Δεσμοι Αιματος
Οι ‘Δεσμοί Αίματος’, μολονότι προέρχονται από την ηφαιστειογενή Ισλανδία, τη νησιωτική, μικρή χώρα της Βόρειας Ευρώπης που περισσότερο έχει προσφέρει περίφημα, καλλιτεχνικά διαπιστευτήρια στο τραγουδιστικό σκέλος (Björk, Sigur Rós, Jóhann Jóhannsson, Múm, FM Belfast) παρά στον κινηματογράφο (πιο χαρακτηριστική διεθνής επιτυχία, το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, ‘The Deep’ του Μπαλτάσαρ Κορμαμούρ), κατορθώνουν ν’ αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα, μιας και διηγούνται μια τραγικοκωμική ιστορία, αδιόρατης αγάπης και αστείρευτου παλιμπαιδισμού που μπόρεσε να διαπεράσει τις περιορισμένες διαστάσεις της απομακρυσμένης χώρας και να διακριθεί σε μια σειρά από σημαντικά κινηματογραφικά φεστιβάλ (Κάννες, Θεσσαλονίκη, Ζυρίχη). Κάτι τέτοιο, φυσικά επετεύχθη, διότι κατάφερε να μιλήσει μια γλώσσα κατανοητή και οικουμενική, όπως και να ιδωθεί μέσα από μια ματιά απέριττη και καθαρή. Κατά συνέπεια, μπορεί το εκπληκτικής ομορφιάς, ισλανδικό τοπίο να φαίνεται εξαιρετικά παγωμένο και απομονωμένο, η ιδιόρρυθμη ιστορία που προτίμησε να αφηγηθεί στη δεύτερη μονάχα, μεγάλου μήκους ταινία του, ο Γκρίμουρ Χακόναρσον όμως, είναι αρκούντως κατάλληλη να (ανα)θερμάνει και την πιο ψυχραμένη και μοναχική καρδιά.
Οι κλιματολογικές συνθήκες και μια νευροεκφυλιστική, θανατηφόρα ασθένεια (η τρομώδης νόσος που προσβάλλει τα αιγοπρόβατα), αξιοποιούνται με τρόπο ενωτικό στην προσπάθεια που καταβάλλουν, δυο αποξενωμένα και από καιρό, παρεξηγημένα αδέλφια να έρθουν και πάλι κοντά. Το γεγονός, πως τα δύο αδέλφια (Γκάμι και Κίντι), διαβιούν και μοιράζονται την ίδια γεωγραφική έκταση, το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον. Έχοντας στη διάθεση τους, όπως και η υπόλοιπη αραιοκατοικημένη κοινότητα της καταπράσινης κοιλάδας, από ένα κοπάδι προβάτων ασχολούνται με τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες χωρίς ν’ ανταλλάσσουν καμία τυπική κουβέντα. Η καθημερινότητα κυλάει επαναλαμβανόμενα και φιλήσυχα μέχρι που τη συμβιβαστική κατάσταση (ανακωχή) θα μεταβάλλει η εμφάνιση της θανατηφόρας νόσου. Τότε είναι που τα δύο αδέλφια θα αποκαλύψουν τον αληθινό τους εαυτό, θα ενθυμηθούν κάποιους από τους λόγους που τους κρατούν σε απόσταση (ενώ βρίσκονται τόσο κοντά) και θα καταλάβουν πως η αδελφική αγάπη είναι μια δύναμη πανίσχυρη και ανεξήγητη, ικανή όχι μόνο να συγχωρέσει τις έχθρες του παρελθόντος, αλλά και να τους συνενώσει κάτω από έναν κοινό, αδιαίρετο σκοπό που καταρρίπτει κάθε στερεοτυπικό, αδελφικό σύμπλεγμα και επαναφέρει τον ανθρώπινο παράγοντα στις πραγματικές και απαραίτητες του διαστάσεις.
Η λατρεία για την κτηνοτροφία είναι αναμφισβήτητη στην απομακρυσμένη αυτή κοιλάδα, όπου καμία άλλη παραγωγική ή παράταιρη δημιουργική ενασχόληση δεν δείχνει να μπορεί να υπάρξει. Σε τέτοιο βαθμό που διοργανώνονται και ειδικά καλλιστεία για να βραβεύσουν, εκείνο το πρόβατο που βρίσκεται στην πιο υγιή κατάσταση (η πρωτιά μπορεί να κριθεί στον μυ), ενώ οι κάτοικοι δείχνουν να το διασκεδάζουν. Σε μια τέτοια περίσταση, δεν δημιουργεί καμία εντύπωση που τα δύο αδέλφια έχουν επενδύσει τόσα πολλά στη κτηνοτροφική τους μονάδα. Το γεγονός πως δεν έχουν καμία οικογενειακή υποχρέωση (ουδείς έχει παντρευτεί και μεταξύ τους είναι τσακωμένοι), έχει εξανθρωπίσει αυτά τα πράα πλάσματα. Όση αγάπη διαθέτουν τη διαμοιράζουν στη φροντίδα του κοπαδιού. Έχοντας στην κατοχή τους από ένα δυναμικό και φαινομενικά υγιές κριάρι θα συμμετάσχουν στον πρωτότυπο διαγωνισμό, θα επικρατήσουν και θα μοιραστούν τις δύο κορυφαίες θέσεις. Το οριακό αποτέλεσμα όμως, θα πυροδοτήσει τη ζήλια και το μίσος, μιας και ο ηττημένος δεν θα δεχθεί την ανεπαίσθητη νίκη του αδελφού του. Όχι σ’ ένα μέρος, όπου τίποτα άλλο δεν μπορεί να χαρίσει εφάμιλλη χαρά με εκείνη του να υπερτερείς του μισητού σου αδελφού. Ο αυθόρμητος, παιδαριώδης τρόπος με τον οποίο, ο νεώτερος και ηττημένος αδελφός (Γκάμι) θα αξιοποιήσει το γεγονός πως κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του τροπαιοφόρου κριαριού, θα είναι αρκετός για να δώσει την ισχυρή εντύπωση πως πρόκειται για μια ενέργεια δολερότητας και αντεκδίκησης.
Η επιβεβαίωση της παρουσίας τρομώδους περιστατικού από την υγειονομική υπηρεσία, θα επιφέρει κατακλυσμιαίες μεταβολές στη ζωή της φιλειρηνικής κοινότητας, μιας και όλοι θα κληθούν να δώσουν (προληπτικά) πρόωρο τέλος στα αγαπημένα τους κοπάδια. Στο σημείο αυτό θα αποδειχθεί το πόσο αρρωστημένη είναι η αλληλεξάρτηση των δύο αδελφιών με τα πρόβατα και πόσο παρατραβηγμένη είναι η απωθητική στάση που συντηρούν στις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό είναι κάτι που ο Γκρίμουρ Χακόναρσον, το προβάλλει με ισότιμες δόσεις τραγικότητας, γέλιου αλλά και αισθήματος του παραλόγου. Γιατί, πως αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί το γεγονός πως μολονότι (φαινομενικά) δεν έχουν ν’ ασχοληθούν με κάτι το εποικοδομητικό και ο χειμώνας έρχεται και δείχνει βαρύς, ο πιο μικρός αδελφός αποφεύγει επιδεικτικά τον μεγαλύτερο, ενώ ο τελευταίος επιδίδεται σε λεκτικές αντιπαραθέσεις υπό τη μεθυστική επίδραση λίτρων αλκοόλ; Σε μια απολαυστική σεκάνς πάντως, και ενώ ο Γκάμι ετοιμάζεται να γιορτάσει με παροιμιώδη τρόπο τα Χριστούγεννα (έχει φορέσει τα καλά του, έχει δημιουργήσει ατμόσφαιρα, έχει βάλει εορταστική μουσική και ετοιμάζεται να φάει το χριστουγεννιάτικο έδεσμα) η απερίγραπτη εμφάνιση του μεθυσμένου αδελφού θα δώσει τη δυνατότητα να τα περάσουν μαζί, έστω και χωρίς την αντιληπτική ικανότητα του άλλου.
Εν μέρει, μια τόσο ξαφνική και προσωρινή συνύπαρξη, θα λειτουργήσει ως υπενθύμιση της σχέσης που θα μπορούσαν να έχουν, αν επιχειρούσαν να μετριάσουν τους εγωισμούς τους και κατάφερναν ν’ αγαπήσουν το ίδιο με τα πρόβατα, ο ένας τον άλλον. Το γεγονός πως ο μικρότερος αδελφός, θα αποδειχθεί τελικά κατώτερος των περιστάσεων και περισσότερο ή και αντίστοιχα ευάλωτος με τον μεγαλύτερο αδελφό είναι κάτι που αποδίδεται με εξαίρετο τρόπο και αποκαλύπτεται σταδιακά στον θεατή. Έτσι, ενώ στην έναρξη, ο Γκάμι εμφανίζεται κατά τα φαινόμενα πιο ώριμος και υπεύθυνος για τις υποθέσεις που αφορούν τα οικήματα και τα χωράφια που περιλαμβάνονται σ’ αυτά, ο τρόπος που θα διαχειριστεί την αδελφική ήττα μετά τον διαγωνισμό των προβάτων και την επερχόμενη, υποχρεωτική θανάτωση τους θα είναι αντιπροσωπευτικός της τροπής που θα πάρει η ιστορία. Η παρακινδυνευμένη του απόφαση να συνεχίσει να διαβιεί με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που είχε, δεν θα άρει μόνο της υγειονομικές απαγορεύσεις, αλλά θα αποδείξει πως προτιμάει να πάρει το ρίσκο και να διατηρήσει ένα μυστικό στα υπόγεια του σπιτιού του από το να επιχειρήσει να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει με τον μέθυσο αδελφό. Τ’ ότι αξιολογεί τον εαυτό του ως πιο προνοητικό και λογικό θα το πληρώσει, μιας και δεν θ’ αργήσει να έρθει η στιγμή που η νωθρότητα και ανευθυνότητα του αδελφού του, θα μετατρέψει την κατοικία του σε κέντρο ανεπιθύμητων.
Η λανθασμένη και υπερτιμημένη εκτίμηση της πράξης του, όχι μόνο θα κινήσει τις υποψίες, αλλά θα δώσει τη δυνατότητα στον Γκάμι να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τον Κίντι. Μέσα από μια περιπετειώδη και εξαιρετικά παρακινδυνευμένη διαδρομή τα δυο αδέλφια θα ξαναγεννηθούν και οι ρόλοι που υποδύονταν θ’ αντιστραφούν. Η σχέση των δυο ανδρών εξετάζεται διακριτικά από τον Γκρίμουρ Χακόναρσον. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ισλανδικής ταινίας αποφεύγει ν’ αναφέρει περισσότερες πληροφορίες για τον χαρακτήρα και το οικογενειακό τους παρελθόν, απ’ όσες χρειάζονται και εξυπηρετούν την εξιστόρηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν έχουν τόσο οι ακριβείς αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτή τη φαρσική έχθρα, όσο ο τρόπος που διαχειρίζονται μετά από τέσσερις δεκαετίες αυτό το παρελθόν. Το κατά πόσο δηλαδή, η σχέση – παρωδία, αποδεικνύεται τροχοπέδη για την εξέλιξη τους, ενώ οι ίδιοι αντιμετωπίζουν με συμβιβασμό την κατάσταση, χωρίς να δείχνουν την παραμικρή επιθυμία για μεταβολή της. Μέσα από ένα θαυμάσιο σενάριο που δεν εμπεριέχει αρκετούς διαλόγους μα στηρίζει τη δράση (την εξέλιξη της ιστορίας) και την αφηγηματική οικονομία (ενενήντα λεπτά σφιχτής διάρκειας), η βίαιη μετακίνηση της καθημερινότητας τους θα τους υποχρεώσει να εντοπίσουν εκείνη την ικανότητα και τα ένστικτα που θα τους επιτρέψουν ν’ αναθεωρήσουν την απρόβλεπτη τους σχέση, να επιβιώσουν και πιθανώς να συνυπάρξουν.
Μοναδική παρατήρηση στα παραπάνω, αποτελεί το γεγονός, πως το αφηγηματικό κέντρο βάρους της ταινίας πέφτει στον Γκάμι. Την ιστορία στην ουσία, ο θεατής, την παρακολουθεί μέσα από την οπτική του μικρότερου και πιο λογικού αδελφού και έτσι έχει τη δυνατότητα να ταυτιστεί μαζί του και να κατανοήσει περισσότερο τον χαρακτήρα αυτό. Ο Σίγκουρντουρ Σιγκουργιόνσον, τα καταφέρνει εξαιρετικά στον ρόλο του. Διαθέτει το ερμηνευτικό βάθος να υποδυθεί έναν λιγομίλητο μα ταυτόχρονα αποφασιστικό χαρακτήρα που με τις κρίσιμες του επιλογές, όχι μόνο επηρεάζει τον ρου της ιστορίας, αλλά αποκαλύπτει και κομμάτια της φειδωλής του προσωπικότητας. Πραγματικά είναι χαριτωμένος ο τρόπος με τον οποίο έχει συμβιβαστεί με την ιδέα να ζει ατάραχος και μονάχος. Είναι ακόμη πιο απολαυστικός όμως, όταν δέχεται την απειλή ή την επίπληξη του αδιόρθωτου του αδελφού, όταν βυθίζεται στην οργή επειδή έχασε έναν διαγωνισμό και όταν προσπαθεί να προστατέψει το μυστικό του. Από την άλλη, ο Θεοντόρ Γιούλιουσον, δεν έχει τον κινηματογραφικό χρόνο που διαθέτει ο Σίγκουρντουρ Σιγκουργιόνσον, ούτε και ο χαρακτήρας του την εμβάθυνση που θα όφειλε. Παρ’ όλα αυτά στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας κατορθώνει να αποβάλλει τη μανιέρα του προδομένου μεθύστακα και να επιδείξει όχι μόνο πυγμή, αλλά και ερμηνευτική ειλικρίνεια σε μια αλησμόνητη και συγκινητική σεκάνς επιβίωσης. Εν ολίγοις, ακόμη κι αν η οπτική του σκηνοθέτη περιορίζεται στην παρουσία του Γκάμι και στους ελάχιστους χώρους που αυτός μετακινείται, το κάνει με τρόπο μοναδικό και κάθε άλλο παρά μονόχορδο και περιοριστικό, καταφέρνοντας να αναδείξει τις βασικές πλευρές και τα χαρακτηριστικά του κάθε αδελφού.
Ξεχωριστή αναφορά πάντως πρέπει να γίνει στην παρουσία των προβάτων. Τα εν λόγω ζώα έχουν πρωταρχικό ρόλο στην ταινία και κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε παρά να βάλει κάποιες αναγκαίες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική τους απορρόφηση. Η προσεκτική επιλογή των προβάτων (ιδίως των δύο εντυπωσιακών κριαριών) και η διακριτική καθοδήγηση τους από εκπαιδευτές γίνεται κάτι παραπάνω από ορατή απ’ τον τρόπο με τον οποίο τα πρόβατα που συμμετείχαν, ενσωματώθηκαν στο φυσιολατρικό περιβάλλον της ταινίας. Απ’ τη σκηνή που λαμβάνουν μέρος στον διαγωνισμό, μέχρι εκείνη όπου το ένα από τα κριάρια πλένεται στο μπάνιο ή εκείνη όπου τρέχουν αλαφιασμένα στο χιονισμένο τοπίο, τα ζώα ακολουθούν με παραδειγματική προσήλωση τις υποδείξεις των ειδικών (με βάση πάντα τις σεναριακές επιταγές). Κατά συνέπεια, βλέποντας κανείς την ταινία αντιλαμβάνεται πως το ζητούμενο επιτυγχάνεται. Πρόβατα και άνθρωποι κατορθώνουν να αποτελέσουν μια από κάθε άποψη εξισορροπημένη και αλληλοεξαρτώμενη κοινότητα. Η συνύπαρξη τους στην κάμερα είναι τέτοια που καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πολύ ρεαλιστικό και αληθοφανές αποτέλεσμα.
Στο τεχνικό κομμάτι της ταινίας, δεν είναι αμελητέες οι συγκυρίες, που ο κινηματογραφικός φακός προσεγγίζει με αργό και μεθοδικό τρόπο τα πρόσωπα πριν καταλήξει στις επιφάνειες των παραθύρων (ή αντίστροφα), ενώ ο μοντέρ, Κρίστιαν Λόδμφιορδ, εναλλάσσει χωρίς να γίνεται κατάχρηση τα ακινητοποιημένα και ανοιχτά πλάνα της πανέμορφης υπαίθρου με τις διαπροσωπικές στιγμές. Θαυμάσια φωτογραφημένη, η απομακρυσμένη ισλανδική κοιλάδα από τον Στούρλα Μπραντ Γκρόβλεν, αφουγκράζεται και δίνει υπόσταση στις αλλεπάλληλες κλιματολογικές (ή και συναισθηματικές) μεταστροφές και διακρίνεται τόσο για τις στιγμές που είναι σχετικά καθαρός ο ουρανός, όσο και για εκείνες που ξεσπάει μια μανιασμένη και ολόλευκη χιονοθύελλα. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για τη διαχείριση των εσωτερικών χώρων, είτε πρόκειται για τον τρόπο που υποδεικνύεται ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο (το αυτοσχέδιο δέντρο από κεράκια), είτε για εκείνον που εισέρχεται το φυσικό φως μέσα στον στάβλο (όταν ανοίγει η κεντρική πόρτα). Το μουσικό σκορ που επεφύλαξε ο Άτλι Όρβαρσον μολονότι ακολουθεί έναν σκοτεινό, οριακά ελεγειακό τόνο, κατορθώνει να μην γίνει καταθλιπτικό και αποκαρδιωτικό. Προσαρμοσμένο καθώς είναι, ακολουθεί με επιτυχή τρόπο το αλλοπρόσαλλο, ειρωνικό πνεύμα που χαρακτηρίζει ολόκληρη την ταινία. Σύντομα θέματα που τα διακρίνει η μινιμαλιστική προσέγγιση και αποσκοπούν στη συναισθηματική εξερεύνηση του αδιόρατου ψυχισμού των ηρώων. Η παρουσία των εγχόρδων (βιολοντσέλο, βιόλα) είναι ισχυρή, ξεχωρίζει όμως, η υπαινικτική συνεισφορά ενός ακορντεόν (‘Scrapie’), η ανατριχιαστική υποσημείωση του αερόφωνου (‘Into the Highlands’) και η αποκαλυπτική μελωδικότητα ενός πιάνου που στην πορεία συνδιαλέγεται μ’ ένα βιολί (‘After the Storm’).
Συνεκτιμώντας, τον συνθετικό παράγοντα, οι ‘Δεσμοί Αίματος’ αποτελούν μια μικρή, αλλά ολοκληρωμένη πρόταση. Το γεγονός, πως προέρχονται από τη μακρινή Ισλανδία εντείνει τη διαπίστωση αυτή, τίποτα όμως, δεν θα συνέβαινε αν δεν διέθετε ένα πρωτότυπο σενάριο που έχει στον πυρήνα του, τον άνθρωπο και την αρμονική συνύπαρξη του με το περιβάλλον (είτε αυτό αφορά τους ίδιους ανθρώπους, είτε τα οικόσιτα ζώα που έχει στην κατοχή του). Μια διαχρονική ιστορία συμφιλίωσης που είναι με τέτοιο τρόπο ειπωμένη, ώστε να γίνεται ευθύς αμέσως αντιληπτή και γι’ αυτό ιδιαίτερα αγαπητή από ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Η τραγελαφική ασυμφωνία ανάμεσα σε δύο αδέλφια αποκτάει μυθολογικές προεκτάσεις που ξεπερνούν τη σφαίρα του ιδεατού για να υπενθυμίσουν την αναγκαιότητα της ανθρώπινης συμπόρευσης και τη θυσία που μπορεί να εμπεριέχει μια τέτοια ενέργεια. Τα δύο αδέλφια, θα χρειαστεί ν’ αποχωριστούν τα πάντα και να βρεθούν απογυμνωμένα στον κίνδυνο, για ν’ αντιληφθούν το πόσο απαραίτητα είναι το ένα για το άλλο. Μονάχα τότε θα μπορέσουν να αγκαλιαστούν με ανιδιοτελή και εγκάρδιο τρόπο. Όταν δηλαδή, μπορέσουν να καταλάβουν το πόσο ασήμαντα και παιδιάστικα είναι όλα εκείνα για τα οποία συγκρούονταν, μπροστά στην ισχυρή πιθανότητα να χάσει μια για πάντα ο ένας τον άλλον. Η αγάπη μπορεί να μην κυριαρχεί με τη μέθοδο που κανείς προσμένει, το πράττει όμως, μ’ έναν μεγαλειώδη τρόπο και ένα αξιομνημόνευτο φινάλε που μένει χαραγμένο για πολύ καιρό στον νου του θεατή. Κατόπιν τούτου είναι σχεδόν βέβαιο, πως ο Γκρίμουρ Χακόναρσον, δεν θα καθυστερήσει να μας απασχολήσει ξανά και πιθανώς με εξίσου υπέροχα αποτελέσματα στο κοντινό μέλλον.