Στους Διαδρομους

Στους Διαδρόμους’ (2017), για τρίτη φορά, μετά από την τιμημένη με το Αργυρό Μετάλλιο (στα σπουδαστικά Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου) πτυχιακή ταινία μικρού μεγέθους (‘Of Dogs and Horses’, 2012) και τη δεύτερη μεγάλου μήκους δημιουργία (‘Herbert’, 2015), ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τόμας Στούμπερ, συνεργάζεται με τον συγγραφέα, σεναριογράφο και ηθοποιό Κλέμενς Μάιερ και το αποτέλεσμα της κοινής τους κινηματογραφικής διαδρομής, τους δικαιώνει περισσότερο από κάθε πρότερη φορά. Όπως και στο ‘Herbert’, έτσι και στους ‘Διαδρόμους’, οι δύο τους έγραψαν μαζί το σενάριο. Όπως και στο ‘Of Dogs and Horses’, έτσι και ‘Στους Διαδρόμους’ τούτο στηρίζεται σε μια ιστορία τους Κλέμενς Μάιερ. Σε ένα λιγοστών σελίδων, πολυδιάστατο αφήγημα, που φέρει την ίδια ονομασία και αποτελεί κομμάτι μιας συναρπαστικής συλλογής διηγημάτων (‘Τη Νύχτα, Τα Φώτα’, 2008). Παραβλέποντας την ανοικονόμητη διάρκεια (τα 125’ λεπτά είναι αρκετά) και την εξάντληση που προκύπτει από την επανάληψη μερικών σκηνών που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο δραματουργικό ενδιαφέρον (κατά κύριο λόγο, στο πρώτο μισό), οι Κλέμενς Μάιερ και Τόμας Στούμπερ, διασκεύασαν εμπνευσμένα το μικρό σε έκταση, δραματικό αφήγημα, που λαμβάνει δράση σε ένα αδυσώπητο εργασιακό περιβάλλον σαν και εκείνο ενός σούπερ μάρκετ και αυτό είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται και σκηνοθετικά. Τόσο από τον θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο αναμειγνύονται τα κινηματογραφικά είδη (η κωμωδία με το ρομάντζο, το δράμα με την κομεντί), την περιστασιακή, μα στοχευμένη χρήση της σε πρώτο πρόσωπο εξιστόρησης (σποραδικά, ο Κρίστιαν αναλαμβάνει και τον ρόλο του αφηγητή), την επιλογή και τοποθέτηση της ποικίλης μουσικής (σε μια σειρά από εκ διαμέτρου αντιθετικές σκηνές), όσο και από τη μέθοδο με την οποία εστιάζει στις λεπτομέρειες μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας που φαινομενικά δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να κάνει κανείς όνειρα (να ερωτευτεί ή να αποδράσει) και οι σκέψεις και τα συναισθήματα των κεντρικών ηρώων ζωντανεύουν στην ταινία (χάρη, φυσικά, και στις εξαίρετες ερμηνείες των πρωταγωνιστών).

Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, ο Τόμας Στούμπερ τοποθετεί τους θεατές στο εσώτερο του σούπερ μάρκετ με τρόπο που δεικνύει την αντισυμβατική του οπτική και κλείνει το μάτι στο αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (‘2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος’, 1968). Τι κι αν ο φακός, κινείται στους αδειανούς από κόσμο διαδρόμους και τους αποθηκευτικούς χώρους με τα τακτοποιημένα ράφια, αντί για την απεραντοσύνη του σύμπαντος, υπό τους αναγνωρίσιμους φθόγγους του Γιόχαν Στράτους του νεότερου (‘Στον Όμορφο Γαλάζιο Δούναβη’, 1866), βαθμιδωτά κάνουν την εμφάνισή τους τα περονοφόρα ανυψωτικά μηχανήματα, δίνοντας την εντύπωση πως ακολουθούν τον ρυθμό της μουσικής.

Στην αμέσως επόμενη σκηνή, παρακολουθούμε τον Κρίστιαν (Φρανζ Ρογκόφσκι), να πιάνει δουλειά σε ετούτο το πολυκατάστημα. Ο εικοσιεπτάχρονος άρρενας, δίχως να έχει σχετική εμπειρία, θα τοποθετηθεί σαν υπάλληλος αποθήκης, στο τμήμα με τα ποτά. Εκεί όπου κάτω από τις τακτικές υποδείξεις και τη στενή επίβλεψη του μεσήλικα και πολύπειρου Μπρούνο (Πέτερ Κουρθ), που θα του συμπεριφερθεί σαν πατέρας, θα δει τις λεπτομέρειες του χώρου και θα μάθει τις επαγγελματικές του αρμοδιότητες. Συντροφιά χιουμοριστικών (ή ακόμη και σουρεαλιστικών) στιγμών, στο πρώτο κεφάλαιο, ο Τόμας Στούμπερ, περνάει αρκετό χρόνο στους αχανείς και στενόμακρους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ (και πιο λίγο, στη φτωχική οικία του Κρίστιαν ή κάπου αλλού, μια και δεν του περισσεύει ο ελεύθερος χρόνος και κατά πως φαίνεται, δεν έχει κανέναν άλλον άνθρωπο στον βίο του), για να συστήσει τον Κρίστιαν και να προβάλει την προσπάθεια που καταβάλλει, για να μάθει την καινούρια του εργασία και τους κανονισμούς που ισχύουν στο σούπερ μάρκετ. Μέσα από τούτον, όμως, οι θεατές, δεν γνωρίζουν μονάχα τον χαρακτήρα του, αλλά και όλους όσους τον περιστοιχίζουν. Όπως τον Κλάους, τον οδηγό του οχήματος παλετών (Μάικλ Σπεχτ), που εκτός από αφοσιωμένος στο αντικείμενό του, διαθέτει και ιδιόρρυθμο χιούμορ, τον Ρούντι (Αντρέας Λέοπολντ), τον διευθυντή του καταστήματος, που μολονότι επακριβής είναι διακριτικός, και τον Γιούργκεν (Ματτίας Μπρέννερ), τον υπάλληλο γενικών καθηκόντων, που αρέσκεται να ξεκλέβει χρόνο για να παίζει σκάκι με τον Μπρούνο. Μια πινακοθήκη ετερόκλητων χαρακτήρων, που τους διασυνδέει το μέρος της εργασίας, η τάξη από την οποία προέρχονται και παρά την όποια απογοήτευση, γκρίνια ή εκνευρισμό, ο αμοιβαίος σεβασμός που τρέφει ο ένας στον άλλον.

Αλλά και την χαριτόπλαστη Μάριον (Σάντρα Χίλερ), μια τριανταεννιάχρονη υπάλληλο, που εργάζεται στο τμήμα με τα γλυκά. Από την πρώτη στιγμή, που θα την ανταμώσει ο Κρίστιαν, θα είναι σαν να χάνεται  το έδαφος κάτω από τα πόδια του ή καθώς ακόμη πιο αισθαντικά δείχνει και η ταινία, σαν να παγώνει ο χρόνος και να μεταφέρεται σε ένα μέρος όπου μόνο ο ελαφρός, σχεδόν ανεπαίσθητος, παφλασμός των κυμάτων ακούγεται. Τι κι αν τη δεύτερη φορά που θα τη δει, εκείνη θα του απευθυνθεί περιπαικτικά, αποκαλώντας τον στραβάδι, μπροστά στη θέα της, θα σαστίσει εκ νέου. Σε ένα περιβάλλον που δεν ενδείκνυται, λοιπόν, μιας και η εργασιακή ρουτίνα επιβάλλει τους δικούς της ρυθμούς και τα περιθώρια για να κουβεντιάσει ή να φλερτάρει κάποιος είναι απαγορευτικά, ο κεραυνοβόλος έρωτας θα βρει τον τρόπο, για να φωλιάσει: στους διαδρόμους που ευρίσκονται τα κάθε λογής γλυκίσματα και τα σνακ, στις αποθήκες που είναι στοιβαγμένα τα ανθρακούχα και τα οινοπνευματώδη ποτά ή στον χώρο που έχει τοποθετηθεί ο αυτόματος πωλητής καφέ και άλλων ροφημάτων.

Χωρίς να μετατοπίζεται πλήρως αυτός του Κρίστιαν, μιας και το κάθε τι παρουσιάζεται από τη δική του σκοπιά, στο δεύτερο κεφάλαιο της ταινίας, ο χαρακτήρας της Μάριον, περνάει μπροστά, μόνο και μόνο για να μας δείξει με στιγμιότυπα σαν και εκείνο με το παστάκι, που χρησιμοποιείται ως τούρτα γενεθλίων (ακόμη μια μαγευτική στιγμή από μέρους του Τόμας Στούμπερ), τον τρόπο με τον οποίο ανθίζει ο έρωτας, ανάμεσα στους δύο. Η Μάριον, όμως, όπως και ο τελευταίος, κρύβει αρκετά πράματα, ενίοτε σημαίνοντα (είναι παντρεμένη και ο σύζυγός της, την κακομεταχειρίζεται), όχι πάντως τόσο, ώστε να αποτρέψουν τον Κρίστιαν, να την αναζητεί επίμονα και να την κορτάρει. Συνάμα, μαζί με το συναισθηματικό ειδύλλιο, βλέπουμε την επιμόρφωση του Κρίστιαν, που μεταφράζεται και σε ατομική βελτίωση, εκτός από εργασιακή (κάνει σεμινάρια και εκπαιδεύεται από τον Μπρούνο, για να γίνει οδηγός περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος). Το πόσο πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα μαθαίνει ό,τι απαιτείται, καθώς επίσης, το πόσο ταχύτατα και γκαρδιακά εντάσσεται στο προσωπικό του σούπερ μάρκετ αποτελεί κάτι που προκαλεί θετική εντύπωση σε όλους. Κουβαλώντας ένα προβληματικό παρελθόν που δεν εξαντλείται μόνο στον τρόπο με τον οποίο έχασε την προηγούμενή του δουλειά, μα εκτείνεται και στη σχέση του με τους ανθρώπους που έκανε παρέα και τον οδήγησαν στη φυλακή, ο Κρίστιαν, δείχνει έτοιμος να γυρίσει σελίδα. Αν μη τι άλλο, ως το σημείο, που οι παλιοί του φίλοι, θα ανακαλύψουν πως εργάζεται στο σούπερ μάρκετ και τη χριστουγεννιάτικη μάζωξη που θα έρθει περισσότερο κοντά με τη Μάριον.

Παρά τις προσωπικές καταθέσεις και το άγγιγμα των χεριών, με το πέρας της συνάθροισης, η Μάριον, όχι μονάχα θα αλλάξει στάση και θα γίνει πιο απότομη απέναντι στον Κρίστιαν, αλλά λόγω της βιαιότητας του συζύγού της, θα χρειαστεί να απουσιάσει για μερικές ημέρες από την εργασία. Γεγονός που καθόσον μαρτυρεί η οδύνη που αισθάνεται την παραμονή της πρωτοχρονιάς (παρά τη γιορτινή ατμόσφαιρα της βραδιάς, θα παραμείνει ξαπλωτός), η αμέριμνη επίσκεψη στο μπαρ που συχνάζουν οι παλιοί του φίλοι (θα καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, σε βαθμό που θα ξεράσει και θα καθυστερήσει την ερχόμενη ημέρα στη δουλειά) και η αδυναμία του να χειριστεί με ηρεμία το περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα (χάρη στη μεσολάβηση του Μπρούνο, θα αποφύγει να ρίξει μια ολόκληρη παλέτα με ποτά), θα επιδράσει ριζικά, στην εύθραυστη ψυχοσύνθεση του ήρωά μας. Τουλάχιστον, στο πολύ πιο δραματικό, δεύτερο μέρος της ταινίας, ο Τόμας Στούμπερ, αν και ακολουθεί ορισμένα αφηγηματικά κλισέ, τα περιορίζει και τα ελέγχει, ενόσω προσθέτει μια ευαίσθητη σεκάνς, σαν και εκείνη όπου ο Κρίστιαν, την ώρα που απουσιάζει ο σύζυγός της Μάριον, εισέρχεται μυστικά στην ευκατάστατη κατοικία τους, για να τη δει και να της αφήσει μια ανθοδέσμη.

Όμως, το ‘Στους Διαδρόμους’, όπως επισημάνθηκε, δεν είναι μονάχα μια ρομαντική ταινία, που διαδραματίζεται στους μακρύτατους διαδρόμους ενός πολυκαταστήματος. Τουναντίον, είναι παράλληλα, μια ταινία συντροφικότητας και επαγγελματικής αλληλεγγύης, που μιλάει για τη μοναξιά και την αλληλοβοήθεια στους διαδρόμους αυτούς. Μπορεί να διαθέτει στον πυρήνα της, μια ερωτική ιστορία λοιπόν, αυτή εξελίσσεται μέχρι ένα σημείο (ως εκείνο που δεν δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στο συζυγικό βίο της Μάριον) και εντός ενός ακριβούς πλαισιώματος (στο εσωτερικό της υπεραγοράς). Από την αρχή ως το τέλος, ξεχωριστή θέση έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε όλους τους υπαλλήλους. Γι’ αυτό και θεωρείτο εξίσου πολύτιμος χαρακτήρας και αυτός του Μπρούνο και ως τέτοιος, δεν έχει μονάχα το δικό του κεφάλαιο, μα καθορίζει και την πορεία του πρωταγωνιστή μας (ή κορυφώνει το έργο με τη δραματική του κατάληξη). Χωρίς τον Μπρούνο και τους άλλους συναδέλφούς του, ο Κρίστιαν, δεν γνωρίζουμε πως θα άντεχε σε ένα εργασιακό περιβάλλον με ελαστικά ωράρια εργασίας και δύσκαμπτους κανόνες συμπεριφοράς (εκείνους που τους διαβάζει στον καθρέφτη, κάθε φορά που φοράει τη στολή εργασίας). Εκτός από τη θέληση που έχει για εργασία και την αναγκαιότητα που προκαλεί η επιβίωση, ή και η προσπάθειά του να ξεφύγει από το εγκληματικό παρελθόν, είναι χάρη σε αυτόν (και κατ’ επέκταση τους άλλους εργαζόμενους), που τα καταφέρνει με τον τρόπο που φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Δεν είναι ότι παρουσιάζεται κάποιο αντεργατικό περιστατικό που τους ενώνει (υβριστική ενέργεια ή απόλυση), είναι η ανάγκη να δημιουργήσουν ανθεκτικούς δεσμούς, για να προστατευθούν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο και φυσικότατα, να αντιμετωπίσουν μια καθημερινότητα που είναι όμοια και απαράλλακτη. Ο Μπρούνο λοιπόν, κατέχει ουσιαστική θέση στη ροή της ιστορίας, και μέσα από τον χαρακτήρα του, μαθαίνουμε πως καμιά φορά το σπουδαιότερο πράγμα που δύναται να έχει κανείς, πιθανώς να είναι οι συνάδελφοί του.

Είναι ευτυχές, που πέρα από τον έρωτα, στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, ακμάζει και η επικοινωνία. Γι’ αυτό και το άδοξο τέλος του Μπρούνο όσο μελοδραματικό ή τραβηγμένο κι αν είναι, λειτουργεί ως ολοζώντανη υπενθύμιση, για την ανθρωπιά. Την αγάπη προς τους ανθρώπους, που τείνει να εξαφανιστεί, όπου ισχύουν οι νόμοι της εργασιακής επισφάλειας και της ανεργίας. Είναι ευτυχές όμως, που η εκτενής χρήση του ρομαντικού στοιχείου, δίνει την ευκαιρία, για μια σειρά από σκηνές που παραπέμπουν στον ποιητικό ρεαλισμό και που τοποθετούνται δύο από αυτές ελάχιστα πριν το φινάλε: στην αποθήκη που χαρακτηρίζεται Σιβηρία, μια και εκεί βρίσκονται τα κατεψυγμένα προϊόντα και στο περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα, που με τον αρμοστό χειρισμό μπορεί να ομοιάσει τον ελαφρύ ήχο των κυμάτων.

Ο Τόμας Στούμπερ μαζί με τον Πέτερ Ματζάσκο στη διεύθυνση φωτογραφίας, τον Κάγια Ινάν στο μοντάζ και τη Μιλένα Φέσμαν στη μουσική επένδυση της ταινίας, δημιουργούν τη συνθήκη εκείνη, που κάνει πιστευτή τη μεταφορά που συνοδεύει τους εσωτερικούς χώρους του σούπερ μάρκετ, είτε τούτες οι επιφάνειες παραπέμπουν στις απέραντες εκτάσεις πέρα από την ατμόσφαιρα της γης, είτε σε ένα από τα πιο αραιοκατοικημένα και παγωμένα μέρη στον κόσμο. Αν και ακολουθείται ένας διαφορετικός ρυθμός στο δεύτερο μέρος της ταινίας, κατάλληλος με το πολύ πιο δραματικό στιλ, ο τρόπος με τον οποίο συνενώνονται οι εικόνες είναι αποτελεσματικός, αρκετά περισσότερο από τη στιγμή που ενσωματώνονται σύγχρονα τραγουδίσματα (‘Easy’ των Son Lux) και κλασικές συνθέσεις (‘Air – Orchestral Suite No.3 in D Major, BWV 1068’ του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ), ανάλογα με τη διάθεση του Κρίστιαν ή το εικονικό περιβάλλον που υποτίθεται πως πιθυμεί να δημιουργήσει ο σκηνοθέτης, για να μεταφέρει (στιγμιαία) τους θεατές. Είναι πάντως, η διεύθυνση φωτογραφίας, που ξεχωρίζει περισσότερο από τα τεχνικά μέρη, μιας και ο Πέτερ Ματζάσκο, κατόρθωσε να ακολουθήσει με αυστηρότητα τη συμμετρικότητα των τυποποιημένων χώρων, και να μετακινηθεί στους ευθυγραμμισμένους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, σαν να είναι περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα (σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταγράψει και από ψηλά, σαν να ευρίσκεται στις  ανυψωμένες μεταλλικές περόνες του βοηθητικού οχήματος) , και φυσικά, να εκμεταλλευτεί τον αποκλειστικά τεχνητό φωτισμό που συναντάται σε αυτούς (κατά βάση, τις πιο σκοτεινές αποχρώσεις), και έτσι να μεταδώσει την αίσθηση περιορισμού και απομόνωσης που βιώνει ένας εργαζόμενος σε έναν τέτοιο χώρο. Συμπληρωματικά, ο Πέτερ Ματζάσκο, αποδίδει με τις ορθές τονικότητες, τόσο τo εξωτερικό περιβάλλον (τις βραδινές ή τις πρωινές ώρες) όσο και τα οικήματα που διαβιούν οι βασικοί χαρακτήρες. Προσωρινές ή μόνιμες κατοικίες που η Τζένυ Ροσλέρ ως ευθυνόμενη για τον σχεδιασμό της παραγωγής μαζί με τη διακοσμήτρια Μαρία Κλίνγκνερ, φροντίζουν να αποπνέουν κρίσιμα γνωρίσματα της προσωπικότητας ή της ψυχολογικής και οικονομικής κατάστασης του κάθε ήρωα: στοιχειωδώς επιπλωμένο και ημισκότεινο το διαμέρισμα που μένει ο Κρίστιαν, βρώμικο, ανάκατο και κατασκότεινο αυτό του Μπρούνο, μοντέρνα επιπλωμένο, πεντακάθαρο, συγυρισμένο και φωτεινό της Μάριον.

Όσον αφορά τους τρεις χαρακτήρες, που μονοπωλούν το κινηματογραφικό ενδιαφέρον και ονοματίζουν τα κεφάλαια της ταινίας, χάρη στην επαρκή σκιαγράφηση των σεναριογράφων και τις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών, γίνονται αυτόματα ευπρόσιτοι και αγαπητοί. Ο Φρανζ Ρογκόφσκι, που από ρόλο σε ρόλο εξελίσσεται παραπάνω, ερμηνεύει με ταιριαστή υποτονικότητα και συγκράτηση, τον ολιγομίλητο, περίπου κατατονικό Κρίστιαν, που πιάνει δουλειά στο σούπερ μάρκετ. Δίχως περιττές κουβέντες, παρά με την εκφραστική του ματιά, επιτυγχάνει να διαφυλάξει το παρελθόν του χαρακτήρα του, να δείξει την προσήλωσή του στην εργασία και να μεταδώσει το σκίρτημα που νιώθει κάθε φορά που συναντά τη Μάριον ή ακόμη και τη θλίψη του, όταν δεν συντελείται αυτό. Η Σάντρα Χίλερ μεταμορφώνεται στο γλυκύτατο εκείνο πλάσμα που όντας ημιευτυχισμένο από τον γάμο του, ανταποκρίνεται με παιχνιδιάρικη διάθεση στο κάλεσμα του Κρίστιαν. Μπορεί να διαθέτει λίγες στιγμές, όμως, κάθε φορά που εμφανίζεται κλέβει την παράσταση. Τέλος, ο Πέτερ Κουρθ ως παραινετικός και πολυλογάς Μπρούνο, που του αρέσει να γλιτώνει χρόνο, για να καπνίσει ένα τσιγάρο ή να παίξει σκάκι με τον Γιούργκεν και νοσταλγεί την περίοδο πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, λειτουργεί ως απαραίτητο αντιστάθμισμα του Κρίστιαν, και σαν τέτοιο προκαλεί αισθήματα συμπάθειας. Με καλύτερη σκηνή, αυτή που ο Μπρούνο προσκαλεί τον Κρίστιαν στο οίκημά του, στιγμιότυπο που ξεγυμνώνει τον χαρακτήρα του, ο Πέτερ Κουρθ, συγκινεί.

Share