The phone call
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, Ματ Κίρκμπι, στη δεύτερη μόλις μικρού μήκους ταινία του, δημιουργεί μια ολοκληρωμένη και σχεδόν αψεγάδιαστη, συγκινητική προσπάθεια που κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται σε ένα τηλεφωνικό κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης και βοήθειας. Σε αυτό τον τόσο ευαίσθητο και υπεύθυνο τομέα, εργάζεται η ικανότατη μα ντροπαλή, Χέδερ (Σάλι Χόκινς) και ένα τηλεφώνημα θα της αλλάξει συθέμελα την αντίληψη που έχει για τη ζωή. Μαζί με την Χέδερ και εμείς, όπου μέσα σε 20 αγωνιώδη και κλιμακούμενα λεπτά θα γίνουμε μάρτυρες της φιλότιμης προσπάθειας που καταβάλλει για να αποτρέψει έναν απογοητευμένο και φοβισμένο υπερήλικα από την αυτοκτονία. Ένα ακανθώδες κοινωνικό ζήτημα, όπως είναι αυτό του φόβου της μοναξιάς και της οικειοθελής παραίτησης – αποχώρησης από τη ζωή, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα ικανά χέρια του Ματ Κίρκμπι. Ο σκηνοθέτης, με εξαίρεση ενδεχομένως, μια απλουστευτική μα λυτρωτική σκηνή, λίγο πριν το τέλος της ταινίας, διατηρεί πολύ καλό ρυθμό και δεν χάνει τη ψυχραιμία του.
Είναι τέτοιο το θέμα της ταινίας, όπως και η φύση της δουλειάς της Χέδερ, που σκοπίμως ο Κίρκμπι, αποφεύγει να τονίσει τις δραματικές κορώνες ή να χειραγωγήσει το συναίσθημα. Αφήνει την ιστορία του να κυλίσει ανεμπόδιστα και να συμπαρασύρει το θεατή με απλές σκηνοθετικές επιλογές (ο στροβιλισμός της κάμερας γύρω από το πρόσωπο της ηρωίδας, οι δείκτες των ρολογιών) και σεναριακές επιλύσεις (η τζαζ μουσική ως συνδετικός κρίκος δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων) πριν οδηγηθεί στο αναπόδραστο (;) της προσωπικής επιλογής και της ανθρώπινης φύσης. Ο Κίρκμπι, επικεντρώνεται μέσα στον πολύ σύντομο χρόνο που έχει στη διάθεση του (μόλις 20 λεπτά) για να διατηρήσει έναν άνθρωπο στη ζωή, σ’ όλα αυτά, τα μικρά και τα καθημερινά, που μας κάνουνε να απολαμβάνουμε τη ζωή όταν τα μοιραζόμαστε με κάποιον άλλο άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο που ο υποψήφιος αυτόχειρας δείχνει να έχει γευτεί πολλές χαρές (όπως και λύπες) στη ζωή του μαζί με την γυναίκα του, ενώ η πρωταγωνίστρια δείχνει παρατημένη ή φοβισμένη από το ρίσκο μιας τέτοιας αγάπης, δέσμευσης και συνεπακόλουθα ζωής. Η συνομιλία της, όμως, μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα της αλλάξει την παγιωμένη άποψη που έχει και στο τέλος θα οδηγηθεί και αυτή σε μια έκβαση.
H Σάλι Χόκινς, η υποτιμημένη Βρετανίδα ηθοποιός (Happy – Go – Lucky, Made in Dagenham, Blue Jasmine), σ’ αυτό τον τόσο σύντομο μα χαρακτηριστικό ρόλο, αποδεικνύει τη στόφα και το ταλέντο της. Με ήρεμο και μεθοδικό τρόπο θα οδηγήσει την ηρωίδα της στο δικό της σπαραξικάρδιο ξέσπασμα, εκεί όπου η υπεύθυνη φύση της δουλειάς και η γλυκόπικρη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για υπερβολικές αντιδράσεις και παράτολμους χειρισμούς. Είναι αληθινά απολαυστικό να παρατηρείς τον τρόπο που μια τόσο χαμηλών τόνων, γλυκιά και συγκρατημένη γυναίκα μετατρέπεται σ’ ένα δοχείο, ποικίλων ερμηνευτικών αποδόσεων και συναισθηματικών χρωματισμών, όχι μόνο ως απόρροια της δραματικής περίπτωσης του απογοητευμένου υπερήλικα αλλά και του δικού της εαυτού. Στο πλάι της, στην άλλη γραμμή του ακουστικού δηλαδή, στο ρόλο του ανθρώπου που επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή του, ο σπουδαίος Βρετανός ηθοποιός, με τις ουκ ολίγες κινηματογραφικές του εμφανίσεις, Τζιμ Μπρόουντμπεντ. Ο σκηνοθέτης σοφά επιλέγει να μην δείξει σε καμία σκηνή το πρόσωπο του ηθοποιού και να επικεντρωθεί σ’ αυτό της Σάλι, και κάτι τέτοιο δεν μειώνει στο ελάχιστο την ερμηνευτική απόδοση του Τζιμ. Μ’ αυτό τον τρόπο ο θεατής μπαίνει στην εξαιρετικά δύσκολη θέση της ηρωίδας, ταυτίζεται μαζί της και αφουγκράζεται το επώδυνο έργο που επιτελεί και τον τρόπο που το βιώνει.
Η Χέδερ γίνεται φορέας – κοινωνός των όσων υπαγορεύει η απογοητευμένη φωνή του Σταν, η αγωνία, το γέλιο και η συγκίνηση ζωγραφίζονται στο πρόσωπο της και ο θεατής πασχίζει να κατανοήσει και να σώσει τον Σταν από τη θέση, την οπτική γωνία και το κρίσιμο πόστο που εργάζεται η Χέδερ. Στο τέλος της ταινίας, το αποτέλεσμα που θα έχει η αίσθηση της απώλειας και της απομόνωσης, έτσι όπως αυτά εκφράζονται από το έκτακτο τηλεφώνημα που πραγματοποιεί ένας καταθλιπτικός, υπερήλικας, άνθρωπος αναπόφευκτα κυριαρχεί. Γίνεται, όμως, μάθημα αυτοεκτίμησης και καλύτερης διαχείρισης της ζωής τόσο από την πλευρά της ηρωίδας, όσο και από αυτή του απονευρωμένου θεατή. Και κάτι τέτοιο σε μια τόσο δραματική ταινία, όχι μόνο αποφορτίζει την ήδη τεταμένη θεματολογία της, αλλά δίνει και έναν θετικότατο και πιο αισιόδοξο χαρακτήρα. Ο Ματ Κίρκμπι, μέσα από μια καλογραμμένη αφήγηση και την αξιοποίηση μιας εξαιρετικής ηθοποιού ολοκληρώνει τον δύσκολο στόχο του, να αγγίξει αλλά και να απαλύνει την καρδιά του θεατή. Ενδεχομένως αυτό το τελευταίο να λειτουργεί ανασταλτικά για μερίδα θεατών που επιθυμεί να βιώσει το δράμα στην απόλυτη ολότητα του, χωρίς καμία ωραιοποίηση ή ελπίδα. Μόνο που από την πρώτη σκηνή της ταινίας, ο ανερχόμενος και ταλαντούχος σκηνοθέτης, κάνει σαφές πως το δράμα που θα εκτυλιχθεί έχει ως επίκεντρο του και δεν ξεχνάει ποτέ την Χέδερ, νοιάζεσαι γι’ αυτήν όπως και για τον χαρακτήρα που της τηλεφωνεί. Τα δύο φινάλε, ένα για τον Σταν και ένα για την Χέδερ μόνο ως αναγκαία μπορούν να ιδωθούν και γι’ αυτό αποδεκτά, αν έλειπε και εκείνη η οπτική επεξήγηση και η ηχητική υποσημείωση στο φινάλε που αφορά την περίπτωση του Σταν ενδεχομένως να μιλούσαμε τώρα για ένα καθαρό αριστούργημα.