Η Αλλη Οψη Της Ελπιδας

Διανύοντας την τέταρτη δεκαετία, μιας αναντίρρητα ιδιότυπης κινηματογραφικής καριέρας, ο Φινλανδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός Άκι Καουρισμάκι δεν παραμένει μόνο ασύχαστος και αποδοτικός, αλλά υπογράφει και μια από τις πιο έγκαιρες και πολιτικές του δημιουργίες από τη στιγμή που τοποθετεί στον δραματουργικό του πυρήνα, το προσφυγικό ζήτημα. Έξι έτη, μετά από τα γυρίσματα που πραγματοποιήθηκαν στον δεύτερο μεγαλύτερο λιμένα της Γαλλίας, για τις απαιτήσεις της εξαίρετης ταινίας ‘Το Λιμάνι της Χάβρης‘ (2011), επιστρέφει σε ένα άλλο λιμάνι, το ίδιο πολύτιμο, μα περισσότερο οικείο (της ιδιαίτερης του πατρίδας, τούτη τη φορά), για να αφηγηθεί με το αναγνωρίσιμο, αφοπλιστικό του χιούμορ, την αποστασιοποιημένη, φαινομενικά ατάραχη ματιά, την καλογυαλισμένη, παρακμασμένη αισθητική και τα αυστηρά, γεωμετρικά πλάνα, την αποφασιστικής σημασίας γνωριμία ενός ακόμη αντισυμβατικού μεσήλικα με κάποιον ταλαιπωρημένο πρόσφυγα. Τη στιγμή που, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν συγκρατήσει τις ροές των προσφύγων, συνάπτοντας εύθραυστες συμφωνίες με αμφιλεγόμενους ηγέτες, υψώνοντας τείχη σε κομβικά σημεία, αυξάνοντας τους ελέγχους στα σύνορά τους, εφαρμόζοντας αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές, καταπατώντας το ευρωπαϊκό δίκαιο της καταφυγής και της μετανάστευσης, θέτοντας σε απευθείας κίνδυνο πολλές χιλιάδες ζωές, με το ‘Η Άλλη Όψη της Ελπίδας‘, ο ευσυνείδητος και οξυδερκής σκηνοθέτης ποιεί μια ταινία, που μέσα από το ιδιοσυγκρασιακό της σύμπαν, κατορθώνει να αναδείξει τις άνωθεν αναφορές και μάλιστα να τις αμφισβητήσει με τρόπο που είναι ευφρόσυνος και πανανθρώπινος. Επιπρόσθετα, μακριά από οποιαδήποτε ένδειξη ανεπίσχετης ηθικολογίας και δακρύβρεχτης μελοδραματικότητας, καταλήγει να λειτουργεί καταπραϋντικά για τους απανταχού κατατρεγμένους και αποκλειόμενους, ενόσω χάρη στις παραδειγματικές ενέργειες του Φινλανδού πρωταγωνιστή, πράττει αυτό που θα έπρεπε να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση: να διανοίξει και πάλι τα σύνορά της και να γίνει πιο ευαίσθητη.

Μπορεί, παρά τις πρώτες εκτιμήσεις και τις εξυμνητικές κριτικές, Η Άλλη Όψη της Ελπίδας’, να μην κέρδισε την πολυπόθητη Χρυσή Άρκτο στο 67ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (νικήτρια αναδείχθηκε ‘Η Ψυχή και το Σώμα‘ της Ουγγαρέζας σκηνοθέτιδας Ίλντικο Ενιέντι) και ο δημιουργός της να αρκέστηκε στο βραβείο σκηνοθεσίας, εκφράζοντας αντί για βαθιά ικανοποίηση, απροσποίητη αδιαφορία, στα όρια του χλευασμού (αντίδραση που θα μείνει αξέχαστη στα χρονικά των τελετών απονομών), όμως, η συγκεκριμένη ταινία, δεν έχει ανάγκη τις φεστιβαλικές διακρίσεις ή τα βραβεία ενώσεων και ακαδημιών, για να φανερώσει την ειλικρίνεια των προθέσεών της και την αναμφισβήτητή της σπουδαιότητα.

Χαρακτηριζόμενη ως το δεύτερο μέρος, μιας ανεπίσημης και χαλαρής τριλογίας που αφορά ευρωπαϊκές πόλεις με σημαντικά λιμάνια, ‘Η Άλλη Όψη της Ελπίδας’, επιβεβαιώνει από την αρχή του (παραπάνω) λόγου το αληθές. Η παράνομη προσέλευση ενός Σύρου πρόσφυγα με κάποιο εμπορικό πλοίο που μεταφέρει κάρβουνο στον λιμένα του Ελσίνκι παραβάλλεται με την οριστική αποχώρηση ενός μεσήλικα Φινλανδού από τη συζυγική του κατοικία. Ο Κάλεντ (Σερβάν Χαγί) προέρχεται από το κατεστραμμένο από τις εμφύλιες συγκρούσεις Χαλέπι, τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Συρίας, την ώρα που, ο Βίκστρομ (Σακάρι Κουοσμάνεν) κατάγεται από το εύρωστο οικονομικά και ανεπτυγμένο εμπορικά Ελσίνκι, την πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Και οι δύο χαρακτήρες, μέχρι ενός σημείου, θα ακολουθήσουν μια μοναχική διαδρομή, που εκτός του ότι θα τους συστήσει στο κοινό, θα δείξει και τις επιδιώξεις τους. Ο Κάλεντ αναζητάει ένα καλύτερο αύριο, μια περισσότερο ασφαλής και φυσικά, απόρθητη πατρίδα, τόσο για εκείνον όσο και για την εξαφανισμένη, πολυαγαπημένη του αδερφή (τα ίχνη της χάθηκαν σε κάποιον από τους ανυπολόγιστους διασυνοριακούς ελέγχους), γι’ αυτό και αρχικώς, θα οδηγηθεί στο αστυνομικό τμήμα της παραθαλάσσιας πόλης. Στην αντίπερα πλευρά, ο Βίστρομ επιδιώκει μια αλλαγή πλεύσης (επαγγελματικής και συντροφικής), κάτι που θα του αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος και μια ανανέωση, γι’ αυτό και θα εγκαταλείψει τη σύζυγό του και θα πουλήσει όλα τα πουκάμισα που πουλούσε ως ταξιδιωτικός πωλητής. Εν ολίγοις, ο πρώτος προσδοκά να του επιτραπεί να παραμείνει, δια της νομίμου οδού, στη σκανδιναβική χώρα και ο δεύτερος να ανοίξει μια επικερδής επιχείρηση (ένα εστιατόριο).

Αμφότερες οι σκηνές, όπου οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση, εκτός του ότι εναλλάσσονται υπέροχα, πιστοποιούν και το χαρακτηριστικό χιουμοριστικό ιδίωμα του Άκι Καουρισμάκι: στη μεν πρώτη, ο ανέκφραστος ήρωας, θα γίνει κατάμαυρος από το κάρβουνο που θα πέσει επάνω του στο μέρος που κρύβεται, στη δε άλλη, η αποσβολωμένη σύζυγος, θα σβήσει ένα τσιγάρο στο σταχτοδοχείο που εμπεριέχει και τη βέρα του συζύγου της, όταν ο τελευταίος αποχωρήσει αθόρυβα. Σεκάνς, που παρά την απουσία διαλογικών μερών, φέρνουν αβίαστα και αυθόρμητα το γέλιο στον θεατή, έτσι όπως παθητικότατα, οι ήρωες αντιμετωπίζουν τη δυσχέρεια στην οποία ευρίσκονται. Θα χρειαστούν μερικά λεπτά, μέχρι να ακουστούν οι πρώτες κουβέντες και όταν θα πραγματωθεί αυτό, θα είναι είτε γιατί ο Κάλεντ παίρνει οδηγίες για να κατευθυνθεί στο αστυνομικό τμήμα από έναν απορημένο, αφρικανικής προέλευσης, υπάλληλο του σιδηροδρομικού σταθμού είτε επειδή ο Βίκστρομ συναπαντά κάποια πολύ καλή πελάτισσά του και εκείνη του εκμυστηρεύεται, πως σκοπεύει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Πόλη του Μεξικού, για να πίνει σάκε και να χορεύει χούλα.

Ολόκληρο το πρώτο μέρος της ταινίας φροντίζει να αφιερώσει ικανοποιητικό χρόνο και να γνωρίσει ξεχωριστά τον κάθε χαρακτήρα και τούτο είναι κάτι που το κάνει με αφηγηματική περιεκτικότητα (λίγα, μα ουσιώδη είναι τα διαλογικά μέρη). Ο Κάλεντ, θα καθοδηγηθεί στο κέντρο υποδοχής προσφύγων, μέχρις ότου εξεταστεί από την αρμόδια υπηρεσία το αίτημά του για τη χορήγηση ασύλου, ενώ ο Βίστρομ σε έναν απόρρητο χαρτοπαικτικό κύκλο, στον οποίo θα τζογάρει όλες του τις οικονομίες. Τ’ ότι ο τελευταίος θα καταφέρει να κερδίσει και να συγκεντρώσει  το ποσό που απαιτείται για να εξαγοράσει μια επιχείρηση, μετά από έναν μαραθώνιο χαρτοπαιξίας (που σκηνοθετείται με απολαυστικά κοντινά πλάνα στα άπληστα προσωπεία των συμμετεχόντων), δεν σημαίνει πως και για τον Κάλεντ η έκβαση θα είναι το ίδιο ευοίωνη. Δεν είναι μόνο που θα χρειαστεί να ανακαλέσει με συγκρατημένο οδυρμό το περίπου ολοκληρωτικό ξεκλήρισμα της οικογένειάς του από τις δυνάμεις που πολεμούν στη Συρία και την παρακινδυνευμένη πορεία που ακολούθησε στην Τουρκία και τα Βαλκάνια, μέχρι να φτάσει στην Κεντρική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία, αλλά και τ’ ότι το αίτημά του δε θα γίνει δεκτό. Τι και αν το Χαλέπι, καθόσον δείχνουν και οι ειδήσεις σε κάποια τηλεόραση, βομβαρδίζεται εκ νέου, και μάλιστα αδιάκριτα (το ρεπορτάζ που δείχνει δεκάδες παιδιά να ανασύρονται τραυματισμένα ή νεκρά, μετά τον αεροπορικό βομβαρδισμό νοσοκομείου της περιοχής), ο δικαστής θα κρίνει, πως οι συγκρούσεις έχουν τερματιστεί στο Χαλέπι και έτσι δεν συντρέχει κάποιος σοβαρός κίνδυνος, που να δικαιολογεί στον απαραίτητο βαθμό τη χορήγηση ασύλου (σε μια απόφαση που είναι τελεσίδικη και δεν μπορεί να εφεσιβληθεί).

Ο Άκι Καουρισμάκι καταδεικνύει με αυτό τον τρόπο, το παράλογο σκεπτικό που συνοδεύει τις αποφάσεις των δικαστηρίων (την ισχύουσα γραμμή που ακολουθεί η δικαστική εξουσία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο), δίχως τούτο να σημαίνει, πως το κάνει καταγγελτικά. Ομοίως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, πως δείχνει την ολοένα και μεγαλύτερη ροπή προς τον εθνικοσοσιαλισμό (όταν ο Κάλεντ, θα δεχθεί θρασύδειλη και ρατσιστική επίθεση από μια ομάδα νεοφασιστών). Στον αντίποδα αυτών, των κάθε άλλο παρά εγκάρδιων και φιλόξενων Φινλανδών, όμως, ο σκηνοθέτης προτάσσει την περίπτωση του Βίστρομ και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν στην επιχείρηση που διανοίγει. Έχοντας εντοπίσει και αγοράσει ένα καλαίσθητα παρηκμασμένο μαγαζί, παρά το φαινομενικά άτεγκτό του παρουσιαστικό, θα δείξει ευθύς αμέσως, τις πολύ καλές του διαθέσεις. Μπορεί, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης να αποχώρησε από την επιχείρηση κακήν κακώς (χωρίς να αποπληρώσει όλες τις εργοδοτικές οφειλές), ο ίδιος παρουσιάζεται περισσότερο συγκαταβατικός και πρόθυμος, τόσο που σε μια ξεκαρδιστική σκηνή θα προκαταβάλλει μέρος από τους μισθούς των εργαζομένων του.

Την οργάνωση και τη λειτουργία του εστιατορίου του Βίστρομ, καθώς και τη γνωριμία με το ιδιόμορφο προσωπικό, θα διαδεχθούν σκηνές που αφορούν αποκλειστικά τον Κάλεντ. Με την γνωμοδότηση του δικαστηρίου να επιτρέπει ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης, ο Σύρος πρόσφυγας θα απομακρυνθεί από το κέντρο υποδοχής, μόνο και μόνο, για να βρεθεί μετά από την τυχαία παρακολούθηση μιας θεσπέσιας συναυλίας δρόμου, στα δολοφονικά χέρια μερικών φασιστοειδών στοιχείων. Τραυματισμένος και αβοήθητος ο Κάλεντ, θα καταλήξει έξω από το εστιατόριο του Βίστρομ. Ως συνακόλουθο, το αντάμωμα των δύο, θα γίνει κάτω από τις πιο απροσδόκητες συνθήκες και παρά την αρχική, μεταξύ τους αναμέτρηση, θα έχει έκβαση ακαρτέρητα καλή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Βίστρομ θα περιμαζέψει τον Κάλεντ, θα τον περιθάλψει και θα του δώσει απασχόληση και στέγη (θα αναλάβει τις καθαριότητες του εστιατορίου και θα μείνει στην αποθήκη που μέχρι πρότινος, φυλάσσονταν τα πουκάμισα). Με τον Κάλεντ στο επιτελείο της επιχείρησης, μια σειρά από διασκεδαστικά ευτράπελα θα επακολουθήσουν. Επί παραδείγματι, η απρόοπτη προσέλευση της επιθεώρησης εργασίας και ο τρόπος με τον οποίο καλύπτονται οι αθετήσεις του νόμου από τον εργοδότη και τους εργαζόμενους ή η έκδοση της πλαστής ταυτότητας του Κάλεντ από δύο άρρενες, που παρά το νεαρό της ηλικίας και την εμφάνισή τους, διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και τα μέσα, για να το κάνουν αυτό. Εκείνο που κατά πρώτο λόγο, κάνει ο Άκι Καουρισμάκι, μέσα από τα τερπνά και άριστα εκτελεσμένα του στιγμιότυπα, είναι ότι προκρίνει μια συνύπαρξη, που θα μπορούσε να είναι πιο αρμονική, αν οι βασικοί ιθύνοντες (το φιλανδικό κράτος, δηλαδή) ήταν περισσότερο κατανοητικοί και προστατευτικοί απέναντι σε όσους το έχουν ανάγκη.

Και δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτική σκηνή από αυτή, που ένεκα και της αρκετά χαμηλής επισκεψιμότητας, ο Βίστρομ μετατρέπει τον χώρο σε ιαπωνικό εστιατόριο, μεταβάλλοντας, όχι μόνο το περιεχόμενο του μενού ή τη διακόσμηση του χώρου, αλλά και την περιβολή του αξιολάτρευτου προσωπικού. Μια πρόταση πολυπολιτισμική, που και αυτή βέβαια, δεν θα επιφέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα (μόλις, ένα γκρουπ ιαπώνων τουριστών θα τιμήσει την προσπάθεια), περνάει όμως, το μήνυμα διαφορετικότητας, σκορπίζοντας ταυτόχρονα και άφθονο γέλιο (η χρήση κατεψυγμένης ρέγκας με άγνωστη ημερομηνία λήξης και η περισσή επικάλυψη του ψαριού με γουασάμπι). Έλλειψη ομοιότητας και κανονικότητας φανερώνει και η εμπλουτισμένη επιστροφή του μαγαζιού στην πρότερή του μορφή, από τη στιγμή που το συγκρότημα που εμφανίζεται, παίζει μια μουσική (ροκ εντ ρολ), που δεν βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις της νεότερης γενιάς. Αν μη τι άλλο, πάντως, η μουσική αυτή μεσολάβηση, θα βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση, γεγονός που αφήνει μια γλυκιά και ρομαντική επίγευση.

Αντίθετα με το γεγονός, ότι όλα βαίνουν καλώς, ο Κάλεντ δεν δείχνει να είναι χαρούμενος και πιο ήρεμος. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, από τη στιγμή που αγνοείται ακόμη η αδερφή του και η ζωή της μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Η επιτακτική ανάγκη να ακούσει νέα της, πάντως, θα βρει αντίκρισμα (θα ειδοποιηθεί από τον Μάζντακ, τον Ιρακινό πρόσφυγα, που πρωτογνώρισε στον ξενώνα υποδοχής, πως εντοπίστηκε), που δεν εξαντλείται στο άκουσμα της χαρμόσυνης πληροφόρησης, μιας και ο Βίστρομ θα προτάξει ένα πρόσθετο, παράτολμο και έκνομο σχέδιο, για να επανασυνδέσει τα δύο απομακρυσμένα αδέλφια. Και όσο και αν το κινηματογραφικό τελείωμα είναι περισσότερο γλυκόπικρο και αμφίρροπο, αντί να είναι εξολοκλήρου ευχάριστο και διασαφηνισμένο, το ότι ο Κάλεντ δέχθηκε αμέριστη υποστήριξη και βοήθεια από τον Βίστρομ για πολλοστή φορά, παραμένει σαν ολοζώντανη υπενθύμιση, πως πιθανολογουμένως, να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που θα ρίσκαραν σε τέτοιο βαθμό, όχι μονάχα σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο, μα και στην αληθινή ζωή (σημειωτέον, ο Βίστρομ απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Ο Άκι Καουρισμάκι επιτυγχάνει να μεταδώσει αισιοδοξία και προσδοκία, τη στιγμή μάλιστα, που οι ενθαρρυντικές και ζωογόνες τούτες έννοιες τείνουν να απολεσθούν. Και δεν υπάρχει πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να το κάνει από τον φωτεινό και αλληλέγγυο ήρωα (Βίστρομ) που έχει δημιουργήσει. Μπορεί, κατά το μεγαλύτερο σκέλος, στην ‘Άλλη Όψη της Ελπίδας’, να μεταχειρίζεται με σουρεαλιστικό και χιουμοριστικό τρόπο ένα ζήτημα τόσο ακανθώδες και κρίσιμο όσο είναι το προσφυγικό, αυτό είναι τουλάχιστον κάτι που το πράττει με πλήρη συναίσθηση της κατάστασης. Και με υποδειγματική ισορροπία, θα μπορούσε να προστεθεί, εφόσον η ευφραντική διάθεση και τα διάφορα, μη ρεαλιστικά στοιχεία, δεν υποβαθμίζουν το ανυπέρβλητο δράμα των προσφύγων. Τουναντίον, όχι μόνο το αναδεικνύουν, αλλά και το παρουσιάζουν με μέθοδο που δεν είναι συνηθισμένη σε έργα με παρόμοια θεματολογία.

Η σκηνοθετική ακρίβεια και η σεναριακή εμβρίθεια του Άκι Καουρισμάκι υποστηρίζεται και από την εξαιρετική διεύθυνση στη φωτογραφία. Ο Τίμο Σάλμινεν φωτίζει ιδανικά τους καλά (ανα)διαμορφωμένους χώρους (η προσεκτική και λεπτομερής σύνθεσή τους οφείλεται στον σκηνογράφο Μάρκου Πατίλα), φλερτάροντας τόσο με τις σκοτεινές όσο και με τις φωτεινές εντάσεις. Ο ανεπαρκής φωτισμός κυριαρχεί σε μια σειρά από σεκάνς που διαδραματίζονται τη νύχτα, εντείνοντας την ατμοσφαιρικότητα (στο καράβι και τη χαρτοπαικτική λέσχη), ενώ σε άλλες, ένας πιο επαρκής βοηθάει, ώστε τα διαφορετικά χρώματα που απαντώνται στους χώρους, να πλημμυρίσουν την οθόνη με λαμπεράδα και ζωηρότητα (στο εστιατόριο και το μπαρ). Δημιουργείται έτσι, μια ενδιαφέρουσα αμφισημία στην εικόνα, που ανταποκρίνεται στην απαισιοδοξία που διακρίνει τον Κάλεντ και τον οπτιμισμό του Βίστρομ. Οι τελευταίοι, ερμηνεύονται εξαίσια από τους Σερβάν Χαγί και Σακάρι Κουοσμάνεν, αντιστοίχως. Το ίδιο, βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και για τους άλλους χαρακτήρες, κυρίως όσους συναπαρτίζουν το (σχεδόν) αντιπαθητικό και βαριεστημένο προσωπικό του εστιατορίου (η Νούπου Κοΐβου στον ρόλο της σερβιτόρας, ο Ιλκα Κοϊβούλα σε εκείνον της υποδοχής, και ο Γιάνε Χιτιαΐνεν σε αυτόν του σεφ). Ούτως ή άλλως, πάντες οι ηθοποιοί, ανεξάρτητα από τον χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους και την ανάπτυξη του χαρακτήρα τους, ακολουθούν ένα ιδιόρρυθμο ύφος παιξίματος (δίνει την ισχυρή εντύπωση του φλεγματικού). Τέτοιο, που το επιτάσσουν οι κώδικες που οριοθετούν το κινηματογραφικό σύμπαν του Άκι Καουρισμάκι. Κλείνοντας, ένα σύνολο συμπαθητικών Φινλανδών τραγουδιστών με φολκ, ροκ και μπλουζ καταβολές (Τουομάρι Νούριο, Ίσμο Ααβίστο, Έσα Πουλιαίνεν κ.α.) κάνει το πέρασμά του, προσφέροντας ευάρεστες διακοπές και διακριτικές παρεμβάσεις στην εξέλιξη της ιστορίας.

Share