Οι Τυφλοι Η Ο Ηχος Των Μικρων Πραγματων Σε Μεγαλο Σκοτεινο Τοπιο
Από την είσοδο στην αίθουσα Η’ της οδού Πειραιώς, γίνεται αντιληπτό, πως η κερκίδα έχει υποστεί σημαντικές μετατροπές. Πάνω σ’ αυτή, ανάμεσα στις δύο γνώριμες, αμφιθεατρικές ζώνες των καθισμάτων, ένας τεθλασμένος διάδρομος καταλήγει στην κεντρική σκηνή, όπου εντοπίζεται η ”καρδιά του δάσους”. Στην αρχή του διαδρόμου – στην κορυφή της κερκίδας, ένα πιάνο έχει τοποθετηθεί και περιμένει τα ικανά δάχτυλα του Δημήτρη Καμαρωτού για να δώσει το μουσικό και ηχητικό αποτύπωμα της παράστασης, ενώ δίπλα ακριβώς από το πιάνο ένα μικρόφωνο θα ξετυλίξει τη στεντόρεια φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου. Τα φώτα θα σβήσουν και από το ανώτατο σημείο του διαδρόμου θα εμφανιστεί η ομάδα των τυφλών (4 γυναίκες και 4 άνδρες). Σφιχταγκαλιασμένοι και με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο κενό τους βλέμμα, θα επιχειρήσουν να κατέβουν την κερκίδα και να κατευθυνθούν στη σκηνή. Σαν σε απόκρημνη πλαγιά και υπό το αδιάκριτο βλέμμα των θεατών, οι τυφλοί με σύντομες στάσεις θα καταλήξουν ενωμένοι και θα διασκορπιστούν στο αφιλόξενο τοπίο του δάσους.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου, πολύπειρη σκηνοθέτης και χορογράφος, διασκευάζει τους τυφλούς (1890) του βραβευμένου με νόμπελ λογοτεχνίας (1911) Γαλλόφωνου Βέλγου συγγραφέα, ποιητή, δοκιμιογράφου, Μωρίς Μαίτερλινκ. Ο Μαίτερλινκ, μέσα από τα θεατρικά του έργα, ανέδειξε το στατικό δράμα, το υψηλό πρόσωπο, την καθημερινότητα του τραγικού και κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό στη συγκεκριμένη παράσταση. Για τις ανάγκες του πολυεπίπεδου αυτού έργου, η Ζωή Χατζηαντωνίου, αποτυπώνει πάνω στη σκηνή την τυφλότητα, όχι μόνο σαν ελάττωμα σωματικό, αλλά και σαν μια βαθιά, υπαρξιακή και αναπόδραστη κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, οι ήρωες διερωτώνται συχνά, ”Πού είμαστε; Ποιός είναι; Το ακούσατε αυτό; Τί θα απογίνουμε; Ποιός θα μας σώσει;” ανησυχώντας, όχι μόνο για το αιφνιδιαστικό γεγονός, πώς ο οδηγός που είχαν και εμπιστευόντουσαν τους εγκατέλειψε χωρίς αυτοί να είναι σε θέση (τυφλότητα) να βρουν το δρόμο της επιστροφής, αλλά και για την ανικανότητα τους (πνευματική) να δώσουν μια ακριβή απάντηση στα ερωτήματα που διαρκώς θέτουν και τους απασχολούν. Οι ήρωές μας, αποπροσανατολίζονται και χάνουν τα λογικά τους, αδυνατούν να ξεχωρίσουν το εκτυφλωτικό φως από το αβυσσαλέο σκοτάδι. Πνίγονται από την ασημαντότητα της ύπαρξης τους μπροστά στη επικινδυνότητα της ζωής.
Εξαιρετική η σκηνή, όπου ο ιερέας , ο μόνος που μπορεί να διακρίνει πότε είναι μέρα, τους περιγράφει, πως είναι αυτή η αίσθηση (ηλιακή κηλίδα). Ακόμη κι αυτός, όμως, αδυνατεί να κατανοήσει αν έχει πέσει ο ήλιος, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως τίποτα το αναμενόμενο δεν πρόκειται να συμβεί στο μέρος όπου έχουν βρεθεί. Ταυτόχρονα, η Ζωή Χατζηαντωνίου, αγγίζει και την αλληγορική διάσταση του έργου, μιας και η ομάδα, όντας τυφλή, είχε μάθει στην ασφάλεια ενός εσώκλειστου ιδρύματος και κάτω από τη στενή παρακολούθηση ενός καθοδηγητή ή αρχηγού. Και τώρα, που σαν κοπάδι βρέθηκε ακυβέρνητο σε άγνωστα μέρη, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει και να πραγματοποιήσει ένα ουσιαστικό βήμα προς τα εμπρός, χωρίς κάποιος να της το υποδείξει. Με αυτό τον τρόπο γίνεται φανερό πως αδυνατούν να καρπωθούν την ελευθερία που τους προσφέρεται, φοβούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη που εμπεριέχει η δυνατότητα του να δρα κανείς από προσωπική βούληση. Δεν μπορούν να δουν το περιβάλλον που τους περιστοιχίζει, γιατί δεν μάθανε να κοιτάζουν με τα μάτια της ψυχής. Μιλούν για το ίδρυμα με τρόπο εφησυχαστικό, δίνοντας έτσι την τραγική εντύπωση πως εκεί είχαν το φως τους, ενώ τώρα που αφέθηκαν ελεύθεροι βρίσκονται στο σκοτάδι.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου, που εκτός από τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία παραστάσεων έχει επιμεληθεί και την κινησιολογία αρκετών ακόμη, κάνει το ίδιο και σ’ αυτή την παράσταση. Το γεγονός, πως οι ηθοποιοί υποδύονται τους τυφλούς, κάνει αυτή τη συμβολή επιτακτική, και η Χατζηαντωνίου τα πηγαίνει θαυμάσια, προσφέροντας μερικές απόλυτα ενδεδειγμένες κινησιολογικές σκηνές. Όπως, όταν οι ηθοποιοί κατηφορίζουν το διάδρομο με προορισμό τη σκηνή και ο ένας ακουμπάει και κρατιέται από τον ώμο ή το ρούχο του μπροστινού του ή όταν αφήνονται πάνω στη σκηνή και ανοίγουν με τρόμο, αλλά και δέος, τα άκρα τους μέχρι να καταλήξουν ιδεατά έως τον ουρανό. Αλλά και μεμονωμένα, ο κάθε ηθοποιός έχει τη δική του, αντιπροσωπευτική κίνηση, που σε συνδυασμό με τις επεξεργασμένες και απαιτητικές ερμηνείες τους (κάποια λεκτικά λάθη, βέβαια, εντοπίστηκαν) παραθέτουν ένα αποτέλεσμα συνεκτικό που ποτέ δεν εκτροχιάζεται από τη σφαίρα του σκοτεινού, του άγνωστου και του δυσδιάκριτου. Και οι 8 ηθοποιοί καθοδηγούνται με επαγγελματισμό στο αχαρτογράφητο τοπίο που εγκαταλείφτηκαν και αυτό είναι κάτι που οφείλεται, τόσο στη χορογραφημένη και πολυσχιδή κινησιολογία τους, όσο και στην κατάλληλη χροιά και τόνο της φωνής τους.
Ο Μηνάς Χατζησάββας, με τον τρεμάμενο βηματισμό και τον τρόπο που εκστομίζει τα λόγια του παραπέμπει σ’ ένα δειλό και παραδομένο ανθρωπάκι. Η Υβόννη Μαλτέζου, γονυπετής να προσεύχεται, εκστομίζει ακατάληπτες προσευχές, ενώ οι υπόλοιποι την περιφρονούν και την αποκαλούν κουφή. Η Ξένια Καλογεροπούλου, με διστακτικές μα σταθερές κινήσεις, αναζητάει διαρκώς μια διέξοδο ή ένα στήριγμα για να κρατηθεί, έστω και αν πολλές φορές αυτό δείχνει να είναι η μαλακή και υπερπροστατευτική φωνή της. Η Ανέζα Παπαδοπούλου, στο ρόλο της μητέρας, συμπεριφέρεται με την υπερβατικότητα μιας τρελής, εκστομίζοντας άναρθρες κραυγές και θρηνητικά κλάματα στις ιεροτελεστικές διαδικασίες που επιτελεί. Ο Άρης Μπινιάρης, περιφέρεται σαν αβοήθητος γέρος και προς το τέλος μεταμορφώνεται και μπουσουλάει όπως ένα μωρό, πιστοποιώντας, πως η ζωή και ο θάνατος δεν θα μπορούσαν να είναι πιο κοντά. Ο Χάρης Τσιτσάκης στο ρόλο του ιερέα, αντιμετωπίζει με ψυχραιμία την κατάσταση, έχοντας απόλυτη επίγνωση και σωματοποιώντας το αναπόδραστο πεπρωμένο τους. Τέλος, ο Χρήστος Στέργιογλου και η Μαρία Κεχαγιόγλου, συμπληρώνουν κατάλληλα, χωρίς όμως, να ξεχωρίζουν ή να προσθέτουν κάτι το διαφορετικό στον παραπάνω, θίασο.
Εκτός από τη λογοτεχνική πηγή, την δουλεμένη εκφορά και την χορογραφημένη κίνηση των ηθοποιών, πολύτιμο ρόλο στην παράσταση, κατέχει, όπως δηλώνει και ο επιλεκτικός τίτλος του έργου και η προσεκτικά σχεδιασμένη, μουσική σύνθεση και ηχητική δραματουργία. Ο Δημήτρης Καμαρωτός (γνωστός μεταξύ αρκετών άλλων και από τις συνεργασίες του με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό) συνδράμει καθοριστικά στο να χτίσει ατμόσφαιρα στην παράσταση. Από τη μινιμαλιστική αρτιπαιξία που συνοδεύει τους ηθοποιούς κατά την είσοδο τους στη σκηνή, μέχρι τη βαθμιαία αύξηση της έντασης, όταν τα πράγματα δείχνουν πως είναι εκτός ελέγχου, τα ανησυχητικά σημάδια του μουσικού του ύφους λειτουργούν υποστηρικτικά για το παράδοξο, αυτό, περιβάλλον. Παράλληλα, η αξιοποίηση της μαγευτικής και ξεχωριστής φωνής της Σαβίνας Γιαννάτου (ένα μουσικό πολυεργαλείο) υπογραμμίζει και συνεχίζει τη δράση. Πολλά από τα λόγια των ηθοποιών επαναλαμβάνονται, ενώ άλλα προστίθενται και συμπληρώνουν τα διαλογικά κενά που προκύπτουν. Από ένα σημείο και έπειτα και όσο η δραματουργία κορυφώνεται, η τεράστια σε έκταση φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου και οι ήχοι της παράστασης (το κροτάλισμα με το οποίο προκαλείται το φτερούγισμα ή ο συριστικός θόρυβος ενός φάρου) υποβάλλουν και αιχμαλωτίζουν το θεατή στο σύμπαν των τυφλών.
Ενδιαφέρουσα κρίνεται και η δουλειά που έχει γίνει στο σκηνογραφικό κομμάτι από την Ελίνα Λύκου και τη βοηθό της, Ελένη Βαρδαβά. Εκτός από τον τεθλασμένο διάδρομο και τη διαρρύθμιση της κερκίδας, η μεγάλη έκταση της σκηνής αντιμετωπίστηκε με αφαίρεση και κατά τόπους παρεμβάσεις, έτσι ώστε, να υπάρχουν οι απαραίτητες αποστάσεις ανάμεσα στα διάφορα μέρη, να εντείνεται το αίσθημα της απομόνωσης και να υπάρχει εύρος στις κινήσεις των τυφλών. Μια ορθογώνια, σκαμμένη επιφάνεια, στην οποία έχουν τοποθετηθεί μερικά λουλούδια και φυτά (δάσος), μια άλλη, υδάτινη, στο βάθος της σκηνής (θάλασσα), λίγο πιο πέρα ένας απειλητικός στύλος (φάρος), μια πύλη – πέρασμα (ήλιος – ορίζοντας), δύο καρέκλες, ένα παγκάκι (στάση αναμονής και περισυλλογής) και ένα φορητό δέντρο που αλλάζει διαρκώς θέσεις, ολοκληρώνουν τα υπόλοιπα σκηνογραφικά αντικείμενα. Ο τρόπος, με τον οποίο φωτίζονται όλα τα παραπάνω από τον Λευτέρη Παυλόπουλο είναι ιδανικός (η πύλη φυλάσσει την πιο λαμπερή πηγή, η υδάτινη επιφάνεια αστράφτει κάτω από το λευκό φως, ο ψηλός φάρος προειδοποιεί με τον περιστρεφόμενο, κόκκινο κύκλο, οι περιμετρικοί τοίχοι συσκοτίζονται, ενώ οι τυφλοί φωτίζονται αχνά). Τέλος, τα ρούχα που επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, σε αντίθεση με τη σκηνογραφική πρόταση και την ατμόσφαιρα που επικρατεί, είναι πολύχρωμα και προσαρμόζονται στην προσωπικότητα του κάθε τυφλού.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου, μεταφέρει τους ‘Τυφλούς’ του Μωρίς Μαίτερλινκ και αναδεικνύει, χωρίς να πλατειάζει ή να επαναλαμβάνεται (η παράσταση τελειώνει στην ώρα της) όλες τις αλληγορικές και υπαρξιακές αναφορές ή προεκτάσεις του αρχικού διηγήματος. Συγχρόνως, ο λόγος, η κίνηση και η συμπεριφορά των τυφλών προσεγγίζει και το μεταφυσικό. Υπάρχει μια υπερβατικότητα στην προσπάθεια που καταβάλλουν για να αντιληφθούν με τις άλλες (ανέγγιχτες) αισθήσεις τους, το αφιλόξενο αυτό, μέρος. Οι μυρωδιές που οσφραίνονται, οι ήχοι που ακούν, τα αγγίγματα που νιώθουν είναι αδιευκρίνιστα ή συγκεχυμένα και ο καθείς τα αντιλαμβάνεται και τα ερμηνεύει με τον δικό του, διαφορετικό τρόπο. Παράλληλα, δεν είναι λίγα εκείνα τα σημεία της παράστασης, όπου δίδεται η εντύπωση πως βρίσκονται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, όπου η ψυχή περιφέρεται χωρίς να έχει απόλυτη επίγνωση ή σκοπό. Στο εσωτερικό ενός μακροσκελούς και κατασκότεινου διαδρόμου, όπου μόνο να συναισθανθεί μπορεί και αυτό με διφορούμενα αποτελέσματα. Ενδεχομένως, το εκτυφλωτικό φως που ξεπροβάλλει από μια ορθάνοιχτη πύλη να μην είναι μόνο ο εκθαμβωτικός ήλιος, αλλά και κάτι το λυτρωτικό ή απελευθερωτικό, γι’ αυτές. Αρκεί να βρεθεί, ο κατάλληλος οδηγός, ο ψυχοπομπός εκείνος, που θα τις απεγκλωβίσει και θα τις κατευθύνει προς τα εκεί. Ίσως να είχε ακόμη πιο μεγάλο ενδιαφέρον, αν το εν λόγω έργο μεταφερόταν σε μια πιο μικρή αίθουσα, εκεί όπου η παρουσία του θεατή δεν θα ήταν τόσο απομακρυσμένη, ακόμη και έτσι, όμως, είναι ευτύχημα να βλέπεις ένα έργο με φιλοσοφικά και αναπάντητα ερωτήματα να μεταφέρεται στα πλαίσια ενός φεστιβάλ, τη στιγμή που ο περισσότερος κόσμος συμπεριφέρεται, όπως ακριβώς οι θλιβεροί τυφλοί του Μαίτερλινκ, φοβισμένα ή εφησυχασμένα, περιμένουν έναν ‘σωτήρα’ να τους υποδείξει τι να πράξουν.