Ο κηπος (Transitions 2. Latin America)
Ο κήπος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Λεονάρντο Μορέιρα, δεν φοβάται να κρύψει τις τσεχοφικές του αναφορές. Από τον τίτλο κιόλας της παράστασης ή την περίληψη της ιστορίας, γίνεται πασιφανές πως δανείζεται αρκετά στοιχεία από τον Βυσσινόκηπο. Η εντύπωση αυτή εντείνεται κατά τη διάρκεια της παράστασης: παρεμβάλλονται ολόκληρες ατάκες από το εν λόγω έργο, ο κήπος γίνεται σημείο αναφοράς για όλες τις ιστορίες και το κλείσιμο της παράστασης το κάνει η υπηρέτρια.
Ο Μορέιρα, όμως, όπως και ο ίδιος ανέφερε ”δεν τον μεταφράζει” και όπως θα προσθέσω και εγώ δεν τον διασκευάζει καν. Έχοντας αφομοιώσει με μεγάλη ωριμότητα τις επιρροές του, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό έργο, αυτόνομο και ανεξάρτητο. Ο δικός του κήπος είναι τόσο όμορφος, ευφάνταστος και δημιουργικός που στο τέλος αφήνει χώρο για να ριζώσει και η δική σου ανάμνηση.
Πάνω στη σκηνή θα εκτυλιχτούν τρεις διαφορετικές ιστορίες, από τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους και από τρεις διαφορετικές ομάδες ηθοποιών. Στην αρχή φαντάζουν ασύνδετες, στην πορεία, όμως, θα ενώσουν τα χαμένα τους κομμάτια σ’ ένα σώμα και θα επιχειρήσουν να ξεδιπλώσουν το ασαφή πάζλ της μνήμης. Όλα όσα επιλέγουμε να θυμόμαστε, προτιμούμε να ξεχνάμε και επιθυμούμε να ονειρευόμαστε θα σαρωθούν μέσα από το κυκλικό πέρασμα των ιστοριών αυτών πάνω στην σκηνή. Στο τέλος, η ανάμνηση θα έχει διαγράψει μια πλήρη πορεία λίγο πριν παραδοθεί στη λήθη και ξεκινήσει από διαφορετική αφετηρία και πάλι από το μηδέν.
Ήδη από την είσοδο των θεατών πάνω στη σκηνή και την τοποθέτηση τους σε τρεις διαφορετικές ενότητες κερκίδων (κεντρικά, αριστερά και δεξιά) γίνεται φανερή η διάθεση να αποτελέσουν και οι θεατές μέρος αυτής της κυκλωτικής κίνησης. Στο βάθος της σκηνής ορθώνονται, διαφόρων μεγεθών, χαρτόκουτα, ατάκτως τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάποια παραμελημένα χαρτόκουτα συναντάμε και δίπλα από τις κερκίδες των θεατών. Πάνω σε χαρτόκουτα, κάθονται και οι χαρακτήρες της παράστασης ενώ ένα θαμπό πράσινο φωτίζει τα πρόσωπα και τον κενό χώρο που διαμορφώνεται μπροστά τους. Ο χώρος αυτός καλύπτεται από μια μεγάλη μοκέτα γκαζόν, δίνοντας την εντύπωση πως βρισκόμαστε σε κήπο, κήπο αδειανό.
Την ηρεμία αυτή της συνθήκης θα διαταράξει ο μεσήλικας πρωταγωνιστής, ο οποίος θα σαρώσει κυκλικά αρκετές φορές τη σκηνή μέχρι όλοι οι θεατές να καθίσουν στις θέσεις τους. Όταν θα συμβεί αυτό και ο χρόνος κυλίσει, σε μια συγκινητική εναλλαγή θα αντικατασταθεί από την γηραιότερη του μορφή. Ταυτόχρονα η μουσική θα ενεργοποιήσει και τους υπόλοιπους ηθοποιούς και όλοι μαζί θα διαμορφώσουν το άδειο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, σκηνικό. Μέσα από μια χορογραφημένη στην εντέλεια κίνηση, το κενό στο κέντρο της σκηνής θα καλυφθεί από χαρτόκουτα τα οποία θα τοποθετηθούν (όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια)με όχι και τόσο τυχαίο τρόπο. Θα σωριαστούν σε στοίβες, σε σχήμα χιαστί, δημιουργώντας σε κάθε κερκίδα θεατών από μια μικρή σκηνή, αποκομμένη αρχικά από την οπτική επαφή των υπολοίπων.
Ανάλογα με την πλευρά που θα καθίσει κανείς, θα παρακολουθήσει με διαφορετική σειρά τις τρεις αυτές ιστορίες. Έχει σημασία αυτό; Όχι απαραίτητα μιας και όλες οι σκηνές δίνουν την εντύπωση πως στροβιλίζονται σε ένα φανταστικό διηνεκές ενώ η κάθε ιστορία, καθώς αποκαλύπτεται, αλληλοσυμπληρώνει και αλληλεπιδρά με την άλλη.
Ωστόσο, διαφορετικό συναισθηματικό αντίκτυπο αφήνει σε κάποιον το να ξεκινήσει η αφήγηση από το σήμερα (2011), με την εγγονή του Τιάγκο και την οικόσιτη υπηρέτρια που επισκέπτονται το (σχεδόν) εγκαταλελειμμένο σπίτι προσπαθώντας να βάλουν τάξη όχι μόνο σε αυτό αλλά και στις χαμένες τους αναμνήσεις μέσα από τα αντικείμενα που θα μας παρουσιάσουν με τελετουργικό τρόπο και διαφορετικό το να ξεκινήσει από το παρελθόν (1938), εκεί όπου ένα παθιασμένο ζευγάρι, ο Τιάγκο και η Φερνάντα, χωρίζει ή προσπαθεί να χωρίσει ανακαλώντας τις πιο ευτυχισμένες αλλά και δυστυχισμένες του στιγμές, όσες έζησε και όσες θα ήθελε αλλά δεν θα μπορέσει να ζήσει.
Στο ενδιάμεσο (1979), δυο αδελφές (οι κόρες του Τιάγκο) θα αναπολήσουν κι αυτές το παρελθόν μέσα από τον γλυκόπικρο εορτασμό που επιφυλάσσουν στον πατέρα τους (Τιάγκο). Ο Τιάγκο, υπερήλικας, πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και δείχνει να μην θυμάται τίποτα. Η λήθη στην οποία βρίσκεται δείχνει να έχει προστατέψει καλά τα μυστικά του αλλά και να αποτελεί το τίμημα των προσωπικών του επιλογών.
Στη δική μου περίπτωση οδηγήθηκα από ένα στοιχειωμένο και νωχελικό σήμερα, σε ένα ιδεατό μα πιο ζωντανό παρελθόν και από εκεί στο απολογητικό ενδιάμεσο και τη σκοτεινή λήθη. Από μια χαλαρή έως και αδιάφορη εισαγωγή, σε μια έκρυθμη και παλλόμενη παρένθεση και από εκεί σε μια μελαγχολική μα και βαθιά συγκινητική αποφώνηση. Αυτή η εμπειρία αλλάζει και εξαρτάται από τη θέση του θεατή. Με έναν έμμεσο τρόπο η παράσταση έχει διαδραστικό χαρακτήρα και χωρίς να ζητάει κάτι φανερό και απτό από τον θεατή σταδιακά τον μετατρέπει σε μέτοχο και κοινωνό μιας νέας, παράλληλης, μυθοπλαστικής πραγματικότητας.
Όπως και οι ίδιοι οι ηθοποιοί της παράστασης, οι οποίοι όταν κλήθηκαν από τον σκηνοθέτη για το ανέβασμα της παράστασης, βάλθηκαν να αφηγηθούν στον ίδιο προσωπικές τους αναμνήσεις. Ο Μορέιρα ήθελε να δει τι θεωρούν αυτοί σημαντικό αλλά και τον τρόπο που έχουν διαλέξει να ανακαλούν τις αναμνήσεις τους, καθώς επίσης και τα μέσα – αντικείμενα που χρησιμοποιούν για να συμβεί αυτό.
Οι ηθοποιοί, μετά από πολύμηνες και εξοντωτικές διαδικασίες προβών δεν έβαλαν μόνο προσωπικά στοιχεία στην παράσταση, ταυτοχρόνως, μάθανε να συνεργάζονται και να δουλεύουν όπως ακριβώς θα έπραττε μια ορχήστρα δωματίου. Η τελειότητα και ο συγχρονισμός του ήχου των μουσικών μιας ορχήστρας αντικατοπτρίζεται πλήρως στον τρόπο που έχει οργανωθεί και στηθεί η συγκεκριμένη παράσταση. Εκφράσεις ξεστομίζονται και εισχωρούν από τη μια ιστορία στην άλλη, δίνοντας είτε το έναυσμα για να εξελιχθούν οι ιστορίες αυτές είτε για να προχωρήσουν ταυτόχρονα με τις άλλες.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στις κούτες. Από τον τρόπο που αυτές στήνονται μέχρι τον τρόπο που αποδομούνται. Κάποιες από τις κούτες θα ανοίξουνε και από μέσα τους θα ξεπροβάλουν αντικείμενα. Άλλα περισσότερο σημαντικά και άλλα λιγότερο, εξαρτάται από την ανάμνηση που έχει ενταφιαστεί μαζί με αυτά από τους χαρακτήρες μας. Κάποια από αυτά, όπως το γιλέκο του Τιάγκο ή η τούρτα, θα χρησιμοποιηθούν σε όλες τις αφηγήσεις ενώ κάποια άλλα, όπως το ξυράφι ή η επιστολή, θα αποκαλύψουν μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας, μια αθέατη πλευρά των χαρακτήρων.
Απ’ ότι αποκάλυψε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η χρήση των κουτιών δεν ήταν τυχαία. Όταν πέθανε ο πατέρας του άφησε ένα τεράστιο χρέος στην οικογένεια. Αναγκάστηκαν τότε να πουλήσουν το πολυαγαπημένο κτήμα και το σπίτι στο οποίο διέμεναν. Έτσι, λοιπόν, το σπίτι αυτό γέμισε με κούτες, οι οποίες εγκιβώτισαν μέσα τα αντικείμενα που περιέβαλλαν όλες τις βιωμένες αναμνήσεις του σπιτιού. Αυτό δεν κάνουμε, λίγο ή πολύ, όλοι άλλωστε;
Εκτός, όμως, από τις κούτες ο Μορέιρα χρησιμοποίησε και τη βιωμένη έννοια της μετάβασης και της αλλαγής που επιφέρει μια μετακόμιση από ένα οικείο και πολυαγαπημένο μέρος σε ένα άγνωστο άλλο. Τους ήρωες μας τους συναντάμε σε αυτό, ακριβώς, το οριακό σημείο: ο Τιάγκο και η Φερνάντα χωρίζουν, ο Τιάγκο γιορτάζει μαζί με τις κόρες του τα τελευταία του γενέθλια σε αυτό το σπίτι λίγο πριν οδηγηθεί λόγω ασθένειας στο γηροκομείο, η εγγονή του Τιάγκο μετά το θάνατο της μητέρας της θα επισκεφθεί μαζί με την οικιακή βοηθό το σπίτι για να το αδειάσουν και να το πουλήσουν.
Όλοι οι χαρακτήρες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα αποχαιρετήσουν αυτό το σπίτι αφού προηγουμένως εκφράσουν τη νοσταλγία τους για το παρελθόν μέσα από τα αντικείμενα που θα αποκαλύψουν. Ο κήπος παρόν και στις τρεις αυτές ιστορίες θα εκφράσει το αδιόρατο και αβέβαιο μέλλον που η μοίρα σε κάθε ήρωα επιφυλάσσει. Θα τον δουν να μεγαλώνει μέχρι ένα σημείο, ενώ τη συνέχεια του θα την φανταστούν.
Η μια ιστορία διαδέχεται με απαράμιλλο ρυθμό την άλλη ενώ η κάθε μια από τις τρεις μικρές σκηνές στις οποίες λαμβάνουν μέρος, σταδιακά και επιμελώς μελετημένα αποσυντίθενται. Όταν θα ανοίξουν ή θα μεταφερθούν όλες οι απαραίτητες κούτες, θα διασταυρωθούν ανεμπόδιστα τα πρόσωπα όλων των ιστοριών μαζί με τα βλέμματα των θεατών προκειμένου να δημιουργήσουν μια καινούργια αφήγηση – μια νέα αρχή.
Στην αφήγηση αυτή, σε ένα απροσδιόριστο και αχρονικό περιβάλλον, τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου θα γκρεμιστούν και η αυστηρότητα της φόρμας θα καταργηθεί. Όλοι οι χαρακτήρες θα συναντηθούν και οι ιστορίες που κουβαλούν θα συνδιαλεχθούν. Θα μοιραστούν τις σκέψεις τους, θα εμπιστευθούν τις ιστορίες τους και στο τέλος θα εξαφανιστούν. Πριν συμβεί αυτό θα γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στην επιλεκτική μνήμη και τη θαμμένη ανάμνηση, ανάμεσα στο κατασκευασμένο και το πραγματικό.