Πυργος
Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και πιο πολλές ταινίες τεκμηρίωσης επιστρατεύουν διάφορες τεχνικές, για να αποδώσουν την οπτική γωνία του εκάστοτε σκηνοθέτη. Ειδικές τεχνικές οι οποίες δεν εξαντλούνται στη χρησιμοποίηση του αρχειακού υλικού (‘Amy: Το Κορίτσι Πίσω από το Όνομα‘, 2015), στη δημιουργία μιας τεταμένης ατμόσφαιρας (‘Ο Απατεώνας‘, 2012) και την αντισυμβατική αναπαράσταση (‘Η Πράξη του Φόνου‘, 2012), μα αντλούν έμπνευση και από τα κινούμενα σχέδια (‘Η Εικόνα που Λείπει‘, 2013). Ακολουθώντας τη ροτοσκοπική τεχνοτροπία (μετατροπή μιας ταινίας σε κινούμενο σχέδιο), που δοκιμάστηκε ως ένα βαθμό και στο αριστουργηματικό ‘Βαλς με τον Μπασίρ‘ (2011), ο Κιθ Μέιτλαντ ποιεί ένα εξίσου (ή και περισσότερο) συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, που δεν περιορίζεται από τη μεθοδολογία. Για την ακρίβεια, με τον ‘Πύργο‘, επιτυγχάνει να συγκεντρώσει όλες τις προαναφερόμενες πρακτικές σε ένα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει μια από τις μελανότερες στιγμές στη μακρά ιστορία των πολύνεκρων επιθέσεων στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. O σκηνοθέτης δεν αναπαρασταίνει απλώς ορισμένα από τα πιο αποτροπιαστικά γεγονότα, που σημειώθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Τέξας τον Αύγουστο του 1966 (όχι ότι δεν θα ήταν αρκετό από τη στιγμή που είναι τόσο συνταρακτικά), ούτε τα αντιπαραβάλλει μονάχα με το πλούσιο υλικό που έχει στη διάθεσή του (δεν είναι λίγες οι φορές που ενσωματώνονται και εναρμονίζονται με αυτό), αλλά τα νοηματοδοτεί εκ νέου με την ελευθερία που του παρέχει η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τεχνική (τα συναισθήματα μετουσιώνονται σε ζωηρά ή πένθιμα χρώματα, ο χρόνος και οι γεωγραφικοί περιορισμοί υπερβαίνονται). Και είναι ευχής έργων, που ο ‘Πύργος’ μέσα από τη απαρέγκλιτη καταγραφή και το ασφυκτικό πλαίσιο κατορθώνει να στοχαστεί, για το ζήτημα της ανεξέλεγκτης οπλοκατοχής – οπλοχρησίας (σε μια περίοδο που κρίνεται πιο αναγκαίο από ποτέ) και να αναδείξει όλους αυτούς τους καθημερινούς και απλούς ανθρώπους, που δύναται κάτω από τις πιο επικίνδυνες και ακρότατες περιστάσεις να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους (να μετατραπούν, δηλαδή, σε ακραιφνείς ήρωες).
Βασισμένο στο άρθρο που έγραψε και δημοσίευσε η βραβευμένη δημοσιογράφος Πάμελα Κολλόφ στο μηνιαίο περιοδικό ποικίλης θεματικής Texas Monthly (‘96 minutes‘, Αύγουστος 2006), σαράντα έτη μετά το άγριο μακελειό στο Πανεπιστήμιο του Τέξας: η δημοσιογράφος συγκέντρωσε μαρτυρίες από ανθρώπους που βρέθηκαν στην περιοχή και τις σταχυολόγησε με συγκεκριμένη σειρά, έτσι ώστε να εξυπηρετείται η λεπτομερέστατη εξιστόρηση – εν είδει χρονικού των αιματηρών γεγονότων. Σε ένα δημοσίευμα που είναι ικανό να κλονίσει κάθε αναγνώστη και να επιδράσει θετικά, όπως στην περίπτωση του σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ.
Ο Κιθ Μέιτλαντ επισκέφθηκε το Όστιν του Τέξας και συναντήθηκε με την Πάμελα Κολλόφ (συνεργάτιδα και φίλη της φωτογράφου συζύγου του), όπου και συζήτησαν το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ταινίας τεκμηρίωσης με βάση το άρθρο της. Πρόταση που ενθουσίασε τη δημοσιογράφο, εξ ου και ανέλαβε ως μια εκ των (πολυάριθμων) εκτελεστικών παραγωγών. Χρειάστηκε αρχικά μια διαδικτυακή καμπάνια, η οποία και πραγματοποιήθηκε στη διεθνή πλατφόρμα Indiegogo, για να συλλέξουν ένα ποσό και να εκκινήσει το εγχείρημα: μέσα σε έξι εβδομάδες το ποσό ανήλθε στα 50.000 δολάρια, που ήταν και ο πρωταρχικός στόχος και επετεύχθη χάρη και στη σημαντική επιχορήγηση αποφοίτων του Πανεπιστημίου του Τέξας. Φοιτητές (ή και απόφοιτοι) συνέβαλλαν καθοριστικά και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (συμμετείχαν στην αναπαράσταση των συμβάντων), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως η χρήση της ροτοσκοπικής τεχνικής έδωσε τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη, εκτός από το να εκφράσει τα συναισθήματα των εναγόμενων χαρακτήρων και να απευθυνθεί σε ένα νεότερο ηλικιακά κοινό, να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση και ευκολία στον περιβάλλοντα χώρο (τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην πίσω αυλή του πανεπιστημίου, τη στιγμή που διαδραματίζονται στη μπροστινή πλευρά) και να συνενώσει διαφορετικές χρονικές περιόδους (το παρελθόν συγχέεται με το παρόν). Πενήντα χρόνια μετά τα πρωτόγνωρα γεγονότα που συγκλόνισαν την Αμερική, ο Κιθ Μέιτλαντ δημιουργεί μια παραδειγματική ταινία ανασύστασης, που ναι μεν παρέχει μια σφαιρική, επαρκέστατη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο επιτελέστηκαν τα πράγματα, το κάνει όμως με απόλυτο σεβασμό ως προς τους ανθρώπους που τα βίωσαν, επιτυγχάνοντας συνάμα να απευθυνθεί και στον σημερινό, απροστάτευτο πολίτη – θεατή.
Την 1η Αυγούστου του 1966, στην πρωτεύουσα της πολιτείας του Τέξας, ο 25χρονος Τσαρλς Γουίτμαν, ένας πρώην πεζοναύτης και μηχανολόγος, που αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα (είχε μεγαλώσει σε ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ προσπαθούσε να διαχειριστεί τον χωρισμό των γονιών του), θα δολοφονούσε τη σύζυγό του, τη μητέρα του, και στη συνέχεια θα κατευθυνόταν πλήρως εξοπλισμένος (μεταξύ άλλων, έφερε τουφέκια και καραμπίνες) στον πύργο που ευρισκόταν στο πανεπιστήμιο της περιοχής. Επί ενενήντα έξι αργά και βασανιστικά λεπτά της ώρας, από τον εικοστό όγδοο όροφο του εμβληματικού και θεόρατου κτιρίου, ο αλλόφρων αυτός άνθρωπος θα πυροβολούσε χωρίς σταματημό και ανεξαιρέτως, σε ακτίνα πεντακοσίων γιαρδών. Στο τέλος της παρατεταμένης δολοφονικής ενέδρας, ο απολογισμός θα έφτανε τους δεκαέξι νεκρούς και τους τριάντα δύο τραυματίες (ένας ακόμη από τους τραυματίες θα απεβίωνε το 2001, ύστερα από τις επιπλοκές που του προξένησαν τα τραύματά του, ανεβάζοντας τον αριθμό των αποθανόντων στους δεκαεπτά).
Από τα πρώτα λεπτά, το ντοκιμαντέρ καταφέρνει να μεταφέρει το θεατή στο 1966 (βοηθάει η αναγνωρίσιμη μελωδία του ‘Monday, Monday‘ των The Mama’s & The Papas και η χρήση οπτικού υλικού της περιόδου) και να τον εντάξει στο ιδιαίτερο ροτοσκοπικό περιβάλλον (τα χρώματα κατακλύζουν την οθόνη) και την αποσπασματική εξιστόρηση των πεπραγμένων (η μια μαρτυρία διαδέχεται την άλλη). Ταυτόχρονα, επιτυγχάνει να μεταφέρει την ένταση της στιγμής (οι πρώτοι πυροβολισμοί δεν αργούν να πέσουν και να αιφνιδιάσουν δυσάρεστα) και να συστήσει κάποιους από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν: η έγκυος φοιτήτρια Κλερ Γουίλσον με τον επίσης φοιτητή και σύντροφό της Τομ Έκμαν, οι οποίοι αποχώρησαν από τον εσώτερο χώρο του πανεπιστημίου, για να πληρώσουν το παρκόμετρό τους προτού λήξει, ο δεκαεφτάχρονος Άλεκ Χερνάντεζ Τζούνιορ, ο οποίος διαμοίραζε εφημερίδες με το ποδήλατό του και έτυχε να περνάει από το σημείο, ο αστυνομικός Χιούστον Μακ Κου, που βρισκόταν σε υπηρεσία και υπήρξε ο πρώτος που αποκρίθηκε στο κάλεσμα, ο αστυνομικός Ραμίρο Μαρτίνεζ, που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας και παρόλα αυτά προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει, o υπάλληλος του παρακείμενου βιβλιοπωλείου Άλεν Κραμ, που εγκατέλειψε το πόστο εργασίας του, για να δει τι συμβαίνει και αν χρειάζεται κάποιος βοήθεια, η άγνωστη κοκκινομάλλα Ρίτα Σταρ Πάτερν, που ξάπλωσε δίπλα από τη σοβαρά τραυματισμένη Κλερ Γουίλσον, δύο ασυλλόγιστοι συμφοιτητές, οι Τζέιμς Λαβ και Τζον Φοξ, που υποτίμησαν την επικινδυνότητα της περίστασης και έσπευσαν στον τόπο του εγκλήματος, ο δημοσιογράφος Νιλ Σπέλτσε, που προτίμησε να καλύψει ζωντανά τα γεγονότα με το που άκουσε την είδηση στην αίθουσα σύνταξης του τοπικού τηλεοπτικού δικτύου στο οποίο και εργαζόταν (KTBC).
Εύστοχα επικεντρωμένος στους παραπάνω, ο Κιθ Μέιτλαντ, αποφεύγει να παρουσιάσει τον δολοφόνο (για τον οποίο έχουν ήδη ειπωθεί αρκετά) και επιλέγει να δώσει τον λόγο και να φέρει στο προσκήνιο τους πραγματικούς πρωταγωνιστές (επιζήσαντες – μάρτυρες). Μπορεί το άρθρο της Πάμελα Κολλόφ να παρουσίαζε πολύ περισσότερους και οι συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν, για τις απαιτήσεις του ντοκιμαντέρ, να υπήρξαν και τούτες αντίστοιχες σε αριθμό, όμως στην ταινία παρατίθενται οι πιο αντιπροσωπευτικές και έτσι το αποτέλεσμα, όχι μόνο δείχνει πιο στοχευμένο και συνεκτικό, αλλά επιτρέπει στον θεατή και να συνδεθεί με μερικούς από αυτούς. Όπως συμβαίνει, με τη φοιτήτρια Κλερ Γουίλσον, η οποία εξαιτίας της προχωρημένης εγκυμοσύνης, του ρομαντικού παρασκηνίου και της ασύντρεχτης θέσης στην οποία θα παραβρεθεί, προκαλεί τη συμπάθεια του θεατή. Επί της ουσίας, ένα μεγάλο σκέλος της ταινίας έχει στο επίκεντρο τον αβοήθητο χαρακτήρα της Κλερ Γουίλσον και την έκβαση που θα έχει η κατάστασή της, έως ότου ο ανελεήμονας δράστης να εξουδετερωθεί.
Ο Κιθ Μέιτλαντ καταφέρνει να τοποθετήσει στη δυσμενέστατη θέση της Κλερ Γουίλσον τον θεατή και να μεταδώσει τον σωματικό πόνο, την ανησυχία, τη θλίψη και την απογοήτευση (δεν είναι ολίγα σε αριθμό τα στιγμιότυπα, που ξαπλώνει παραπλεύρως, προσπαθώντας να βρει το κουράγιο του και έναν τρόπο για να απεγκλωβίσει την ηρωίδα). Συμβάλλει σε τούτο και η κίνηση της κάμερας (στη διεύθυνση φωτογραφίας βρίσκεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης και η Σάρα Γουίλσον), ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται και εναλλάσσονται οι αγωνιώδεις στιγμές (το μοντάζ έχει αναλάβει ο Όστιν Ρίντι), τα χρώματα που επιλέγονται (η μετάπλαση του έργου σε ροτοσκοπικό κινούμενο σχέδιο οφείλεται στο Minnow Mountain στούντιο με προεξάρχοντα εμψυχωτή τον Κρεγκ Σταγκς). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο θεατής συνταυτίζεται με κάθε άλλο χαρακτήρα, που παρελαύνει από την οθόνη: από τον υπάλληλο που δουλεύει στο βιβλιοπωλείο και αποφασίζει να συνεισφέρει μέχρι τον αστυνομικό που θα συνδράμει πρώτος και προς στιγμή θα διστάσει να δράσει. Άνθρωποι με ατέλειες και ανασφάλειες που είναι οικείες στον καθέναν, καθώς και χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που υπό προϋποθέσεις δύναται να εκδηλωθούν. Πολλώ μάλλον όταν ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, μπαίνουν στο στόχαστρο του δράστη και προσπαθούν είτε να επιζήσουν είτε να προστατεύσουν όσους το έχουν ανάγκη. Ένα από τα πράγματα που ερευνά εις βάθος το ντοκιμαντέρ άλλωστε, είναι οι αντιδράσεις των ανθρώπων κάτω από συνθήκες συνεχόμενης απειλής, πνιγηρής πίεσης ή και αγνωσίας του πραγματικού κινδύνου και υπερεκτίμησης των προσωπικών ικανοτήτων.
Φωτεινά παραδείγματα αυτής της κατάστασης είναι η άγνωστη κοκκινομάλλα, η οποία εν μέσω ακατάπαυστων ριπών, θα εξεύρει το θάρρος για να πλησιάσει την Κλερ Γουίλσον και μάλιστα, θα ξαπλώσει δίπλα της, προκειμένου να της δώσει ελπίδα και να μην την αφήσει να απολέσει τις αισθήσεις της. Συνθήκη η οποία δίνει τη δυνατότητα στον Κιθ Μέιτλαντ και τη δημιουργική του ομάδα να εμπλουτίσουν με ποικίλα χρώματα την οθόνη και αισιοδοξία τις στιγμές που η Κλερ Γουίλσον αναπολεί τη γνωριμία της με τον αδικοχαμένο Τομ Έκμαν. Ή η περίπτωση των δύο συμφοιτητών οι οποίοι μολονότι θα παραβρεθούν ηλιθιωδώς, στον χώρο του πανεπιστημίου και θα παγώσουν από τον τρόμο τους, στο φινάλε θα επιδείξουν τέτοια δύναμη, ικανή να βγάλει από τη δύσκολη περίσταση τη σοβαρά τραυματισμένη Κλερ Γουίλσον. Η αυτοθυσία επομένως, δεν είναι μια ευγενής και ύψιστη πράξη που συναντάται μόνο από τα εντεταλμένα όργανα, όπως είναι οι δύο αστυνομικοί που θα κατορθώσουν να φτάσουν στον εικοστό όγδοο όροφο που βρίσκεται ο δράστης, αλλά και στους ανθρώπους αυτούς, που ενεργούν αυτοβούλως (όπως οι προλεγόμενοι φοιτητές ή και ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου, που θα τεθεί εκτάκτως στην υπηρεσία του αστυνόμου Χιούστον Μακ Κου).
Κατά μια έννοια, ο χειρότερος εαυτός ενός ανθρώπου έβγαλε τον καλύτερο μιας πλειάδας άλλων χαρακτήρων και αυτό τηρουμένων των συνθηκών είναι αξιομνημόνευτο. Όχι ότι κάτι τέτοιο συντελέστηκε αβίαστα (ο αστυνομικός Χιούστον Μακ Κου, στην αρχή δεν μπορούσε να αντιδράσει) ή ότι απουσιάζουν οι χαρακτήρες που αποχώρησαν, για να περισώσουν τον εαυτό τους (ο κουστουμαρισμένος άνδρας, που επισημαίνει η Κλερ Γουίλσον) ή επειδή δεν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά (η φοιτήτρια που παραδέχεται τη δειλία της), όμως, η κατάληξη της ιστορίας θα ήταν πολύ πιο δραματική, αν μερικοί άνθρωποι δεν αντιδρούσαν (και δεν ήσαν ολίγον τυχεροί) με τον τρόπο που βλέπουμε στην ταινία. Η Πάμελα Κολλόφ, που έγραψε και το άρθρο, ενάντια σε κάθε πεσιμισμό ή στείρα καταγραφή, που είθισται να συνοδεύει τέτοια περιστατικά, μπόρεσε να αναδείξει τούτη την υπεράνθρωπη παράμετρο. Μέσα από τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε και τη μέθοδο με την οποία τις παρουσίασε δεν ανασυντέθηκαν μόνο τα γεγονότα, μα φανερώθηκαν και οι άνθρωποι που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο. Ο λόγος δόθηκε στους αθέατους ήρωες και το ίδιο πράττει με θαυμαστά αποτελέσματα και ο σκηνοθέτης του ‘Πύργου’ (αν μη τ άλλο, οι ηρωικές πράξεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ταινίας). Το ότι στο στάδιο της προπαραγωγής, αντιλήφθηκε πως η εν λόγω σφαγή τείνει να ξεχαστεί, μιας και δεν συζητιέται ή μνημονεύεται, είναι κάτι που του έδωσε επιπλέον ερέθισμα, για να φέρει εις πέρας την κινηματογραφική του αποστολή. Και όπως γνωστοποιεί και η ταινία, στα τελευταία συγκινητικά της λεπτά, χρειάστηκαν πενήντα χρόνια, για να ξανασυναντηθεί η Κλερ Γουίλσον με τον έναν από τους δύο σωτήρες της (τον Τζέιμς Λαβ) ή για να συζητήσει, για το επίμαχο θέμα ο Άλεκ Χερνάντεζ Τζούνιορ μαζί με τον ξάδερφό του. Καταλήγει έτσι, ο ‘Πύργος’, να αποτελεί εκτός των προλεγόντων και ένα έργο που δίνει τη δυνατότητα σε μερικούς από τους εναπομείναντες επιζώντες να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να απαλύνουν την οδύνη που κουβαλούσαν όλα τούτα τα χρόνια.
Συνεπακόλουθα, το κινηματογραφικό στυλ του ‘Πύργου’ δεν εξαντλείται στον τρόπο με τον οποίο αναμειγνύονται τα αναπαριστανόμενα στιγμιότυπα με εκείνα που προέρχονται από το αρχειακό υλικό, τις συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν από τα πραγματικά πρόσωπα και τις δηλώσεις των τελευταίων, έτσι όπως απαγγέλλονται από τους ηθοποιούς, ούτε στο πως όλα αυτά έχουν προσαρμοστεί και επικαλυφθεί με τη ροτοσκοπική τεχνική και ακολουθούν τις επιταγές της σπονδυλωτής, σε πρώτο πρόσωπο, εξιστόρησης. Πέρα από την απαράμιλλη ακολουθία ή ενοποίηση του περιεχομένου και το ζωγραφισμένο παρουσιαστικό του έργου, είναι οι μεμονωμένες, προσωπικές ιστορίες που αποκαλύπτονται βαθμιδωτά που κάνουν τη διαφορά, πολύ περισσότερο, όταν χάρη σε τούτες ξετυλίγεται η μεγάλη εικόνα (η μαζική θανάτωση ανθρώπων). Εκμεταλλευόμενος στο μέγιστο τις δυνατότητες της ροτοσκοπικής τεχνολογίας και του μοντάζ (Όστιν Ρίντι), επομένως, ο Κιθ Μέιτλαντ μεταπηδά απρόσκοπτα από τη μια ιστορία ή μαρτυρία στην άλλη, χωρίς να ξεχνάει πως έχει στο επίκεντρό του, τον απρόβλεπτο ανθρώπινο παράγοντα. Σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο, κατά την οποία, τα περιστατικά μαζικών επιθέσεων δεν λένε να σταματήσουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα ή μη, και οι νόμοι για τα όπλα κάθε άλλο παρά είναι περιοριστικοί (αξίζει να αναφερθεί, πως στη μαύρη επέτειο για τα πενήντα χρόνια από τη σφαγή, εφαρμόστηκε διάταξη που επιτρέπει την οπλοκατοχή στα δημόσια πανεπιστήμια της συγκεκριμένης πολιτείας), η παρουσία μιας ταινίας σαν τον ‘Πύργο’ είναι έκτακτη και επιτακτική. Όχι μόνο για την αναπαράσταση που επιτυγχάνει ή τη συζήτηση που ανοίγει, αλλά και γιατί καταφέρνει να αφήσει μια πολύτιμη αχτίδα φωτός, όταν φέρνει στην επιφάνεια ανθρώπους με έντονα αλτρουιστικά αισθήματα, τόσο φιλάλληλους που δε φοβούνται να τα εκφράσουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.