Aquarius
Στο ‘Aquarius’, ο Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο επιτυγχάνει μέσα από την προσωπογραφία μιας ανεξάρτητης, καταξιωμένης και ευκατάστατης γυναίκας (στον απαιτητικό ρόλο, η κορυφαία ηθοποιός της Βραζιλίας Σόνια Μπράγκα, που έγινε ευρύτερα γνωστή από τη συμμετοχή της σε ταινίες όπως, το ‘Φιλί της Γυναίκας Αράχνης’ και τηλεοπτικές παραγωγές, όπως το ‘The Burning Season’), να ασκήσει βραδύκαυστα και μεθοδικά (και με βάση τα όσα απρόσμενα και άσχημα συμβαίνουν και ταράσσουν την ήρεμη, σχεδόν εξιδανικευμένη καθημερινότητα της ηρωίδας), δριμύτατη κριτική στη συνήθεια ορισμένων οικονομικά ισχυρών ανθρώπων, να επιβάλλουν με κάθε τρόπο, τα προσοδοφόρα και αδιαλείπτως εκτεινόμενα τους σχέδια. Αποτελώντας ένα πολυεπίπεδο κινηματογραφικό έργο, που φέρνει σε σύγκρουση το παλιό με το νεότερο, το ρομαντικό με το τεχνοκρατικό, το αντισυμβατικό με το τυποποιημένο, το εκλεπτυσμένο με το χυδαίο, το ‘Aquarius’, σχολιάζει με ενδιαφέροντα, ενίοτε αλληγορικό ή υπαινικτικό τρόπο, τη μέθοδο με την οποία ανοικοδομείται η σημερινή Βραζιλία: ολόκληρα παραθαλάσσια συγκροτήματα εξαγοράζονται έναντι δελεαστικών προσφορών και στη θέση τους ανεγείρονται θεόρατα, απρόσωπα, σύγχρονα κτίρια, που παραχωρούνται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή μετατρέπονται σε ξενοδοχειακές μονάδες. Η ταινία, πάντως, ναι μεν αφήνει πάσης φύσεως αιχμές (κοινωνικές, πολιτικές), τούτο όμως είναι κάτι που το κάνει, δίχως να παραβλέπει τον καθημερινό βίο και τις επικρατούσες συνήθειες της πρωταγωνίστριάς του. Τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο, η τελευταία, γεμίζει τον χρόνο της, αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα, ανακαλεί το μακρινό παρελθόν και είναι άρρηκτα συνδεμένη, όχι μονάχα με τους ανθρώπους που την αγαπούν και την επισκέπτονται τακτικά, αλλά και με το καθεαυτό κτιριακό οικοδόμημα στο οποίο πέρασε και συνεχίζει να διάγει την πολυζηλεμένη ζωή της.
Ανάγοντας, το άλλοτε μοντέρνο κτίριο, σε δεύτερο (ομοταγή) πρωταγωνιστή της ταινίας, ο Βραζιλιάνος Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο στη δεύτερη (μόλις) μεγάλου μήκους ταινία του (έχει προηγηθεί το συμπαθέστατο, ‘Ήχοι της Γειτονιάς’, 2012) διερευνά την ιδιοσυστασία αυτής της γυναίκας, που παρά την προχωρημένη της ηλικία εξακολουθεί και παραμένει δυναμική, και χαρίζει έναν ρόλο ζωής στη Σόνια Μπράγκα και μια ταινία η οποία μπορεί να μην είναι αψεγάδιαστη (η διάρκεια της ξεπερνάει τα 140 λεπτά, όπερ σημαίνει πως ορισμένες σκηνές κρατούν περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, άλλες πάλι δείχνουν περιττές ή αδιάφορες, ενώ η πολιτική νύξη βρίσκεται σε ένα πρώτο και ως ένα βαθμό καλυμμένο επίπεδο), παρουσιάζει, όμως, μια κινηματογραφική εικόνα διαφορετική από εκείνη που έχουμε συνηθίσει σε έργα βραζιλιάνικης παραγωγής, τέτοια που βρίσκεται πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα.
Με προσοχή στη λεπτομέρεια και κινηματογραφικό χρόνο που δίνει τη δυνατότητα στην κεντρική ηρωίδα να ξεδιπλώσει τον χαρακτήρα της, ο Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία που απαιτεί από το θεατή να μην αποθαρρυνθεί από τη διάρκειά της και να παραδοθεί σε αυτή, για να ανακαλύψει τα μυστικά και της ποικίλες προεκτάσεις της. Αρκεί, κάποιος να παρακολουθήσει την αρχική σεκάνς, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι, το πόσο όμορφα έχει προσδώσει υπόσταση στο παρελθόν της πρωταγωνίστριας και ποιο είναι το σκηνοθετικό ύφος που ακολουθεί. Εκεί, που κάποιος άλλος δημιουργός, θα παρουσίαζε το πισωγύρισμα στον χρόνο μέσα σε ολίγα λεπτά ή με θραυσματικές εικόνες, ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης εμμένει, μιας και το αντιμετωπίζει με απόλυτο σεβασμό και τρόπο ισοδύναμο με αυτόν που επιδεικνύει και στο κομμάτι της ταινίας που διαδραματίζεται στο παρόν. Πιο συγκεκριμένα, με απαράβλητη διεύθυνση στη φωτογραφία (Πέντρο Σοτέρο και Φαμπρίτσιο Ταντέουο), ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει στη δεκαετία του 1980, εκεί όπου η Κλάρα (Σόνια Μπράγκα) από μια βόλτα με το αυτοκίνητο και την ακρόαση ενός νέου τραγουδιού με τους αγαπημένους της φίλους, θα παραβρεθεί σε μια οικογενειακή γιορτή, που την περιμένουν όλοι με ορθάνοικτες αγκάλες. Σε ένα οικοδόμημα, όπου διαμένουν και άλλοι (συγγενείς και φίλοι), πραγματοποιούνται τα γενέθλια μιας πολυαγαπημένης θείας, ενόσω ταυτόχρονα, γιορτάζεται και ο θαρραλέος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η Κλάρα, τον καρκίνο. Αυτό που προέχει σε αυτό το μακροσκελές στιγμιότυπο, πέρα από το να μας συστήσει την Κλάρα και να γίνει μια αναφορά στην ταλαιπωρία που πέρασε, είναι να παρουσιάσει τον περίγυρό της, το πόσο δεμένοι είναι αναμεταξύ τους και το πώς ο αρχιτεκτονικός χώρος καταφέρνει να μετατραπεί σε μια ζεστή φωλιά και να συσπειρώσει μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων.
Τη γεμάτη ζωντάνια, μπρίο, αλλά και έντονους συναισθηματισμούς στιγμή, θα διακόψει το πολύ πιο ήσυχο παρόν. Μπορεί εκ πρώτης όψεως, ο υποδειγματικά διακοσμημένος χώρος να λειτουργεί αποκαρδιωτικά για τον θεατή από τη στιγμή που φαίνεται, πως δεν φιλοξενεί στα ευήλια και ευρύχωρα δωμάτιά του αρκετό κόσμο, η Κλάρα όμως, φροντίζει αμέσως να καταστήσει κατανοητό, πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει για την ίδια, μιας και εξακολουθεί να διαβιεί στο μέρος τούτο, όντας ευτυχισμένη. Από τη στιγμή, που θα βγει από το οίκημά της και θα κατευθυνθεί στην παραλία για να επιδοθεί σε ένα τελετουργικό που προκαλεί γέλιο, μέχρι εκείνη που θα επιστρέψει, θα συνδιαλεχθεί με την έμπιστη υπηρέτριά της (Λατζάνι), και έπειτα θα χαλαρώσει στην αιώρα της, φαίνεται πως παρά το γεγονός, πως τα παιδιά της ενηλικιώθηκαν, ο σύζυγός της απεβίωσε νωρίς και τα υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου άδειασαν, η ίδια, όχι μόνο συνεχίζει να παρίσταται εκεί, μα αισθάνεται πλήρης και γιομάτη.
Ο Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο, φυσικά, αποκαλύπτει προοδευτικά τα δεδομένα που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση της Κλάρα και αυτό προσδίδει μια έλλειψη προσποίησης, κατά την παράθεση των όποιων πληροφοριών. Την ειδυλλιακή κατάσταση, πάντως, θα διακόψει παροδικά, η απροειδοποίητη έλευση δύο άγνωστων ανδρών. Οι συγκεκριμένοι εργάζονται σε μια κατασκευαστική εταιρεία που έχει εξαγοράσει όλα τα διαμερίσματα της οικοδομής. Δεν είναι η πρώτη φορά που την απασχολούν εκπρόσωποι από την εταιρεία, είναι η πρώτη όμως, που έρχεται, ο Ντιέγκο (Ουμπέρτο Καράο), ο επιμορφωμένος στην Αμερική εγγονός του ιδιοκτήτη της εταιρείας και μάλιστα με μια γενναιόδωρη προσφορά, προκείμενου να πείσει την Κλάρα να εγκαταλείψει το αρχιτεκτόνημα που συναπαντάται στο παραθαλάσσιο Ρεσίφε. Ήδη, από τη συνάντηση τούτη, η Κλάρα θα δείξει, πως όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για οποιαδήποτε προσφορά (λίγο αργότερα, θα σκίσει τον φάκελο που θα της δώσουν), μα και πως, γνωρίζει πως να θέτει τα όριά της και να αντιδρά, όποτε κάποιοι τα διαπερνούν με τόσο επίμονο τρόπο (δεν θα τους αφήσει να εισέλθουν στην κατοικία της και με συνοπτικές διαδικασίες θα τους διώξει). Η Κλάρα, συνταξιοδοτημένη δημοσιογράφος και επιτυχημένη συγγραφέας βιβλίων μουσικής δεν έχει ανάγκη τα χρήματα και τον ακριβό τρόπο ζωής, και καθώς θα δείξει και η βόλτα της στην παραλία χαίρει ακόμη της εκτίμησης του κόσμου που συναντά (τη φωνάζουν Ντόνα Κλάρα) ή της σαγήνης που προκαλεί στους άνδρες (κατά την έξοδό της για χορό με τις φίλες της, θα την προσεγγίσει ένας θελκτικός αρένας, ενώ όταν θα ζητήσει τη βοήθεια του ναυαγοσώστη στην παραλία, αυτός θα νομίσει πως τον φλερτάρει). Επομένως, δεν αποζητά χρήματα, αναγνώριση ή σχέση, εκείνο που ποθεί περισσότερο είναι αυτό που δείχνει πως απολαμβάνει στο αρχιτεκτόνημα που δανείζει τον τίτλο του και στην ονομασία της ταινίας (Aquarius): η απαρεμπόδιστη θέα από τα ανοίγματα της οικοδομής, η προσβασιμότητα που έχει αυτό στην απέραντη ακτογραμμή, η απόλαυση του να ακούς ένα πολυαγαπημένο τραγούδι από αυθεντικό βινύλιο με συνοδεία κάποιο καλό κόκκινο κρασί.
Απλά, μα ουσιώδη πράγματα, που δεν υποκαθίστανται εύκολα με μια μετοίκηση σε κάποια περιοχή, που φαινομενικά θεωρείται καλύτερη ή και πιο ταιριαστή για την ηλικία, το φύλο και την τάξη της Κλάρα. Ούτως ή άλλως, οι καθεαυτές αναμνήσεις της ηρωίδας ευρίσκονται συγκεντρωμένες εκεί, και αραιά και που, βρίσκουν τον τρόπο να επανεμφανιστούν (κατά βάση, στα όνειρά της). Όπως, όταν θα συνευρεθεί σεξουαλικά με κάποιον σφριγηλό εραστή και η σκιά ενός ανδρός θα την επισκεφθεί (το πνεύμα του πεθαμένου συζύγου) και όταν θα αναφερθεί σε μια παλιά παραδουλεύτρα που δούλευε στις υπηρεσίες της οικογένειας και η επαίσχυντη πράξη που διέπραξε θα επαναληφθεί (το πνεύμα της διωκόμενης υπηρέτριας).
Επικεντρωμένο, ολόκληρο το πρώτο σκέλος στην καθημερινότητα και τις κοινωνικές επαφές της ηρωίδας, ο σκηνοθέτης προετοιμάζει για ένα διαφορετικού ύφους δεύτερο μέρος (πολύ πιο αγωνιώδες και τεταμένο), μιας και οι συναντήσεις της Κλάρα με τον Ντιέγκο και άλλους υπαλλήλους, γίνονται ολοένα και πιο συχνές (αιτία, τα διάφορα πράγματα που μεταφέρουν στους άδειους ορόφους). Τη νηνεμία στο διαμέρισμα της Κλάρα, θα διακόψει η εμφάνιση ενός θορυβώδους πλήθους, το οποίο θα καταλήξει σε διαμέρισμα, που βρίσκεται ακριβώς επάνω από το δικό της. Το τι θα επακολουθήσει από την προσέλευση τούτου του ξέφρενου και αχαλιναγώγητου πλήθους μένει να διαπιστωθεί επί της οθόνης. Το σίγουρο είναι πως, θα δοκιμάσει την υπομονετικότητα της ηρωίδας, ενώ συγχρόνως, θα δώσει το έναυσμα, για να αποκαλύψει εκφάνσεις του χαρακτήρα της, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν διαφανεί. Θα ακολουθούσουν και άλλες προσελεύσεις αγνώστων, που όλες θα είναι παρακινούμενες από τον Ντιέγκο και κύριο σκοπό θα έχουν να εξοργίσουν την Κλάρα και να την αναγκάσουν να υπαναχωρήσει και να αποδεχθεί τη δελεαστική προσφορά της εξαγοράς. Σε όλες όμως, τις περιπτώσεις, παρά το ξάφνιασμα και την αναστάτωση, θα παραμείνει αταλάντευτη. Τον θυμό της, εν μέρει, θα μπορέσει να τον βγάλει σε μια λεκτική αντιπαράθεση που θα έχει με τον Ντιέγκο και είναι σε αυτό το σημείο που η ταινία γίνεται αρκούντως διεισδυτική. Με τις κατηγορίες που ακούγονται, να αναφέρουν την τάξη που ανήκει ο καθένας, η λογομαχία θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής: μπορεί τα παιδιά των πλουσίων να είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής και τώρα να επιζητούν το μερίδιό τους σε αυτό το κράτος, οι φτωχοί όμως, που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσουν, διδαχθήκαν κάτι που είναι αρκετά πιο σημαντικό (τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς).
Ο τιποτένιος αρχιτέκτονας, πάντως, θα αφήσει υπονοούμενα για την καταγωγή της Κλάρα (θα υπαινιχθεί, πως η μελαμψή της απόχρωση δεν δικαιολογεί την ανέλιξη της οικογένειάς της). Σε μια ταινία, όπου η ηρωίδα έχει στις υπηρεσίες της μια σκουρόχρωμη οικιακή βοηθό (όπως, πιθανώς και κάθε άλλο μέλος της αξιότιμης οικογένειάς της), ο Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο υφαρπάζει την ευκαιρία, για να φέρει τον καταδυναστευμένο και περιθωριοποιημένο πληθυσμό των γηγενών και των λοιπών δουλοπρεπών στο προσκήνιο, όπως και να επιδείξει μια επίπλαστη ισορροπία, ανάμεσα στις δύο τάξεις. Σε μια έξοχη σκηνή, μάλιστα, η ηρωίδα θα επισκεφθεί τη φτωχική οικεία της υπηρέτριάς της, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της παραθαλάσσιας περιοχής. Μαζί με τον ανιψιό και τη νέα του φιλενάδα, θα διασχίσουν την ακτογραμμή, θα περάσουν το αόρατο σύνορο (τα λιμνάζοντα νερά μιας αποχέτευσης) και θα παραβρεθούν σε αυτή, για να γιορτάσουν με εγκαρδιότητα και θέρμη τα γενέθλιά της.
Έχοντας, απολέσει το μονάκριβο γιο της σε τροχαίο ατύχημα και αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα της Κλάρα, η υπηρέτρια αισθάνεται την τελευταία σαν οικογένεια. Η ίδια η Κλάρα της επιτρέπει να σκέφτεται και να νιώθει έτσι, γι’ αυτό και εκείνη, παρά τον καθορισμένο και περιορισμένο ρόλο της θα πάρει θέση, όταν θα της δοθεί η δυνατότητα (θα καταφερθεί με αποστομωτικό τρόπο εναντίον του Ντιέγκο). Η αναφορά του Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο, βέβαια, στη φυλετική ταξικότητα δεν προσεγγίζει σκοτεινές περιοχές, ούτε μπήγει βαθιά το μαχαίρι, εκτός από όταν μνημονεύεται η υπηρέτρια που τους καταλήστεψε στο παρελθόν. Ακόμη και τότε, πάντως, πιο πολύ το κάνει για να δείξει το πόσο απρεπώς συμπεριφέρθηκε αυτή απέναντί τους, παρά η οικογένεια στην ίδια ή στο να οδηγηθούν σε ένα συμπέρασμα, που να καταλήγει, πως στην πράξη αυτή ενδεχομένως, να οδηγήθηκε από τη φτώχεια. Είναι σημαντικό, όμως, που αντιπαραβάλλει τον Ντιέγκο με τη Λατζάνι και επιτυγχάνει να δείξει την κατωτερότητα και ανηθικότητα του φιλόδοξου νεαρού απέναντι στην ανθρωπιά και την καλοσύνη της πειθήνιας γυναίκας. Θα μπορούσε να πει κάποιος, πως ενυπάρχουν στιγμές που η Κλάρα, βρίσκεται πιο κοντά με την υπηρέτριά της, παρά με κάποιον της τάξεως της. Στην αρχική σκηνή άλλωστε, φαίνεται, πως οι οικιακοί βοηθοί διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη ζωή του οίκου, μιας και συμμετέχουν στις οικογενειακές, εορταστικές εκδηλώσεις.
Στο ‘Aquarius’, όμως, ο σκηνοθέτης περισσότερο ενδιαφέρεται να καταδείξει τις προθέσεις της σημερινής, νεόπλουτης και αναμφισβήτητα πιο εκπαιδευμένης γενιάς, τον τρόπο με τον οποίο παραδίδεται η χώρα στις υπεροπτικές βλέψεις μιας ολιγαρχικής κάστας, όπως και το πώς μετασχηματίζεται σε κάτι που δεν είναι αντιπροσωπευτικό για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, μιας και οι πρωτοβουλίες διευρύνουν πιο πολύ, το ήδη βαθύτατο χάσμα ανάμεσα στους εύπορους και τους ανεπαρκείς. Το πώς αποσαθρώνεται και καταστρέφεται μια τόσο μεγάλη σε μέγεθος και παρελθόν, λατινογενής χώρα, βρίσκει την αρμοστή ενσάρκωσή του στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται να εκδιωχθεί, στην τελευταία πράξη, η Κλάρα από τον Ντιέγκο (η αδιανόητη μέθοδος αποκαλύπτεται με την είσοδο στα επάνω διαμερίσματα). Σε αυτή την άτυπη σύρραξη με τα μεγάλα επιχειρηματικά – επενδυτικά συμφέροντα, η Κλάρα, ναι μεν θα έχει τη στήριξη της οικογένειάς της, στην πραγματικότητα όμως, η τελευταία, θα προτιμούσε να τη δει να αποδέχεται την πρόταση και να εγκαταλείπει αμαχητί το Aquarius. Κατόπιν τούτου, είναι η αναγνωρισιμότητα και οι επαγγελματικές διασυνδέσεις, που θα την βοηθήσουν να περάσει στην αντεπίθεση και να βρεθεί σε θέση ισχύος σε κάτι που φάνταζε πέρα για πέρα δυσοίωνο και προδιαγεγραμμένο, όπως επίσης, η ανυποχώρητη επιθυμία να αντισταθεί και να υποστηρίξει κάτι, που ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη προσωπικότητά της.
Σε μια εξαιρετικά τεταμένη, κοινωνική και πολιτική περίοδο για τη Βραζιλία, κατά την οποία η 36η Πρόεδρος της χώρας Ντίλμα Ρούσεφ κατηγορήθηκε για λογιστικές ατασθαλίες (ήτοι, ότι στρέβλωσε τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού, για να επανεκλεγεί το 2014) και εν συνεχεία αποπέμφθηκε από την προεδρία (η Κάτω Βουλή ψήφισε υπέρ της αποπομπής της και έτσι, η εξουσία παραδόθηκε στον Μισέλ Τεμέρ, τον δεξιό Αντιπρόεδρο, που την ίδια στιγμή εμπλεκόταν στο πολύ πιο σοβαρό σκάνδαλο της πετρελαϊκής εταιρείας Petrobras), μια ταινία από την ταλαίπωρη και ασταθή χώρα, θα προκαλούσε τεράστια αίσθηση στο 69ο Φεστιβάλ των Κανών με τον ουσιαστικό τρόπο με τον οποίο επιχειρούσε να προσεγγίσει τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα (αν και όπως, το ‘Toni Erdmann’ της Μάρεν Άντε και το ‘Paterson’ του Τζιμ Τζάρμους, θα έφευγε χωρίς κάποιο βραβείο από την τελετή απονομής) και θα έδινε την αφορμή στο αξιόλογο καστ της ταινίας να δείξει την αμέριστη συμπαράστασή του στη Ντίλμα Ρούσεφ (κατά την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, τόσο στο κόκκινο χάλι όσο και εντός της χλιδάτης αιθούσης του Palais De Festivals, το καστ θα έβγαζε πλακάτ που μεταξύ άλλων έγραφαν, ‘Ένα πραξικόπημα λαμβάνει χώρα στη Βραζιλία’, ‘Θα αντισταθούμε’, ‘Ο κόσμος δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτή την παράνομη κυβέρνηση’). Θα ήταν τέτοια η αναταραχή που θα προκαλούσε η ταινία στο εσωτερικό της χώρας, που εκτός από το ότι τα δεξιόστροφα ειδησεογραφικά μέσα θα εγκαλούσαν σε μποϊκοτάζ της ταινίας, κατά την έξοδό της στους κινηματογράφους της Βραζιλίας, η ίδια η τόσο αμφισβητούμενη, νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, δια μέσου του αρμόδιου Υπουργείου Πολιτισμού, ακολουθώντας κάθε άλλο παρά αντικειμενικά κριτήρια, δεν θα επέτρεπε στην ταινία να αποτελέσει την επίσημη πρόταση της Βραζιλίας στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας, στα 89α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (τη θέση της θα έπαιρνε το ‘Little Secret’).
Ακόμη κι έτσι, και παρά τα όποια αξιόμεμπτα προβλήματα στη ροή της ταινίας ή ορισμένες σεναριακές αυθαιρεσίες και υπεκφυγές, ο Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλο κατόρθωσε να βρεθεί στο κινηματογραφικό επίκεντρο, να συγκεντρώσει ουκ ολίγες εγκωμιαστικές κριτικές και να δεχθεί την αγάπη του κόσμου, για μια τέτοια που συνομιλεί με το παρόν της χώρας. Τίποτα, όμως, δεν θα ήταν το ίδιο αν ο σκηνοθέτης δεν δημιουργούσε έναν τόσο καλογραμμένο και σύνθετο γυναικείο χαρακτήρα όσο είναι αυτός της Κλάρα και αν φυσικά, δεν υποδυόταν το συγκεκριμένο ρόλο μια τόσο σπουδαία Βραζιλιάνα ηθοποιός όσο είναι η Σόνια Μπράγκα. Η τελευταία εμφυσά ζωή στον χαρακτήρα της και τον κάνει αληθοφανή και ευπρόσιτο από τα πρώτα λεπτά της κινηματογραφικής της εμφάνισης. Με απαράμιλλη χάρη, παραδειγματική αυτοσυγκράτηση και μια ανεξάντλητη γκάμα συναισθημάτων, ως Κλάρα, περιδιαβαίνει τα δωμάτια του διαμερίσματος, απολαμβάνει τις χαρές που προσφέρει τούτο, συνδιαλέγεται με τους φίλους και συγγενείς που την περιστοιχίζουν. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται αθροιστικά τη ζωή της, η ηρωίδα, είναι αποτέλεσμα του βίου που έκανε: του δημιουργικού επαγγέλματος, της οικονομικής άνεσης, της σεξουαλικής ελευθεριότητας, των προσωπικών απωλειών και του γεγονότος πως η ίδια κινδύνευσε να νικηθεί από τον καρκίνο. Και η Σόνια Μπράγκα μετουσιώνει όλη αυτή την αφομοιωμένη γνώση στην κινησιολογία του σώματος, τις συσπάσεις του προσώπου, την εκφορά του λόγου. Στο δεύτερο δε μέρος, που η ηρωίδα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο, για να αντιμετωπίσει όσους απειλούν να γκρεμίσουν τη ζωή που έχει χτίσει, η ικανότατη ηθοποιός καταφέρνει να εξωτερικεύσει τη συσσωρευμένη ένταση και τη δυσαρέσκεια, χωρίς να αγγίξει την ερμηνευτική υπερβολή. Με αποφασιστικότητα, πίστη και αγωνιστικότητα, κατευθύνει μέχρι τέλους την ηρωίδα της, σε μια διαδρομή που τη φέρνει σε νομοτελειακή σύγκρουση με τη νέα τάξη πραγμάτων.