Foxcatcher

Οι αδελφοί Σουλτς, Ντέιβ και Μαρκ, αμφότεροι χρυσοί ολυμπιονίκες ελευθέρας πάλης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984) θα τεθούν – έναντι αδρής αμοιβής – υπό την στενή αθλητική επίβλεψη του πολυεκατομμυριούχου, φιλάνθρωπου, ορνιθολόγου, φιλοτελιστή, πατριώτη και προπονητή Τζον ντι Ποντ. Υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας δεσποτικής μητέρας, στις αχανείς εκτάσεις που βρίσκεται το πολυτελές και αποστειρωμένο περιβάλλον της οικογενειακή έπαυλης, ο Ντι Ποντ διευθύνει μια φάρμα με την ονομασία Foxcatcher.

Ο Ντι Ποντ θα επιχειρήσει να εγκαθιδρύσει δίπλα στους δαφνοστεφανωμένους στάβλους με τα τροπαιούχα άλογα της μητέρας του ένα προπονητικό κέντρο ελευθέρας πάλης που στόχο θα έχει να προετοιμάσει νέους αθλητές και να αναδείξει του επόμενους ολυμπιονίκες προκειμένου να τονώσει όχι μόνο το λαβωμένο φρόνημα μιας χώρας αλλά και ενός καταπιεσμένου και καθ’ όλα ευνουχισμένου εαυτού. Για το σκοπό αυτό θα επιστρατεύσει τις αποδεδειγμένα υψηλές ικανότητες και επιδόσεις των (ήδη καταξιωμένων) αδελφών Σουλτς. Η ανικανότητα του, όμως, να διαχειριστεί μια επενδυμένη ήττα δεν θα είναι μόνο αποτυχία αθλητική αλλά πρωτίστως οικογενειακή. Ο Ντι Ποντ δεν θα καταφέρει να αποτινάξει από πάνω του τη βαριά σκιά ενός οικονομικά εύρωστου κληροδοτημένου ονόματος ούτε και να κατατροπώσει την αρρωστημένη μητρική του εξάρτηση και τα προδιαγεγραμμένα για αυτόν σχέδια. Η αποτυχία αυτή  θα τον μετατρέψει σε μάρτυρα και τιμωρό ενός αποκαθηλωμένου και αιματοβαμμένου αμερικάνικου ονείρου.

Foxcatcher_1

Η λέξη μετάλλιο ή τρόπαιο έχει βαρύνουσα σημασία στο συλλογικό ασυνείδητο ενός πνευματικά λοβοτομημένου λαού. Η ταύτιση της ατομικής αθλητικής επιτυχίας με την κοινωνική αναγνώριση, την οικονομική καταξίωση και την εθνική ανάταση δημιουργεί το θέλγητρο προκειμένου κάτι τέτοιο να επιτευχθεί ”πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά”. Στο Foxcatcher κάτι τέτοιο γίνεται από πολύ νωρίς κατανοητό: πριν ο Μαρκ Σουλτς (ο μικρότερος και πιο επιρρεπής αδελφός) επιλέξει τη δελεαστική συνεργασία που του προσφέρει ο Ντι Ποντ θα ερωτηθεί για τα όνειρα του και τις προσδοκίες του. Εκείνος θα απαντήσει πως επιθυμεί – τι άλλο παρά – να είναι πρώτος στον κόσμο με την κατάκτηση ενός ακόμη χρυσού μεταλλίου. Ο Ντι Ποντ προκειμένου να κλείσει τη συμφωνία θα επιχειρήσει να του εμπνεύσει ένα βαθύτερο σκοπό που αγγίζει εκτός από την αναγνώριση και τις παρυφές ενός λανθάνοντος πατριωτισμού. Κυρίως, όμως, θα τον χειραγωγήσει και εν συνεχεία θα τον εκμεταλλευθεί προκειμένου να ικανοποιήσει την προσωπική του αδυναμία – επιθυμία: να προσθέσει το δικό του μετάλλιο (ως προπονητής) στην οικογενειακή τροπαιοθήκη.

Στο σημείο αυτό αρχίζει να διαφαίνεται πως πίσω από την αγωνιώδη προσπάθεια για την κατάκτηση ενός μεταλλίου (από την πλευρά του Ντι Ποντ) κρύβεται η καταχρηστική σχέση μητέρας και γιου. Συγκεκριμένα, μετά από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου από τον Μαρκ Σουλτς στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ο Ντι Ποντ θα συναντηθεί με την μητέρα του. Με περίσσεια χαρά θα την ενημερώσει για τη μεγάλη αθλητική επιτυχία και στο τέλος θα της ζητήσει να τοποθετήσει το μετάλλιο στη βιτρίνα και στη θέση που του αναλογεί. Εκείνη θα τον ακούσει με θρησκευτική ευλάβεια, μόνο και μόνο, για να υποβαθμίσει τις πραγματικές ικανότητες του γιού της μέσα από την ντροπή που νιώθει για ένα αγώνισμα που το θεωρεί υποδεέστερο από την ιππασία. Το μετάλλιο δεν θα γίνει αξιοκρατικά αποδεκτό και η μητέρα δεν θα καμαρώσει τον μονάκριβο της γιο.

Foxcatcher_2

Αλλά και μέσα από τη σχέση του Μαρκ Σουλτς και του Ντι Ποντ θα διαμορφωθεί μια τέτοια αρρωστημένη εξάρτηση. Και οι δυο στερημένοι από την πατρική φιγούρα θα βρουν πέρα από την επιθυμία για διάκριση ένα αποκούμπι ο ένας στον άλλον και μια επιθυμία για ανεξαρτησία από τους εν δυνάμει προστάτες και καθοδηγητές τους. Ο Μαρκ Σουλτς έχοντας μεγαλώσει στην ανέχεια μαζί με τον μεγαλύτερο του αδελφό Ντέιβ δεν έχει γνωρίσει άλλο γονικό πρόσωπο. Όταν απομακρυνθεί από την στενή επιτήρηση του οικογενειάρχη πλέον αδελφού του και εγκατασταθεί στην επικράτεια του μοναχικού Ντι Ποντ θα καταφέρει να αποδείξει πως μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και χωρίς την αρωγή του αδελφού του.

Ο Ντι Ποντ διαθέτοντας την οικονομική άνεση, τον κοινωνικό περίγυρο και τις πολυτελείς εγκαταστάσεις θα αγκαλιάσει τον Μαρκ. Θα του συμπεριφερθεί σαν πατέρας μόνο και μόνο για να τον ‘τιμωρήσει’ όταν αυτός επαναπαυτεί ή όταν η μητέρα του Ντι Ποντ δεν κατανοήσει και δεν αποδεχθεί την προσπάθεια που ο γιος της καταβάλλει. Η προσθήκη του Ντέιβ στην ομάδα του Ντι Ποντ θα δημιουργήσει μεγαλύτερες προστριβές στη μεταξύ τους τεταμένη σχέση και το αρνητικό κλίμα δεν θα υποχωρήσει. Ο ογκώδης Μαρκ θα αντιληφθεί τα πραγματικά κίνητρα και την αρρωστημένη αλαζονεία του Ντι Ποντ και θα οπισθοχωρήσει. Χάρη στον Ντέιβ η συσσωρευμένη οργή του Μαρκ – ως ένα σημείο – θα κατευναστεί και η αυτοκαταστροφή του την ύστατη στιγμή θα αποτραπεί. Η αναπόφευκτη ήττα στους ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ (1988) θα είναι καταλυτική. Η προδοσία που θα νιώσει με τη σειρά του ο Ντι Ποντ και η προσωπική του (οικογενειακή εν τέλει) αποτυχία θα θολώσει το ήδη διαταραγμένο του μυαλό οδηγώντας τον σε μια δολοφονική ανυπολόγιστη πράξη. Η μοναξιά, η εξαπάτηση και ο φθόνος που θα νιώσει θα βάλει στο στόχαστρο την αδελφική σχέση. Το τέλος θα είναι τραγικό και πέρα για πέρα αληθινό.

Foxcatcher_3

Ο Μπένετ Μίλερ, ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του αριστουργηματικού Capote (2005) και του αρκούντως ικανοποιητικού Moneyball (2011) σκηνοθετεί άλλο ένα αποτυχημένο αμερικάνικο success story που βασίζεται σε αληθινή ιστορία και μεγαλουργεί. Η σκηνοθεσία του δεν βροντοφωνάζει και ούτε χρησιμοποιεί περίτεχνα τεχνάσματα για να εντυπωσιάσει (βλέπε Ντέιβιντ Φίντσερ). Ο Μίλερ γνωρίζει καλά πως να υπογραμμίσει με ουσιαστικό και διεισδυτικό τρόπο τη δράση προκειμένου να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που χρειάζονται για να γίνει και κινηματογραφικά η αληθινή αυτή ιστορία ενδιαφέρουσα και πιστευτή (αξέχαστη η ‘αποχαιρετιστήρια ωδή’ στη νεκρή μητέρα με την απελευθέρωση των αλόγων από έναν συντετριμμένο μα και λυτρωμένο Ντι Ποντ). Συγχρόνως, έχει φροντίσει να φωτίσει τις γκρίζες αποχρώσεις των βασικών χαρακτήρων δίνοντας τους τέτοια υπόσταση που απέχει παρασάγγας από το χαρακτηριστούν καρικατούρες ή μανιέρες των αληθινών προσώπων.  Στο Foxcatcher οι πρωταγωνιστές του μετατρέπονται σε πρόσωπα αυθύπαρκτα και ο Μίλερ κινηματογραφεί με καθηλωτικό τρόπο την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων αυτών και τις ευεργετικές ή καταστροφικές τους αλληλεπιδράσεις.

Όλη η ταινία είναι χτισμένη πάνω στα τσαλακωμένα πρόσωπα και τα στιβαρά σώματα μιας ιδιαίτερα ταλαντούχας τριάδας διάσημων ηθοποιών: Ο Μαρκ Ράφαλο (Ντέιβ Σουλτς) είναι η ήρεμη δύναμη της ταινίας. Ο εξωστρεφής και μειλίχιος ρόλος του λειτουργεί με ισορροπητικό και κατευναστικό τρόπο ανάμεσα στους πιο χαμηλόφωνους (Ντι Ποντ) και σωματοποιημένους (Μαρκ Σουλτς) ρόλους των συμπρωταγωνιστών του. Ο Ράφαλο διαθέτει όλα τα ευγενή χαρακτηριστικά που απαιτεί ο χαρακτήρας του προκειμένου να ελέγξει την εκβιαστική και απαιτητική παρουσία του Ντι Ποντ αλλά και τη ζωώδη ορμή του αδερφού του (εκπληκτική η αρχική σκηνή που ενώ προπονεί παράλληλα εξωτερικεύει και τιθασεύει τον εσωτερικό θυμό του αδερφού του).

Foxcatcher_4

Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ (Μαρκ Σουλτς) με τον τεράστιο όγκο του είναι η ζωώδης δύναμη της ταινίας. Είναι τέτοια η φύση του χαρακτήρα του (κτηνώδης κυριολεκτικά) που ο Τέιτουμ δεν έχει πολλά λόγια να πει. Η ερμηνεία του είναι εσωτερική και εκφράζεται με σωματικό τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν φαντάζει τη στιγμή που ο Τέιτουμ καλύπτει μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων και εναλλαγών. Ταλαντεύεται από τον πόνο και την απόγνωση στο θυμό και την εκτόνωση και από τον φόβο και το σκοτάδι στην αυτοπεποίθηση και το φως. Ο ρόλος αυτός αποτελεί πρωτόγνωρη ερμηνευτική πρόκληση για τον Τέιτουμ και δείχνει να τα καταφέρνει εξαιρετικά.

Και τέλος, ο διακεκριμένος κωμικός Στιβ Κάρελ στον αβανταδόρικο ρόλο του ψυχολογικά ασταθή Τζον ντι Ποντ. Αν δεν απατώμαι, είναι η πρώτη φορά που ο Κάρελ δοκιμάζεται σε έναν τόσο δραματικό ρόλο και κάτι τέτοιο προκαλεί από την πρώτη στιγμή μεγάλη εντύπωση. Ταυτόχρονα, είναι τέτοια η εξωτερική εμφάνιση του Κάρελ που ‘τρομάζει’ και τον πιο προετοιμασμένο θεατή η μεταμόρφωση του (εξαιρετικό και το μακιγιάζ). Ο αργός και βασανιστικός τρόπος με τον οποίο μιλάει δίνει ανατριχιαστική υπόσταση στον καταπιεσμένο χαρακτήρα του. Ενώ οι μεθοδικές του κινήσεις και ο απόλυτα ελεγχόμενος τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται τη δυνατότητα να αποκαλυφθούν και να δικαιολογηθούν (ως ένα βαθμό) τα κίνητρα των πράξεων του. Είναι τέτοια η εμβάθυνση και ο χειρισμός του νοσηρού αυτού χαρακτήρα που όσο παράξενο κι αν ακουστεί προκαλεί τη συμπάθεια του θεατή.

Foxcatcher_5

Εν κατακλείδι, το Foxcatcher είναι μια ψύχραιμη και ώριμη ψυχαναλυτική σπουδή  που αναπαριστά με ανατριχιαστικό τρόπο το αναπόφευκτο χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Με υπόκωφο και ατμοσφαιρικό τρόπο κλιμακώνει σταδιακά τη δράση χαρίζοντας μας 135 ολοκληρωμένα και απέριττα λεπτά. Διεισδύει στα γνώριμα χωράφια της αθλητικής βιομηχανίας και του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού για να υπενθυμίσει πως πίσω από τα ντοπαρισμένα σώματα, τα παχυλά συμβόλαια, τους αστραφτερούς τίτλους και τα παγκόσμια πρωτεία κρύβονται ατομικές αποτυχίες, οικογενειακές τραγωδίες και εθνικές καταστροφές.

Πολλές ταινίες χρησιμοποιούν αληθινές ιστορίες λίγες όμως διαθέτουν την απέριττη τέχνη να τις παρουσιάσουν με τον στιβαρό τρόπο που το πράττει το Foxcatcher. Και ο Μίλερ όχι μόνο δεν φοβάται να τσαλακώσει το αμερικάνικο όνειρο και να το απομυθοποιήσει αλλά τολμάει να παρουσιάσει μια απαισιόδοξη και βαθιά πεσιμιστική ταινία που είναι λες και βγήκε από το χρονοντούλαπο της δεκαετίας του 1970 τότε που το αμερικάνικο σινεμά ήταν καταγγελτικό, τολμηρό και πρωτοποριακό και στο επίκεντρο του είχε ακόμη τον άνθρωπο. Και κάτι τέτοιο στην ψηφιακή επέλαση της εφετζίδικης εποχής μας το κάνει ακόμη πιο σημαντικό, σχεδόν το μετατρέπει σε κλασικό.

Share