Ιστορια Γαμου

Υιός του βραβευμένου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Τζόναθαν Μπάουμπακ και της επίσης συγγραφέα και πρώην κριτικού κινηματογράφου της εφημερίδας The Village Voice Τζόρτζια Μπράουν, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Νόα Μπάουμπακ, βίωσε από πρώτο χέρι το τι πάει να πει χωρισμός, όταν στην ευαίσθητη ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, οι υπερβολικά αυτάρεσκοι και ανταγωνιστικοί κηδεμόνες του πήραν διαζύγιο. Αδυναμίες συνύπαρξης και δυσχέρειες προσαρμογής που επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωσή του, και που ως ένα επίπεδο προέβαλε στην περίπου αυτοβιογραφική ταινία του ‘Δεσμοί Διαζυγίου’ (2005). Και ο ίδιος πάντως, έκανε έναν αποτυχημένο γάμο, μιας και το 2013, έλυσε τον γάμο του με την ηθοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι, έχοντας έναν υιό που ευρισκόταν στην ηλικία των εννέα ετών. Τα χρόνια πέρασαν, ο Νόα Μπάουμπακ διασυνδέθηκε ερωτικά με την πρωταγωνίστριά του σε μια από τις κορυφαίες του ταινίες (‘Frances Ha’, 2012), και τρεις λιγότερο ή περισσότερο άξιες λόγου ταινίες επακολούθησαν (με σημαντικότερη το ‘Mistress America’, 2015), όμως, καμία από τούτες δεν του χάρισε την ευρεία αναγνώριση και την καθολική κριτική αποδοχή που το πρόσφερε το ‘Ιστορία Γάμου’. Μια κάθε άλλο παρά κλασική ιστορία χωρισμού, που εκτός του ότι είναι συγκλονιστικά ερμηνευμένη από τους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς της, με διαλογικά σημεία αρκετά καλογραμμένα, σε στιγμές είναι και σκηνοθετικά ευφάνταστη. Τόσο που επιτυγχάνει να διαπεράσει τις κινηματογραφικές κατηγορίες και να αποφύγει τις ατραπούς τους μελοδράματος (όχι, δεν είναι ένα ακόμη ‘Κράμερ Εναντίον Κράμερ’, 1979).

Με επιδράσεις που εκκινούν από μια σκρούμπολ κωμωδία όπως το ‘Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει’ (1942) και φτάνουν ως ένα ψυχολογικό δράμα σαν το ‘Σκηνές από Έναν Γάμο’ (1974), ο Νόα Μπάμπουακ, αντισταθμίζει το γλυκόπικρο χιούμορ και την ψυχολογική εμβάθυνση και παρουσιάζει τη διάλυση μιας οικογένειας: την κλιμακωτά σκληρή συνειδητοποίηση και από τα δύο μέρη της κατάστασης τούτης και το πέρασμα σε ένα πλαίσιο που είναι διαφορετικό. Τη στιγμή που υποδόρια ασκεί κριτική σε ένα σύστημα που προάγει την ανταγωνιστικότητα και την προσωπική εξέλιξη του ανθρώπου, εις βάρος της αρμονικής έγγαμης συμβίωσης και που μέσω των δολερών νομικών εκπροσώπων που προσλαμβάνονται, φτάνει περισσότερο στα όριά τους, τα δυνητικά χωρισμένα ζευγάρια. Αν και σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις που παραχώρησε ο Νόα Μπάμπουακ επισημαίνει πως για τη δημιουργία της ταινίας μίλησε με δεκάδες ανθρώπους που είχαν χωρίσει ή αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα με τον γάμο τους, αναμφίβολα η εμπειρία που αποκόμισε από τον προσωπικό του γάμο, καθώς επίσης από τον έγγαμο βίο των γονιών του, ανακλάται στην ιστορία που έγραψε και σκηνοθέτησε.

Η ‘Ιστορία Γάμου’ εστιάζει σε ένα παντρεμένο ζευγάρι τριαντάρηδων καλλιτεχνών που ζει και δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη. Ο Τσάρλι (Άνταμ Ντράιβερ) είναι ένας Νεοϋορκέζος θεατρικός σκηνοθέτης της αβάν-γκαρντ. Είναι τόσο καταξιωμένος που έχει συστήσει τη δική του θεατρική ομάδα, ενόσω η τελευταία του παράσταση στέφθηκε με τέτοια επιτυχία που επρόκειτο να ξανανέβει στη σκηνή του Θεάτρου Μπρόντγουεϊ. Ο Τσάρλι έχει έναν υιό μαζί με τη Νικόλ (Σκάρλετ Τζοχάνσον). Μια προερχόμενη από το Λος Άντζελες, πεντάμορφη και αρκετά υποσχόμενη ηθοποιό του κινηματογράφου, που ερωτεύτηκε παράφορα τον Τσάρλι όταν τον πρωτογνώρισε. Και που εν συνεχεία, τον παντρεύτηκε, παίζοντας σε κάθε μια από τις παραστάσεις που σκηνοθέτησε. Αφήνοντας στην άκρη τα όνειρά της και καταπιέζοντας τον εαυτό της. Αν μη τι άλλο, μέχρι τη στιγμή που της γίνεται πρόταση να παίξει στον πιλότο μιας τηλεοπτικής σειράς που θα γυριστεί στη γενέτειρά της και για ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα αποφασίσει να πάει να μείνει εκεί με τον Χένρι (Άζι Ρόμπερτσον), τον οκτάχρονο υιό τους. Ο Νόα Μπάουμπακ συστήνει στον θεατή τους δύο ήρωες τη στιγμή που χωρίζουν. Από το τέλος δηλαδή, του κοινού τους βίου και δη με μια παράδοξη αλλά κινηματογραφικά ενδιαφέρουσα και συναρπαστική μέθοδο: παραθέτοντας με αποσπασματικές σκηνές που εμπεριέχουν αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όλα όσα ο Τσάρλι αγαπά στη Νικόλ, και αμέσως μετά όλα όσα εκείνη στον Τσάρλι. Όλα όσα θετικά πιστεύει ο ένας για τον άλλον, και είναι καταγεγραμμένα σε μια κόλλα χαρτί, μετά από παρακίνηση του ψυχολόγου και σύμβουλου γάμων, όπου επισκέπτονται. Απόψεις που όταν θα τους ζητηθεί από τον άνθρωπο τούτο να διαβάσουν ο ένας στον άλλον, εξαιτίας της αντίδρασης της Νικόλ, θα διατηρηθούν κρυφές.

Η Νικόλ θα πάει στο Λος Άντζελες, θα εγκατασταθεί στην κατοικία που διαβιεί η μητέρα της Σάντρα (Τζούλι Χάγκερτι) με την αδερφή της Κάσι (Μέριτ Γουίβερ), και θα ξεκινήσει με χαρά και ενθουσιασμό τα γυρίσματα του πιλότου της τηλεοπτικής σειράς. Κατόπιν παρότρυνσης, μάλιστα, προκειμένου να επισημοποιήσει / επισπεύσει τον χωρισμό, θα απευθυνθεί σε μια πολύ γνωστή και επιτυχημένη δικηγόρο. Στη Νόρα (Λόρα Ντερν), που έχει σταδιοδρομήσει εκπροσωπώντας διασημότητες του Χόλυγουντ. Ο Νόα Μπάουμπακ γραφεί και σκηνοθετεί με επιδεξιότητα τη συνάντηση της Νικόλ με τη Νόρα και αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από τον αφοπλιστικό τρόπο με τον οποίο συστήνεται η τελευταία στη Νικόλ όσο και από εκείνον με τον οποίον η πρωταγωνίστρια αναφέρει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στο γραφείο της. Αναφορικά με το τελευταίο, με τον φακό επικεντρωμένο επάνω της, ποιεί ένα από τα πλέον αποκαλυπτικά μονοπλάνα της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης. Ένα μονοπλάνο – μονόλογος που επιτρέπει στη Νικόλ να ξεγυμνωθεί και να φανερώσει τα αίτια.

Το ίδιο εξαιρετικά ο Νόα Μπάουμπακ αποτυπώνει και μια σκηνή σαν και εκείνη που έχει να κάνει με την επίδοση του φακέλου του διαζυγίου από την αδερφή της Νικόλ. Πόσω μάλλον όταν αυτή η σκηνή εμποτίζεται με κωμικά στοιχεία, κατάλληλα να προκαλέσουν το γέλωτα. Και να διακοπούν με τρόπο ξαφνικό όταν κακήν κακώς ο Τσάρλι μάθει για την απόφαση της Νικόλ. Απόφαση που δεν συνάδει με ό,τι είχαν συμφωνήσει άτυπα σε προγενέστερο χρόνο, και στην οποία, αν και θα επισκεφθεί έναν επίσης μεγάλο δικηγόρο σαν τον Τζέι (Ρέι Λιότα) – που θα τον τρομοκρατήσει μιας και θα πιάσει το χειρότερο σενάριο και θα ζητήσει αρκετά λεφτά – δεν θα δώσει βάση. Θα χρειαστεί να εξαντλήσει το χρονικό περιθώριο που θα τεθεί και να λάβει ένα τηλεφώνημα από την ίδια τη Νόρα, για να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης. Για να διαπιστώσει πως αν δεν βρει έγκαιρα έναν δικηγόρο, θα έχει πρόβλημα με την κηδεμονία του Χένρι. Μπορεί να πηγαινοέρχεται από τη μια άκρη της Αμερικής στην άλλη και να πιστεύει πως επειδή διέμεναν στη Νέα Υόρκη και το τέκνο τους γεννήθηκε εκεί δεν τίθεται τέτοιο θέμα, μολοταύτα, η Νικόλ και η δικηγόρος της έχουν προβεί σε μια σειρά από πράξεις που αν δεν συνετιστεί ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτός. Την τελευταία στιγμή, με τη βοήθεια της πεθεράς του που τον αγαπά, ο Τσάρλι, θα επισκεφθεί έναν (συνταξιοδοτημένο πια) οικογενειακό δικηγόρο. Τον Μπερτ (Άλαν Άλντα), που εκτός του ότι δεν παίρνει πολλά χρήματα, έχει μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση. Και συγκαταβατική, γνωρίζοντας ποια είναι η αντίδικος συνάδελφος. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο Τσάρλι θα βρεθεί σε ένα κυκεώνα από τον οποίο δεν θα μπορεί να αποδράσει. Το ίδιο όμως, και η Νικόλ, που τραβάει ολοένα και παραπάνω στα άκρα τα πράγματα, εφόσον ο Τσάρλι, δεν δείχνει να καταλαβαίνει τους λόγους για τους οποίους χωρίζουν, ή και την προβλεπόμενη διαδικασία που ακολουθείται.

Θα χρειαστεί να γίνει μια πρώτη συνάντηση του ζευγαριού με τους δικηγόρους τους, για να υποπτευθεί μερικώς (ακούγοντας την υπεράσπιση της Νικόλ), και να προσπαθήσει ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα να οδηγηθούν στο δικαστήριο. Σκηνή που όπως πιστοποιούν και τα αναστατωμένα προσωπεία τους, θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Τσάρλι και τη Νικόλ. Μα παραπάνω τον Τσάρλι, μιας και όπως θα του επιστήσει σαφές μετά το πέρας της σύσκεψης ο δικηγόρος του, το προτιμότερο θα ήταν να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να κατοικήσει μόνιμα στο Λος Άντζελες. Σε ένα μέρος που υπάρχει άπλετος χώρος, εν συγκρίσει με τη Νέα Υόρκη που είναι πιο πυκνοκατοικημένη. Σε ένα μέρος που προσφέρει κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού τύπου ευκαιρίες, εν συγκρίσει με τη Νέα Υόρκη που φημίζεται για την πλούσια θεατρική της σκηνή. Σε ένα μέρος που έχει αρχίσει να πηγαίνει στο σχολείο, να ασχολείται με  παράλληλες δραστηριότητες και να κάνει καινούργιους, ουσιαστικούς φίλους, ο Χένρι.

Κόντρα σε ό,τι θα ανέμενε και θα επιθυμούσε ο Τσάρλι, ο Χένρι, όπως και η μητέρα του, θα βρει περισσότερους λόγους για να παραμείνει στο Λος Άντζελες. Τη στιγμή που βαθμιδωτά ο μικρός του υιός, θα αρχίσει να δείχνει το πόσο τον κουράζει ο υποχρεωτικός διαμερισμός. Των ημερών και των ωρών, ή ακόμη και των ίδιων των δραστηριοτήτων, καθώς δεικνύει μια καθιερωμένη γιορτή αμφίεσης σαν το Χάλογουιν, που εξαιτίας των περιστάσεων, θα κληθεί να επαναλάβει απρόθυμα δύο φορές μέσα σε λιγοστές ώρες. Με τον Τσάρλι να μην έχει την πολυτέλεια να τον βλέπει τακτικά, και όταν το πραγματώνει να μην εκλαμβάνει την αλλαγή που συντελείται, ή να ανακύπτουν προβλήματα που προκαλούν εκνευρισμό, η κατάσταση φαίνεται πως είναι προκαθορισμένη το που πηγαίνει. Κατά μια άποψη, ο Τσάρλι θα βρεθεί σε ένα αδιαπέραστο αδιέξοδο, μια γενναιόδωρη επιχορήγηση από το ίδρυμα Μακ Άρθουρ, όμως, προς στιγμήν θα ανατρέψει τα δεδομένα, καθόσον το αρχικό ποσό που θα επιδοθεί, θα χρησιμοποιηθεί από τον Τσάρλι για να προσλάβει ως δικηγόρο τον Τζέι. Κατόπιν τούτου, η υπόθεση θα φτάσει στο δικαστήριο και είναι στην αίθουσα τούτη που μέσω των νομικών εκπροσώπων, θα ακουστούν ορισμένες αλληλοκατηγορίες από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Αντίπαλες μεριές, που βέβαια παρίστανται σιωπηλά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ψυχοφθόρας διαδικασίας. Που όμως, οι στιγμιαίες ματιές που ανταλλάζουν, μαρτυρούν περισσότερα σε κάθε αποκάλυψη που γίνεται και τους αφορά. Θα χρειαστεί ένεκα απειρίας του προσφάτως τοποθετημένου δικαστή, να μη βγει τελική απόφαση, να διοριστεί πραγματογνώμονας που θα επιβλέψει χώρια τους δύο κηδεμόνες και τα περιβάλλοντα που τούτοι ζουν, για να δοθεί η δυνατότητα στο ζευγάρι να αναμετρηθεί. Για να αποφασίσει το ζευγάρι να συνομιλήσει, χωρίς αιτιολογίες και αοριστίες. Παρά με ευθύτητα και σαφήνεια, σε μια αριστουργηματικά σκηνοθετημένη σεκάνς, που εξελίσσεται στο σπίτι που νοικιάζει ο Τσάρλι στο Λος Άντζελες.

Σε μια κλιμακούμενη σεκάνς που παρά τη λεκτική βιαιότητα που ασκείται, θα επιφέρει την πολυπόθητη, αργοπορημένη συνειδητοποίηση στον Τσάρλι. Την κατανόηση των λόγων που διαζευγνύεται από τη Νικόλ και το ποσοστό ευθύνης που του αναλογεί. Από εκεί και πέρα, ένα αισθαντικό μουσικό διάλειμμα σαν και αυτό που παρεμβάλλεται και δείχνει τον Τσάρλι να τραγουδάει το ‘Being Alive’ του Στίβεν Σόντχαϊμ από το διαχρονικό μιούζικαλ ‘Company’ (1970), το επαληθεύει περίτρανα αυτό, όπως και τ’ ότι ο χωρισμός όσο επίπονος κι αν είναι, λειτουργεί και σαν μεταβατικό στάδιο για κάτι άλλο. Ένα χρόνο μετά, με το διαζύγιο να έχει διευθετηθεί με σεβαστές υποχωρήσεις από την πλευρά του Τσάρλι, αυτό το κάτι αρχίζει και γίνεται εμφανές, όταν ο τελευταίος επισκέπτεται τη Νικόλ, για να της ανακοινώσει πως του έγινε επαγγελματική πρόταση από το UCLA και τη δέχθηκε, ώστε να είναι κοντά στον Χένρι.

Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο γίνεται με μέθοδο που τρόπον τινά επιστρέφει τον θεατή στην αρχή της ταινίας και τον Τσάρλι νοερά στο σημείο που ήταν προτού η Νικόλ πάρει την απόφαση να μετακομίσει με τον υιό τους στο Λος Άντζελες. Τα δάκρυα περισσεύουν λοιπόν, όταν το τι λάτρευε σε εκείνον η Νικόλ, γίνεται με αιφνιδιαστικό τρόπο γνώριμο σε αυτόν. Το φινάλε πάντως, επιφυλάσσει και μια σκηνή που γίνεται αιτία και για ένα ελαφρό χαμόγελο, όταν η Νικόλ δεν τηρεί την αυστηρότητα των χρονοδιαγραμμάτων και του θυμίζει έμπρακτα έναν από τους λόγους που την αγαπούσε. Εξισορροπούνται έτσι οι συναισθηματικές εκδηλώσεις, και σκορπιέται ελπίδα για τη συνέχεια σε τούτη τη νέα μορφή σχέσης. Παρουσιάζονται δύο οπτικές που παρά τη διαφορετικότητα συγκλίνουν αναμεταξύ τους και με μέθοδο εφάμιλλη με την εκκίνηση της ταινίας. Ο Νόα Μπάουμπακ είναι αρμόδιος, γι’ αυτό το αποτέλεσμα, το ίδιο όμως είναι και η Τζένιφερ Λέιμ. Έχοντας μοντάρει τις τελευταίες πέντε ταινίες του Νόα Μπάουμπακ, η ικανή μοντέρ που μετρά και έτερες σημαίνουσες συνεργίες με εγνωσμένους σκηνοθέτες, γνωρίζει καλά τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται ο συγκεκριμένος δημιουργός. Γνωρίζει καλά πως το μοντάζ στις ταινίες του, ποιείται κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, εξ ου και η παρουσία της κρίνεται απαραίτητη στο στάδιο αυτό. Καθώς αναγκαία και όχι μονάχα συμβουλευτική είναι και η παρουσία της, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Είναι πάντως στην ‘Ιστορία Γάμου’ που η σχέση τους οδηγήθηκε στο κορύφωμά της, αφού η Τζένιφερ Λέιμ δοκίμασε με παραπάνω εύστοχο τρόπο, ό,τι είχε επιχειρήσει στο παρελθόν.

Πέρα από τη θραυσματική αρχή, ή και το παραπεμπτικό ως προς αυτή τελείωμα, η Τζένιφερ Λέιμ κατορθώνει να δώσει τέμπο σε μια σκηνή καθώς είναι εκείνη που λαμβάνει δράση στο δικηγορικό γραφείο της Νόρα, να εναλλάξει τα είδη σε αυτή που αφορά την παράδοση του φακέλου του διαζυγίου από την αδερφή της Νικόλ, να ξεμπροστιάσει τους δύο χαρακτήρες όταν τσακώνονται στη σκηνή που απομονώνονται, και να συγκινήσει όπως παραβάλλει δύο τραγούδια που εκπηγάζουν από ένα κλασικό μιούζικαλ σαν το ‘Company’ και ερμηνεύονται ξεχωριστά, αλλά περίπου ταυτόχρονα, από τους πρωταγωνιστές. Να μεταφερθεί από τη μια άκρη της Αμερικής στην άλλη, σε διάστημα ενός έτους και να παρουσιάσει την πορεία ενός ζευγαριού που χωρίζει, με τρόπο που υπηρετεί τη γραφή του Νόα Μπάουμπακ, αναδείχνει τις ερμηνείες των ηθοποιών και κρατάει το ενδιαφέρον των θεατών. Όπως σχεδόν κάνει και ο Ρόμπι Ράιαν ως διευθυντής φωτογραφίας. Εξαιρουμένης της εισαγωγικής σεκάνς που για λόγους οικειότητας η αποτύπωση των τμηματικών σκηνών έχει γίνει με την κάμερα στο χέρι όλες οι άλλες σκηνές επέβαλαν τη σταθερότητα της κάμερας. Σκηνές που έχουν γυριστεί σε κινηματογραφικό φιλμ 35 χιλιοστών, με κάμερα Arricam LT και φακούς Primo Prime Lences

Περισσότερο πάντως, από τις μεσαίες και γενικές λήψεις, ή και τον τρόπο με τον οποίο έχει φωτίσει το εκάστοτε περιβάλλον, είναι τα κοντινά πλάνα που διακρίνονται. Κοντινά σαν και εκείνα που καταγράφουν τον μακρύ και αδιάκοπο, εξομολογητικό λόγο της Νικόλ. Και αυτά που αποκαλύπτουν την ανάμεικτη, μα πολύτιμη επίγνωση του Τσάρλι, όταν τραγουδάει στο πιάνο μπαρ. Κοντινά δηλαδή, που φέρνουν μπροστά τα συναισθήματα των χαρακτήρων και που παραπέμπουν σε αυτά ενός εμβληματικού διευθυντή φωτογραφίας, σαν του σταθερού συνεργάτη του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Σβεν Νίκβιστ. Η ‘Ιστορία Γάμου’ δεικνύει το τέλος της σχέσης δύο αλληλοεξαρτώμενων χαρακτήρων και τους χειρισμούς που επιβάλλει σε αυτούς μια τέτοια κατάσταση όταν συγκρούονται οι επιθυμίες και η σχεδιάστρια παραγωγής Τζέιντ Χίλι, δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να το κατανοήσουμε καλύτερα αυτό. Όχι τόσο με τα έπιπλα και τα προσωπικά αντικείμενα όσο με τη χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί και το πώς αντιλαμβάνεται τον χώρο. Το γκριζωπό, το καφέ, οι σκούροι τόνοι του πράσινου και του κόκκινου κυριαρχούν στο καλλιτεχνικά διακοσμημένο, περίκλειστο οροφοδιαμέρισμα, που ζει το ζευγάρι στη Νέα Υόρκη. Τη στιγμή που το φαιοκίτρινο, το βεραμάν, το ροζ και το γαλάζιο επικρατούν στο αερινό και προσήλιο οίκημα, που μετακομίζει η Νικόλ και διαβιεί η μητέρα της με την αδερφή της, αποπνέοντας έναν έντονο αέρα φεμινισμού. Από την άλλη, το άσπρο δεσπόζει σε εκείνο που νοικιάζει προσωρινά ο Τσάρλι, για να μπορεί να φιλοξενεί τον υιό του. Το λευκό που συνοδεύεται από την καθόλου επαρκή διακόσμηση ενισχύοντας την παροδικότητα τούτης της κατοικίας. Μονάχα το δωμάτιο που προορίζεται για τον Χένρι είναι περιποιημένο. Το υπόλοιπο σπίτι, όπως και τα απέραντα εδάφη γης του Λος Άντζελες, κατοπτρίζει το πώς ακριβώς αισθάνεται ο Τσάρλι. Σε τούτη την πόλη, γιατί στη Νέα Υόρκη, από τον επαγγελματικό χώρο που στεγάζει τη θεατρική του ομάδα μέχρι το πιάνο μπαρ που λημεριάζει με τους συνεργάτες του, οι χώροι είναι πιο θερμοί και ο ίδιος νιώθει συντροφιά.

Η Σκάρλετ Τζοχάνσον και ο Άνταμ Ντράιβερ (καθώς επίσης, και η Λόρα Ντερν), πήραν τους ρόλους τους, αρκετά πριν ο Νόα Μπάουμπακ ολοκληρώσει τη συγγραφή του σεναρίου, και αφού κουβέντιασαν με ιδιαίτερη προσοχή και επιμονή μαζί του για τους χαρακτήρες τους, προσέθεσαν και αφαίρεσαν στοιχεία και τον βοήθησαν στο να γίνει περισσότερο τολμηρός. Με τη Σκάρλετ Τζοχάνσον να προέρχεται από δύο σύντομους σε διάρκεια έγγαμους βίους και τον Άνταμ Ντράιβερ να έχει ενηλικιωθεί σε μια οικογένεια όπου αντί για βιολογικό είχε θετό πατέρα, τούτη η επιλογή αν μη τι άλλο προσέφερε και τα δικά τους βιώματα. Βιώματα που όπως σημάνθηκε και στην αρχή του κειμένου, παρατέθηκαν και αναμείχθηκαν με αυτά του σκηνοθέτη, και όσων ανθρώπων μίλησε και τον ενέπνευσαν στο να γράψει την ιστορία.

Ξεδιπλώνοντας το πολύπλευρο ταλέντο της σε ένα είδος ταινιών που της ταιριάζει αρκετά (μα δεν την βλέπουμε να επιλέγει συχνά), η χολιγουντιανή σταρ δίνει σάρκα και οστά στον χαρακτήρα της Νικόλ. Υποδύεται μια διάσημη ηθοποιό, και αξιαγάπητη σύζυγο και μητέρα, που ασφυκτιά κάτω από τα δεσμά του γάμου, καθόσον επαγγελματικά ευρίσκεται στη σκιά του άνδρα της και αδυνατεί να δοκιμάσει τις δυνατότητές της σε κάτι διαφορετικό. Το κάνει πράξη και βιώνει τις αρνητικές για το γάμο συνέπειες της επιλογής της. Το κάνει πράξει και βιώνει όμως και τις προσοδοφόρες για την ίδια επιπτώσεις της προτίμησής της. Με πάθος, προσήλωση και αισιοδοξία ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό της. Πιστεύει στις ικανότητες και τις δυνάμεις της και πορεύεται περισσότερο αποφασισμένη, δημιουργική και ανεξάρτητη. Με μια εκμυστηρευτική, μακρά σε διάρκεια σκηνή, σαν και τούτη που διαδραματίζεται στο δικηγορικό γραφείο της Νόρα, η Σκάρλετ Τζοχάνσον, δεν αφήνει ουδεμία αμφιβολία για το πόσο έχει εντρυφήσει στον ρόλο. Το ίδιο και όταν έρχεται σε διένεξη με τον σύζυγό της, στο διαμέρισμα που αποσύρονται για να μιλήσουν, όταν το διαζύγιο έχει δρομολογηθεί. Ακόμη και σε πιο απλές στιγμές, όπως είναι αυτή που συνδιαλέγεται με τη μητέρα και την αδερφή της, άμα τη αφίξει της, και φυσικά σε κάθε φευγαλέο στιγμιότυπο με τον υιό της, ξεχωρίζει. Αν και η Σκάρλετ Τζοχάνσον αφήνει κληρονομιά έναν από τους σπουδαιότερους ρόλους της πολυετούς της διαδρομής, εκτίμησή μου είναι πως αυτός που εκπλήσσει με την εξέλιξή του, και από τον τρόπο με τον οποίο παίζει το χαρακτήρα του είναι ο Άνταμ Ντράιβερ. Ασφαλώς και δεν έχει ακόμη την επίζηλη καριέρα που κουβαλά στις πλάτες της η Σκάρλετ Τζοχάνσον. Ασφαλώς και ο ρόλος του είναι πιο πολύπλοκος και ανελικτικός. Ασφαλώς επίσης, ο θεατής συμπορεύεται μαζί του, στην προσπάθειά του να καταλάβει το τι συντελείται και πως θα το χειριστεί από τη στιγμή που οφείλει να σεβαστεί τις επιθυμίες της συζύγου του. Όμως, είναι ο ίδιος ο ηθοποιός που κάνει τη σύνδεση τούτη εφικτή. Είναι ο ίδιος ο ηθοποιός που βουτά βαθιά στον ψυχισμό του χαρακτήρα του. Είναι ο ίδιος ο ηθοποιός, που για τις ανάγκες του ρόλου του σταδιακά μεταμορφώνεται από ένα αυτοδημιούργητο μα και εγωιστικό πλάσμα, σε κάποιον που ξεκινάει να δείχνει κατανόηση και να αποδέχεται τα πράγματα με σύνεση και συνεργασία. Όσο η οπτική του σκηνοθέτη αποκλίνει από τον χαρακτήρα της Νικόλ και η κάμερα κεντράρει στον Τσάρλι, όσο το νομικό σύστημα σπρώχνει πέρα από τα φυσιολογικά όρια τη σχέση του με τη Νικόλ και η τελευταία απομακρύνεται από εκείνον, όσο συμβαίνει αυτό και κινδυνεύει να απολέσει το κομμάτι που του αντιστοιχεί από τη γονική μέριμνα του υιού του, τόσο ο Άνταμ Ντράιβερ διαρρηγνύει την επιφάνεια του Τσάρλι, υπεισέρχεται στο εσωτερικό και συνταράζει ερμηνευτικά. Εξασθενεί και γονατίζει ο πανύψηλος και αγέρωχος χαρακτήρας του, μα στο τέλος ορθώνεται πιο ώριμος και στιβαρός, σχεδόν αναγεννημένος.

Και οι δευτεραγωνιστές, πάντως, είναι πάρα πολύ καλοί στο ‘Ιστορία Γάμου’, με ορισμένους από δαύτους μάλιστα να είναι και σεναριακά αναπτυγμένοι. Προεξάρχουσα φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη Λόρα Ντερν. Η χαρισματική ηθοποιός ερμηνεύει με αλεγρία και δυναμικότητα τη Νόρα. Τη φημισμένη δικηγόρο καλλιτεχνών, που υποστηρίζει σθεναρά την ελευθερία και χειραφέτηση του γυναικείου φύλου. Για τις ανάγκες του ρόλου, μάλιστα, εμπνέεται από ένα πραγματικό πρόσωπο σαν και αυτό της δικηγόρου Λάουρα Οβάσερ (την οποία και συνάντησε). Αξέχαστος πάντως είναι και ο Ρέι Λιότα, που ερμηνεύει έναν εξίσου εδραιωμένο στον χώρο των ηθοποιών δικηγόρο. Τον αλαζόνα και κυνικό Τζέι που αποτελεί το αντίπαλο δέος της Νόρα. Ενώ συμπαθής είναι και η παρουσία του παλαίμαχου ηθοποιού Άλαν Άλντα, που ναι μεν και εκείνος υποδύεται έναν δικηγόρο, όμως τούτος, εκτός από την προχωρημένη του ηλικία, πιστεύει σε μια άλλη θεώρηση και αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Share