Οροσειρα Των Ονειρων
«Στη Χιλή, όταν ο ήλιος ανατέλλει, πρέπει να σκαρφαλώσει λόφους, τοίχους και κορυφές πριν φτάσει στην τελευταία πέτρα της Κορδιλιέρας. Στη χώρα μου, η Κορδιλιέρα ευρίσκεται παντού. Για τους Χιλιανούς πολίτες όμως, είναι άγνωρη περιοχή. Αφού έφτασα στον Βορρά για το ‘Νοσταλγώντας το Φως’, και τον Νότο για το ‘Μαργαριταρένιο Κουμπί’, τώρα νιώθω έτοιμος να κινηματογραφήσω τούτη την τεράστια σπονδυλική στήλη, για να εξερευνήσω τα μυστήρια της / τις ισχυρές αποκαλύψεις της παλαιάς και της σημερινής Ιστορίας της Χιλής», αναφέρει χαρακτηριστικά στο σημείωμα της ταινίας, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της, δίνοντας το στίγμα του – προϊδεάζοντας εκείνον που θα το διαβάσει πριν παρακολουθήσει την ‘Οροσειρά των Ονείρων’. Έχοντας περάσει παραπάνω από το μισό διάστημα της ζωής του στην εξορία (την Αβάνα, τη Μαδρίτη, μα κυρίως το Παρίσι), ο διεθνώς αναγνωρισμένος, δημιουργός ντοκιμαντέρ Πατρίσιο Γκουσμάν, επιστρέφει στην πολυτάραχη γενέτειρά του, το Σαντιάγο για να κλείσει την τριλογία που συγχρονίζει με φιλοσοφική σκέψη και ποιητική ματιά τη φυσική γεωγραφία, την τοπογραφία και την ιστορία. Από την έρημο της Ατακάμα και τους παγετώνες της Παταγονίας, στην οροσειρά των Άνδεων. Από τη φωτεινή ροή των αστεριών και την κίνηση του νερού, στη στασιμότητα ενός γεώδους υλικού, σαν την πέτρα. Από την αναζήτηση των απαρχών του σύμπαντος σε κάθε ένα από τούτα τα δομικά στοιχεία στην αναζήτηση των αγνοούμενων πολιτικών κρατούμενων επί καθεστώτος Πινοσέτ και την κάθε άλλο παρά χαλαρή σύνδεση ενός συλλογικού παρελθόντος – πολιτισμικού τραύματος, που καταλήγει να είναι προσωπικό στην περάτωση της απαράμιλλης σε σύλληψη τριλογίας.
Στη λιγότερο συναρπαστική, μα εξίσου ανεκτίμητη ταινία του τόσο ξεχωριστού τρίπτυχου, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, εμπνέεται από μια ακόμη γεωγραφική περιοχή, που φυσικά λειτουργεί ως φυσική μεταφορά, για να μιλήσει για τα αποτροπιαστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη διάρκεια της στυγερής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ. Για να μιλήσει επίσης, για την επιλεκτική μνήμη, ή ακόμη και την αδυναμία ενθύμησης ενός γεγονότος που σημάδεψε και εξακολουθεί να προσδιορίζει ποικιλοτρόπως, μια ολόκληρη χώρα. Όμως, αυτή τη φορά, η διερεύνηση και ο συσχετισμός που κάνει αφορούν άμεσα τον ίδιο, και τα ερωτήματα που θέτει είναι περισσότερο προσγειωμένα καθόσον προέρχονται από την ανησυχία του για τη μελλοντική πορεία της Χιλής. Όντας η πιο προσωπική και ρεαλιστική ταινία από τις τρεις, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ναι μεν γυρίζει στο παρελθόν των παιδικών και νεανικών του χρόνων, ή αυτό που δεν βίωσε, επειδή εκπατρίστηκε με τρόπο που δείχνει ανένδοτη σκληράδα, όμως συνάμα, ευθυγραμμίζεται με την έκρυθμη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα του σήμερα.
«Χιλιανοί μαθητές περνούν πάνω από τις πύλες εισόδου – εξόδου ως διαμαρτυρία κατά της αύξησης των ναύλων μεταφοράς» (NewsClick, 17 Οκτωβρίου 2019), «Ο πρόεδρος της Χιλής αναστέλλει τις αυξήσεις των εισιτηρίων – τρεις άνθρωποι πέθαναν από πυρκαγιά σε σούπερ μάρκετ, καθώς οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται» (NPR, 19 Οκτωβρίου 2019), «Βρισκόμαστε σε πόλεμο: Ο πρόεδρος της Χιλής επεκτείνει τη συνθήκη έκτακτης αναγκαιότητας» (Al Jazeera, 21 Οκτωβρίου 2019), «Η Χιλή στις φλόγες: το νεοφιλελεύθερο σύστημα σε κρίση σε όλη τη χώρα» (openDemocracy, 23 Οκτωβρίου 2019), «Το Σαντιάγο διαδηλώνει: ένα εκατομμύριο άνθρωποι συμμετέχουν στη μεγαλύτερη πορεία στη Χιλή» (Deutsche Welle, 25 Οκτωβρίου 2019), είναι μόνο μερικοί από τους παχιούς τίτλους των άρθρων που γράφτηκαν από όσους κάλυψαν τα γεγονότα των ημερών. Σε μια εξαιρετικά εύθραυστη και ανησυχαστική περίοδο για τη Χιλή, που φέρει χαρακτηριστικά επανάστασης (ο μαζικός και αποφαντικός τρόπος, με τον οποίο εγείρονται οι πολίτες απέναντι σε ένα αδηφάγο οικονομικό και πολιτικό σύστημα που τους παραμερίζει), αλλά και γνωρίσματα ενός όχι και τόσο περασμένου καθεστώτος (η προσπάθεια στοχοποίησης και η δραστική αντιμετώπιση της λαϊκής οργής, με μεθόδους και μέσα που παραπέμπουν σε αυτό), λοιπόν, η ύπαρξη μιας ταινίας σαν και την ‘Οροσειρά των Ονείρων’, μονάχα παράταιρη και αχρείαστη δεν είναι, πολλώ μάλλον αν ιδωθεί στο πλαίσιο μιας συνταρακτικής τριλογίας, η οποία από τη στιγμή που δεν έχει λεχθεί όλη η αλήθεια και δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη, δεν παύει να αναζητά και να αποκαλύπτει. Δεν σταματά να διασώζει την ιστορική μνήμη της Χιλής και να φροντίζει, ώστε η ανεπούλωτη πληγή από το καθεστώς Πινοσέτ, να παραμείνει ορθάνοικτη, μέχρι επιτέλους να πραγματοποιηθεί τούτο.
Έχοντας συνηθίσει τους θεατές σε εικόνες εκστατικής τελειότητας, τέτοιες που υπηρετούν φυσικά και την ποιητική του λόγου, ο Πατρίσιο Γκουσμάν, δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινά με τρόπο εφάμιλλο και στη συγκεκριμένη ταινία. Χάρη στην αμέριστη αρωγή του Σάμιουελ Λάχου στη διεύθυνση της φωτογραφίας, λήψεις από ελικόπτερο επιχειρούν να συλλάβουν μέρος από την απεραντοσύνη και την ομορφιά της βουνοσειράς των Άνδεων και να δείξουν το πως αυτός, ο αλυσιδωτός ορεινός όγκος, συνυπάρχει και παραβάλλεται με μια σύγχρονη μεγαλούπολη σαν και εκείνη του Σαντιάγο. Είναι τόσο πρόσφατα και μοντέρνα δομημένη η πόλη που μετά από τόσα έτη, ο ίδιος δεν την αναγνωρίζει. Για του λόγου το αληθές, νιώθει τόσο περίεργα και αδιάφορα διαβαίνοντάς την και προβληματίζεται που δυσκολεύεται να θυμηθεί κάτι από το παρελθόν. Σάμπως και όλες οι αναμνήσεις του εξαφανίστηκαν, ή όπως ταιριαστά λέγεται, χάθηκαν στις βαθύτατες ρωγματώσεις. Την απουσία της οποιασδήποτε συναισθηματικής διέγερσης και το αίσθημα της ασφάλειας, θα την καλύψει η Κορδιλιέρα.
Από την άλλη, μη γνωστή καθώς με πικραμό ομολογεί ο Πατρίσιο Γκουσμάν είναι και η ίδια η οροσειρά για τα εκατομμύρια των Χιλιανών που διαβιούν εκεί πέρα. Η τοποθετημένη σε προθήκη, μεγεθυσμένη φωτογραφία της οροσειράς, σε κάποιον υπόγειο σταθμό του μετρό, εναλλάσσεται θαυμάσια με την αποτύπωση της οροσειράς στον φακό του Σάμιουελ Λάχου, προπαντός όμως δείχνει, πως η στατική αυτή εικόνα φέρνει την οροσειρά σε απόσταση που οι περισσότεροι πολίτες δεν θα βρεθούν ποτέ. Και τούτο, μολονότι, εκτός του ό,τι αποτελεί γεωγραφικό όριο με την Αργεντινή, καταλαμβάνει το 80% της συνολικής έκτασης της Χιλής. Ευτυχώς, όχι για όλους τους Χιλιανούς, καθώς συνηγορούν οι φίλοι του Πατρίσιο Γκουσμάν, αλλά και οι άνθρωποι που γνώρισε, στη διάρκεια της προσωρινής του παραμονής. Δίνοντας τον λόγο σε αυτούς, το πώς βλέπει ο καθένας την οροσειρά και έτσι κατ’ επέκταση το πόσο πολύτιμη είναι, δεσπόζει στο πρώτο σκέλος της ταινίας. Ανάμεσά τους, ένας ζωγράφος που επίσης, δεν διαβιεί στη Χιλή, όμως δεν σταματά να τη φαντασιώνεται, καθόσον αναπαριστά την οροσειρά μέσα από φωτογραφίες. Η συνθέτρια και τραγουδίστρια Χαβιέρα Πάρα που προσεγγίζει την οροσειρά με μητρικό τρόπο. Ο γλύπτης Φρανσίσκο Γασίτουα που λαξεύει πετρώματα που προέρχονται από την Κορδιλιέρα και παρομοιάζει την οροσειρά με το υλικό των ονείρων / με ένα κιβώτιο που συναποτελείται από πολλά και διαφορετικά πράγματα. Ο επίσης γλύπτης Βιθέντε Γκαχάρδο που και εκείνος επεξεργάζεται (αν και με πιο αφαιρετικό και μνημειακό τρόπο) πετρώματα από την Κορδιλιέρα και θεωρεί πως η οροσειρά είναι ένα μυστήριο και ως τέτοιο του εξάπτει την περιέργεια και τη φαντασία. Ή ο συγγραφέας Χόρχε Μπαραντίτ που παραλληλίζει τη Χιλή με νησί και αναφέρεται στο δισυπόστατο χαρακτήρα της οροσειράς, μια και από τη μια μπορεί να προστατεύει και από την άλλη να απομονώνει.
Αναμενόμενα, σε όλη τη διάρκεια των ιδιαίτερα ενθουσιωδών, εμπνευσμένων περιγραφών, εντυπωσιακές εικόνες από την οροσειρά παρεμβάλλονται που προσπαθούν να δείξουν (με ακρίβεια, ή και παραπάνω ελεύθερα) αποτυπωμένο εκείνο που αναφέρουν οι ομιλητές. Θα χρειαστεί πάντως, να γίνει με επιδεξιότητα αναφορά και να παρεμβληθεί η εικόνα από ένα κουτί από σπίρτα, το οποίο υπάρχει στην αγορά εδώ και δεκαετίες και στη βασική του όψη αναπαριστά την οροσειρά (άλλος ένας τρόπος, για να έρθουν παραπάνω κοντά οι κάτοικοι του Σαντιάγο, ή και των έτερων περιοχών, με το θεοβάδιστο όρος), για να πάρει τον λόγο ο Πατρίσιο Γκουσμάν. Για να επιστρέψει στα παιδικά του χρόνια μέσω αυτού, αλλά και με την επίσκεψη που πραγματώνει στο οίκημα που ζούσε με τους γονείς του. Ένα διώροφο κτίσμα αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, που είναι θαύμα πως μέσα στην λαίλαπα της πολυώροφης, τυποποιημένης ανάπτυξης, αν και παντελώς καθημαγμένο, παραμένει ακόμη στη θέση του.
Στην αποσπασματική και πάντοτε συνδιαλεγόμενη με την επιβλητική οροσειρά και με την πόλη του Σαντιάγο καταβύθιση που κάνει στο μακρινό παρελθόν, δεν θα μπορούσε να μην γίνει μια παράθεση στο σημείο εκείνο που εκκίνησαν όλα – τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα. Σημείο που μνημονεύεται η συγκλονιστική επική τριλογία ‘Η Μάχη της Χιλής’ (1975 – 1979), ένα τριμερές κινηματογραφικό τεκμήριο, που καταγράφει σε πραγματικό χρόνο, την άνοδο του σοσιαλισμού με τη δημοκρατικά εκλεγομένη κυβέρνηση του μαρξιστή πολιτικού Σαλβαδόρ Αλιέντε (1970) και την καθαίρεσή του με πραξικοπηματική μεθόδευση από τον στρατιωτικό Αουγούστο Πινοσέτ (1974). Σημείο που η βαναυσότητά του παραλληλίζεται με τη δραστηριότητα που συνοδεύει την έκρηξη ενός ηφαιστείου. Σημείο που πρόσθετα, αφού παρέχει τη δυνατότητα στους Πατρίσιο Γκουσμάν, Χόρχε Μπαραντίτ, Φρανσίσκο Γασίτουα και Χαβιέρα Πάρα, να εκμυστηρευτούν την τρομώδη, αρχική τους εμπειρία, με το καθεστώς Πινοσέτ (αλησμόνητες οι σκηνές με τις μαρτυρίες, τοσούτω μάλλον που εναρμονίζονται και διαδέχονται εναλλάξ στιγμιότυπα από την ηφαιστειακή έκρηξη) εισαγάγει έναν χαρακτήρα, που επειδή είναι χρήσιμος καταλαμβάνει μεγάλο μέρος, στο δεύτερο μισό του ντοκιμαντέρ. Περί του κάμεραμαν Πάμπλο Σάλας ο λόγος, που επί τριάντα επτά έτη (από το 1981 – 1982) περίπου δεν έπαυσε να ευρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων και να αποτυπώνει με την κάμερά του, το τι απάνθρωπο και εγκληματικό συντελείται στην πολυαγάπητή του πατρίδα.
Μπορεί ο Πατρίσιο Γκουσμάν, μετά από έναν παροδικό, μα εφιαλτικό εγκλεισμό στο Εθνικό Στάδιο της Χιλής (που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συνάθροισης πολιτικών κρατούμενων), να έφυγε από τη χώρα (σώζοντας και τις μπομπίνες από την τριλογία της ‘Μάχης της Χιλής’) όμως, ο Πάμπλο Σάλας παρέμεινε εκεί και με κίνδυνο της ζωής του, απαθανάτισε συμβάντα απίστευτης βαρβαρότητας: ειρηνικοί διαδηλωτές, να δέχονται την πίεση αντλιών νερού, να δυσκολεύονται να αναπνεύσουν από τη ρίψη χημικών αερίων, να ξυλοφορτώνονται και να συλλαμβάνονται χωρίς λόγο. Αποστομωτικά αποσπάσματα σαν και εκείνα που επιλέγονται από το προσωπικό του αρχείο και παρουσιάζονται όποτε θεωρείται αναγκαίο (εξαιτίας της αμεσότητας και της αγριότητάς τους, κατά βάση δίχως κάποιου είδους σχολιασμό ή άλλου τύπου παρέμβαση). Και που δεικνύουν, χωρίς να εμπεριέχουν βασανιστήρια ή δολοφονίες, το πόσο υπέρμετρα κατασταλτική υπήρξε η στρατιωτική χούντα. Η απόφαση του Πατρίσιο Γκουσμάν, να παρουσιάσει στιγμιότυπα από το παρελθόν, μέσα από έναν άλλο χαρακτήρα, δικαιολογείται πάντως και από τ’ ότι ο ίδιος απουσίαζε όλα αυτά τα χρόνια και έτσι δεν έχει επαρκείς και ακριβείς μνήμες από τα δυσάρεστα γεγονότα. Κατά ορισμένο τρόπο, το υλικό του Πάμπλο Σάλος λειτουργεί σαν χρονομηχανή, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους θεατές.
Σαν χρονοκάψουλα που ταξιδεύει στο διάστημα που έχει παρέλθει, για να θυμίσει τη χωρίς τιμωρία θηριωδία που τείνει να ξεχαστεί ή για να κάνει τη σύνδεση με μια άλλη, αντίστοιχα σοβαρή διάσταση αυτού, καθώς είναι η άνιση, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας. Από την αποστέρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, στην αποστέρηση βασικών αγαθών και απαραίτητων υπηρεσιών, με την απόλυτη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων θεωριών της λεγόμενης ‘Σχολής του Σικάγο’. Σε ένα σύστημα, δηλαδή, που αντιτίθεται στην κοινωνική ηθική και τον φυσικό τρόπο παρουσίας των ανθρώπων. Σαν να μην αρκούσαν οι απειλές, οι φυλακίσεις, οι βασανισμοί, οι εκδιώξεις και οι δολοφονίες, επί καθεστώτος Πινοσέτ, εγκαθιδρύθηκε και ένα πρόγραμμα, όπου για να παρουσιάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και να διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός ενισχύθηκε ο ατομικισμός, ελαχιστοποιήθηκε ο κρατικός μηχανισμός, απελευθερώθηκε η αγορά και έγινε περισσότερο ταξική η κοινωνία. Καθώς γνωστοποιείται και στην ‘Οροσειρά των Ονείρων’ από τον Χόρχε Μπαραντίτ, ο όρος της αποτελεσματικότητας – αποδοτικότητας, δεν περιορίστηκε μονάχα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις, αλλά εξαπλώθηκε και στην υγεία, την πρόνοια, την παιδεία, τον πολιτισμό. Καθώς λέει δε, ο Πάμπλο Σάλας, υπάρχουν μέρη που είναι εξ ολοκλήρου ιδιωτικά, ακόμη και με αυτοκινητόδρομους που κατασκευάστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους διαμένοντες. Και όπως δείχνει με εναέρια πλάνα και ο σκηνοθέτης, ιδιωτικές ζώνες υπάρχουν και στην οροσειρά. Οριοθετημένες εκτάσεις που δεν επιτρέπεται σε κανέναν Χιλιανό να τις πλησιάσει, καθόσον ελέγχονται πλήρως από ξένες εταιρείες που εκμεταλλεύονται μερικά από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πορφυριτικού χαλκού στον κόσμο.
Αν και ο ρεαλισμός παραγκωνίζει αισθητά τον σήμα κατατεθέν ποιητικό λόγο του Πατρίσιο Γκουσμάν και εξαιρουμένου του Χόρχε Μπαραντίτ οι χαρακτήρες που εμφανίστηκαν στην έναρξη και τη μέση της ταινίας, δεν παρίστανται ξανά, το τελευταίο σκέλος, εξαιτίας και της τρέχουσας επικαιρότητας, προξενεί σημαντικό ενδιαφέρον. Όπως αναφέρθηκε, άλλωστε, η ‘Οροσειρά των Ονείρων’ συγκρινόμενη με τις έτερες δύο ταινίες της τριλογίας αποτελεί μια πιο ευθεία καταγραφή. Όχι πως απουσιάζουν οι ποιητικές αναγνώσεις και οι πνευματώδεις αναφορές, όμως, αυτές περιορίζονται κάμποσο όταν στο προσκήνιο έρχεται το σοκαριστικό υλικό του Πάμπλο Σάλας, ή και οι πρακτικές επεξηγήσεις που κάνει ο Χόρχε Μπαραντίτ, για την παροντική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Ακόμη και η θεαματική από τον αέρα λήψη ενός περίπου ακυβέρνητου σιδηροδρομικού οχήματος ιδιωτικών συμφερόντων, που μετακινείται απαρεμπόδιστα στο εσωτερικό της Κορδιλιέρας και μεταφέρει μέρος από τον υψηλής ποιότητας μεταλλευτικό πλούτο της χώρας, εντάσσεται σε τούτο το πλαισίωμα.
Αρκεί πάντως, η αντανάκλαση ενός δέντρου σε μια λακκούβα νερού ή ο ήχος μιας γνώριμης μελωδίας από μια στρατιωτική μπάντα, για να επαναφέρουν τον εκμυστηρευτικό τόνο του Πατρίσιο Γκουσμάν. Για να επαναφέρουν ρινίσματα από τις διασκορπισμένες αναμνήσεις του σκηνοθέτη και έτσι η ταινία να γίνει και πάλι πιο προσωπική. Αρκετά περισσότερο όταν ελάχιστα πριν από το συγκινητικό τελείωμα της ταινίας, εκτός του ότι επισκέπτεται εκ νέου το εγκαταλειμμένο του πατρογονικό οίκημα, παρίσταται σε κάποιο δυσπρόσιτο σημείο της Κορδιλιέρας, για να δείξει το πώς ακριβώς αισθάνεται από την αποφράδα 11η Σεπτεμβρίου του ‘73 (μέρα που επεβλήθη το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή). Ο παραλληλισμός του με έναν μοναχικό και παράτολμο άρρενα που αναμετριέται με τους φόβους και τις αντοχές του, εφόσον αναρριχάται σε μια κρημνώδη βουνοπλαγιά, είναι αφοπλιστικός. Κυριότατα αν αναλογιστεί κάποιος, πως ο τελευταίος παρά τους κινδύνους, έχει μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, ενόσω ο Πατρίσιο Γκουσμάν ταλαιπωρείται ακόμη να αναπληρώσει το τρομαχτικό κενό που βίωσε όταν καταλύθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα. «Στην ψυχή μου, ο καπνός δεν καθαρίστηκε ποτέ από τις στάχτες της καταστραμμένης μου οικίας”, αναφέρει ενδεικτικά, για να δείξει το μέγεθος της εσωτερικής ζημιάς που υπέστη. Όχι μονάχα τούτος, μα και αρκετές χιλιάδες άλλοι, επώνυμοι ή ανώνυμοι, Χιλιανοί συμπολίτες του. Ανεξάρτητα από το αν έχουν ξεχάσει και επιβιώνουν σχεδόν αμνησιακά ή προσπαθούν να διατηρήσουν και να βάλουν σε τάξη τις αναμνήσεις τους. Ανεξάρτητα από το αν έχουν δεχθεί τη σιωπηλή κατάσταση που βολεύει τους ιθύνοντες ή διαμαρτύρονται επειδή ζητούν δικαίωση και για να αποκαταστήσουν την αλήθεια. Παρά τη στενάχωρη τούτη παραδοχή πάντως, επειδή δεν πρόκειται για ταινία χωρίς καμία ελπίδα, η ‘Οροσειρά των Ονείρων’ ολοκληρώνεται με τον Πατρίσιο Γκουσμάν να προβάλει με αμετρίαστο ενθουσιασμό ένα τμήμα μετεωρικού λίθου (μια απόπειρα να συνδέσει το άθροισμα του χώρου, του χρόνου και των περιεχομένων τους με το ανθρώπινο μνημονικό) και την ολόκαρδη προσδοκία του για επιστροφή στη βάναυσα αποκολλημένη και κάθε άλλο παρά βιωμένη αθωότητα («Επιθυμώ, η Χιλή να ανακτήσει την παιδική της ηλικία και τη χαρά της», λέει με τρυφεράδα στον τόνο και ανεπιτήδευτο ύφος).
Είτε έχει να κάνει με την εξομολογητική διάθεση του Πατρίσιο Γκουσμάν και των ανθρώπων που εμφανίζονται μπροστά από τον φακό είτε αφορά την παρουσίαση ενός υλικού που με την ωμότητά του σφίγγει το στομάχι και τις αποκαρδιωτικές αναλύσεις ενός συγγραφέα, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η οροσειρά των Άνδεων χρησιμοποιείται σαν αλληγορία. Πολύ περισσότερο όταν η ασκημάδα της λαβυρινθώδους πόλης παραβάλλεται με την ωραιότητα ενός πολυσύνθετου φυσικού περιβάλλοντος ή για να τονιστεί πως παρά το μεγάλο μέγεθος και την ιστορία που κουβαλά, αγνοείται επιδεικτικά από τους κυβερνώντες και τους πολίτες της. Όπως, δηλαδή, οι τελευταίοι αγνοούνται από ένα καθεστώς και την καμουφλαρισμένη μεταλλαγή τούτου, τα τελευταία χρόνια. Από ένα καθεστώς το οποίο αφού τρομοκράτησε, περιόρισε, ταλαιπώρησε, εκτόπισε και εξόντωσε ένα τμήμα του πληθυσμού (αποκλειστικά ανθρώπους με αριστερά φρονήματα), προοδευτικά εγκατέλειψε εκείνο το κομμάτι που δεν γινόταν να επιβιώσει στο νέο σύστημα των πραγμάτων: σε αυτό που τη δεκαετία του 1980, ονομάτιστηκε ‘Το Θαύμα της Χιλής’, και τη δεκαετία την προηγούμενη ή και την ακόλουθη, αποδεικνύεται πως κάθε άλλο παρά τέτοιο ήταν, για τη πλειονότητα των Χιλιανών. Στιβαρή και ακίνητη καθώς είναι η αρχέγονη οροσειρά, παρατηρεί σαν μάρτυρας τις εξελίξεις αυτές, αδυνατώντας να καταθέσει όσα φρικτά παρακολούθησε. Τώρα πια βλέπει όμως, μια γενιά, που δείχνει πως έχει θέληση να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο. Μια γενιά που φαίνεται αποφασισμένη να προσφέρει στη Χιλή την ηλικία και τα συναισθήματα που αποστερήθηκε.