Κλεφτες Καταστηματων

Πώς προσδιορίζεται ο θεσμός της οικογένειας και ποιες είναι εκείνες οι κραταιές δυνάμεις που τον συντηρούν; «Είμαστε διασυνδεδεμένοι με τις καρδιές μας», αποκρίνεται σε κάποιο σημείο της ταινίας, ο Οσάμου, ο σύζυγος της Νομπούγιο, στην Άκι, την ετεροθαλή αδερφή της τελευταίας, όταν αυτή τον ρωτάει, για το πως καταφέρνουν να συνευρίσκονται ερωτικά σε ένα οίκημα που είναι μικρό και διαμένουν τόσοι άνθρωποι, δίνοντας άλλη διάσταση στη σχέση που έχουν αναπτύξει. Σε άλλη στιγμή πάλι, ο ίδιος προσπαθεί εις μάτην, να κάνει τον περίπου δεκάχρονο Σότα, να τον αποκαλέσει πατέρα, μιας και το ανήλικο αγόρι, που καθώς φαίνεται δεν είναι δικό του, δηλώνει πως δεν αισθάνεται ακόμη έτοιμο, για να το πράξει. Μέχρι να φτάσουμε στο συγκλονιστικά αποκαλυπτικό, τελευταίο μισάωρο, αρκετές σκηνές στους ‘Κλέφτες Καταστημάτων’ επιχειρούν να δώσουν μια ευκρινή απάντηση στο ιδιαίτερα πολυεπίπεδο ερώτημα. Στιγμιότυπα που σε ορισμένες περιπτώσεις, δοκιμάζουν και τα όρια των θεσμοθετημένων κανόνων και αξιών μιας φαινομενικά καλά οργανωμένης κοινωνίας: η μη βίαιη απομάκρυνση της πεντάχρονης Τζούρι από τον Οσάμου (ενός κακοποιημένου και παρατημένου από τους βιολογικούς του γονείς παιδιού) και η ένταξή της στην παραβατική, μα γιομάτη απλόχερη αγάπη, οικογένειά του. «Ήμουν σίγουρη ότι θα ήθελε να γυρίσει στο σπίτι», λέει η υπέργηρη Χάτσουε, στη Νομπούγιο, όταν η Τζούρι αποφασίζει να παραμείνει στη λιτή τους εστία. «Νομίζεις, πως μας διάλεξε;» απαντά η Νομπούγιο και ο διάλογος που από τη μια επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα που τέθηκε και στην αρχή της παραγράφου και από την άλλη αρχίζει να ξεδιπλώνει το μπερδεμένο νήμα της μεταξύ τους (εξ αίματος;) σχέσης, συνεχίζει ως εξής. Χάτσουε: «Συνήθως, δεν μπορείς να διαλέξεις τους γονείς σου», Νομπούγιο: «Αλλά τότε, ίσως είναι πιο ισχυρό όταν τους διαλέγεις», Χάτσουε: «Τι είναι;», Νομπούγιο: «Τι είναι», Νομπούγιο: «Ο δεσμός. Ο δεσμός!», Χάτσουε: «Σας διάλεξα κι εγώ».

Αν και ο ίδιος ισχυρίζεται πως έχει μεγαλύτερη συνάφεια με το σινεμά του Μίκιο Ναρούσε ή ακόμη και με αυτό του Κεν Λόουτς, λόγω της θεματολογίας και του ύφους του, ουκ ολίγοι κριτικοί και μελετητές, τον χαρακτηρίζουν πανάξιο συνεχιστή του Γιασουχίρο Όζου. Όπως και να έχει, σε όλη τη διάρκεια της μακράς, πολυβραβευμένης καριέρας, του πολυπράγμων καλλιτέχνη (σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και μοντέρ) και βαθύτατα ουμανιστή Χιροκάζου Κόρε-Έντα, οι ελλιπείς / προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις έχουν τον κυρίαρχο λόγο. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τα παρόμοια συνταρακτικά με τους τιμημένους με τον ευπρόσδεκτο Χρυσό Φοίνικα στο 71ο Φεστιβάλ των Καννών ‘Κλέφτες Καταστημάτων’, ‘Κανείς Δεν ξέρει’ (2004) και ‘Πατέρας και Γιος’ (2013), για να το διαπιστώσει μεμιάς τούτο.

Αναλογιζόμενος την άσχημη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του για σημαντική μερίδα του κόσμου και επηρεασμένος από ένα σοκαριστικό άρθρο που διάβασε σε μια εφημερίδα και αφορούσε μια οικογένεια που είχε θάψει τα πτώματα των γεννητόρων στο οίκημά της, για να συνεχίσει να λαμβάνει το κρατικό επίδομα, ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα, χωρίς να γίνεται στιγμή διδακτικός ή αρκετά δραματικός, επιστρατεύει τα γνωστά του μέσα (τη σκηνοθετική απλότητα, την εκφραστική σαφήνεια), και ποιεί άλλη μια συναισθηματική και στοχαστική ταινία, που έχει στον πυρήνα της την οικογένεια. Όχι ένα σφιχτοδεμένο σύνολο σαν όλα τα άλλα, αλλά ένα που είναι περίπου αόρατο, μια και διαβιεί στο περιθώριο της κοινωνίας και για να τα βγάλει πέρα, επιδίδεται σε μια σειρά από αξιόποινες ενέργειες. Από το μικρότερο μέλος τούτης της ιδιόρρυθμης οικογένειας, μέχρι το μεγαλύτερο, η κλοπή είναι αδιάσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Στο εξόχως σκηνοθετημένο, εναρκτήριο πλάνο, τούτη η εξοικείωση με την εγκληματικότητα γίνεται αντιληπτή, ομοίως και η σημασία που έχει, για την επιβίωση της πενταμελούς οικογένειας των Σιμπάτα. Ο Οσάμου (Λίλυ Φράνκι), όταν δεν δουλεύει σε κάποιο υπό κατασκευή κτίσμα, μαζί με τον Σότα (Τζίο Καΐρι), τον φερόμενο σαν γόνο του, ληστεύουν καταστήματα, για να εξασφαλίσουν τα προϊόντα που χρειάζονται. Τη στιγμή που η σύντροφός του, Νομπούγιο (Σακούρα Άντο), εργάζεται σε ένα καθαριστήριο ενδυμάτων, όπου εκτός του ότι παρέχει τις νόμιμες υπηρεσίες της, αποσπά όσα προσωπικά αντικείμενα ή χρήματα βρίσκει στις τσέπες των λερωμένων ρούχων. Εκτός από τον Οσάμου, τον Σότα και τη Νομπούγιο, και η αυτάδελφη της τελευταίας, η Άκι (Μάγκου Ματσουόκα), που δουλεύει ως εργάτρια του σεξ, φιλοξενείται στο λίγων τετραγωνικών σπίτι της γηραιάς Χάτσουε (Κίριν Κίκι), που με τη σύνταξή της, φροντίζει να μην καταρρεύσει το οικοδόμημα.

Είναι τόσο μικρή η κατοικία, και παραφορτωμένη από αντικείμενα ή έπιπλα, που χρειάζεται λίγο χρόνο ο θεατής, για να προσαρμοστεί στο εσωτερικό της. Ήδη πάντως από την πρώτη του γνωριμία με τούτη, με την οικογένεια να είναι συγκεντρωμένη, νιώθει την αγάπη και τη χειροπιαστή αλληλεγγύη ανάμεσα στα πέντε μέλη της. Μπορεί να στερούνται αναπαυτικού χώρου, βασικών αγαθών και άλλων απαραίτητων παροχών, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, όμως, εκείνοι απολαμβάνουν την κοινή τους συνύπαρξη και ένα στερημένο δείπνο, σαν και εκείνο που αποτελείται αποκλειστικά από κλεμμένα προϊόντα. Τρόπον τινά, τη γαλήνη της οικογένειας, θα διακόψει η αντάμωση του Οσάμου και του Σότα, με την πεντάχρονη Τζούρι (Μίγιου Σασάκι). Σε μια κρύα νύχτα του χειμώνα, σαν και αυτή που τη συναπαντούν μοναχή και κατατρομαγμένη, άμα τη επιστροφή τους στο σπίτι, το να την φιλοξενήσουν και να της προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό, στη συνείδηση του Οσάμου, αποτελεί μόνη κατεύθυνση.

Προς στιγμήν, ο αιφνίδιος ερχομός του ανήλικου κοριτσιού, θα αναστατώσει τη Νομπούγιο, τόσο που δεν θα διστάσει να ζητήσει από τον Οσάμου να τη γυρίσει μετά από το δείπνο. Η απόφασή της, θα αλλάξει άρδην όμως, όταν δει (ή ορθότερα ακροαστεί) το περιβάλλον στο οποίο η Τζούρι διαβιεί. Αν και θα επισημάνει, πως αυτό που πράττουν μπορεί να θεωρηθεί απαγωγή και να τους βάλει σε σοβαρούς μπελάδες, τα καψίματα στα άνω άκρα της μικρής, καθώς επίσης, το αυταπόδεικτο γεγονός, πως δεν θέλουν το κακό της ή να ζητήσουν λύτρα από τους γονείς της, θα απομακρύνει τον μετρημένο αυτό λογισμό. Ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα διαχειρίζεται με λεπτότητα την ειδική περίσταση που προκύπτει, πολύ περισσότερο όταν οι ημέρες περνούν και η Τζούρι δείχνει πως εκτός του περνάει καλά, εντάσσεται απόλυτα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικογένεια των Σιμπάτα (μικρή, γλυκύτατη και ανύποπτη καθώς είναι, θα αρχίσει να κλέβει μικροπράγματα μαζί με τον Σότα). Τόσο που θα δεχθεί να παραμείνει στο οίκημα τούτο ή και να αλλάξει το στιλ της, όταν δηλωθεί στην τηλεόραση η απώλειά της. Μολονότι, οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους (εκτός από τη γνωστοποίηση της ανεξήγητης απουσίας της, τόσο ο Οσάμου όσο και η Νομπούγιο, για διαφορετικούς ο καθένας λόγους, θα χάσουν τις δουλειές τους), η περίπου θεόσταλτη παρουσία της Τζούρι, θα είναι τέτοια που θα μετριάσει την ανησυχία, θα απαλύνει την απογοήτευση και ως ένα σημείο, φυσικά, θα ζωογονήσει την οικογένεια.

Με τους εμβριθείς διαλόγους που αναφέρθηκαν στην πρώτη παράγραφο του κειμένου, να ανταλλάσσονται στο διάστημα τούτο, το πραγματικό ποιόν της οικογένειας (και του κάθε μέλους ξεχωριστά), μπορεί να μην αποκαλύπτεται, όμως προϊδεάζεται. Ούτως ή άλλως, δεν θα καθυστερήσει να έρθει η στιγμή που ο Οσάμου, θα υποδείξει σαν αδερφή του Σότα, την Τζούρι, τη στιγμή που ο τελευταίος δυσκολεύεται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε συγγένεια εξ αίματος με εκείνον, ή και αυτή που θα φανερωθεί, πως η σχέση της Χάτσουε με την Άκι, ερήμην της δεύτερης, δεν είναι και τόσο αγνή. Πρωτύτερα, πάντως, η εξαμελής οικογένεια, θα ζήσει σαν αληθινή οικογένεια. Μπορεί η ταινία να δίνει την εντύπωση πως κάνει κάποια αφηγηματική κοιλιά στο μέσο της δίωρης διάρκειάς της, όμως, αυτό είναι κάτι που τελείται, για να δείξει την πραγμάτωση αυτή. Με απλές, μα ουσιαστικές σκηνές, σαν και εκείνη όπου διαμοιράζονται ένα γεύμα και παρακολουθούν τα πυροτεχνήματα στον ουρανό (θαυμάσια η απόφαση να μην τα δείξει αυτά) ή που επισκέπτονται την παραλία και απολαμβάνουν τον λαμπερό ήλιο και το μπάνιο στον απέραντο ωκεανό, ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα, πείθει για την εξιδανικευμένη κατάσταση. Πολλώ δε μάλλον όταν διαμέσου της Χάτσουε, γίνεται σαφές πως η ολβιότητα που διακρίνει την οικογένεια, δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ ακόμη.

Πραγματικά, αμέσως μετά την επιστροφή τους από το παραθαλάσσιο μέρος, η κατάσταση θα αλλάξει εκ θεμελίων, μιας και ο θάνατος, θα τους επισκεφθεί. Σημείο που εκτός του ότι, σε πρώτη φάση, θα διασπάσει την αριθμητική τους υπερτέρηση, προς μεγάλη έκπληξη των θεατών, θα φανερώσει και μια άλλη, πολύ πιο γκρίζα πτυχή της οικογένειας. Από το πρώτο λεπτό της ταινίας, μπορεί οι Σιμπάτα να συστήνονται σαν παραβάτες, πάντως, ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα μεριμνά να τους κάνει υπέρ του πρέποντος, συμπαθητικούς και ευπρόσιτους. Γι’ αυτό και οι μεμπτές ενέργειές τους περιορίζονται στις κλοπές μικροπραγμάτων. Η σιώπηση του φυσικού θανάτου ενός ανθρώπου και η εκμετάλλευση του πτώματος όμως, εμπεριέχει και μια νοσηρότητα που ξεπερνά το όριο του ανθρωπίνως επιτρεπτού. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και για την παραβατική δράση των δύο ανήλικων τέκνων βέβαια, και είναι ευχής έργων, γιατί ο σκηνοθέτης το κατανοεί τούτο και προκαλεί κάποιους εσώτερους κραδασμούς. Όταν, η Τζούρι θα πιαστεί επ’ αυτοφώρω να κλέβει, ναι μεν δεν θα τιμωρηθεί, όμως ο Σότα, θα νιώσει δυσάρεστα. Τόσο, που βαθμιδωτά, θα αρχίσει να του καλλιεργείται η ιδέα να σταματήσει να το πράττει αυτό και να προστατέψει την Τζούρι. Μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που παρά τη φροντίδα και την ενότητα, δεν του επιτρέπει να πάει στο σχολείο, να κοινωνικοποιηθεί και να μεγαλώσει όπως τα πιο πολλά παιδιά, ο Σότα, δεν έχει μάθει να κάνει κάτι διαφορετικό. Η συμβουλευτική προτροπή του υποψιασμένου, υπερήλικα μαγαζάτορα, συνακολούθως, θα δημιουργήσει ορισμένες αμφιβολίες και τούτο είναι κάτι που επιβεβαιώνεται, τόσο από τη στάση που θα διατηρήσει, όταν ο Οσάμου του ζητήσει να σπάσει το παράθυρο ενός παρκαρισμένου οχήματος όσο και όταν προσπαθεί να επαναλάβει τη συμβουλή του καταστηματάρχη και αυτός προσποιείται πως δεν τον ακούει.

Σε μια εξαιρετικά τεταμένη σκηνή, ο Σότα θα δείξει τη στόφα του, μιας και θα θυσιάσει τον ενιαίο χαρακτήρα της οικογένειας και τη σωματική του ακεραιότητα, για να προστατέψει την Τζούρι. Η ανατροπή του διαμορφωμένου σκηνικού θα είναι ολοκληρωτική, επομένως, και τίποτα δεν θα σταθεί αρκετό, για να την αποτρέψει. Σημείο δραματουργικά ενδιαφέρον και όχι σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο, καθόσον, θα φέρει στην επιφάνεια κάθε ένα από τα άτομα της παραβατικής οικογένειας (κατά μια έννοια, θα τα κάνει ολοφάνερα στη δημόσια σφαίρα, που τα αγνοούσε ή και τα περιφρονούσε επιδεικτικά), θα τα παραβάλλει με άλλα που θεωρούνται κοινωνικώς αποδεκτά (οι βιολογικοί γονείς της Τζούρι!), ή και μεταξύ τους, ύστερα από την αποκατάσταση της αλήθειας και την αποκάλυψη των οδυνηρών μυστικών που κουβαλούν (η πικρία που θα αισθανθεί η Άκι, για τα πραγματικά κίνητρα της Χάτσουε ή το αρνητικό ξάφνιασμα του Οσάμου, από τη διαφωτιστική συμπεριφορά της Νομπούγιο).

Καθόλη τη διάρκεια, στους ‘Κλέφτες Καταστημάτων’, ανάμεσα σε πλείστα ζητήματα, που άφευκτα ανακύπτουν (και αφορούν, την ιδιότητα του ηθικού, την ανθρώπινη αποξένωση, το εργασιακό καθεστώς, την κοινωνική πρόνοια), τα ερωτήματα που τίθενται, κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με τον θεσμό της οικογένειας. Η επιστροφή της Τζούρι στην αληθινή της οικογένεια, μάλιστα, δεν θα μπορούσε παρά να επαναφέρει το αρχικό ερώτημα και να το εμπλουτίζει. Πολύ περισσότερο εφόσον, οι γονείς της, παρά την ανευθυνότητα ή και τη βαναυσότητα που τους διακρίνει, αναγνωρίζονται από την κοινωνία σαν μια ολοκληρωμένη οικογένεια, ενώ αυτή των Σιμπάτα, επ’ ουδενί λόγω. Σε μια κοινωνία σαν την ιαπωνική, που παρά το μεγάλο επίπεδο της τεχνολογικής εξέλιξης εξακολουθεί να είναι παραδοσιακή, το να μπορεί κάποιος να επιλέξει την οικογένεια που επιθυμεί και δη τοιούτη να είναι εντελώς αντίθετη από το καθιερωμένο και το συμβατικό πρότυπο, αποτελεί πράξη ανατρεπτική και σαν τέτοια είναι μη παραδεκτή. Από εκεί και πέρα, αν και το ανοιχτό τέλος, κάθε άλλο παρά είναι ευάρεστο ή εφησυχαστικό, αυτό που στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα κατέληγε σε κάτι, που θα απέβλεπε στην πρόκληση ευτελής συγκινησιακής φόρτισης και στη διαχυτική διατύπωση διαδοχικών κατηγοριών, σε εκείνα του ανατόμου / ερευνητή της ψυχής και των οικογενειακών σχέσεων Χιροκάζου Κόρε-Έντα, μετατρέπεται σε ένα χαμηλόφωνο φινάλε με τεράστια εσωτερική δύναμη και αποθέματα ανθρωπισμού. Η τελευταία σκηνή της ταινίας, αυτή που διαδραματίζεται στο λεωφορείο, παρά την αντιδραστική / εγωιστική εναντιότητα που έχει προηγηθεί στο εκχωρημένο από το κράτος διαμέρισμα του Οσάμου, διαθέτει αυτά τα στοιχεία και είναι εκείνη που επιφέρει την αργοπορημένη, αναγκαία συνειδητοποίηση, γι’ αυτό που μέχρι πρότινος υπήρξαν. Από τη στιγμή που παρανόμησαν και υπερέβησαν τα επιτρεπόμενα όρια, ο αποχωρισμός, ο εγκλεισμός και η απομόνωση μπορεί να λειτουργούν σαν παραδειγματική τιμωρία γι’ αυτούς, όμως, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο να χαρακτηρίζεται οίκημά τους, και οικογένεια, το μέρος εκείνο που ευρίσκεται η καρδιά τους.

Έχοντας δείξει και στο πρόσφατο παρελθόν πως είναι ικανός να αποσπάει έξοχες ερμηνείες ακόμη και από τους μικρότερους / ερασιτέχνες ερμηνευτές, ο Χορικάζου Κόρε-Έντα, δεν θα μπορούσε παρά να κάνει το ίδιο και στους ‘Κλέφτες Καταστημάτων’. Τόσο η Μίγιου Σασάκι που υποδύεται με χαριτωμενιά την ολιγομίλητη Τζούρι όσο και προπαντός, ο Τζίο Καΐρι που ερμηνεύει με ώριμη εκφραστικότητα τον μελαγχολικό Σότα, παρά το νεαρό της ηλικίας τους είναι αρκετά καλοί. Αναμενόμενα, αμφότεροι οι κεντρικοί, ενήλικοι ηθοποιοί, εκτός του ότι καταφέρνουν να δώσουν υπόσταση στους άριστα γραμμένους, πολυσύνθετους χαρακτήρες του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, έχουν τις στιγμές τους. Δίχως να σημαίνει, πως η παλαίμαχος και πλέον αποθανούσα Κίριν Κίκι δεν είναι απολαυστική, έτσι όπως εμφυσά ζωή στο σοφότερο και πιο αινιγματικό και υποστηρικτικό μέλος της οικογένειας, τη γερόντισσα Χάτσουε, ότι η Μάγκου Ματσουόκα, δεν αναλαμβάνει το υψηλών απαιτήσεων έργο, να αποδώσει με χάρη και αισθαντικότητα σκηνές σαν και αυτές που διαδραματίζονται σε μια επιχείρηση παροχής ερωτικών υπηρεσιών και ο Λίλυ Φράνκι, που παίζει τον ευαίσθητο μικροκακοποιό Οσάμου, την πανουργία, την ανεμελιά, αλλά και τη γονική μέριμνα που επιτάσσει ο ρόλος του, αν θα χρειαζόταν κάποιος να ξεχωρίσει κάποιον, αναπόφευκτα αυτή θα ήταν η Σακούρα Άντο που ερμηνεύει τη Νομπούγιο. Τόσο όταν ο χαρακτήρας της ταλαντεύεται στο αν θα κρατήσουν την Τζούρι και δεικνύει την αμέριστη ικανοποίησή της όταν η πεντάχρονη τους επιλέγει όσο και όταν καλείται να επιφορτιστεί όλο το φορτίο των επίμεμπτων επιλογών και φανερώνει την αλήθεια για την πραγματική προέλευση του Σότα, πίσω από το διαχωριστικό του χώρου επισκέψεων του σωφρονιστικού καταστήματος που κρατείται, εκείνη είναι συναρπαστική.

Share