Οι καλυτερες ταινιες της χρονιας (1 – 5)
1) Her – Spike Jonze
Με (σχεδόν) 150 λέξεις: Ο Σπάικ Τζόνζι, σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, θριαμβεύει δημιουργώντας ένα βαθιά ρομαντικό έργο για τον σύγχρονο και αλλοτριωμένο άνθρωπο. Το καταφέρνει χρησιμοποιώντας ένα τεχνολογικά προηγμένο περιβάλλον, όχι πολύ μακριά από αυτό στο οποίο ήδη βρισκόμαστε. Μέσα σε αυτό, η εξατομίκευση και η εικονική πραγματικότητα έρχονται να καλύψουν τα συναισθηματικά κενά που προκύπτουν από την ανωριμότητα και ανικανότητα του ανθρώπου να διαχειριστεί τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας η ανθρώπινη παρουσία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα κατασκευαστικά και πολεοδομικά επιτεύγματα της. Ο άνθρωπος, μικρός που είναι, αγναντεύει και θαυμάζει τα ‘θεϊκά’ αυτά κτίρια – δημιουργήματα του ενώ ταυτόχρονα βυθίζεται σε έναν απύθμενο ωκεανό μοναξιάς. Ο Θίοντορ (Χοακίν Φίνιξ) θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται το αστικό τοπίο μιας οποιασδήποτε σύγχρονης μεγαλούπολης. Ο Χοακίν στο ρόλο του Θίοντορ ελέγχει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα και παραδίδει μια ώριμη, μεστή και αισθαντική ερμηνεία που περιέχει όλες τις ανθρώπινες αποχρώσεις (διακυμάνσεις). Η Σκάρλετ Γιόχανσον είναι η ‘Φωνή’ όπου ο οποιοσδήποτε, άντρας ή γυναίκα, θα μπορούσε να ερωτευθεί. Είναι το άλλο μας – αέναο – μισό, το καταπιεσμένο και αλλότριο μας Εγώ, ο χαρακτήρας που στο φινάλε της ταινίας θα απελευθερώσει και θα λυτρώσει με συγκινητικό τρόπο τον πρωταγωνιστή. Προηγουμένως θα τον έχει μάθει να αναγνωρίζει τα λάθη του, να ωριμάζει και να εξελίσσεται μέσα από μια σχέση, να αγαπάει με ανιδιοτελή τρόπο, χωρίς εγωισμούς και μνησικακίες παρά αληθινά και γενναιόδωρα. Μια απόλυτα μοντέρνα ταινία που δεν διαθέτει μόνο μια μεγάλη παλλόμενη καρδιά αλλά και τεράστια ψυχή που δίνει διαρκώς ζεστή πνοή στο ψυχρό και αποξενωμένο περιβάλλον της high-tech κατασκευής της.
2) Inside Llewyn Davis – Ethan & Joel Coen
Με (σχεδόν) 150 λέξεις: Οι αδελφοί Κοέν δημιουργούν άλλο ένα κατάμαυρο κινηματογραφικό υβρίδιο που αυτή τη φορά περιστρέφεται γύρω από τη μουσική σκηνή του Γκρίνουιτς Βίλατζ, των αρχών της δεκαετίας του 1960. Ο Όσκαρ Άιζακ ερμηνεύει με σπάνια φυσικότητα έναν αξιομνημόνευτο looser μουσικό, τον Llewyn Davis. Γύρω του μια πλειάδα ετερόκλητων κοενικών χαρακτήρων, με τον εξωφρενικό ρόλο του Τζον Γκούντμαν να κλέβει την παράσταση! Ο Davis είναι η επιτομή του αντιήρωα και εκπροσωπεί επάξια δεκάδες άλλους καλλιτέχνες που ενώ κυνήγησαν το όνειρο και πίστεψαν στο ταλέντο και τη διαφορετικότητα τους στο τέλος παρέμειναν στην αφάνεια. Κάποιοι από αυτούς ακολούθησαν την ασφαλή (κοινότοπη) ζωή ενώ άλλοι το δημιουργικό περιθώριο. Στην περίπτωση, όμως, του χαρακτήρα που γράφουν οι Κοέν σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ίδιο το ταξίδι. Ο Davis, σαν άλλος ‘Οδυσσέας’, θα πραγματοποιήσει τη δική του περιήγηση μόνο και μόνο για να ανακαλύψει τα ‘μυθικά πλάσματα’ που κατατρώνε την ψυχή του. Ο Davis θα προσπαθήσει να τα αντιμετωπίσει μα θα καταβαραθρωθεί. Στη δική του Ιθάκη δεν θα τον περιμένει καμία Πηνελόπη μόνο η συνειδητοποιημένη μα πικρή διαπίστωση πως όσο κι αν προσπαθήσεις θα πρέπει να ξεκινήσεις και πάλι από το μηδέν αν θέλεις να διαφυλάξεις τον ακέραιο σου χαρακτήρα. Ολόκληρη η τελευταία πράξη είναι ονειρική, σαν φολκ μπαλάντα που παίζει σε διαρκή λούπα (θλιβερή υπενθύμιση) από την αρχή της ταινίας. Οι Κοέν ωριμάζουν και χωρίς να παραμερίζουν το χαρακτηριστικό ειρωνικό χιούμορ δημιουργούν την πιο ανθρώπινη και μελαγχολική τους ταινία και αυτό σε μια πλούσια, κατά τ’ άλλα, φιλμογραφία δείχνει αν μη τι άλλο πολλά.
3) Ida – Pawel Pawlikowski
Με (σχεδόν) 150 λέξεις: Βρισκόμαστε στην Πολωνία, το 1962, λίγο πριν λάβει το χρίσμα της μοναχής, η νεαρή Άννα, κατόπιν παρότρυνσης της Ηγουμένης δέχεται να επισκεφθεί τη θεία της Βάντα, τη μοναδική ζώσα συγγενή. Η Άννα, με την αμέριστη βοήθεια, της δικαστίνας θείας της, θα ανακαλύψει το οικογενειακό της παρελθόν, μέσα από ένα οδοιπορικό που θα φέρει στην επιφάνεια όλα τα σκοτεινά και επιμελώς κρυμμένα μυστικά που αυτό περιέχει. Μαζί θα κάνουν μια κατάδυση όχι μόνο στο προσωπικό τους παρελθόν αλλά και στο συλλογικό μιας ολόκληρης χώρας. Στην αναζήτηση τους, θα έρθουν αντιμέτωπες με ένα έθνος που φοβάται να κοιτάξει την αιματηρή αλήθεια κατάματα και επιλέγει να αποποιείται των ευθυνών του. Βιάζεται να γυρίσει σελίδα αλλά δεν μπορεί, ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει και το βάρος είναι δυσβάσταχτο. Η μνήμη όμως βρίσκεται ακόμη εκεί, στα ερειπωμένα κτίρια των πόλεων, στα σκελετωμένα δάση του χειμώνα, στα απομακρυσμένα και ερμητικά χωριά, στα σιωπηλά μοναστήρια. Βάντα και Άννα αποτελούν δυο σύμβολα, που στα πρόσωπα τους σκιαγραφείται μια ολόκληρη χώρα. Η μια πρεσβεύει το ανομολόγητο σκοτεινό παρελθόν και η άλλη το ελπιδοφόρο άσπιλο μέλλον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε την προσπάθεια για να γίνει η μετάβαση από τη μια γενιά στην άλλη. Μεγάλη ευρωπαϊκή ταινία η Ida, διαθέτει σύγχρονη γραφή, ισχυρή σκηνοθετική άποψη, εντυπωσιακή φωτογραφία, ωραίες ερμηνείες και μια αλήθεια κρυμμένη μέσα της έτοιμη για να αποκαλυφθεί.
4) Under The Skin – Jonathan Glazer
Με (σχεδόν) 150 λέξεις: Ο ιδιοσυγκρασιακός και ακριβοθώρητος, Τζόναθαν Γκλέιζερ, στην τρίτη του μόλις κινηματογραφική δημιουργία (έχουν προηγηθεί το γκανγκστερικό ‘Ερωτικό Κτήνος’, 2000 και το μεταφυσικό ‘Γέννηση’, 2004) υπογράφει ένα ανεκτίμητο υπαρξιακό θρίλερ που σε σημεία ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία. Κάτω από το εντυπωσιακό περίβλημα μιας γοητευτικής όσο ποτέ άλλοτε, Σκάρλετ Γιόχανσον (δεν είναι τυχαίο που ο ρόλος ανατέθηκε σε αυτήν), κρύβονται όλες οι ανομολόγητες αδυναμίες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες ενός κατώτερου των προσδοκιών, ανθρώπινου είδους. Ο Γκλέιζερ τοποθετεί μικροκάμερες στα σκοτεινά σοκάκια και τα παρηκμασμένα μπαράκια, ευρυγώνιους φακούς στις αχανείς λεωφόρους και τα ανεξερεύνητα φυσικά τοπία της Γλασκόβης και κινηματογραφεί με ρεαλιστικό τρόπο ένα sci fi διαμάντι για να αποκαλύψει τις σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό πείραμα που ξεπερνάει είδη και διακρίσεις και όμοιο του δεν έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Και μόνο για την επαναλαμβανόμενη σκηνή μιας πρωτόγνωρης και αινιγματικής αποπλάνησης το συγκεκριμένο έργο θα άξιζε να μπει στο πάνθεον των ταινιών που μπόρεσαν να διεισδύσουν με τόσο ευφάνταστο και υπαινικτικό τρόπο στο μυαλό του θεατή. Ο διάχυτος ερωτισμός λειτουργεί μόνο κατ’ επίφαση, σημασία έχει η υποταγή στη σαγήνη. Το εφιαλτικό ‘καθαρτήριο’ δεν χρησιμοποιείται για να εξαγνίσει τις αμαρτωλές ανθρώπινες ψυχές αλλά για να τις αφορίσει. Λίγο πριν το βαθιά πεσιμιστικό φινάλε μαυρίσει το παγωμένο τοπίο της οθόνης κι η αθωότητα χαθεί, ο Γκλέιζερ θα μας θυμίσει πως υπάρχει και η φωτεινή – ζεστή πλευρά του ανθρώπου, αυτή που δεν φοβάται να γνωρίσει και να αγκαλιάσει όχι μόνο το άλλο του μισό αλλά και έναν άλλο εαυτό, αυτόν που παραμένει ανεξερεύνητος κάτω από το δέρμα του καθενός.
5) Only Lovers Left Alive – Jim Jarmusch
Με (σχεδόν) 150 λέξεις: Ο αθεράπευτα αντισυμβατικός Τζιμ Τζάρμους, συνδυάζει με γοητευτικό τρόπο τη βαμπιρική μυθολογία με το ροκ εν ρολ περιθώριο σε ένα ιδιαίτερο αμάλγαμα για αθεράπευτα ρετρολάγνους. Ο καταθλιπτικός Αδάμ (ένας υπέροχος Τομ Χίντλεστον) βρίσκεται στο βιομηχανικό κουφάρι ενός ερειπωμένου Ντιτρόιτ προσπαθώντας να επανανοηματοδοτήσει την αιώνια του ύπαρξη. Συλλέγει μανιωδώς συλλεκτικά αντικείμενα, παίζει μουσική, μα αδυνατεί να βρει πραγματικό ενδιαφέρον στον σύγχρονο παρηκμασμένο κόσμο. Όταν η ιδέα της αυτοκτονίας θα του γίνει εμμονή θα επικοινωνήσει με την αγαπημένη του Έυα (μια αιθέρια Τίλντα Σουίντον) και εκείνη θα κινητοποιηθεί. Η Έυα, θα αφήσει την μυσταγωγική Ταγγέρη και τις φιλοσοφικές της συζητήσεις με τον Κρίστοφερ Μάρλοου (ένας απολαυστικός Τζον Χαρτ) – τον Ελισαβετιανό συγγραφέα που φημολογείται πως έγραψε τα έργα του Σαίξπηρ, για να επισκεφθεί τον Αδάμ προκειμένου να τον εκλογικεύσει. Ο Τζάρμους, χρησιμοποιεί εντελώς προσχηματικά την μυθολογία των βαμπίρ για να μιλήσει για έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει. Μέσα από τους απέθαντους χαρακτήρες αντιπαραβάλλει τον κόσμο που χάνεται με τον κόσμο που μένει, το ένδοξο παρελθόν με το αβέβαιο μέλλον, τον πολιτισμό με την τεχνολογία. Η ταινία βρίθει από αναφορές τόσο για τις επιστήμες (Νίκολα Τέσλα) όσο και για την φιλοσοφία και τις τέχνες (Δον Κιχώτης, Μαρκ Τουαίην, Φραντς Σούμπερτ). Είναι, όμως, όταν το αιώνιο ζευγάρι θα επιχειρήσει να ξαναβρεί την χαμένη του πίστη που θα συμπαρασύρει και εμάς μέχρι το ελπιδοφόρο φινάλε. Από το εντυπωσιακό εσωτερικό ενός εγκαταλελειμμένου πολυτελούς θεάτρου στο Μίσιγκαν του Ντιρόιτ στα στενά ανατολίτικα σοκάκια στην Ταγγέρη και την υποβλητική σκηνή του να μαγεύεσαι από μια φωνή σαν αυτή που διαθέτει η Γιασμίν Χαμντάν η ελπίδα παραμένει ακόμη ζωντανή.