Η μοριοδοτηση της εθελοντικης εκμεταλλευσης
Την προηγούμενη Πέμπτη στην εκπομπή ‘Αυτοψία’, ο Αντώνης Σρόιτερ, φιλοξένησε ένα ενδεικτικό, όχι πάντως απόλυτα αντιπροσωπευτικό, δείγμα νέων ανθρώπων. Κάποιοι από αυτούς εργάζονται με αμοιβή (π.χ. εκπαιδευτικοί) ενώ άλλοι δουλεύουν αμισθί (π.χ. φωτογράφος, γραμματέας). Όλοι αυτοί κλήθηκαν, στη συνέχεια να αποφασίσουν αν θεωρούν τον εαυτό τους εθελοντή εργαζόμενο ή σύγχρονο σκλάβο.
Είχε προηγηθεί η εξωφρενική πρόταση του Υπουργού Παιδείας, κ. Α. Λοβέρδου, για την κάλυψη των περίπου 1.100 κενών θέσεων σε γυμνάσια και λύκεια. Κενά που υπάρχει επιτακτική ανάγκη να συμπληρωθούν άμεσα, για να υπάρξει επάρκεια και όχι πληρότητα αλλά δεν υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα. Έπρεπε να φτάσουμε, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, για να συνειδητοποιήσει το αρμόδιο υπουργείο τις πραγματικές ανάγκες των σχολείων, όπου ακόμη κι αν συμπληρωθούν τα κενά πάλι θα υπάρχουν ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό.
Αλλά ποιός νοιάζεται για την πληρότητα, όταν κανείς δεν μπορεί να ενδιαφερθεί και να προνοήσει εγκαίρως για την επάρκεια; Σάμπως ήταν ποτέ τα κονδύλια αρκετά για τη δημόσια εκπαίδευση; Γιατί να είναι προτεραιότητα η παιδεία τώρα που η χώρα βρίσκεται σε ‘οικονομική παρακμή’; Και γιατί να νοιαστούμε για την ‘παιδαγωγική ή πολιτισμική ανάπτυξη’ όταν αυτή αντίκειται και δεν δύναται να ακολουθήσει πιστά, τους όρους και τις κανόνες μιας όχι και τόσο ελεύθερης μα αναμφισβήτητα ανταγωνιστικής αγοράς;
Ο υπουργός, βρήκε πρόσφορο έδαφος για να κάνει επίκληση στον φιλότιμο άνεργο, τον εκπαιδευτικό της ανάγκης αλλά και της εύκολης λύσης, προκειμένου να προσφέρει εθελοντικά και πειθήνια το λειτούργημα του για ένα μικρό (;) χρονικό διάστημα. Και για να γίνει και λίγο πιο πειστικός και δελεαστικός σε μια νεότερη γενιά που έχει μάθει με επαίνους, μπόνους και πριμοδοτήσεις αλλά όχι σε πραγματική αναγνώριση, μισθούς και διορισμούς, προσέφερε μόρια.
”Είναι όμως και αυτό μια αρχή, ένα ξεκίνημα από το να μένουμε άεργοι και να μην κάνουμε τίποτα, κάτι είναι και αυτό, κάνουμε ένα μικρό βήμα,” ακούγεται να λέει, σχεδόν με περίσσεια χαρά, η νεαρή ιστορικός, η οποία ενώ εργάζεται ήδη τρία χρόνια, σε φροντιστήριο και κάνει και ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά, δηλώνει έτοιμη να παρατήσει τα πάντα για να δουλέψει χωρίς αμοιβή στη δημόσια εκπαίδευση.
Επιθυμεί δηλαδή ή μάλλον φαντάζεται πως θα διοριστεί κάποια στιγμή στον δημόσιο τομέα. Συμφωνεί απόλυτα με την πρόταση του κ. Λοβέρδου πιστεύοντας πως είναι κάτι πολύ καλό και ένα σημαντικό ξεκίνημα για τα νέα παιδιά. Ταυτόχρονα, δηλώνει με (σχεδόν) απόλυτη σιγουριά πως ”ούτως ή άλλως οι γονείς βοηθάνε και θα συνεχίσουν να μας στηρίζουν όσο μπορούν,” αδιαφορώντας επιδεικτικά για εκείνους τους συναδέλφους που δεν μπορούν να τους στηρίξουν άλλο οι γονείς αλλά και διαχωρίζοντας τον εαυτό της από όλους όσους έχουν αναλάβει οι ίδιοι τη βιοποριστική ευθύνη μιας οικογένειας.
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως ενώ η εθελοντική πρόταση ποντάρει στην απελπισία κάποιων άνεργων και ανειδίκευτων, η συγκεκριμένη κοπέλα όχι μόνο δεν ήταν άνεργη αλλά δεν φαινόταν καν απελπισμένη. Πως θα μπορούσε να είναι άλλωστε, όταν γνωρίζει πως οι ίδιοι οι γονείς της θα την προστατέψουν (αλήθεια, μέχρι πότε;) από την εξαθλίωση της απλήρωτης – εθελοντικής εργασίας ή της τετράωρης με υπερωρίες σύμβασης;
Δεν ξέρω τι είναι πιο ανησυχητικά προκλητικό , να σου δηλώνει ο ίδιος, ο αρμόδιος υπουργός πως δεν υπάρχουν χρήματα και πως οι θέσεις θα συμπληρωθούν εθελοντικά (μόρια) ή να ακούς αυτή τη νεαρή, μια από τις πολλές χιλιάδες, να διατυμπανίζει πως ”Είναι τα μόρια και τα μόρια είναι μια αμοιβή. Αφού αυτά είναι το κριτήριο για να μπορέσουμε να μπούμε στον δημόσιο τομέα είναι και αυτό μια μικρή αμοιβή.” Με αυτό τον τρόπο, η θεωρία / επιθυμία του υπουργού μετατρέπεται σε πράξη / αποδοχή από τον εργαζόμενο και η έμπρακτη συμπαράσταση σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους σε ιδιοτελή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.
Ανάλογη, όμως, εικόνα, συναντάει κανείς και στα δημόσια πανεπιστήμια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου. Εκεί πέρα από κάθε άλλη υποβάθμιση, του αξιολογημένου με επαίνους κατά τ’ άλλα, τμήματος μουσικών σπουδών, οι έκτακτοι συνεργάτες ενώ αξιολογήθηκαν και διορίστηκαν με πλήρη προσόντα, κλήθηκαν στη συνέχεια να υπογράψουν νέες συμβάσεις οι οποίες τους υποβαθμίζουν σε προσωπικό με ελλιπή προσόντα. Με αυτό τον τρόπο αναγκάζονται να υπαχθούν σε καθεστώς ωρομίσθιας εργασίας, με μειωμένες αποδοχές και μερική απασχόληση και συνεισφορά. Αξίζει να αναλογιστεί κανείς, πως λόγω των ελλιπών τους προσόντων (με μεταπτυχιακά!), δεν θα μπορούν να αναλάβουν, για παράδειγμα, την επίβλεψη πτυχιακών εργασιών καθώς ο ρόλος τους θα περιοριστεί σε αυτόν της διδασκαλίας.
Η καθολική άρνηση – αντίδραση των έκτακτων συνεργατών να υπαχθούν σε άλλο εργασιακό καθεστώς από αυτό για το οποίο υπέγραψαν όταν διορίστηκαν ήταν επιβεβλημένη και αυτονόητη. Ταυτόχρονα, οι φοιτητές του τμήματος τασσόμενοι ανοιχτά υπέρ του αγώνα των εκπαιδευτικών – επιστημονικών συνεργατών, πραγματοποίησαν κατάληψη τόσο του κτιρίου που βρίσκεται το εν λόγω τμήμα όσο και του Διοικητηρίου, ζητώντας την παραίτηση του διευθυντή (κτηνίατρος στο επάγγελμα!) του κ. Αναστάσιου Τσίνα και την απρόσκοπτη λειτουργία του τμήματος. Για το σκοπό αυτό ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν και υπογραφές.
Η Διοίκηση, απομονωμένη, παρέμεινε ακλόνητη στις αρχικές της απαιτήσεις. Αποκορύφωμα της αδιάλλακτης αυτής στάσης στάθηκε το εκβιαστικό τελεσίγραφο που έστειλε στους διαμαρτυρόμενους εκπαιδευτικούς με το οποίο ανακοίνωνε, πως ”Σε περίπτωση μη προσέλευσής σας θεωρείται σιωπηρή η παραίτησή σας και ανακαλείται η πρόσληψη για λόγους αποκλειστικής υπαιτιότητάς σας, που συντρέχουν στο πρόσωπό σας, γεγονός που θα ληφθεί σοβαρά υπόψη σε κάθε μελλοντική συνεργασία μας.” Με τη λήξη του τελεσίγραφου, η Διοίκηση, αφού φρόντισε να μην εξαντλήσει κάθε δημοκρατικό μέσο αποφάσισε την επαναπροκήρυξη των θέσεων αυτών. Μετά από την απαράδεκτη αυτή εξέλιξη, οι καταληψίες φοιτητές αποφάσισαν να παραμείνουν οχυρωμένοι στις θέσεις τους έως ότου ικανοποιηθούν τα αιτήματα τους.
Η Διοίκηση, έχοντας μειωμένο προϋπολογισμό στα χέρια της, στην καλύτερη των περιπτώσεων επιθυμεί να προσλάβει χαμηλόμισθο, αμφιβόλου ποιότητας, προσωπικό. Αυτό σε συνδυασμό με τις υπό αμφισβήτηση αλλαγές που επιφύλαξε στο πρόγραμμα των σπουδών δείχνει πως δεν την ενδιαφέρει πραγματικά να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο του τμήματος ή της σχολής.
Και οι δυο εκδοχές πάντως, χαμηλόμισθων και μοριοδοτούμενων εκπαιδευτικών, είναι απόρροια μιας πάγιας εκπαιδευτικής πολιτικής που στοχεύει στην πλήρη απαξίωση των ήδη υποβαθμισμένων δημόσιων σχολείων και ιδρυμάτων. Όσο και αν προσπαθεί ο κ. Λοβέρδος να μας πείσει πως δεν ντρέπεται που θα προσφύγει στον εθελοντισμό προκειμένου να καλύψει τις θέσεις που κρίνεται αναγκαίο να στελεχωθούν, τόσο δεν μπορεί να κρύψει την αυτοπεποίθηση που του δίνει το γεγονός πως γνωρίζει πως έχει στα χέρια του ένα ‘στρατό’ από απελπισμένους ή υπάκουους ανθρώπους που δηλώνουν έτοιμοι να εργαστούν με οποιοδήποτε κόστος και τίμημα.
Με ένα προσωπικό που δεν θα χρειάζεται να διαθέτει υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα αλλά την ικανότητα να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την κάθε υπουργική απόφαση, μπορεί επίσης να είναι σίγουρος πως οι γενιές που θα ακολουθήσουν μπορεί να είναι το ίδιο ή και περισσότερο υποταγμένες σε όχι και τόσο, τελικά, ανεπιθύμητες επιλογές. Επομένως, το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή μάλλον έχει ήδη απαντηθεί. Το γεγονός πως τέτοιες πρακτικές δεν βρίσκουν μόνο άρνηση αλλά και αποδοχή, έστω και μερική, είναι αρκετό για να εξασφαλίσει τη μελλοντική επικράτηση των απανταχού δούλων ή εθελοντών.