Η Κοκκινη Χελωνα
Τα θρυλικά, ιαπωνικά στούντιο, παραγωγής και διανομής κινουμένων σχεδίων, Ghibli, απ’ όπου εμφανίστηκαν, ουκ ολίγα, εξαιρετικά και επιδραστικά έργα (όπως είναι, ‘Η Ναυσικά της Κοιλάδας των Ανέμων‘, 1984, η ‘Πριγκίπισσα Μονονόκε‘, 1997 και το ‘Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων‘, 2001) και έκαναν παγκοσμίως γνωστό τον σκηνοθέτη και συνιδρυτή τους, Χαγιάο Μιγιαζάκι, ύστερα από τριάντα χρόνια αδιάλειπτης δραστηριότητας, περνούν στην επόμενη φάση. Για πρώτη φορά, συνεργάζονται με δύο αναγνωρισμένες γαλλικές εταιρείες που στηρίζουν την ποικιλομορφία και προωθούν τις ανεξάρτητες δημιουργίες (Wild Bunch και Why Not Productions) και μάλιστα, συνδράμουν με έναν αρκετά υποσχόμενο, Ολλανδό σκηνοθέτη, τον Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ, ο οποίος τυγχάνει να είναι και οσκαρικός νικητής (για το αποστομωτικό, μικρού μεγέθους κινούμενο σχέδιο, ‘Father and Daughter‘, 2000). Τα στούντιο Ghibli, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, απομακρύνονται από τη γνώριμη, θεματική και αισθητική της ιαπωνικής κουλτούρας, αξιοποιούν την ευρωπαϊκή οπτική και το αποτέλεσμα αυτής της δημιουργικής, αλλαγής και σύμπλευσης, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο τονωτικό, εμπνευσμένο και επιτυχημένο. Είναι τέτοιος, ο οπτικός, αφηγηματικός, μα πρώτα απ’ όλα, συναισθηματικός πλούτος της ‘Κόκκινης Χελώνας’, που αναμφισβήτητα, η θέαση της ανάγεται σε εμπειρία ξεχωριστή: από εκείνες που τα αισθητηριακά όργανα του κάθε θεατή ενεργοποιούνται και συγχρονίζονται με όλα όσα λαμβάνουν δράση επί της οθόνης.
Με απλές σχεδιαστικές γραμμές και ποικίλες χρωματικές εκφάνσεις, μια ολόκληρη φυσική διαδικασία, όπως είναι εκείνη του αέναου κύκλου της ζωής, εξελίσσεται στην οθόνη, μέσα από μια εναγώνια ιστορία διατήρησης στη ζωή. Η επιβίωση ενός ναυαγού σε ένα έρημο και απομακρυσμένο νησί, στην ‘Κόκκινη Χελώνα‘ όμως, δεν είναι το μοναδικό και πρωταρχικό επιδιωκόμενο, ούτε ακολουθεί την κατεύθυνση της συμβατικής εξιστόρησης. Διάχυτο από έντονους αλληγορικούς συμβολισμούς (η ίδια η παρουσία της κόκκινης χελώνας είναι ένας από αυτούς, όπως και η ύπαρξη του νησιού), το αφήγημα, αλλά απολύτως κατανοητό στον κεντρικό του πυρήνα, επιτυγχάνει να επαναπροσδιορίσει τη θέση που θα έπρεπε να έχει ο αλλότριος – έκπτωτος άνθρωπος στο φυσικό του περιβάλλον, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα χρειαστεί να διδαχθεί από την αρχή τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της φύσης. Δίχως ίχνος διαλογικών μερών (μονάχα τα στοιχεία της φύσης ακούγονται και μια μουσική υπόκριση, όποτε κρίνεται απαραίτητο), η ταινία, αντιστέκεται στον ορυμαγδό της άψογης, μα χάρτινης, τρισδιάστατης απεικόνισης, του συνόλου του εμπορικού κινούμενου σχεδίου, κατορθώνοντας να κερδίσει την προσοχή, την πίστη και στο φινάλε, την καρδιά του θεατή.
Χωρίς χρονοτριβή (καμία αναφορά δε γίνεται για το παρελθόν και το ποιόν του χαρακτήρα), η ταινία ξεκινάει τη στιγμή, που ο ήρωάς μας, προσπαθεί να αναδυθεί και να επιζήσει από τα μπουρινιασμένα και δυσθεώρητα κύματα. Παρά τη σφοδρότητα της θαλασσοταραχής, η προσπάθεια του να πιαστεί από κάπου θα ευοδωθεί και έτσι θα καταλήξει σε ημιλιπόθυμη κατάσταση σε μια παραλία. Στον ανοίκειο τόπο που θα παραβρεθεί, μην διαθέτοντας άλλη επιλογή θα περιεργαστεί εξονυχιστικά τον χώρο. Από την χρυσοποίκιλτη ακροθαλασσιά, θα κατευθυνθεί στο καταπράσινο δάσος και από εκεί σε κάποια σταχτιά ανοιχτωσιά, μόνο και μόνο, για να παρασυρθεί στο κλειστοφοβικό εσωτερικό μιας υποθαλάσσιας, σπηλαιώδους περιοχής, και να ξαναβρεθεί απογοητευμένος και ταλαιπωρημένος στο σημείο εκκίνησης. Το μέρος που έχει ναυαγήσει, είναι περιορισμένου διαμετρήματος, δεν βρίσκεται κοντά σε κάποια άλλη εδαφική έκταση και δεν δείχνει να κατοικείται από άλλον άνθρωπο, εκτός από τα έντομα, τα πουλιά, μια φώκια και ορισμένα αξιολάτρευτα και περιπαικτικά καβουράκια (τα τελευταία, σε σημεία κλέβουν την παράσταση με την περιέργεια και την κατεργαριά με την οποία προσεγγίζουν κάθε φορά, τον νέο επισκέπτη). Στο μέρος, τούτο όμως, κρύβονται κάτω από την άμμο και μερικά αυγά θαλάσσιων χελωνών. Οι νεοσσοί, με την ολοκλήρωση της εκκόλαψης, την αναρρίχηση και τη φωτεινή καθοδήγηση των αστεριών, θα οδηγηθούν στην προδιαγεγραμμένη τους πορεία (θάλασσα). Ο θαυμασμός του ήρωα για τη νέα ζωή θα είναι έκδηλος, και ο ίδιος δεν θα μείνει απλός παρατηρητής, μα θα βοηθήσει ένα από αυτά να φτάσει στον προορισμό του. Αυτή, η πρώτη, αναγνωριστική συνάντηση με το είδος που θα τον επανακαθορίσει, θα γίνει σε ονειρικούς τόνους, ενώ συγχρόνως, θα τον αποφορτίσει πρόσκαιρα από τη συναίσθηση της αποθαρρυντικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει.
Ο χαρακτήρας μας, όμως, δεν θα αρκεστεί στο προδικασμένο τέλος της περίστασης αυτής, τουναντίον, θα επιχειρήσει να δραπετεύσει. Αποκόπτοντας και συνενώνοντας κορμούς από κοκοφοίνικες, θα κατασκευάσει ένα υποτυπώδες πλεούμενο. Προσπάθεια, η οποία, δεν θα τελεσφορήσει, όχι γιατί δεν έχει συνδέσει σφιχτά τους κορμούς ή επειδή τα φαινόμενα της φύσης τον παρεμποδίζουν, μα γιατί κάποια παρουσία κάτω από το νερό, στέκεται εμπόδιο. Το γεγονός, τούτο, θα τον πεισματώσει και στο πέρασμα ενός εύλογου, λογικού χρόνου, θα προβεί στη κατασκευή και άλλων σχεδιών, όλες όμως, θα έχουν την ίδια αρνητική έκβαση. Οι σκηνές αυτές, διαθέτουν αρκετή αγωνία και ένταση, όχι τόσο για το αν θα καταφέρει να διαφύγει, αλλά κυρίως, για το αν θα συναντήσει το πλάσμα που τον διώκει. Σε ένα υπέροχο στιγμιότυπο, ο ήρωάς μας, θα βρεθεί κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και η κόκκινη χελώνα που ως εκείνη την ώρα δρούσε χωρίς να γίνεται ορατή, θα κάνει την εμφάνισή της.
Κατά μια έννοια, δύο έτερες οντότητες που προσπαθούν να επιβιώσουν, αναμετρούνται. Ο ήρωάς μας, όμως, δεν διαθέτει την ενέργεια και τα μέσα για να συγκρουστεί με την κόκκινη χελώνα, ούτε και αυτή δείχνει διάθεση να του επιτεθεί περαιτέρω. Στη θέα της, θα μαζευτεί και θα υπαναχωρήσει, ενώ το κοκκινωπό ερπετό θα τον αφήσει να γυρίσει στην αμμουδερή ακρογιαλιά. Την επόμενη φορά, που θα συναπαντηθούν, πάντως, θα είναι επειδή η κόκκινη χελώνα θα βγει στην παραλία (ενδεχομένως, για να εναποθέσει τα αυγά της). Ευρισκόμενος σε εμφανές σημείο ισχύος και νοητικής σύγχυσης, ο δύστυχος και ανυποχώρητος ναυαγός, θα εξωτερικεύσει το μίσος που κουβαλά από τις προηγούμενες συναντήσεις τους. Σε κάθε ιστορία επιβίωσης, άλλωστε, η αποκτήνωση αποδεικνύεται πως αποτελεί εγγενές, άφευκτο στοιχείο κάθε ύπαρξης και η πράξη του ήρωα, όσο αποτροπιαστική και αν είναι, ευρίσκεται εκεί για να το ενθυμίσει. Ο Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ πλημμυρίζει την ασπριδερή αμμουδιά και τον καταγάλανο ουρανό με τους τόνους του κόκκινου χρώματος, για να επισημάνει τη θανατερή ενέργεια και έτσι οι εικόνες που προσφέρει, περιέχουν επιπρόσθετη εκφραστική δύναμη. Όταν, ο ήρωάς μας, θα συνειδητοποιήσει την πράξη αυτή, θα είναι πολύ αργά για να επανορθώσει. Μετανιωμένος, θα καταβυθιστεί στις σκέψεις του και οι ερινύες θα τον κατακλύσουν. Στο σημείο αυτό, παρατηρείται μια έντονη μεταλλαγή στο κλίμα της ταινίας (συμβάλλει σε αυτό και η στοχευόμενη χρήση του αγωνιώδους ή και επουράνιου, μουσικού σκορ, του Γάλλου συνθέτη Λοράν Περέζ Ντελ Μαρ), η οποία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πνευματική εξουθένωση του χαρακτήρα (μη κανονική λειτουργία της νοητικής ικανότητας).
Το σουρεαλιστικό, παροδικό φανέρωμα, μιας ορχήστρας εγχόρδων στην άκρη της παραλίας θα είναι αντιπροσωπευτικό αυτής της παρανόησης. Είναι, όμως, η τιτλοφορούμενη χελώνα που στοιχειώνει τον εξασθενημένο ναυαγό και δημιουργεί ψευδαισθήσεις, που βαθμιδωτά προτάσσουν ένα διαφορετικό, περισσότερο αισιόδοξο και αναγεννητικό μέλλον. Κατόπιν τούτου, το νεκρικό κέλυφος της χελώνας, θα αποδειχθεί κατάλληλο μέρος για να υποδεχθεί μια καινούργια ζωή, τέτοια που θα αποδειχθεί ικανή για να συντροφέψει μέχρι τέλους, τον βασικό χαρακτήρα. Αυτή η απροσδόκητη τροπή δίνει μια μεταφυσική χροιά στην ιστορία, η οποία δεν αποκρύπτει τις επιρροές της από τις βουδιστικές πεποιθήσεις (η μετενσάρκωση). Το ψυχικό – πνευματικό κομμάτι αξιοποιείται καταπληκτικά από τον Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ, χαρίζοντας στιγμιότυπα που περιέχουν αρκετή ομορφιά. Αισθητική απόλαυση που δεν περιορίζεται στις εντυπωσιακά σχεδιασμένες και ζωγραφισμένες εικόνες, αλλά εκτείνεται και στην ίδια τη συναίσθηση της πληρότητας που μπορεί να προσφέρει η ανακατάληψη της ζωτικότητας, μέσα από μια διανοητική και συναισθηματική επαναπροσέγγιση του εαυτού.
Ολάκερο, το δεύτερο μισό της ταινίας, είναι μια προσπάθεια αποδοχής και συμφιλίωσης με το βαθύτερο και πιο ειλικρινές κομμάτι της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Διαδικασία, η οποία θέτει νέα, πιο επιθυμητά δεδομένα στην ερημική και αναπόδραστη καθημερινότητα που βιώνει ο πρωταγωνιστής. Ο τρόπος με τον οποίο, ο σκηνοθέτης, προσφέρει στον ήρωά μας, την ευκαιρία να αντιληφθεί την πραγματικότητα (ή μια εξιδανικευμένη εκδοχή αυτής) και να επανεκκινήσει εκ του μηδενός (ή να συνεχίσει αφυπνισμένος και γνωστικός από εκεί που σταμάτησε) είναι συγκλονιστικός και δεν γίνεται προς ικανοποίηση της επιθυμίας των θεατών να δουν μια ακόμη δακρύβρεκτη, στερεοτυπική ιστορία. Ο ναυαγός αργεί να δει με ολοκάθαρη ματιά και να πιστέψει στην ύπαρξη της μετουσιωμένης οπτασίας, ενώ ο χρόνος που θα δαπανήσει για να την πλησιάσει διαθέτει γνωρίσματα ρομαντισμού και ευγένειας (η σκηνή που αφήνει με διακριτικότητα και σεβασμό το ένδυμα του για να χρησιμοποιηθεί από εκείνη). Σε ένα άλλο, παράλληλο επίπεδο, όμως, η παραπάνω κατάσταση θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως η διάρκεια που προαπαιτείται για να βάλει σε τάξη το προσωπικό του χάος και να ανακαλύψει την ιδέα εκείνη (συντροφικότητα) που θα του δώσει έναν σοβαρό λόγο για να συνεχίσει να ζει. Συνεπακόλουθα, η σύζευξη των δύο, θα δώσει στον ήρωά μας, τη χρονική απόσταση και τον φυσικό πλούτο για να απολαύσει το υπολειπόμενο της ζωής. Απορριπτέος εκείνος, προηγουμένως (η νευρωτική του παρουσία στο πυκνό δάσος το μόνο που πετύχαινε ήταν να διαταράσσει το συγχρονισμένο τραγούδισμα των πουλιών και των εντόμων), τώρα δείχνει πως ανακτά την εμπιστοσύνη της φύσης και γίνεται αναπόσπαστο μέρος της (θα βρεθεί αρκετές φορές και θα αγκαλιάσει τα σημεία που διάβαινε μονάχος).
Οι ακατάβλητες δυνάμεις των στοιχείων της φύσης (η καταστροφή του περιβάλλοντος και ο τρόμος που θα σκορπίσει ένα πολύ μεγάλο κύμα), όμως, και το αναπόφευκτο πλήρωμα του χρόνου (έτσι όπως, αυτό εκφράζεται μέσα από τον θάνατο κάθε οργανισμού), επαναφέρει την ταινία στις απαρχές της προβληματικής της (η περιοδικότητα και η σπειροειδής ροή των πραγμάτων). Γι’ αυτό και η αποχώρηση του ήρωα και της συνοδείας του, δεν θα μπορούσε παρά να γίνει με την ποιητική – υπερβατική μέθοδο με την οποία ο ίδιος ήρθε αντιμέτωπος, όταν συνάντησε την αληθινή διάσταση της εύθραυστης και συγκεχυμένης του υπόστασης. Σωματική και ψυχική απελευθέρωση, που όπως αναφέρθηκε, απαιτεί ενδοσκόπηση για να πραγματωθεί (συμπαντική εξισορρόπηση και ανακαθορισμός των ορίων και των επιλογών). Υπαρξιακό και φιλοσοφημένο στον πυρήνα του έργο, που ενώ διαθέτει αρκετές δραματικές στιγμές (το εκδικητικό αντάμωμα με την κόκκινη χελώνα και ο καταστροφικός απολογισμός μετά το τσουνάμι) διαποτίζεται και από επαρκείς δόσεις χιούμορ (η χαριτωμένη παρουσία των καβουριών), τρυφερότητας (ο αρχέγονος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η επαφή) και θετικής ενατένισης (η ελπίδα που θα δημιουργήσει η μετοίκηση της ψυχής). Ο θάνατος ενυπάρχει ή καραδοκεί σε κάθε πλάνο της ταινίας, το ίδιο και το ανυπέρβλητο μεγαλείο της ζωής. Με σχεδιασμό και χρωματισμό που αντλεί έμπνευση τόσο από τα σπουδαία έργα του στούντιο Ghibli όσο και από αυτά του ευρωπαϊκού κινούμενου σχεδίου, οι δύο αντιθετικές, μα αλληλένδετες έννοιες, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, για να εκφραστούν. Τ’ ότι συχνά, τα πλάνα, θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής, δεν θα πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη, τη στιγμή που έχει δοθεί προσοχή στη λεπτομερή καταγραφή του οικοσυστήματος και αξιοποιηθεί η εργαλειοθήκη εκείνη που παράγει ένα εικαστικό αποτέλεσμα, τόσο ικανοποιητικό όσο είναι αυτό. Η απόπειρα του ήρωα να σταθμίσει τον ενδότερο κόσμο με το φυσικό περιβάλλον και το επέκεινα, κινηματογραφείται με την αναγκαία προσήλωση, καταλήγοντας σε ένα σύνολο που συνεπαίρνει, όχι μόνο με την εκθαμβωτική εικόνα, αλλά και το βάθος του αφηγήματος.