Βολτα
Μια, όχι και τόσο, προσδοκώμενη βόλτα, μιας μητέρας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) με τη μονάκριβη της κόρη (Κατερίνα Δούκα) στα χέρια της Στέλλας Κυριακοπούλου μετατρέπεται σε ένα υπόκωφο και συγκλονιστικό πορτραίτο για όλα εκείνα τα κοινωνικά στρώματα, που όχι μόνο φτωχοποιήθηκαν με ανεξέλεγκτο τρόπο στα χρόνια της κρίσης αλλά δεν χαίρουν και καμίας άλλης οικονομικής βοήθειας ή άλλου είδους υποστήριξης από το χρεοκοπημένο κράτος. Ούτε, όμως, και από κάποιο άλλο κομμάτι της οικογένειας, όπως οι περισσότεροι εσφαλμένα θα περίμεναν. Παράλληλα, αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ για την ανοχή και την υποκρισία μιας ολόκληρης κοινωνίας που ενώ δεν έχει φτάσει ακόμη σε σημείο εξαθλίωσης ή εξόντωσης, δεν είναι δεδομένο πως θα επιδείξει και την ανάλογη ευαισθησία ή έμπρακτη αλληλεγγύη, όταν κάποιος της ζητήσει βοήθεια, όχι μόνο επειδή δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί αλλά και από φόβο μήπως συναντήσει τον εαυτό της. Το στιγμιότυπο στο περίπτερο, όπου η μητέρα παρ’ όλη την ένδεια, προσπαθεί να επιλέξει παγωτό για την αγαπημένη της κόρη και ο περιπτεράς αντιδρά, χωρίς να αφουγκράζεται το πρόβλημα που μπορεί να αντικρίζει αυτή η μητέρα, είναι ενδεικτικό. Ο συγκεκριμένος επαγγελματίας μπορεί να μην βρίσκεται σε καλύτερο σημείο, ο αγώνας για επιβίωση, όμως, τον έχει αποκτηνώσει – απομονώσει.
Η Στέλλα Κυριακοπούλου, δεν κρύβει την αδυναμία και τις επιρροές της σε ένα ρεαλιστικό σινεμά που παραπέμπει τόσο στον Ρομπέρ Μπρεσόν όσο και στα αδέλφια, Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν. Γνωρίζει πως το οδοιπορικό της ηρωίδας θα είναι σύντομο και πως η απόφαση της, όσο σκληρή ή ανήκουστη κι αν φαντάζει στον θεατή, έχει δρομολογηθεί. Η ιστορία που διηγείται είναι μια από τις πολλές που παράγει η ζοφερή, αθηναϊκή καθημερινότητα, και εκ πρώτης όψεως παραπέμπει και στο προσφάτως πολυβραβευμένο, ανάλογης θεματολογίας και αισθητικής, ”Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού” του Έκτορα Λυγίζου. Υπολείπεται, όμως, των χαρακτηριστικών εκείνων που θα την ανύψωναν στη σφαίρα ενός πιο ποιητικού ή σκληρού ρεαλισμού. Η σύντομη διάρκεια (12 λεπτά), δεν της επιτρέπει πολλές αποκλίσεις ή διακλαδώσεις, ούτε ο σκοπός της είναι αυτός. Η Στέλλα Κυριακοπούλου, κινηματογραφεί με σαφές και αφοπλιστικό βλέμμα, κρατώντας στην οθόνη τα απολύτως απαραίτητα. Είναι υπέρ της, που σε μια τόσο δραματική ιστορία δεν εκμεταλλεύεται τον πόνο, διατηρεί ίσες αποστάσεις, αναδεικνύει την υπόθεση και δεν κριτικάρει την απόφαση της ηρωίδας της.
Η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, που κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τον ρόλο αυτό δεν κέρδισε μόνο το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο τελευταίο, 37ο Φεστιβάλ Δράμας, αλλά πιστοποίησε πόσο εξαιρετική ηθοποιός είναι και πως αναμφισβήτητα θα μας απασχολήσει ξανά με ακόμη πιο μεγάλους και απαιτητικούς ρόλους στο κοντινό μέλλον. Όπως και στο ‘Στο Σπίτι΄ του Αθανάσιου Καρανικόλα (2014), ταινία όπου κρατούσε ένα δεύτερο μα εξίσου καθοριστικό ρόλο, έτσι και εδώ, δείχνει ότι μπορεί να επωμιστεί το βάρος μιας σκληρής και επώδυνης απόφασης. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται, στ’ ότι στη ‘Βόλτα’, δεν αποποιείται τον μητρικό της συναίσθημα και την οικογενειακή της (συν)υπευθυνότητα για χάρη μιας ευκατάστατης και πολυτελούς ζωής. Η απόφαση της είναι αποτέλεσμα της οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας που συντελείται και πλήττει τα πολύ χαμηλά στρώματα στα οποία ανήκει και η ίδια. Ως μητέρα είναι μονάχη και αγωνίζεται για να καταβάλλει τα στοιχειώδη στην αγαπημένη της κόρη, σε τέτοιο σημείο θα φτάσει, που θα επιλέξει να εξασφαλίσει και να προστατεύσει το μέλλον της μ’ έναν αμφιλεγόμενο και ασυνήθιστο, για το κοινό, τρόπο.
Η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, επωμίζεται όλο το φορτίο της ταινίας και αυτό είναι κάτι που γίνεται ορατό από την πρώτη σκηνή, λίγο πριν τη μεγάλη βόλτα, εκεί όπου προετοιμάζει και παραδίδει το φτωχό πρωινό στην κόρη της. Στη σκηνή αυτή δείχνει πόσο πολύ την αγαπάει, αλλά και πόσο επιθυμεί να την απελευθερώσει – λυτρώσει από την αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία έχουν επέλθει και διαβιούν από καιρό. Το εγκάρδιο βλέμμα, ο μειλίχιος, σχεδόν καταθλιπτικός τόνος, ο υπομονετικός και εξονυχιστικός τρόπος με τον οποίο την καθαρίζει όταν αυτή θα λερωθεί, αλλά και η προνοητικότητα με την οποία ξελογιάζει τη συνειδητή γνώση της ανέχειας, γίνονται αντιληπτά στον κινηματογραφικό φακό και αποτυπώνουν εξαιρετικά, τη σχέση μητέρας και κόρης. Με μια ώριμη ερμηνεία, λέει πολλά περισσότερα με το εκφραστικό της βλέμμα και τις μελετημένες κινήσεις της, παρά με όσα θα μπορούσε να εξιστορήσει με τον φλύαρο ή υστερικό λόγο. Και αυτό είναι κάτι που, η σκηνοθέτιδα της ταινίας, το επιδιώκει και το αξιοποιεί στο έπακρο με τα κοντινά και τα εξόχως διεισδυτικά της καδραρίσματα. Γιατί η ”Βόλτα” της Στέλλας Κυριακοπούλου, δεν κάνει τίποτα λιγότερο από το να προσπαθεί να κατανοήσει την απελπισμένη πράξη μιας υπερήφανης μητέρας σ’ αυτό το επίκαιρο και έκτακτο, καλλιτεχνικό αποκύημα της κρίσης. Στο τέλος, πριν καταλήξει η ηρωίδα μας σ’ ένα φωτεινό και αποστειρωμένο περιβάλλον για τον ύστατο ή προσωρινό αποχαιρετισμό, θα έχουμε ακροαστεί τους υπόκωφους θορύβους και τις άναρθρες κραυγές μιας απάνθρωπης πόλης, όπου χιλιάδες άνθρωποι φυτοζωούν στο κοινωνικό περιθώριο, και κανείς δε προθυμοποιείται να αντιμετωπίσει ή να επιληφθεί άμεσα για την κρίση αυτή.