εμπορικό κινηματογράφο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ηθοποιοί όπως αυτός που υποδύεται ο καταπληκτικός Μάικλ Κίτον στο Birdman να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικό τρόπο και καχυποψία όταν επιχειρούν να κάνουν μια ποιοτική στροφή στην καριέρα τους. Ο ρόλος της κριτικού (Ταμπίθα) χρησιμοποιείται για να προεξοφλήσει με αρνητικό πρόσημο την ποιοτική στροφή που επιχειρεί ο Ρήγκαν. Οι ίδιοι οι θαυμαστές του όταν τον συναντούν γυμνό στο δρόμο αναγνωρίζουν τον άνθρωπο πουλί και όχι τον άνθρωπο Ρήγκαν. Οι δημοσιογράφοι περιμένουν εναγωνίως τη μεγάλη είδηση που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά μια ακόμη συνέχεια στην υπερηρωική σειρά. Η ίδια του η κόρη τον περιφρονεί για την καλλιτεχνική στροφή που επιχειρεί εις βάρος της μεταξύ τους σχέσης. Η ερμηνευτική σύγκριση – σύγκρουση με έναν ηθοποιό της μεθόδου θα είναι αναπόφευκτη και καθοριστική. Όλα τα παραπάνω θα προκαλέσουν δημιουργική ασφυξία και σύγχυση στο χαρακτήρα που υποδύεται με εντυπωσιακό τρόπο ο Κίτον. Ο τελευταίος μέσα από την προσωπική του εμπειρία θα εκφράσει με ευθύ τρόπο την κυκλοθυμική αυτή πάλη. Θα αποφύγει τις ευκολίες και τους φθηνούς εντυπωσιασμούς και θα επικεντρωθεί στο υπαρξιακό βάθος που απαιτεί ο ολοζώντανος χαρακτήρας του. Οι σκηνές στοχασμού και ενδοεπικοινωνίας στο καμαρίνι του είναι απολαυστικές και αναδεικνύουν την αμφίσημη και ρευστή φύση του ηθοποιού. Οι λίγες στιγμές που θα χάσει τον έλεγχο και θα εκφράσει με επιθετικό τρόπο την αγανάκτηση του θα είναι επιδέξια σκηνοθετημένες και σοφά ερμηνευμένες.
Με τον ρόλο του Ρήγκαν στο Birdman ο Μάικλ Κίτον δράττεται της ευκαιρίας που του δίνεται να επανεκκινήσει την καριέρα του. Ο Κίτον είναι από τους λίγους ηθοποιούς που ταυτίστηκαν στο παρελθόν με κάποιον σούπερ ήρωα (Batman). Κάτι τέτοιο συνέβη πολύ πριν δεκάδες άλλοι σταρ ακολουθήσουν την πεπατημένη οδό της υπερηρωικής ταυτοποίησης – τυποποίησης και τα στούντιο επενδύσουν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε χάρτινες ευκολοχώνευτες παραγωγές. Ο άνθρωπος νυχτερίδα αποτέλεσε εμβληματική φυσιογνωμία τόσο για τον ίδιο όσο και για τη βιομηχανία του θεάματος. Η συνέχεια, όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Κίτον δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακή. Όταν οι προβολείς με το σήμα της νυχτερίδας έσβησαν από τον ουρανό, έπαψε να λάμπει και το αστέρι του ίδιου. Επομένως, ο Κίτον είναι ο πλέον αρμόδιος για να εκφράσει τη βεβαρημένη κληρονομιά αυτής της ανθρωπόμορφης φυσιογνωμίας. Κατορθώνει να αγγίξει πολυποίκιλα ερμηνευτικά επίπεδα γιατί έχει βιώσει τόσο τον θαυμασμό όσο και την απαξίωση. Ο Κίτον στο Birdman ταλαντεύεται ανάμεσα στο φανταχτερό κοστούμι που του έχουν επιβάλλει και το γυμνό σώμα της ψυχής του. Θα βιώσει κοσμοϊστορικές συγκρούσεις και μια φαντασμαγορική κάθοδο στους δρόμους της Νέας Υόρκης μα στο τέλος θα κατορθώσει να διαφυλάξει την καλλιτεχνική του ακεραιότητα και να λυτρωθεί. Οι προβολείς θα ανάψουν, τα φλας θα αστράψουν μόνο που αυτή τη φορά θα επικεντρωθούν στο ερμηνευτικό εκτόπισμα και το καλλιτεχνικό άλλοθι που ο άνθρωπος αυτός μανιωδώς επιζητά. Το φτερωτό στουντιακό κατασκεύασμα θα απομονωθεί και η ανθρώπινη επιθυμία για δημιουργική ανεξαρτησία θα πραγματωθεί μέσα από μια ελεύθερη και εκτός κάδρου πτήση.