Σονια
Δύο κακοποιά στοιχεία εισέρχονται στη σκηνή του θεάτρου, εκεί όπου ένα άδειο από κάθε άλλη παρουσία, μα λεπτομερώς επιπλωμένο και χωροταξικά οργανωμένο, διαμέρισμα έχει κατασκευαστεί. Οι ληστές περιδιαβαίνουν το εσωτερικό της κατοικίας αναζητώντας κάποια τιμαλφή, γρήγορα όμως, η ματαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος και μια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά από μέρους τους (τρώνε με απόλαυση ένα χειροποίητο γλυκό, ανακαλύπτουν και περιεργάζονται ένα φωτογραφικό άλμπουμ) θα παγώσει και θα αλλάξει τα σχέδια τους. Οι ληστές, δίνοντας την εντύπωση πως καθοδηγούνται από κάποια αδιόρατη δύναμη θα απεκδυθούν τους εγκληματικούς τους ρόλους για να ανακαλύψουν με γέλιο και συγκίνηση, τη μοναχική ζωή της Σόνιας. Μέσα από μια τραγελαφική, εξαναγκαστική διαδικασία, ο ένας από τους δύο, θα ενδυθεί τα ρούχα και την εμφάνιση της Σόνιας, και σταδιακά θα αρχίσει να καταλύεται από την χαρακτηριστική της παρουσία και στη συμπεριφορά, ενώ ο άλλος θα αναλάβει το ρόλο της αφήγησης και του ισοπεδωτικού σχολιασμού των τεκταινόμενων. Η μεταμόρφωση και η μετεγκατάσταση πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια του κοινού, το οποίο σταδιακά παρασύρεται από τον απολαυστικό και χιουμοριστικό κόσμο της Σόνιας.
Μ’ αυτόν τον τελετουργικό, σχεδόν υπόκωφο τρόπο, στην εναρκτήρια σεκάνς, ο σπουδαίος Λετονός σκηνοθέτης, Άλβις Χερμάνις, φροντίζει να μας μεταφέρει στο μακρινό παρελθόν της χώρας (1930), όχι για να μας εξιστορήσει τη σοβιετική ιστορία της Λετονίας, αλλά για να μας παρουσιάσει την αδιάφορη καθημερινότητα μιας κυριολεκτικά αφελούς και γι’ αυτό τόσο αξιολάτρευτης γυναίκας της διπλανής πόρτας. Η Σόνια, η τόσο αγαπητή αυτή ηρωίδα που επινόησε η Ρωσίδα συγγραφέας, Τατιάνα Τόλσταγια (της οικογένειας των Τολστόι) και λατρεύτηκε όσο λίγοι, σύγχρονοι, μυθοπλαστικοί χαρακτήρες, βρίσκει ιδανική σκηνοθετική προσέγγιση σε αυτό το ανέβασμα από τον αναγνωρισμένο, Άλβιν Χέρμανις (διευθυντής και σκηνοθέτης του Νέου Θεάτρου της Ρίγας). Μπορεί στο ξεκίνημα της παράστασης να ξενίζει κάποιους, η αργή μα μεθοδική ροή, κάποιες ακατάληπτες ή ασύνδετες προτάσεις από έναν εξωφρενικό αφηγητή (Jevgēnijs Isajevs) και μια επιτηδευμένη, καρτουνίστικη ερμηνεία από τη Σόνια (Gundars Āboliņš), μόλις όμως, η παράσταση βρει τη σωστή της ρυθμολογία και ο θεατής ακολουθήσει, κάθε σκηνοθετική επιλογή, όχι μόνο βρίσκει το πραγματικό της νόημα και κρίνεται απαραίτητη, αλλά στέφεται και με μεγάλη επιτυχία. Είναι ακριβώς, εκείνο το σημείο, όπου η παράδοξη αρχή της παράστασης ολοκληρώνεται από μια λιτή, συμβολική, συγκινητική αποφώνηση και κάθε ενδιάμεσο στάδιο από μια μοναδική, θεατρική αντίληψη.
Στη Σόνια, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία όλα όσα μικρά και ασήμαντα συμβαίνουν, ούτε η ιστορία της είναι τόσο ρηξικέλευθη και επιδραστική. Είναι ο τρόπος με τον οποίο, όμως, ένας σκηνοθέτης αυτού του διαμετρήματος αντιμετωπίζει σκηνικά αυτή την ασημαντότητα, της δίνει λόγω ύπαρξης και ‘άλαλη’ φωνή, προκαλώντας αναμφισβήτητα τη συμπάθεια και την κατανόηση ενός (φαινομενικά μόνο) πιο έξυπνου κοινού. Σαν αφηγηματικός μονόλογος εκτελεσμένος από δύο πρόσωπα (ο ένας είναι το σώμα και ο άλλος η φωνή) εξελίσσεται η θεατρική αυτή διασκευή, που σκοπό έχει να εκθειάσει την μικροαστική επαναληπτικότητα, το ατελέσφορο εσωτερικό κενό, τη ρομαντική ψυχή που κρύβεται πίσω από κάθε μοναχικό και απροσάρμοστο χαρακτήρα. Σ’ έναν κόσμο, σκληρό και απάνθρωπο και με το φάντασμα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού να πλανάται και να απλώνεται σταδιακά από άκρη σε άκρη στην περιοχή του Λένινγκραντ, η Σόνια, αποδεικνύεται με τις ικανότητες που διαθέτει, μα προπαντός, με τον εσωτερικό, ανόθευτο διάκοσμο της, σε λαμπερή αχτίδα φωτός. Μπορεί να είναι ασύγκριτα άσχημη και χαζή, να ντύνεται κακόγουστα, η συμπεριφορά και η στάση της να προκαλούν τον γέλωτα, την ειρωνεία και τον χλευασμό, διαθέτει όμως, και κάποια προτερήματα ικανά να την ξεχωρίσουν από το ομογενοποιημένο και αχρείο, αυτό, πλήθος.
Φτιάχνει συγκλονιστικά εδέσματα και γλυκά (χαρακτηριστική η λαιμαργία με την οποία, ο μοχθηρός αφηγητής, καταβροχθίζει την τούρτα που έχει παρασκευάσει επί σκηνής, η ίδια, η Σόνια), ράβει εντυπωσιακά ρούχα και κάθε λογής αξεσουάρ (μολονότι αυτή ντύνεται καθ’ ότι όλοι συνηγορούν απαίσια), νταντεύει τα παιδιά των άλλων (ο τρόπος που αγκαλιάζει τις παραταγμένες κούκλες πάνω στο κρεβάτι της που αποτελούν και μια απλή και εξαιρετική σκηνική λύση) και διασκεδάζει όσο κανείς άλλος με την χαρακτηριστική της αφέλεια τον κόσμο (ενδεικτική η σκηνή του εορταστικού τραπεζώματος), σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν θα διστάσουν να την παρασύρουν σε ένα παιχνίδι ανεξέλεγκτης κοροϊδίας και ψυχικής εκμετάλλευσης. Σε μια εξαιρετικά ενορχηστρωμένη σκηνή, όπου ο λόγος και πάλι σωπαίνει, ο αφηγητής περνάει στο παρασκήνιο και παρατηρεί τις κωμικοτραγικές αντιδράσεις της Σόνιας στην ερωτική παγίδα που της έχουν στήσει. Ένα γράμμα εξομολογητικού τόνου που δεν αποκρύπτει την ερωτική του προδιάθεση, θα σταθεί αναζωογονητικός και αστάθμητος παράγοντας, στη μέχρι πρότινος αδιάρρηκτη ζωή της και θα επιφέρει την αναστάτωση στο άβατο του σπιτιού. Στην αρχή επιφυλακτικά και στη συνέχεια με πρωτόγνωρη παρόρμηση η καταπιεσμένη Σόνια θα αφουγκραστεί τις λέξεις και τις οσμές του γράμματος αυτού και θα ενδώσει στη μακροχρόνια αλληλογραφία που υπόσχεται. Ο θανατερός πόλεμος θα δώσει μια υπερβατική διέξοδο στην ψεύτικη ερωτική επιθυμία, θα αναστείλει την αποκάλυψη της αποκαρδιωτικής αλήθειας και θα επιτρέψει στη Σόνια να αναπαυθεί μέσα στην ευπιστία.
Ο Άλβιν Χερμάνις, δίνει τον απαραίτητο χρόνο (παύσεις, σιωπές αλλά και ταχύτητα) στους δύο εξαιρετικούς ερμηνευτές που χρησιμοποιεί για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες τους με κατανόηση, έτσι ώστε αυτοί να γίνουν προσφιλείς και αξιαγάπητοι από τον θεατή. Προηγουμένως, έχει προκαθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. Ενώ η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την ηρωίδα του τίτλου, καταμερίζει το κέντρο βάρους της παράστασης ανάμεσα στον ρόλο της Σόνιας (κίνηση) και σε αυτόν του αφηγητή (λόγος). Ο διαμοιρασμός αυτός υποχρεώνει τον θεατή να παρακολουθήσει με αμείωτο ενδιαφέρον όχι μόνο όλα όσα πράττει πάνω στη σκηνή η ενεργητική Σόνια, αλλά και όλα όσα ακούει ν’ αναφέρει γι’ αυτήν ο ομιλητικότατος αφηγητής. Οι δύο χαρακτήρες συνυπάρχουν αρμονικά στο σανίδι, χωρίς στην πραγματικότητα να μπορούν να αλληλεπιδράσουν (εξαίρεση αποτελεί η παράδοση του κατασκευασμένου γράμματος) σε πραγματικό χρόνο. Η κίνηση της Σόνιας συμπληρώνει την περιγραφή του αφηγητή και τα σχόλια του τελευταίου πολλές φορές υπαγορεύουν στη Σόνια όλα όσα σκέφτεται και θέλει να γράψει ή να εκφράσει. Ο Άλβιν Χερμάνις, χειρίζεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία μια τόσο απαιτητική συνθήκη και κατορθώνει να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στους ηθοποιούς, όπως και να αποφύγει τα χρονικά παραστρατήματα.
Χαρακτηριστική ως προς την παραπάνω μεθοδολογία, είναι η άρτια σκηνή της ανάγνωσης του αμφιλεγόμενου γράμματος και της σύνταξης της απαντητικής επιστολής. Ο αφηγητής απαγγέλλει όλα όσα διαβάζει και εν συνεχεία γράφει η Σόνια και η τελευταία συμπληρώνει την εκφώνηση αυτού, με την κινησιολογία και τους απαράμιλλους μορφασμούς της. Ή όταν η Σόνια παρασκευάζει μια τούρτα, εκεί ο αφηγητής δεν περιγράφει απλά τη συγκεκριμένη πράξη, αλλά παραθέτει και πολλές ακόμη πληροφορίες του εαυτού της που σχετίζονται ή και ξεπερνούν τη μαγειρική διαδικασία. Με συγχρονισμό πάντα, ώστε να παρατηρούμε και τις συμπτωματικές αντιδράσεις της Σόνιας σε όλα όσα καυτηριάζει ο αφηγητής. Και οι δύο χαρακτήρες διαθέτουν αυτόνομη προσωπικότητα και ερμηνεύονται εξαιρετικά από τους πολυτάλαντους ηθοποιούς. Ο Jevgēnijs Isajevs, στο ρόλο του αφηγητή, είναι ένα φλύαρο και λαίμαργο πλάσμα που με τα καυστικά του σχόλια και την γλοιώδη του συμπεριφορά προκαλεί διαρκώς την αντιπάθεια του θεατή. Ο Jevgēnijs είναι απολαυστικός και υποδύεται με εξωφρενικό μπρίο τον ρόλο αυτό. Ο βουλιμικός τρόπος με τον οποίο καταβροχθίζει την τούρτα και το παρατεταμένο, ενοχλητικό του γέλιο είναι δύο πράγματα αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα του. Ο Jevgēnijs, μπορεί να υπονομεύει διαρκώς τις πράξεις και τις σκέψεις της Σόνιας, είναι όμως, ο δικός του ρόλος που εξελίσσει τη δραματουργία της παράστασης.
Στον ερμηνευτικό αντίποδα, ο Gundars Āboliņš, στο ρόλο της Σόνιας, διαθέτει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που κάνουν τον χαρακτήρα της αγαπητό και φιλικό. Είναι τόσο αλαφροΐσκιωτη η υπόσταση της άλλωστε που δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Η χαριτωμένη και φιλάρεσκη προσποίηση στη στάση, στην κίνηση και στη συμπεριφορά της ηρωίδας δεν θα σήμαινε τίποτα χωρίς την επαγγελματική συνεισφορά του Gundars. Αντλώντας έμπνευση από όλους τους βωβούς, σπουδαίους διδάξαντες (υπάρχει και μια αναπόφευκτη αναφορά στον ‘Χρυσοθήρα του Τσάρλι Τσάπλιν), δημιουργεί έναν αξέχαστο χαρακτήρα που εκφράζει πολύ περισσότερα με μια ανύψωση του βλεφάρου, ένα κοίταγμα στο κενό, έναν μορφασμό χαράς ή λύπης, απ’ όλα όσα θα μπορούσε να πει με ένα ακατάληπτο λογύδριο. Παράλληλα, η σωματική επιτήδευση με την οποία πραγματοποιείται και υπογραμμίζεται κάτι τέτοιο, ενώ στην αρχή προκαλεί ένα ελαφρύ μούδιασμα στο απροετοίμαστο κοινό, στην πορεία και όσο ο χαρακτήρας γίνεται αρεστός και γνώριμος, επέρχεται το φυσικό γέλιο και η ανόθευτη συγκίνηση. Απλός και καθημερινός ο χαρακτήρας της Σόνιας, ανάλογες και οι ερμηνευτικές πρακτικές που χρησιμοποιεί ο Gundars. Η μέθοδος του μπορεί να φαντάζει αναχρονιστική και ασφαλής, την ίδια στιγμή όμως είναι και εξαιρετικά προκλητική και παρακινδυνευμένη.
Τ’ ότι η Σόνια, καταφέρνει να ενεργοποιήσει τα ακινητοποιημένα αντανακλαστικά ενός πιο σύγχρονου και ως ένα βαθμό αυτάρεσκου και αποστασιοποιημένου κοινού, πιστοποιεί και το βαθμό της αποτελεσματικότητας της. Στο τέλος της παράστασης, ένα ζεστό, ολιγόλεπτο χειροκρότημα και μερικές επευφημίες και φιλοφρονήσεις αποδεικνύουν το προαναφερθέν. Μια τέτοια κατάληξη, φυσικά, δεν οφείλεται μόνο στους ικανότατους ηθοποιούς αλλά και στις απαραίτητες υποδείξεις του σκηνοθέτη. Ο Άλβιν Χερμάνις, κατέφθασε στο ‘Φεστιβάλ των Αθηνών’ και πρόσφερε απλόχερα ένα διακριτικό θρίαμβο για την σεμνοπρεπή αφέλεια και την απροκάλυπτη οκνηρία, όπως και μερικά θεμελιώδη διδάγματα, για το πως μπορείς να δημιουργήσεις μεγάλο και συγκινητικό θέατρο, όταν κατορθώνεις να αξιοποιήσεις, δύο επαρκέστατους ερμηνευτές, ένα λεπτομερέστατο σκηνικό εσωτερικής επίπλωσης (από τα σερβίτσια και τα σκεύη μέχρι τα συρτάρια και τα ντουλάπια το σκηνικό βρίθει από τέτοια, δευτερεύοντα στοιχεία) και ένα κείμενο λιτό και καθόλου σοβαροφανές. Η ιστορία μπορεί να μην είναι βαθυστόχαστη, πρωτότυπη ή σύνθετη, είναι όμως ουσιαστική. Στο τελευταίο κομμάτι, εκεί όπου ο ανθρώπινος παραλογισμός ξεπερνάει σε επικινδυνότητα την αφέλεια της Σόνιας και ο ρομαντισμός έχει μολύνει ανεπανόρθωτα την αγνότητα της, ο σκηνοθέτης κλείνει τη βαρβαρότητα του ναζιστικού αποτροπιασμού έξω από την μικροαστική ασφάλεια και μιζέρια της ηρωίδας, όχι γιατί φοβάται να τον αντιμετωπίσει αλλά γιατί η ίδια η Σόνια, ονειροπαρμένη και απομονωμένη καθώς είναι από τον υπόλοιπο κόσμο δεν θα μπορούσε να καταλάβει την κακία αυτού. Ο μαγικός υπερρεαλισμός με τον οποίο προτιμάει να δει, να αφουγκραστεί και να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη δυστυχία, οδηγεί σ’ ένα μεταφυσικό, αθεράπευτα ρομαντικό τελείωμα που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν θεατή ασυγκίνητο, ενώ οι ληστές που λειτουργούν ως φορείς της ιστορίας στο τέλος αποχωρούν από τη σκηνή με τις αναμνήσεις ανά χείρας, σε μια απόπειρα να διατηρηθεί η μνήμη της Σόνιας ανέπαφη.