Human
Στο εξαιρετικά απαιτητικό σχέδιο, ‘Human‘, διακόσιες προσωπικές συνεντεύξεις – πορτρέτα, επιλέγονται για να δείξουν διαφορετικές οπτικές για το τι είναι αυτό που μας μετατρέπει σε ανθρώπους. Ο Γιαν Αρτίς-Μπετράν, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και περιβαλλοντολόγος, αφιέρωσε τρία ολόκληρα χρόνια σε εξήντα χώρες, για να περισυλλέξει και να απαθανατίσει τα αρχέγονα και οικουμενικά συναισθήματα που ελλοχεύουν και αναδύονται σε κάθε μια από τις ατομικές διηγήσεις, περισσότερων από δύο χιλιάδων, ανδρών – γυναικών. Η χαρά, η στενοχώρια, η αγωνία, η ελπίδα, ο φόβος, το θάρρος, η αγάπη, το μίσος, όλα τα θεμελιώδη συναισθήματα ενυπάρχουν στις σύντομες ιστορίες και καταλήγουν να συνθέτουν, παρά τις θρησκευτικές, γεωγραφικές, κοινωνικές ή οικονομικές αποστάσεις, μια αντιπροσωπευτική, αδιαίρετη εικόνα για τον άνθρωπο. Τα αντικρουόμενα συναισθήματα και οι διαφορετικές, πολιτισμικές καταβολές, ενεργούν σαν αντανάκλαση και σαν προέκταση του ενός για τον άλλον. Ο Αρτίς-Μπετράν, βουτάει στον ψυχισμό των ανθρώπων που κινηματογραφεί και καταθέτει τη φωτεινή και σκοτεινή τους αλήθεια για να αποκαλύψει όλα όσα μας ενώνουν.
Το ντοκιμαντέρ, κατάφερε να ολοκληρωθεί με την αμέριστη αρωγή και υποστήριξη, δύο μη κυβερνητικών ιδρυμάτων, ‘GoodPlanet‘ και ‘Bettencourt Schueller Foundation‘. Στο πρώτο από αυτά, μάλιστα, ιδρυτής είναι ο σκηνοθέτης. Γνωστός για τις περιβαλλοντολογικές του ανησυχίες και τον αγώνα που δίνει απέναντι στην κλιματική αλλαγή, ο Γιαν Αρτίς-Μπετράν, αγωνίστηκε προσωπικά για να ολοκληρώσει και να παραδώσει έγκαιρα στο ευρύ κοινό, το μεγαλεπήβολο του όραμα. Από το 2012, ο ίδιος και το επιτελείο του (σκηνοθέτες, τεχνικοί και δημοσιογράφοι), ασχολήθηκαν με αυτή την καταγραφή που στο επίκεντρο της δεν έχει μονάχα τον άνθρωπο, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον που διαβιεί. Με κάθε δυνατό μέσο διαθέσιμο στα χέρια τους, άρχισαν να συγκεντρώνουν, να οργανώνουν και να καρατομούν το συνεντευξιαζόμενο υλικό που στόχο είχε την ανεμπόδιστη διακίνηση και αναπαραγωγή του. Κινηματογραφικές αίθουσες, τηλεοπτικά δίκτυα, διαδικτυακό και δημόσιο περιβάλλον, επιστρατεύθηκαν και συνεχίζουν να λειτουργούν υποστηρικτικά για τις ανάγκες του υλικού. Ταυτόχρονα, οι εξαιρετικά προσαρμοστικές εκδοχές που προέκυψαν, επιτρέπουν τη χρήση του προϊόντος ανάλογα με τον φορέα διαχείρισης και τον διαθέσιμο χρόνο παρουσίασης.
Επομένως, δεν είναι αμελητέο που στο διαδίκτυο ενυπάρχουν τρία, μιαμισάωρα μέρη και στην τηλεόραση άλλο ένα, που η διάρκεια του αγγίζει τις δυόμιση ώρες (και αυτά αφορούν μόνο τα παραπάνω οπτικά μέσα, διατίθενται και επιπλέον εκδοχές για άλλες περιπτώσεις). Ούτε φυσικά, που οι ιθύνοντες αποφάσισαν να μην παραμείνουν στην τελική μορφή αυτού του εγχειρήματος, μα να δείξουν προσοχή και στην παρουσίαση όλων όσων προηγήθηκαν για να φτάσουν στο πολυπόθητο και τόσο απαιτητικό αποτέλεσμα. Εκτός από την επίσημη σελίδα του ντοκιμαντέρ, κομμάτι της προεργασίας που συντελέστηκε, συγκεντρώθηκε και παρουσιάζεται και στο διαδικτυακό, ινστιτούτο τεχνών και πολιτισμού, που έχει ποιήσει, η δημοφιλέστερη μηχανή αναζήτησης. Στη σελίδα της Google, που αναφέρεται στο ‘Human‘, εκτός από παρασκηνιακά ντοκουμέντα που αφορούν τη μεθοδολογία με την οποία έγιναν τα περιπετειώδη γυρίσματα, μπορεί κανείς να ανακαλύψει και να θαυμάσει, εκατοντάδες, αποκλειστικές φωτογραφίες από τα πορτραίτα των συνεντευξιαζόμενων, καθώς επίσης και εντυπωσιακές αεροφωτογραφίες που πραγματικά, κόβουν την ανάσα, από τις εξήντα χώρες που προτιμήθηκαν και συμμετείχαν σε αυτό το φαινομενικά ανέφικτο, οικουμενικό σχέδιο.
Εικόνες σαν και αυτές που βρίσκονται συγκεντρωμένες στον εν λόγω ιστότοπο, συναντάει κανείς, σε όλο το κινηματογραφικό τους μεγαλείο, καθ’ όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Από τη περιδιάβαση μιας φυλής στην απόκρημνη περιοχή ενός αμμώδους, λουσμένου από το εκτυφλωτικό φως, λόφου μέχρι τη συγκομιδή χόρτων και βοτάνων σε ένα καταπράσινο τοπίο στο πρώτο κεφάλαιο, εικόνες από καθημερινές μαζώξεις ανθρώπων, εναλλάσσονται και διακόπτουν προσωρινά τα προσωπικά ενσταντανέ. Με αυτό τον τρόπο, το ντοκιμαντέρ, μεταμορφώνεται σε κάτι που υπερβαίνει τις μικρές, ανθρώπινες διαστάσεις και αγγίζει τη σφαίρα του θεϊκού, μόνο και μόνο, για να τις ξαναβρεί στη συνέχεια και να τις αγκαλιάσει με τρόπο απλό, επουσιώδη και διεισδυτικό. Τούτη, η διαρκής εναλλαγή στην κλίμακα, δίνει οπερετικές διαστάσεις στην ομορφιά της φύσης και του τοπίου. Η συνδρομή της εναέριας κινηματογράφησης και της επιβλητικής, διεθνούς χαρακτήρα, μουσικής που συνέθεσε για τις ανάγκες του προκειμένου ντοκιμαντέρ, ο διακεκριμένος, Αρμάντ Αμάρ (‘Days of Glory’, ‘Home’, ‘Amen’), παρέχει και την απαραίτητη απόσταση για να είναι πιο ήπια, η διαδοχική παράθεση των προσωπικών εκμυστηρεύσεων και η εναλλαγή των θεματικών κατηγοριών.
Η ριζοσπαστική επιλογή δε, να αποσιωπηθεί οποιαδήποτε πληροφορία που να αφορά τους συνεντευξιαζόμενους (η χώρα προέλευσης, το ονοματεπώνυμο, η ηλικία) και η σειρά με την οποία εμφανίζονται, καταφέρνει να προβάλλει αυτούς τους ανθρώπους με ίσους όρους και να απομακρύνει τις προκαταλήψεις. Το παρουσιαστικό και η προφορά τους, βέβαια, ως ένα σημείο προϊδεάζουν. Είναι τόσο αυθεντική η αλήθεια που εκπέμπουν, όμως, και η μέθοδος που αυτή ελευθερώνεται από το σκηνοθέτη, που στοιχεία όπως αυτά, δείχνουν επουσιώδη. ‘Ένας από τους κύριους στόχους αυτού του ντοκιμαντέρ, άλλωστε, είναι να δείξει το πως οι εξώτεροι παράγοντες και οι κοινωνικές συνθήκες, καταλήγουν να διαιρούν και να χωρίζουν. Τα συναισθήματα, όσο αντιφατικά κι αν είναι, εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο και συνήθως κάτω από αντίστοιχες περιστάσεις από τη μια περιοχή του κόσμου στην άλλη. Προς την ίδια κατεύθυνση και η προτίμηση να μην εισακουστούν οι ερωτήσεις που τίθενται προς αυτούς. Έτσι, κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι να περιμένει να ακούσει ως απάντηση. Υπάρχουν στιγμές, όπου η εμφάνιση και η ανωνυμία των συνεντευξιαζόμενων, ξεγελάει και τον πιο υποψιασμένο θεατή. Εξαιρετικό και το εύρημα της ανθρώπινης παρεμβολής, κατά τη διάρκεια της ομιλίας κάποιου, εικόνες σιωπηλών ανθρώπων, διέρχονται από την οθόνη.
Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται εξαντλητικό σε κάποιον να παρακολουθήσει και τα τρία μέρη αυτού του μακρόπνοου, επικού εγχειρήματος (διάρκειας, τεσσερισήμισι ωρών) ή μια πιο συντετμημένη εκδοχή (τηλεοπτική ή κινηματογραφική) να είναι προτιμότερη, όμως, όπως και ο ίδιος θα διαπιστώσει κατά τη θέαση του πρώτου μέρους, είναι τόσο ουσιαστικά τα απόκρυφα ερωτήματα που θέτονται, συναρπαστικές οι απαντήσεις των συμμετεχόντων, εκθαμβωτικές οι λήψεις από τον ουρανό, εξαιρετικά κατανεμημένες οι ενότητες που αυτά χωρίζονται και ανθρώπινος ο τρόπος με τον οποίο ο κινηματογραφικός φακός προσεγγίζει κάθε ένα από τα πρόσωπα, που κάνει τη θέαση τους επιβεβλημένη. Ούτως ή άλλως, τα τρία μέρη μπορούν να παρακολουθηθούν σε διαφορετικές, χρονικές συγκυρίες, επιλεκτικά ή και με διαφορετική σειρά. Μπορεί το ένα να αποτελεί λογική συνέχεια του άλλου, ταυτόχρονα όμως, δύναται να λειτουργήσουν και αυθύπαρκτα. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως όσο πιο πολύ χρόνο αφιερώσει κάποιος, τόσο πιο ολοκληρωμένη άποψη θα έχει, για το μέγεθος της πολυφυλετικής και πολυγλωσσικής πρωτοβουλίας, και της πανανθρώπινης αποστολής που επιχειρεί να επιτελέσει μέσα από την αξιοποίηση παλαιών και νεωτεριστικών τεχνολογιών.
Το πρώτο κομμάτι του ντοκιμαντέρ, επικεντρώνεται στην αγάπη, τη θέση της γυναίκας, την εργασία, τη φτώχεια, την ανισότητα. Το σκέλος που αφορά την αγάπη είναι τρυφερό, μιας και οι πιο πολλές ιστορίες έχουν ευχάριστη και αναμενόμενη κατάληξη είναι όμως, η πρώτη κατάθεση ενός βασανισμένου, που συνταράζει με τη σκληρότητα της και δείχνει πως τίποτα δεν είναι μονόπλευρο και πως μπορεί ορισμένοι να διδαχθούν με λανθασμένο και αρνητικό πρόσημο την αγάπη. Ακόμη και τότε όμως, υπάρχει η ευκαιρία να σωθούν και να μάθουν το αληθινό της νόημα, να συγχωρεθούν για τα αδικήματα που έχουν πράξει και να συνεχίσουν να ζουν. Στο τμήμα που αφορά τη θέση της γυναίκας, κατατίθενται μερικές, αποφασιστικές εξομολογήσεις: ανάμεσα σε όσες έχουν κατορθώσει να χειραφετηθούν και σε εκείνες που έχουν τιμωρηθεί γι’ αυτό, αλλά ευελπιστούν ακόμη πως θα τα καταφέρουν. Η κακοποίηση, ο βιασμός, έχουν τον πρώτο λόγο εδώ, όμως, είναι μια άποψη από το αρσενικό μέτωπο που συγκινεί και αιφνιδιάζει, με την παραδοχή πως οι γυναίκες θα έπρεπε να ‘ξεκουράζονται’. Η εικόνα που δείχνει μια (χειραφετημένη;) γυναίκα να καλπάζει με ορμή σε επόμενο πλάνο, όπως και εκείνη, που ένα μικρό κορίτσι προφταίνει με τον ίδιο τρόπο ένα αγόρι, δημιουργεί τους πιο όμορφους συνειρμούς και ολοκληρώνει με ελπιδοφόρο τρόπο αυτή την αντίληψη.
Το πέρασμα στο ακόλουθο κεφάλαιο, γίνεται μέσα από μερικές εντυπωσιακές λήψεις που δείχνουν τον χορογραφημένο τρόπο με τον οποίο μια ομάδα ταλαιπωρημένων ανθρώπων σκάβει τη γη. Ο εργασιακός μεσαίωνας παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τις μαρτυρίες που ακολουθούν. Το αναπόδραστο δωδεκάωρο μιας γυναίκας, όπου το μόνο που κάνει είναι να ελέγχει αν τα μπουκάλια που τις δίδονται είναι καθαρά, συμπληρώνεται από τον αυστηρό και δουλοπρεπή τρόπο με τον οποίο εργάζονται και άλλοι. Τις μαρτυρίες θα διακόψει, ένας Έλληνας, ο οποίος ύστερα από είκοσι επτά έτη συνεχής εργασίας οδηγήθηκε στην ανεργία, βιώνοντας την πιο ντροπιαστική ταπείνωση, που δεν είναι άλλη από το να επιστρέψει στα σαράντα επτά του χρόνια στο σπίτι της μητέρας του (ομολογεί, πως φοβήθηκε την επιλογή του δρόμου). Άνθρωποι που έχουν βιώσει τη φτώχεια περνούν από το φακό και αποθέτουν τα βιώματα τους, όπως και τον καθημερινό αγώνα που καταβάλλουν για ένα πιάτο φαγητό. Η κραυγή απόγνωσης και επίκλησης για βοήθεια, μιας εξαθλιωμένης γυναίκας, στιγματίζει αυτή την ενότητα. Στο τέλος, τις ανεπαρκείς παραγκουπόλεις, διαδέχονται αναπτυγμένες, φωτογενείς πόλεις και η τραγική διαπίστωση, πως όσο και αν δουλέψεις για να αποκτήσεις τα αγαθά που επιτάσσει η κάθε εποχή, η ζωή που δαπανήθηκε γι’ αυτά, δεν εξαγοράζεται.
Στο δεύτερο μισό του ντοκιμαντέρ, τις πειθαρχημένες εικόνες ενός στρατιωτικού αγήματος που έχει την ίδια άρτια εκτελεστική δεινότητα σε κάθε σημείο του κόσμου, συμπληρώνουν, οι καταθέσεις για τα αποτροπιαστικά δεινά που προκαλούν τα πυρομαχικά. Οι εμφυλιακές συρράξεις (Συρία), τα στρατιωτικά πραξικοπήματα (Ερυθροί Χμερ), οι εθνικές εκκαθαρίσεις (Ρουάντα), παρελαύνουν μέσα από τις αφηγήσεις κάποιων επιζησάντων και συγκλονίζουν με το στοιχειωτικό βίωμα του ξεκληρίσματος της οικογένειας τους. Διακρίνεται, η μαρτυρία μιας γυναίκας, που επιβίωσε από τη γενοκτονία στη Ρουάντα, ενώ την ενότητα μονοπωλεί, ο εμφύλιος πόλεμος, που εξακολουθεί να μαίνεται με άτεγκτη ένταση στη Συρία. Οι κυνικές ομολογίες μερικών στρατιωτών (βετεράνων πολέμου και ελεύθερων σκοπευτών), δείχνουν, την άγρια και ανεπανόρθωτη μετάλλαξη που μπορεί να προκαλέσει η τυφλή αφύπνιση των δολοφονικών ενστίκτων στη ψυχολογική ισορροπία ενός ανθρώπου. H συμφιλίωση με τον εχθρό (εσωτερικό και εξωτερικό) δεν θα μπορούσε παρά να φαντάζει μονόδρομος σε κάθε μορφή σύγκρουσης. Σε μια διδακτική αντιπαραβολή, ένας Παλαιστίνιος και ένας Ισραηλινός που έχασαν τα παιδιά τους από τη συνεχή αντιπαλότητα, επιλέγουν την εκεχειρία από την αντεκδίκηση, και κάτι τέτοιο, όσο και αν παραβλέπει τα μεγέθη των δύο χωρών, λειτουργεί.
Η ομοφυλοφιλία είναι το επόμενο θέμα με το οποίο ασχολείται το ντοκιμαντέρ. Η αποδοχή και η αναγνώριση της σεξουαλικής ταυτότητας από τον περίγυρο των συνεντευξιαζόμενων ομοφυλόφιλων, δε φαντάζει καθόλου εύκολη στις περισσότερες των περιπτώσεων και αυτό είναι κάτι που απαιτεί αγώνα για να επιτευχθεί, πόσο μάλλον όταν εισπράττεις την πατρική βιαιότητα για τη σεξουαλική σου επιλογή ή καταλήγεις να κολλήσεις HIV στην προσπάθεια που καταβάλλεις για να ικανοποιήσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα. Στην αντίπερα μεριά, ένας πατέρας θα αναφέρει την ημέρα που ο γιος του ομολόγησε πως είναι ομοφυλόφιλος. Το γεγονός, πως τελικά, τον βοήθησε να το εξωτερικεύσει και τον αποδέχθηκε γι’ αυτό που είναι, δείχνει πως θα έπρεπε να συμπεριφέρεται κάθε γονιός. Η σχέση των παιδιών με τους γονείς τους και τα διδάγματα που πήραν από εκείνους (είτε επειδή αγωνίστηκαν, είτε γιατί τα παράτησαν), απασχολεί τη συνέχεια και αποδεικνύει, πως η έννοια της οικογένειας είναι πιο ευρεία από την παραδοσιακή της μορφή. Καμία ιστορία όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με την εξιστόρηση ενός πατέρα που μεγαλώνει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Ο χριστιανικός διδακτισμός που σφραγίζει αυτή την ιστορία θα διακοπεί από εικόνες με τόπους λατρείας, λίγο πριν δώσει την αφορμή για να ακουστούν απόψεις για τον θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή, όπου πέρα από το τι πιστεύει κανείς, όλες καταλήγουν στο πόσο πολύτιμη είναι η ζωή.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, αυτής της πρωτόγνωρης ανθρώπινης οδύσσειας, γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια να προσδιοριστεί η ευτυχία. Μολονότι, εκείνο που προσφέρει χαρά, παραμένει στα θεμελιώδη (η τροφή, η οικογένεια, οι σπουδές) ειδικά από ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει στη φτώχεια, αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι, είναι πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία από το να είναι κανείς ζωντανός. Ο ανάπηρος που εμφανίζεται, προσφέρει μια πιο πνευματική διάσταση στη χαρά και μια ερμηνεία που πηγάζει από τη σωματική του ατέλεια. Η μη πρόσβαση στην εκπαίδευση, θα διακόψει την προσωρινή ευδαιμονία, για να δείξει ανθρώπους που αποκλείστηκαν από το δικαίωμα στην ευτυχία, μα θυσιάστηκαν για να έχουν τα παιδιά τους τη δυνατότητα αυτή. Καθώς και νέους, που είτε αποδέχθηκαν την ευκαιρία αυτή, είτε την απαρνήθηκαν και τώρα το μετανιώνουν. Ο κοινωνικός στιγματισμός που συνοδεύει άτομα που εμφανίζουν κάποια σωματική ή νοητική δυσαρμονία (αυτισμός) ή είναι φορείς κάποιου ιού (HIV), έχει τη δική της αναφορά στο ντοκιμαντέρ και η ευτυχής, ερωτική κατάληξη ενός λεπρού, αποδεικνύει, πως πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούν να δουν πέρα από την επιφάνεια, ώστε να θαυμάσουν τα πνευματικά χαρίσματα.
Η ικανοποίηση που μπορεί να προσφέρει η κοπιαστική σπορά και η συγκομιδή των καρπών από το γενναιόδωρο χώμα, διαδέχεται, τον κοντόφθαλμο τρόπο με τον οποίο, οι άνθρωποι, αντιλαμβάνονται την ανομοιότητα και έρχεται να συναντήσει τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής (τα άμετρα καιρικά φαινόμενα, τις μειωμένες επιδοτήσεις, την ανεπαρκή σοδειά). Η καταγγελία μιας Καμποτζιανής για την υφαρπαγή της γης από έναν πολυεθνικό κολοσσό, δεν θα είναι αρκετή για να κατευνάσει την απογοήτευση της, ούτε για να αποκαταστήσει τη δρομολογημένη καταστροφή. Συγχρόνως, είναι προκλητικός ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται, ένα υπερπολυτελές κατασκεύασμα που διαθέτει πισίνες, όταν δίπλα ακριβώς, οι κάτοικοι γνωρίζουν την εξαθλίωση από τη λειψυδρία. Το τελευταίο αποτελεί λόγο ικανοποιητικό, για μετανάστευση και οι απαντήσεις που ακολουθούν, μεταφέρουν την αγωνία και την ελπίδα όσων το επιχείρησαν. Η αυτοθυσία που χαρακτηρίζει τους περισσότερους μετανάστες είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως και η προσπάθεια, να δραπετεύσουν από δικτατορικά καθεστώτα, διεφθαρμένα κράτη και εμπόλεμες ζώνες. Ο καταχρηστικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διαχωρισμένη εξουσία, δεν αφήνει αρκετά περιθώρια, παρά μόνο, αντίδραση ή διαφυγή. Στο τέλος, το ερώτημα για το νόημα της ζωής, έρχεται για να επισφραγίσει το ντοκιμαντέρ και να περιπλέξει τους ερωτηθέντες: η κληροδότηση του πλανήτη, αποτελεί έναν συλλογικό σκοπό, μια ατέρμονη αποστολή απέναντι σε κάθε αυτοκαταστροφική και βάρβαρη επιλογή.
Δεν ξέρω, αν μπορεί κάποιος να απαντήσει με σαφήνεια, για το τι είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους, έχω την εντύπωση, όμως, πως το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να το προσεγγίσει. Μέσα από συγκινητικές ή χιουμοριστικές στιγμές, μπόρεσε να αφουγκραστεί τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες, μα προπαντός να κατανοήσει πως όλα όσα μας χωρίζουν είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που θα μπορούσαν να μας ενώσουν. Μπορεί, το γεωγραφικό έδαφος, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες μιας χώρας, να διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο, σκέφτεται και ενεργεί μια κοινωνία, στην καρδιά των ανθρώπων, όμως, βρίσκονται τα ίδια αισθήματα. Επομένως, ανάλογα με την περίσταση, μπορεί να αποκαλυφθεί η πιο σκοτεινή παραλλαγή και να κυριαρχήσει η απέχθεια και η διχόνοια ή η πιο φωτεινή και να πρυτανεύσει η λογική και η αγάπη. Στο ντοκιμαντέρ αυτό, εξετάζονται και οι δύο εκδοχές και τις πιο πολλές φορές αντιπαραβάλλονται. Είναι στη φύση του ανθρώπου η ροπή προς την καταστροφή, όπως και στη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο, που η τελευταία ξεπροβάλλει, μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Η χαρμόσυνη προσδοκία που συναντάει κάποιος, σε ένα σφιχταγκαλιασμένο και όχι ομογενοποιημένο πλήθος, ίσως να είναι η απάντηση σε κάθε προσπάθεια διχοτόμησης και ο καθημερινός αγώνας που καταβάλλει ο καθένας, μια μικρή νίκη, που του επιτρέπει να προσεγγίσει την ύπαρξη του, κόντρα σε κάθε δυσοίωνο υπολογισμό ή αποτρεπτική κίνηση.
Ο Γιαν Αρτίς-Μπετράν, πολύπειρος και κατασταλαγμένος, μετά από την ανέλπιστα τεράστια επιτυχία που σημείωσε το περιβαλλοντολογικό ντοκιμαντέρ, ‘Home‘ (2009) ή το αντίστοιχης θεματολογίας εγχείρημα, ‘7 Billions Others‘, ευελπιστεί να ξεπεράσει τον πήχη που έθεσαν (600.000.000 άνθρωποι παρακολούθησαν το αρχικό από τούτα και 350.000.000 το δεύτερο και πιο απαιτητικό, σε ολόκληρη την υφήλιο), μέσα από μια πολυπολιτισμική, συμμετοχική, ανεξάντλητη πρωτοβουλία που αναδεικνύει και τοποθετεί στις αληθινές του διαστάσεις το ανθρώπινο στοιχείο. Η δύναμη των λέξεων συνδιαλέγεται με την ποιητικότητα των τοπίων και την εκφραστικότητα των προσώπων, για να κατορθώσει ο σκηνοθέτης να πλησιάσει την αλήθεια που υπάρχει πίσω από το συναίσθημα – για να μπορέσει να αγγίξει την καρδιά του προβλήματος. Όπως, παραδέχεται και ο ίδιος, μέσα στη σπουδαιότητα της απλότητας του, ”είμαι ένας άνθρωπος ανάμεσα σε επτά δισεκατομμύρια. Τα τελευταία, σαράντα χρόνια, φωτογραφίζω τον πλανήτη και την ανθρώπινη ποικιλομορφία και νιώθω πως το ανθρώπινο είδος δεν έχει προοδεύσει. Εξακολουθούμε, να μην μπορούμε να συνυπάρξουμε”. Αυτή η πολύ σκληρή παραδοχή, γίνεται παραπάνω από αισθητή και στο μεγαλόπνοο ντοκιμαντέρ, μονάχα που ο Γιαν Αρτίς-Μπετράν, δεν παραμένει παθητικός απέναντι της. Η προσπάθεια που καταβάλει, σκοπό έχει να αποδείξει, πως κάτι τόσο ιδεαλιστικό μπορεί να γίνει εφικτό, αν καταφέρουμε να κοιτάξουμε μέσα μας και απομονώσουμε τις πλασματικές ανάγκες του υλικού κόσμου. Ίσως τότε, γυμνοί καθώς θα είμαστε, να καταφέρουμε να συνδιαλεχθούμε με τον ψυχικό πλούτο του άλλου. Οι ατομικές συνεντεύξεις που συγκέντρωσε και ο τρόπος που παρατίθενται, κατορθώνουν να δημιουργήσουν αυτή την παροδική ψευδαίσθηση και να δείξουν έναν κόσμο που υπό προϋποθέσεις δύναται να υπάρξει, ειρηνικά και αρμονικά.