Συνηγορος

«Ηττηθήκαμε, αλλά η αποτυχία μας, ως νομική ομάδα, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την εκτεταμένη και τεράστιας διάρκειας ήττα για την ισραηλινή κοινωνία και το δικαστικό της σύστημα. Το δικαστήριο αγνόησε εντελώς, το γεγονός ότι πρόκειται για εθνική σύγκρουση. Αποδόθηκαν αντι-σημιτικά αισθήματα και στους δύο κατηγορούμενους, τα οποία κανένας από τους δύο δεν εξέφρασε σε κανένα στάδιο. Αλλά είναι βολικό να σκεφτόμαστε: “Θέλουν μόνο να ζημιώσουν τους Εβραίους”. Πενήντα χρόνια κατοχής σβήστηκαν από το αρχείο και εξαλείφθηκαν από τη συνείδηση ​​των δικαστών, δυστυχώς. Ελπίζω ότι δεν θα εξαφανιστούν από τη συνείδηση ​​του κοινού. Τούτο είναι μια κατοχή και χρειάζεται να απαντηθεί. Και όλοι το πραγματοποιούν με βάση τις δυνατότητές τους. Τα θύματα, οι κατακτημένοι, τα ανήλικα παιδιά, οι γυναίκες, αποκρίνονται με τον δικό τους τρόπο. Η προσδοκία ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν να βρουν δικαιοσύνη στα ισραηλινά δικαστήρια μπορεί να έχει θαφτεί για πάντα. Ελπίζω όχι. Αληθινά, ελπίζω όχι. Η διαδρομή προς το Ανώτατο Δικαστήριο βρίσκεται ακόμα μπροστά μας. Θα ασκήσουμε έφεση το συντομότερο δυνατό, επιδιώκοντας τη δικαιοσύνη». Ετούτα τα γιομάτα θυμό, απογοήτευση, αλλά και λιγοστή ελπίδα λόγια, που χρησιμοποιεί η γνώριμη για το φιλοπαλαιστινιακό της έργο Ισραηλινή δικηγόρος Λέα Τσεμέλ, μετά από την ανακοίνωση της απαράδεκτης ετυμηγορίας της υπόθεσης που έχει αναλάβει και μονοπωλεί το ενδιαφέρον, κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξαίρετης ταινίας τεκμηρίωσης ‘Συνήγορος’, δεικνύουν το πόσο επί της ουσίας, βλέπει τα πράγματα η ίδια, καθώς και το πώς επακριβώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, όχι μονάχα στις εκτάσεις που έχει καταλάβει το Κράτος του Ισραήλ από το 1967, μα οπουδήποτε στην επικράτειά του κατοικούν Παλαιστίνιοι, από τη στιγμή που εκτός από τις κατασχέσεις γης, τους εξοβελισμούς, τις καθιδρύσεις αποικιών, τις διακρίσεις, τα βασανιστήρια, ή ακόμη και τις δολοφονίες, όσοι αντιδρούν, χαρακτηρίζονται γενικόλογα “τρομοκράτες” και έτσι δεν εκπροσωπούνται δίκαια στα δικαστήρια του Ισραήλ.

Πιστεύοντας ακράδαντα πως οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται για την ελευθερία τους και για το δικαίωμά τους να ζουν, παρά τις εναντιώσεις, τις απειλές και τις δυσχέρειες, καθώς επίσης για το προδικασμένο αποτέλεσμα των περισσότερων υποθέσεων, εδώ και περίπου πενήντα έτη, η “Δικηγόρος του Διαβόλου”, όπως την ονοματίζουν οι επικριτές της, ή “Πρωταθλήτρια των Δικαιωμάτων”, σύμφωνα με τους θαυμαστές της, Λέα Τσεμέλ, αναλαμβάνει τη νομική υποστήριξη και εκπροσώπηση κάθε λογής Παλαιστινίων ή και Ισραηλινών αριστερών, αντι-σιωνιστών (από φεμινίστριες και οπαδούς πολιτικοθρησκευτικών κινημάτων, σε ειρηνικούς διαδηλωτές και ένοπλους μαχητές). Όσων δηλαδή, ασφυκτιούν και αντιδρούν με βίαιο ή μη τρόπο και μετά κατηγορούνται, για μια σειρά από κρίσιμα αδικήματα σε βάρος του Ισραήλ.

Κατανοώντας αυτή τη δυσμενή και εχθρική κατάσταση που επικρατεί στο Ισραήλ, με τρόπο αντίστοιχο και γνωρίζοντας το μέγεθος της προσωπικότητας της Λέα Τσεμέλ, η σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέρ Ρέιτσελ Λι Τζόουνς μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Φιλίπ Μπελές ανέλαβαν να απεικονίσουν κινηματογραφικά το προφίλ της Λέα Τσεμέλ. Η Ρέιτσελ Λι Τζόουνς γνώριζε αρκετά καλά την ιδεαλίστρια και αγωνίστρια δικηγόρο, επομένως η ιδέα της δημιουργίας του πορτρέτου της, ήταν στον αέρα εδώ και χρόνια. Εκείνος, όμως, που την πραγμάτωσε, δεν είναι άλλος από τον πολύ στενό της φίλο και συνεργάτη. Ο Φιλίπ Μπελές γνώρισε τη Λέα Τσεμέλ, πριν από είκοσι χρόνια, όταν ύστερα από ένα γύρισμα μιας ταινίας τεκμηρίωσης (για λογαριασμό της γαλλικής τηλεόρασης), προσκλήθηκε για δείπνο στο σπίτι της από τη Ρέιτσελ Λι Τζόουνς. Και έμεινε έκπληκτος από την απλότητα, την αμεσότητα και τη γενναιοδωρία της, παρά το δυσθεώρητο βάρος που έβλεπε πως κουβαλούσε στις πλάτες της. Χαρακτηριστικό είναι πως όταν τη ρώτησε για την εργασία της, εκείνη δεν απάντησε με βαρύγδουπες και δυσδιάκριτες γενικότητες, όπου συνηθίζονται όταν μιλάει κάποιος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μα με σαφή και ουσιαστικό τρόπο: “Ο καθείς δικαιούται μια σωστή προάσπιση και οι Παλαιστίνιοι μπορούν να υπερασπιστούν στα ισραηλινά δικαστήρια. Και από τη στιγμή που μπορούν να υπερασπιστούν, πρέπει να υπερασπιστούν. Και είμαι ένας από τους ανθρώπους που το κάνουν”. Τούτη την ισχυρή, θετική εντύπωση που προκλήθηκε στον Φιλίπ Μπελές, όταν την πρωτοσυνάντησε (που φυσικά πολλαπλασιάστηκε σε ένταση, όταν τη γνώρισε καλύτερα, στη συνέχεια), επιθύμησε να τη μεταφέρει στον κόσμο και αυτό το ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει την επαγγελματική καθημερινότητα της Λέα Τσεμέλ μέσα από δύο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις υπεράσπισης και κάνει μια ελάχιστη ανασκόπηση στους πιο σημαντικούς σταθμούς της μακροετούς σταδιοδρομίας της, το επιτυγχάνει αυτό.

Πολύ περισσότερο, έχοντας πραγματοποιήσει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάντανς και (σχεδόν) αμέσως μετά τιμηθεί με τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, η ‘Συνήγορος’, παρά τις αναμενόμενα αρνητικές αντιδράσεις της υπουργού Πολιτισμού του Ισραήλ Μίρι Ρεγκέβ (τη χαρακτήρισε ως ταινία που είναι ανεπαρκής και ανάξια, για να εκπροσωπήσει το Ισραήλ στον υπόλοιπο κόσμο), εκτός του ότι αποτελεί μια πηγαία και καθηλωτική προσωπογραφία, καταλήγει να είναι και δισυπόστατη, καθόσον η ανεπιτήδευτη, όχι παρεμβατική σκιαγράφηση μιας τόσο συνειδητοποιημένης, θαρραλέας και λαμπερής προσωπικότητας, εξαιτίας του εργασιακού αντικειμένου με το οποίο καταπιάνεται, λειτουργεί και ως μη παραμορφωτικός καθρέφτης της εξαιρετικά προβληματικής και επικίνδυνης πραγματικότητας της ισραηλινής κοινωνίας.

Καθώς εξηγεί αρκετά συνοπτικά και παραστατικά και το ντοκιμαντέρ στην αναδρομή που πραγματοποιεί στο παρελθόν της Λέα Τσεμέλ, ήταν το 1967, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών ή Τρίτου Αραβοϊσραηλινού Πολέμου (της σύρραξης, δηλαδή, που ξέσπασε μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του), που η τελευταία ξεκίνησε να αλλάζει και να γίνεται εκείνο που θεωρείται σήμερα. Φοιτήτρια της νομικής στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ μαζί με άλλους συμφοιτητές της, προσφέρθηκε εθελοντικά για στρατιωτική θητεία. Μονάχα που όταν είδε τις επικυριαρχικές διαθέσεις του Ισραήλ (στο τελείωμα της ολιγοήμερης σύγκρουσης, το τελευταίο είχε πάρει τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των υψιπέδων του Γκολάν, της χερσονήσου του Σινά) και άρχισε να αναρωτιέται για το τι απέγιναν οι άνθρωποι που διέμεναν στις περιοχές που καταλήφθηκαν (για παράδειγμα, μετά τη λήξη της εμπλοκής, στο Τείχος των Δακρύων, δεκάδες κατοικίες κατεδαφίστηκαν και οι Άραβες που κατοικούσαν σε τούτα εκδιώχθηκαν), μολονότι σιωνίστρια, αμέσως αναθεώρησε και εντάχθηκε στην επαναστατική, σοσιαλιστική και αντι-σιωνιστική οργάνωση Ματζπέν. Επιπρόσθετα, το διάστημα εκείνο, συνάντησε τον ριζοσπάστη, αριστερό ακτιβιστή και μετέπειτα σύζυγό της, Μισέλ Βαρσάφσκι, που επίσης, προσχώρησε στη συγκεκριμένη οργάνωση, αν και για όχι για τους ίδιους ακριβώς λόγους (η ίδια αναφέρει πως περισσότερο το έκανε επειδή ήταν ερωτευμένος μαζί της). Είναι πάντως, το 1972, όταν η Λέα Τσεμέλ άρχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα της νομικής που θα τη χαρακτήριζε σε ολόκληρη τη σημαίνουσα καριέρα της, όταν και ανέλαβε να εκπροσωπήσει τους Νταούντ Τούρκι, Ιχούντ Αντίβ και Νταν Βερέντ, μαζί με έτερα μέλη της ανατρεπτικής, μαρξιστικής και αντι-σιωνιστικής οργάνωσης Επαναστατικός Κομμουνιστικός Συνασπισμός.

Δίκη που κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε την πρώτη από μια σειρά άλλες που λογίζονται ως ήττες για τη Λέα Τσεμέλ, εφόσον κατέληξε στην αδυσώπητη τιμωρία των κατηγορούμενων (καταδικάστηκαν για κατασκοπεία εις όφελος της γειτνιάζουσας Συρίας). Δίκη που επίσης, δεν έγινε αντικείμενο οξύτατης αντιπαράθεσης, όταν οι Ισραηλινοί υπόδικοι περιέγραψαν τις συνθήκες κράτησης και ανάκρισής τους και οι Ισραηλινοί δικαστές δεν δέχθηκαν τους ανησυχητικούς ισχυρισμούς τους. Όχι ότι τους δέχθηκαν, βέβαια, μετά από τους θανάτους των Παλαιστίνιων απεργών πείνας Ρασέμ Χαλάβα και Αλι Τζαφαρί (σύμφωνα με την κάθε άλλο παρά βάσιμη άποψη των αρχών, απεβίωσαν από πνευμονία, όταν ένεκα της άσχημης κατάστασής τους μεταφέρθηκαν σε άλλο δεσμωτήριο) και την είδηση πως κι άλλοι απεργοί πείνας των φυλακών Νάφχα (που βρίσκονται καταμεσής της ερήμου Νεγκέβ), χτυπήθηκαν άγρια από τους δεσμοφύλακες επειδή απεργούσαν και έπειτα υποχρεώθηκαν να σιτιστούν.

Αν και επ’ ουδενί δεν συγκρίνεται με περιπτώσεις σαν και τις προηγούμενες (ή και με άλλες που δεν αναφέρονται) και με τον τρόπο που παρουσιάζεται στην ταινία προκαλείται ένα (ανεπαίσθητο) μειδίαμα και ο δραστήριος σύζυγος της Λέα Τσεμέλ, πάντως αναφέρει, πως βασανίστηκε, όταν συνελήφθη το 1987, επειδή το Εναλλακτικό Κέντρο Πληροφοριών (ένας φορέας που ενημερώνει και κινητοποιεί τους Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους αντι-Σιωνιστές και ακτιβιστές) του οποίου είναι δημιουργός, εκτύπωσε ένα χρήσιμο εγχειρίδιο του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, με κατευθυντήριες οδηγίες για το πώς να προβάλουν αντίσταση οι κρατούμενοι, κατά τη διάρκεια των εξαντλητικών ανακρίσεων της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (περισσότερο γνώριμη με την ονομασία Σιν Μπετ). Αν μη τι άλλο και η δική του περίπτωση επιβεβαιώνει τον παραλογισμό του ισραηλινού κράτους, μια και ενώ δεν βρέθηκαν πολλά στοιχεία και απαλλάχθηκε από τις τριάντα από τις τριάντα μία κατηγορίες, καταδικάστηκε για μια που δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν έγινε εν γνώσει του. Θα χρειαζόταν να υποβληθεί σε απάνθρωπα μαρτύρια αρκετός ακόμη κόσμος – κατά κύριο λόγο Παλαιστίνιοι, έως ότου φτάσουμε στο 1999, και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ να αποφασίσει την απαγόρευση της χρησιμοποίησης σωματικής και ψυχικής πίεσης κατά των κρατουμένων. Βήμα φαινομενικής βελτίωσης που προς στιγμήν φάνηκε να καθησυχάζει τη διεθνή κοινότητα και τις προοδευτικές φωνές του εσωτερικού. Για μια στιγμή, εφόσον όπως υπαινίσσεται τόσο η Λέα Τσεμέλ όσο και ο Ισραηλινός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Άβιγκντορ Φέλντμαν, οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες κατόρθωσαν να παρακάμψουν και έτσι να μην τηρούν την απόφαση (ούτως ή άλλως, από την απαγόρευση εξαιρέθηκαν όσοι κρίνονται πως έχουν πληροφορίες, για επικείμενες τρομοκρατικές επιθέσεις αυτοκτονίας).

Ανά τακτά διαστήματα, η ‘Συνήγορος’ των Ρέιτσελ Λι Τζόουνς και Φιλίπ Μπελές, προβάλλει αντιπροσωπευτικές στιγμές από τη συναρπαστική ζωή της Λέα Τσεμέλ (ως επί το πλείστον, νομικές που καταδεικνύουν την κατάσταση στο Ισραήλ και έχουν απευθείας αντίκτυπο στον οικογενειακό της περίγυρο), συνθέτοντας τη δυναμική προσωπογραφία της. Έτσι κι αλλιώς, ελλείψει μιας τρέχουσας εμβληματικής υπόθεσης, στις αρχικές προθέσεις των δημιουργών, οι στιγμές τούτες επρόκειτο να καταλαμβάνουν τον περισσότερο κινηματογραφικό χρόνο. Σε μια περίοδο όμως (από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2015 ως το πρώτο εξάμηνο του 2016), κατά την οποία, ένα νέο κύμα βίας εκδηλώθηκε (η “Ιντιφάντα των Μεμονωμένων Ατόμων”, κατά τους Ισραηλινούς, ή η “Ιντιφάντα των Μαχαιριών“, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα), οι παράλληλες περιπτώσεις, ενός δεκατριάχρονου αγοριού και μιας εικοσάχρονης γυναίκας, δικαιολογημένα απέσπασαν το ενδιαφέρον, τόσο της Λέα Τσεμέλ όσο και των σκηνοθετών.

Στις 12 Οκτωβρίου του 2015, ο 13χρονος Αχμάντ Μανάσρα μαζί με τον 15χρονο αξάδερφό του Χασάν Καλίμ Μανάσρα από τη συνοικία Μπέιτ Χανινά της ανατολικής Ιερουσαλήμ, τραυμάτισαν με αιχμηρό λεπίδι έναν 25χρονο και έναν ομήλικό τους, στο Πισγκάτ Ζεέβ, μια γειτονιά Εβραίων. Ο Χασάν Καλίμ Μανάσρα έπεσε νεκρός από τα πυρά των αστυνομικών, τη στιγμή που ο Αχμάντ Μανάσρα συνελήφθη, αφού πρώτα τραυματίστηκε στο κεφάλι από σύγκρουση που είχε με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Μια ημέρα νωρίτερα, η 20χρονη Ισραά Τζάαμπις από τη συνοικία Τζαμπάλ Μουκάμπερ της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, συνελήφθη στη Μάαλε Άντουμιμ, στην κεντρικό οδό της Ιερουσαλήμ. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε, βρέθηκαν δεξαμενές βουτανίου, οι οποίες εξερράγησαν με αποτέλεσμα τον φρικαλέο τραυματισμό της ίδιας και τον ελαφρύτερο του αστυνομικού που σταμάτησε το όχημά της, για να το ελέγξει. Περιπτώσεις που συνέβησαν σε μια ακόμη ταραχώδη περίοδο για το εσωτερικό του Ισραήλ και που εάν παραλειφθεί το νεαρότατο της ηλικίας του Αχμάντ Μανάσρα ή και η ανυπαρξία δολοφονικών κινήτρων τόσο του τελευταίου όσο και της Ισραά Τζάμπις (τουλάχιστον, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους), δεν διαφέρουν πολύ από άλλες που έχει αναλάβει, η Λέα Τσεμέλ. Και που περισσότερο ως πράξεις αποθάρρυνσης και πανικού, θα έπρεπε να ιδωθούν / αντιμετωπιστούν από τους Ισραηλινούς, που προέρχονται από την κατάσταση που επικρατεί γύρω τους: ο εξοντωτικός αποκλεισμός της Λωρίδας της Γάζας, ο παράνομος εποικισμός της Δυτικής Όχθης και της προσαρτημένης Ανατολικής Ιερουσαλήμ, οι διαρκείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολάκερη την έκταση του Ισραήλ, η μεροληπτική συμπεριφορά όσων είναι εξουσιοδοτημένοι να απονέμουν τη δικαιοσύνη.

Κατά ορισμένο τρόπο, χωρίς να παραγκωνίζεται το παρελθόν της Λέα Τσεμέλ, με υποθέσεις σαν και τούτες, οι Ρέιτσελ Λι Τζόουνς και Φιλίπ Μπελές κατέληξαν να έχουν στα χέρια τους, ένα δράμα το οποίο έχει και άλλους χαρακτήρες. Γι’ αυτό και παρατηρήθηκε, καταγράφηκε και συμπεριλήφθηκε (βήμα προς βήμα), όλη η νομική εξέλιξη των δύο συμβάντων (από την προανάκριση, το κατηγορητήριο και τις καταθέσεις ως τις διαπραγματεύσεις, τις προτάσεις και την ετυμηγορία). Ένα δράμα που δείχνει το πάθος με το οποίο ασκεί το επάγγελμά της η Λέα Τσεμέλ, ακόμη και όταν γνωρίζει από πριν πως οι πιθανότητες για μια παντελώς θετική κατάληξη δεν υπάρχουν και πως τις πιο πολλές φορές, νίκη αποτελεί η μείωση των ποινών. Και στις δύο τις υποθέσεις, από τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις βαρύτατες κατηγορίες (ειδικότερα, ο 13χρονος Αχμάντ Μανάσρα, παρουσιάζει τέτοια επιμονή στο να μην παραδεχθεί την ενοχή του, ακόμη και αν πρόκειται να γλιτώσει μια αρκετά μεγαλύτερη τιμωρία, που δείχνει ειλικρίνεια στον λόγο του), ο αγώνας δίδεται για να επιτευχθεί τούτο.

Οπλισμένη με πνευματώδες χιούμορ και την αμέριστη βοήθεια της οικογένειάς της, η Λέα Τσεμέλ ευρίσκεται σε έναν διαρκή κύκλο απόγνωσης και αγανάκτησης, που επ’ ουδενί  δεν φοβάται να αφήσει την καρδιά της να ραγίσει. Και που μετά από όλα αυτά τα έτη, παρά τις μετρημένες, όχι απόλυτες επιτυχίες, δεν αμφισβητεί τις πεποιθήσεις και τον ρόλο της. «Δεν σας καταλαβαίνω», δηλώνει μια τηλεοπτική παρουσιάστρια, σε συνέντευξη του 1999. «Θα πρέπει να προσπαθήσετε να με καταλάβετε, γιατί είμαι το μέλλον», απαντά η Λέα Τσεμέλ. «Τα πολιτικά ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στο Ισραήλ, θα τα αντιμετωπίσουμε για αρκετά χρόνια. Έτσι, αν προσπαθήσετε, θα δείτε πως έχω δίκιο». Είκοσι χρόνια μετά, η πραγματικότητα είναι πιο ζοφερή, μιας και λίγα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Τόσο στην περίπτωση του Αχμάντ Μανάσρα όσο και σε αυτή που αφορά την Ισραά Τζάμπις, η Λέα Τσεμέλ, που σε πλείστα σημεία του ντοκιμαντέρ, δεν διστάζει να πει με καθαρότητα και κατηγορηματικότητα, πως κατανοεί τη θέση όσων χρησιμοποιούν ειδεχθείς μεθόδους, για να αντιταχθούν στην ισραηλινή κατοχή (σε μια πολύ μεγαλύτερη μορφή βίας, δηλαδή), εξετάζει ενδελεχώς τα γεγονότα, προκειμένου να αποφανθεί για το αν είχαν την πρόθεση να πράξουν όσα τους καταλογίζει η ισραηλινή δικαιοσύνη. Για την τελευταία, είναι αρκετή μια επιφανειακή ανάγνωση  των συμβάντων (οι ενέργειες καθαυτές), καθώς και το γεγονός πως αμφότεροι είναι Παλαιστίνιοι που λάβωσαν Ισραηλινούς (δεν θα συνέβαινε το ίδιο αν στη θέση των θυμάτων ευρίσκονταν οι πρώτοι), για να αποφανθούν καταδικαστικά (και οι δύο πελάτες της Λέα Τσεμέλ κρίθηκαν ένοχοι για όλες τις κατηγορίες που τους αποδόθηκαν κι έτσι ο μεν Αχμάντ Μανάσρα καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια φυλάκισης ενώ η δε Ισραά Τζάμπις σε έντεκα). Όχι, πάντως, για τη Λέα Τσεμέλ, όπου παρά τον σκόπιμα προκλητικό και λανθασμένο τρόπο συλλογισμού των περισσότερων Ισραηλινών, δίνει τον δικό της αγώνα, στους διαδρόμους και τις αίθουσες των δικαστηρίων (είτε τούτο σημαίνει πως επρόκειτο να αντιμετωπίσει τους δικαστές και τους δικηγόρους των θυμάτων είτε την κοινή γνώμη, μέσω των ανθρώπων που καλύπτουν ειδησεογραφικά τα γεγονότα), που όσο αναποτελεσματικός ή αδιέξοδος κι αν είναι, επειδή ακριβώς είναι τέτοιος, της δίνει το κίνητρο, για να συνεχίσει.

Εν κατακλείδι, αποφεύγοντας την παρουσίαση των γεγονότων με μέθοδο που να είναι πολύ δραματική (χαρακτηριστικό είναι πως παρά τη σοβαρότητα των καταστάσεων, σε ουκ ολίγα σημεία, επιστρατεύεται το χιούμορ) και επιδεικνύοντας σεμνοπρέπεια όπου χρειάζεται (για λόγους εντιμότητας, τα πρόσωπα των κατηγορούμενων των δύο πρόσφατων περιπτώσεων που ανέλαβε η Λέα Τσεμέλ, επικαλύπτονται με κινούμενα σχέδια) οι Ρέιτσελ Λι Τζόουνς και Φιλίπ Μπελές, (εξ)ισορροπούν ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν (και κατ’ επέκταση, το ατομικό και το γενικό), και μαζί με την αρωγή της μοντέρ Γιαέλ Μπίτον (που βάζει σε σειρά το αρχειακό υλικό και εναλλάσσει με συνέπεια τους χρόνους), προβάλλουν κάποιες από τις πιο σπουδαίες στιγμές από το παρελθόν της Λέα Τσεμέλ, και τις συνδιαλέγουν με ένα έτερο μέρος, που φέρνει στο προσκήνιο την τωρινή, εργασιακή της καθημερινότητα. Περιστάσεις που φωτίζουν πτυχές του δίκαιου και αποφασιστικού χαρακτήρα της νομικής εκπροσώπου. Ενίοτε μάλιστα, μέσα από την ειλικρινή και γκαρδιακή ματιά των δικών της ανθρώπων (του Μισέλ Βαρσάφσκι και των δύο τους τέκνων, του Νισσάν και της Ταλίλα). Και που άφευκτα δεικνύουν την υπέρμετρα δυναστευτική στάση του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους (ή και τους Ισραηλινούς υποστηρικτές τούτων). Σκηνές που προσπαθούν να επεξηγήσουν τους λόγους που υπερασπίζεται τον αγώνα των Παλαιστινίων, ακόμη κι όταν αυτοί αναγκάζονται να προσφύγουν στη βιαιότητα με οποιοδήποτε μέσο. Και όπου, φυσικά, εκθέτουν ένα τόσο αμφιλεγόμενο δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα, σαν και αυτό του κράτους του Ισραήλ.

 

Share