Λιλιομ

Από την πρώτη στιγμή που ο θεατής εισέρχεται στην αίθουσα του θεάτρου ‘Πόρτα’ και αναζητάει τη θέση του στα καθίσματα, κάτι μαγικό συμβαίνει. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ως Λίλιομ, βρίσκεται πάνω στη σκηνή και καλωσορίζει με κομψότητα το ανυποψίαστο κοινό. Μαζί με τον Λίλιομ, βρίσκονται παραταγμένα στη σειρά αλογόμορφα πλάσματα, τα οποία εκτελούν πειθήνια τις προσταγές του. Ένα μοντέρνος, μουσικός σκοπός που παραπέμπει σε βαλς ακούγεται από τα ηχεία. Μόλις, όλοι οι θεατές βολευτούν στις θέσεις τους, ο Λίλιομ θα δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει το ταξίδι. Αμέσως, οι φωτισμοί θα χαμηλώσουν και τα αλογόμορφα πλάσματα θα πάρουν τη θέση τους σε μια εξεζητημένη, σκηνογραφική πρόταση (καρουζέλ) που βρίσκεται στο βάθος της σκηνής. Το καρουζέλ θα ξεκινήσει και μια από τις πιο όμορφες και ονειρικές, εισαγωγικές σεκάνς, θα λάβει δράση μπροστά στα μάτια μας. Θα περιστραφεί τόσες φορές, όσες χρειάζεται για να μας μεταφέρει στον λαμπερό μα και σκιώδη κόσμο που περιβάλλει ένα λούνα παρκ, των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

Ο διακεκριμένος και εξαιρετικά ικανός, Θωμάς Μοσχόπουλος, ανεβάζει με έμπνευση και φαντασία, το Λίλιομ (1907). Το πιο δημοφιλές και πολυδιασκευασμένο θεατρικό έργο, του Ούγγρου θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου, Φέρεντς Μολνάρ (1878 – 1952). Το Λίλιομ μας μεταφέρει στην προπολεμική Βουδαπέστη, του εγκληματικού περιθωρίου, της απόλυτης ένδειας, της έκπτωσης των ηθικών αξιών και της εργασιακής εκμετάλλευσης. Σ’ αυτό το κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό, σκοτεινό περιβάλλον, θα ανθίσει ένας αντισυμβατικός έρωτας. Ο ρομαντισμός ως απόρροια ενός ιδιαίτερα ζοφερού και βίαιου περιβάλλοντος, δίνει την ευκαιρία στον Μοσχόπουλο και τους συνεργάτες του να πλάσουν ένα ευφάνταστο περιβάλλον που ενώ ακροβατεί ανάμεσα στο παραμυθένιο και το γκροτέσκο, καταφέρνει να περάσει με σαφήνεια, ένα διαχρονικό μήνυμα περί συγχώρεσης, καλοσύνης και αγάπης. Μήνυμα αναγκαίο και όχι παρωχημένο για τη βιωσιμότητα των σημερινών, ατομικιστικών και τεχνοκρατικών κοινωνιών, όπου κάθε αντίστοιχη έννοια δείχνει να έχει εκφυλιστεί – θυσιαστεί στο βωμό ενός αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού.

Λίλιομ_1

Ο πρωταγωνιστής μας, ο άξεστος Λίλιομ (Γιώργος Χρυσοστόμου), εργάζεται ως κράχτης στα αλογάκια ενός λούνα παρκ. Το θελκτικό και αρρενωπό του παρουσιαστικό είναι τέτοιο που μαζί με τα επιτυχημένα του προστάγματα φέρνει κόσμο και έσοδα στο λούνα παρκ. Το τελευταίο ανήκει στην κυνική και δυναστική, Μαντάμ Μουσκάτ (Φιλαρέτη Κομνηνού), η οποία δείχνει να αναγνωρίζει την αμέριστη συνεισφορά του Λίλιομ με το να του προσφέρει έξτρα κορώνες, άφθονη μπύρα, φαγητό και γυναίκες για ευχαρίστηση. Είναι τέτοια η φύση της δουλειάς και ο παμπόνηρος χαρακτήρας του απατεωνίσκου, Λίλιομ, που δεν αρέσκεται στο να σαγηνεύει τις πολυάριθμες θαυμάστριες του, αλλά και να τις απομυζά. Μέχρι που την εμφάνιση της στα αλογάκια του λούνα παρκ, θα κάνει η αγγελικά πλασμένη Τζούλι (Άννα Καλαιτζίδου), με την αλαφροΐσκιωτη φίλη της Μαρί (Έμιλυ Κολιανδρή) και ο Λίλιομ για χάρη της θα παρεκτραπεί. Η Μαντάμ Μουσκάτ θα αντιληφθεί τον κίνδυνο που ενέχει (για την ίδια και την επιχείρηση), η παρουσία μιας τόσο αθώας μα αποπλανητικής ύπαρξης και θα την διώξει, κακήν κακώς, χρησιμοποιώντας ανερυθρίαστες ύβρεις και απειλές.

Ο Λίλιομ, όμως, που θα παραβρεθεί στο εκφοβιστικό συμβάν, δεν θα μείνει αμέτοχος στον έντονο διαξιφισμό, παρά θα λάβει μέρος και θα αντιδράσει στην εξουσιαστική μονομανία και υπεροψία της Μαντάμ Μουσκάτ. Τόσο από έρωτα, όσο και από προσωπικό στοίχημα ή αντιζηλία, θα θυσιάσει τη δουλειά του για να ακολουθήσει το ερωτικό κάλεσμα. Λίγη ώρα αργότερα, σε μια ιδιαίτερα αισθαντική στιγμή, ο Λίλιομ θα χρησιμοποιήσει τη δόλια τέχνη του για να ξελογιάσει την Τζούλι, αλλά και η ίδια θα τον γοητεύσει αναλόγως, με την τόσο τίμια και ειλικρινή καρδιά που διαθέτει. Παρά την ευδιάκριτη καχυποψία του περίγυρου τους, ο Λίλιομ και η Τζούλι, γρήγορα θα παντρευτούν και το φωτογραφείο – οίκημα της (δικαιολογημένα) γκρινιάρας, θείας Χολάντερ, θα αποτελέσει στεγαστική και διατροφική λύση για το ζευγάρι. Σαν σκλάβοι στα δεσμά που οι ίδιοι επέλεξαν για να τυλιχθούν, θα ακολουθήσουν το πεπρωμένο τους από το οποίο, όμως, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν δεν θα είναι και τόσο εύκολο, ούτε για να αποδράσουν, αλλά ούτε και για να λυτρωθούν.

Λίλιομ_2

Σε όλο αυτό το διάστημα του έγγαμου μα όχι χαρισάμενου βίου, ο Λίλιομ, δε  θα καταφέρει να αποποιηθεί τον επιτήδειο χαρακτήρα του και θα εκμεταλλευθεί τη συζυγική συνθήκη, ενώ η καλοκάγαθη Τζούλι, θα υπομείνει σχεδόν αδιαμαρτύρητα την ανεύθυνη και συχνά βίαιη συμπεριφορά του. Αναπόφευκτα, η επίμονη οκνηρία του Λίλιομ, θα τον οδηγήσει στα πλοκάμια του υπόκοσμου και σ’ ένα παρακινδυνευμένο σχέδιο ληστείας. Ούτε σ’ αυτή την περίπτωση, η παρουσία της (εγκυμονούσας πλέον) Τζούλι, δεν θα καταστεί αρκετή για να τον αποτρέψει από τη διαφαινόμενη κατάληξη μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας. Η αδυναμία και απειρία του Λίλιομ να βλάψει πραγματικά κάποιον, θα τον οδηγήσει σε μια αέναη, μεταφυσική κατάσταση που σκοπό θα έχει να επιτρέψει στον ίδιο να κατανοήσει και να αποδείξει εμπράκτως στα αγαπημένα του πρόσωπα, την καλοσύνη που κουβαλάει.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, μετά το θεατρικό βραβείο ‘Δημήτρης Χορν’ που απέσπασε για την εξαιρετική του ερμηνεία, στην προπέρσινη συνεργασία με τον Θωμά Μοσχόπουλο (Mistero Buffo), χαρίζει απλόχερα μια ακόμη, άρτια (πρωταγωνιστική αυτή τη φορά) ερμηνεία. Ο δικός του ‘Λίλιομ’ διαθέτει όλα εκείνα τα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά που τον κάνουν ξεχωριστό στη δουλειά του, ελκυστικό στις γυναίκες αλλά και τόσο μισητό στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου μεταμορφώνεται στον αγροίκο, φιλήδονο και άτιμο, εκείνο άντρα, ο οποίος δεν θα διστάσει να φτάσει στα άκρα των δυνατοτήτων του, προκειμένου να εκμεταλλευθεί ένα αθώο και πολύ όμορφο κορίτσι. Όχι γιατί δεν το αγαπάει, αλλά γιατί δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει με ευσυνείδητο και ηθικό τρόπο έναν κόσμο που διαρκώς καταρρέει γύρω του. Η τεμπελιά, ο τζόγος, το αλκοόλ και το έγκλημα είναι προεκτάσεις όχι μόνο του Λίλιομ, αλλά και του συνολικότερα υποβαθμισμένου περιβάλλοντος στο οποίο κατοικεί. Η ερμηνεία του Χρυσοστόμου κρίνεται συνολικά ώριμη, μεστή και μετρημένη. Στις δύο – τρεις στιγμές που θα χάσει την ψυχραιμία του γίνεται εκδηλωτικός, χωρίς να αγγίξει την υπερβολή. Μπορεί στην αρχή, να ξενίσει κάποιους, ο επιτηδευμένος και αδιάκοπος τρόπος με τον οποίο εκφέρει τα καθαρά του λόγια, κάτι τέτοιο, όμως, στη συνέχεια γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του Λίλιομ. Στα συν να σημειωθεί και η καλή αίσθηση του χιούμορ.

Λίλιομ_3

Είναι, όμως, η συγκινητική στιγμή που ετοιμάζεται να διανύσει το δικό του μεγάλο ταξίδι, εκεί όπου, ο παλιάνθρωπος αυτός, δείχνει σημάδια αδυναμίας, ευαισθησίας μα και τους πραγματικούς λόγους που τον αγάπησε με τόση αποφασιστικότητα, η Τζούλι. Η τελευταία, κατά την προσωπική μου άποψη, δίνει την ευκαιρία στην Άννα Καλαιτζίδου να ερμηνεύσει εξαιρετικά τον ευαίσθητο, καλοκάγαθο και φερέγγυο της χαρακτήρα, και στη σκηνή αυτή το αποδεικνύει απερίφραστα. Το ξέσπασμα που θα ακολουθήσει από μέρους της, περιέχει τόση γνώση στα πατήματα της και τέτοια ερμηνευτική ενδοσκόπηση, που μόνο αλήθεια και ειλικρίνεια μπορεί να βγάλει στην επιφάνεια της ανυπεράσπιστης και συντετριμμένης, Τζούλι. Όπως και στη προηγηθείσα σκηνή του ερωτικού, ανέμελου σκιρτήματος που θα έχει με τον Λίλιομ, είναι τόσο λεπτεπίλεπτη και προσεκτική στις κινήσεις και στις ανταπαντήσεις της, που μαζί με τον Λίλιομ την ερωτευόμαστε και εμείς. Κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή με την Καλαιτζίδου είναι άξια λόγου και γεμίζει με συναίσθημα και ειδικό βάρος τη σκηνή, ακόμη και αυτές που μοιράζεται τους φόβους και τις ανησυχίες της με την επιστήθια φίλη της ή αυτές που υπομένει μαρτυρικά, το εκνευριστικό λογύδριο της θείας. Ταυτόχρονα, η καλή, ερμηνευτική χημεία που έχει αποκτήσει με τον Γιώργο Χρυσοστόμου αλλά και με την Έμιλυ Κολιανδρή είναι εντυπωσιακή.

Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί κινούνται σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό επίπεδο, συνθέτοντας ένα καλό ερμηνευτικό σύνολο. Ξεχωρίζει ο ευκολόπιστος χαρακτήρας της Μαρί που υποδύεται με χιούμορ, κατανόηση και ελαφράδα, η Έμιλυ Κολιανδρή. Χαρακτηριστικό είναι πως με το ρόλο αυτό, καταφέρνει να εισπράξει τα πιο πολλά και αβίαστα χαμόγελα από το κοινό. Η Φιλαρέτη Κομνηνού, στο ρόλο της Μαντάμ Μουσκάτ είναι αναμενόμενα καλή, χωρίς όμως, να μπορεί να παρεκκλίνει ιδιαίτερα από την υπερβολή και τη μανιέρα του χαρακτήρα. Σε μια μόνο σκηνή, η στρυφνή και συμφεροντολόγα Μαντάμ Μουσκάτ, θα έχει τη συγκινητική της περίσταση, γεγονός που θα επιτρέψει στην πολύπειρη ηθοποιό να κατευνάσει τους υψηλούς τόνους και να προκαλέσει τη συμπάθεια του κοινού σε αυτό το τόσο ανεπιθύμητο πλάσμα. Η σύντομη, διπλή εμφάνιση της ως Δόκτορ Ράιχ, δεν προσθέτει κάτι το ξεχωριστό. Η Κίττυ Παϊταζόγλου, σε τριπλή διανομή (κορίτσι, θεία Χολάντερ, Λουίζα) διακρίνεται τόσο για την αλογόμορφη εμφάνιση, με την καμπουριαστή στάση και την ακατάπαυστη φλυαρία της θείας, όσο και για την εφηβική αθωότητα και περιέργεια της κόρης.

Λίλιομ_4

Ο Λευτέρης Βασιλάκης και ο Ηλία Μουλάς, στους ρόλους των αστυνομικών (εγκόσμιων και υπερκόσμιων) δημιουργούν ένα ταιριαστό, αν και λίγο μονότονο και επαναλαμβανόμενο δίδυμο, που με τις παρεμβατικές τους δράσεις, συμπληρώνουν επαρκώς ο ένας τον άλλον. Ενώ, ο Σωκράτης Πατσίκας, σε διπλή, εκ διαμέτρου αντίθετη διανομή, τη μια μηχανορραφεί στα εγκόσμια ως βρωμερός, απατεωνίσκος Φικσούρ και την άλλη αποφαίνεται περί δικαίου αισθήματος, ως επουράνιος δικαστής των πάντων. Κρίνεται καλός στην πρώτη περίπτωση, διεκπεραιωτικός στην άλλη. Και τέλος, ο Γιάννης Κλίνης κάνει ένα αδιάφορο πέρασμα ως Λίντσμαν, και μια συμπαθητική εμφάνιση στον τρισχαριτωμένο και εκλεπτυσμένο ρόλο του πορτιέρη, Βόλφ και συζύγου της Μαρί. Κατά τη διάρκεια του έργου, όλοι οι ηθοποιοί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εμφανίζονται ως αλογόμορφες υπάρξεις και η Χαρά Κότσαλη, έχει επιμεληθεί υποδειγματικά την κινησιολογία αυτών (η ανεπιτήδευτα χορογραφημένη περιστροφή στο καρουζέλ είναι η πιο αντιπροσωπευτική).

Στις σκηνές όπου, η κίνηση υπερέχει ή συμπληρώνει τον λόγο, η συνεισφορά της Σοφίας Κότσαλη, κρίνεται απαραίτητη για να αποτυπωθεί κινησιολογικά, ένας λεκτικός υπαινιγμός. Αυτό που συμβάλει καταλυτικά, όμως, στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας είναι οι εξαίρετοι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου. Πραγματικά, η Αλεξιάδου, ξεπερνάει κάθε φαντασία με τον ιδανικό τρόπο που αξιοποιεί ένα σύστημα δέκα επάλληλων, ανεξάρτητων, κάθετων στηλών. Η κάθε μια από αυτές διαθέτει 16 ορθογώνιους λαμπτήρες, η ένταση των οποίων αυξομειώνεται επανειλημμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Από την εκτυφλωτική λαμπρότητα του λευκού φωτός στη διακριτική, ατμοσφαιρική ένταση που προκαλεί ο χαμηλός ή ανεπαρκής φωτισμός. Παράλληλα, η χρησιμοποίηση υπερυψωμένων Led προβολέων με κατάλληλη ρύθμιση θερμοκρασίας χρώματος, δημιουργεί σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες στήλες, συναρπαστικές και απόλυτα εναρμονισμένες, φωτιστικές συγχορδίες. Η αρμονική συνδιαλλαγή τους, τη μια βυθίζει τη σκηνή σ’ ένα παραμυθένια θλιβερό μωβ – μπλε, ενώ την άλλη την πνίγει στην ένταση του κόκκινου και την φρενίτιδα του κίτρινου.

Λίλιομ_5

Οι φωτισμοί, όμως, έχουν αναπόσπαστο αντίκτυπο και στην εντυπωσιακή, σκηνογραφική σύλληψη, της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου. Ο περιστρεφόμενος κύκλος με τα περιμετρικά σκαμπό, αυτό το τόσο ευφάνταστο καρουζέλ, εμπεριέχει τέσσερις καμπυλωτούς καθρέφτες στο κέντρο του και αυτοί ανακλούν τα κύματα φωτός που δέχονται από τις πηγές που επισημάνθηκαν. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργούνται παράξενοι αντικατοπτρισμοί που παραπέμπουν στους παραμορφωτικούς καθρέφτες των λούνα παρκ. Ταυτόχρονα, όμως, καθρεφτίζουν τις θαμπές και αποπροσανατολισμένες ψυχές των χαρακτήρων, οι οποίες στο παράλληλο σύμπαν όπου διαμένουν, έχουν αντικατασταθεί από την εξανθρωπισμένη εκδοχή, των πολυαγαπημένων και πανέμορφων, αλόγων του καρουζέλ. Η χρήση των δύο, εκατέρωθεν συγκρουόμενων έναντι συμβατικών αυτοκινήτων ή περιπολικών, είναι άλλη μια εύστοχη επιλογή. Κάποια απολύτως απαραίτητα, μετακινήσιμα, έπιπλα και αντικείμενα (ράντζο, καρέκλες, τραπεζάκι, παγκάκι, φωτογραφική μηχανή), χρησιμοποιούνται για να οριοθετήσουν προσωρινά τον μη διαμορφωμένο, σκηνικό χώρο.

Το ενδυματολογικό κομμάτι της παράστασης, ανήκει και αυτό στην πολυπράγμονα Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, η οποία σε συνεργασία με την πολύτιμη βοηθό της, Σοφία Βάσο, οδηγούνται σε μια συνολικά ταιριαστή, όχι απολύτως πετυχημένη, επιλογή ενδυμάτων. Η αλογίσια μάσκα των συντελεστών αποτελεί άλλη μια εμπνευσμένη στιγμή, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις άκαμπτες στολές των αστυνομικών ή τα προχειροφτιαγμένα φτερά των αγγέλων. Όσον αφορά την υπέροχη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, αυτή διαθέτει άρωμα εποχής και συντροφεύει ιδανικά, τις σκηνικές εναλλαγές και τις συνεχείς συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων, με το βιολί, το ακορντεόν και τα πνευστά που χρησιμοποιούνται. Χαρακτηριστικό είναι πως το βασικό θέμα, ακολουθεί το θυμικό του θεατή και μετά το πέρας της παράστασης.

Λίλιομ_6

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, εκμεταλλεύεται στο έπακρο το οργιαστικό και πολλά υποσχόμενο αυτό περιβάλλον, δανείζεται στοιχεία και επιρροές από το λαμπερό, μαγευτικό κόσμο του λούνα παρκ και δημιουργεί παράδοξες εικόνες, οι οποίες συνδιαλέγονται αριστοτεχνικά με την πεζή και ζοφερή πραγματικότητα. Εκεί, όπου η φυσιολογική παρουσία της Τζούλι συζητά καθημερινά με την αλογίσια φιγούρα της θείας Χολάντερ, ο αλογίσιος γιος της τελευταίας φωτογραφίζει το νεόνυμφο ζευγάρι και οι αστυνομικοί περιπολούν ανενόχλητοι με την αλογίσια περιβολή τους. Οι δύο κόσμοι συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν αρμονικά και είναι στη διακριτική ευχέρεια των θεατών να αντιληφθούν, πως εκεί όπου αρχίζει η λάμψη του ενός, εκεί ακριβώς ξεκινάει και το σκοτάδι του άλλου. Το εξωπραγματικό στοιχείο, μοιραία κάνει την εμφάνιση του και με την υπερκόσμια αντίληψη των πραγμάτων. Σε εκείνο το σημείο, ο Μοσχόπουλος, απομονώνει με επιτυχία το μεταφυσικό στοιχείο και δημιουργεί ένα έναστρο, ανεξάντλητο και θεοσκότεινο τοπίο. Η μεταβίβαση μας σε αυτό θα γίνει σταδιακά και απρόσκοπτα, ενώ οι δύο κόσμοι θα έχουν μια, κρίσιμη συνδιαλλαγή, όπου όμως, ο Μοσχόπουλος, θα τη διαχειριστεί με σοβαρότητα και αλάνθαστη συνέπεια. Η προσδοκώμενη συγκίνηση που θα επιφέρει αυτή η τόσο υπερβατική αλληλοδιάδραση θα πραγματοποιηθεί με ανάλογη εγκράτεια.

Άλλο ένα στοιχείο που ξεχωρίζει τη δουλειά του Μοσχόπουλου, είναι ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται και αξιοποιεί τις παύσεις και τα διαστήματα, τα χρονικά ή χωρικά κενά που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Στα πρώτα, οι σιωπές των χαρακτήρων, δίνουν χρόνο (και χώρο) στους ηθοποιούς να διαχειριστούν τα συναισθήματα των χαρακτήρων και στους θεατές να τα επεξεργαστούν πριν αποφανθούν και αλληλεπιδράσουν. Στα δεύτερα, οι πρωταγωνιστές εκτός του ότι αναδιαμορφώνουν οι ίδιοι τον σκηνικό χώρο, καλύπτουν με την διακριτική ή συμπληρωματική τους παρουσία μεγάλο μέρος της σκηνής (παράλληλος χρόνος). Και στις δύο περιπτώσεις, ο χρόνος και ο χώρος βιώνεται ως ένα ενιαίο και συνεχές σώμα και κάτι τέτοιο είναι πραγματικά υπέροχο να το βλέπεις να συμβαίνει με τέτοια φυσική και αλάνθαστη ακολουθία πάνω στη σκηνή. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λοιπόν, η σύγχρονη σκηνική αντίληψη που έχει δείξει πως διαθέτει κατά κόρον, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο θεατρικό έργο του δημοφιλούς Ούγγρου συγγραφέα και δημιουργεί ακόμη ένα εξαίσιο, εικαστικό σύμπαν. Μια πραγματικά, θαυμάσια και επινοητική πρόταση που βρίθει νοημάτων και αναφορών, εκπληρωμένη από ένα ικανό επιτελείο ηθοποιών και τεχνικών που καταφέρνει να την οδηγήσει σχεδόν αλώβητη στον προορισμό της, στην καρδιά των θεατών. Εκεί, μέσα από σκοτεινές ατραπούς, το οικουμενικό μήνυμα της συγχώρεσης και της αγάπης βρίσκει τον τρόπο για να ανυψωθεί ξανά, εις το διηνεκές.

Share