The Present
Υφαρπαγή εκτάσεων γης, κατεδάφιση οικιστικών περιοχών, εκμετάλλευση φυσικών πόρων, μα και φυλετικές διακρίσεις, μηχανισμοί παρακολούθησης, συστηματική βιαιότητα, έχουν σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό αρκετών χιλιάδων Παλαιστινίων, στο πέρας των δεκαετιών. Υπολογίζεται πως περισσότεροι από εξακόσιοι χιλιάδες Εβραίοι ζουν σε σχεδόν διακόσιους σαράντα δύο εποικισμούς, που ξεκίνησαν να χτίζονται διαδοχικά ύστερα από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Από αυτούς, οι εκατό είναι τα επονομαζόμενα «προχωρημένα φυλάκια», δηλαδή μικρότεροι εποικισμοί που δεν έχουν ακόμα λάβει επίσημη κυβερνητική έγκριση, αλλά τακτικά έχουν κυβερνητική στήριξη. Βάσει του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου ή του Διεθνούς Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι εποικισμοί κρίνονται παράνομοι και καταχρηστικοί, κάτι που βέβαια το Ισραήλ δεν το αποδέχεται και το αμφισβητεί. Η ύπαρξη των εποικισμών, σε συνδυασμό με τους ειδικούς παρακαμπτήριους δρόμους για τη διασύνδεσή τους, που προορίζονται προς αποκλειστική χρήση από τους αποικιστές, και το αποκαλούμενο «Τείχος της Ντροπής» στη Χεβρώνα, έχουν σαν αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών σε δεκάδες παλαιστινιακούς θύλακες. Μέσω της σύγκρισης που συχνά γίνεται μεταξύ του Ισραήλ και της Νότιας Αφρικής της περιόδου του απαρτχάιντ, οι θύλακες τούτοι χαρακτηρίζονται επίσης ως μπαντουστάν ή μεταφορικά ως «αρχιπέλαγος της Παλαιστίνης». Για να συνειδητοποιήσει κάποιος το μέγεθος του διασκορπισμού, αρκεί να συλλογιστεί πως η Δυτική Όχθη αποτελείται από εκατόν εξήντα επτά “νησάκια”, με το Ισραήλ να έχει διατηρήσει τον έλεγχο ασφαλείας σε ουκ ολίγα από τούτα. Ενδεικτικό αυτού είναι πως ανάμεσά τους έχουν τοποθετηθεί δεκάδες στρατιωτικά φυλάκια – με πιο γνωστό το σημείο ελέγχου τριακόσια ή σημείο ελέγχου της Βηθλεέμ – που οι έποικοι τα χειρίζονται ανεξέλεγκτα. Πολλές φορές μάλιστα, ανεξάρτητα ακόμη και από την ισραηλινή στρατιωτική διοίκηση, κάνοντας έτσι περισσότερο δυσχερή τον ήδη απερίγραπτο βίο των Παλαιστινίων.
Η κατάσταση που επικρατεί στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, δύσκολα περιγράφεται, πόσο μάλλον συνοψίζεται. Χρειάζεται κανείς να επισκεφθεί την κατειλημμένη περιοχή για να αντιληφθεί την ευρύτητα της ανισότητας, της καταπίεσης και του παραλογισμού. Κάτι που για παράδειγμα το έκανε η γεννημένη στο Λονδίνο από Παλαιστίνιους γονείς Φάρα Ναμπούλσι. Εικοσιπέντε χρόνια ύστερα από την τελευταία της φορά, η μέχρι τα τριάντα της έτη χρηματιστήρια, θέλησε να επισκεφθεί εκ νέου την καταπατημένη γη των προγόνων της, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούν οι Παλαιστίνιοι.
«Όλα όσα θεωρούσα ότι είχα γνώση και καταλάβαινα για τις καθημερινές προσπάθειες των Παλαιστινίων δεν ήταν απολύτως τίποτα εν συγκρίσει με το να τα βλέπω με τα δύο μάτια μου. Είτε ήταν το τείχος που διατρέχει τα σπίτια των Παλαιστινίων, τα ταπεινωτικά σημεία ελέγχου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων που επισκέφθηκα είτε τα ερείπια των κατεδαφισμένων κατοικιών στα οποία καθόμουν, τούτα τα ταξίδια με άλλαξαν», αναφέρει μεταξύ άλλων, η Φάρα Ναμπούλσι στη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό μόδας Vogue. Τόσο πολύ αναστατώθηκε από τα όσα αντίκρισε στη Δυτική Όχθη, που όταν ξαναγύρισε στο Λονδίνο έπεσε σε βαθύτατο προβληματισμό και κατάθλιψη. Για να αντιμετωπίσει τη θλίψη και τη μελαγχολία, συνέγραψε τρία σενάρια για μικρού μήκους ταινίες – τρία σενάρια που αφορούν την οδυνηρή και αναπόδραστη πραγματικότητα των Παλαιστινίων. Στην πορεία μάλιστα, παρά το ότι δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία, μιας και προερχόταν από ένα ολότελα διαφορετικό επαγγελματικό υπόβαθρο αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή των οικείων προσώπων της και να περάσει πίσω από την κάμερα. Με το συγκλονιστικό ‘The Present’, η Φάρα Ναμπούλσι πραγματοποίησε ένα γενναίο σκηνοθετικό ντεμπούτο μικρού μήκους ικανό να μείνει στη θύμηση του θεατή. Ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που δίνει φωνή στους κατατρεγμένους Παλαιστίνιους με τρόπο που με εξαίρεση το ελπιδοφόρο τέλος του, δεν εξωραΐζει την πραγματικότητα. Μπορεί η ιστορία του να είναι κάπως βασική και απλή, όμως, το παρασκήνιο είναι τέτοιο που την κάνει να φαίνεται πιο περίπλοκη και ουσιαστική. Περισσότερο οικουμενική επιπλέον, από τη στιγμή που δεν αφορά μονάχα έναν άνθρωπο, αλλά με αφορμή αυτό που εκτυλίσσεται και επηρεάζει αυτόν τον άνθρωπο, έναν ολόκληρο λαό. Πίσω από την ιστορία του κεντρικού ήρωα είναι αρκετές χιλιάδες Παλαιστίνιοι που σε καθημερινή βάση έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους. Καταστάσεις όπως το να μην μπορούν να μετακινηθούν από το ένα σημείο στο άλλο απρόσκοπτα, για να πάνε στη δουλειά τους και να καλύψουν τις αγοραστικές τους ανάγκες.
Με μια εναρκτήρια σεκάνς σαν και αυτή που δείχνει δεκάδες στοιβαγμένους Παλαιστίνιους να προσπαθούν να διασχίσουν ένα στρατιωτικό φυλάκιο, η Φάρα Ναμπούλσι εντάσσει τον θεατή από την πρώτη στιγμή σε τούτο το ασφυκτικό πλαίσιο. Κάθε πρωί, ο Γιούσεφ (Σαλέχ Μπακρί), περιμένει για ώρες στην ουρά που σχηματίζεται στο σημείο ελέγχου τριακόσια, για να πάει στην εργασία του. Το ίδιο, ή ακόμη και παραπάνω τη νύχτα, για να επιστρέψει στο οίκημά του από αυτή. Παρά τα καθημερινά εμπόδια που αντιμετωπίζει, ο Γιούσεφ είναι ευτυχής που έχει μια σύζυγο σαν τη Νουρ (Μαριάμ Μπάσα), τουλάχιστον. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ευδιαθεσία που δεικνύει, όταν μαζί με την ανήλικη κόρη τους Γιασμίν (Μαριάμ Κάντζ), προετοιμάζεται να της κάνει ένα δώρο για την επέτειο του γάμου τους.
Μόνο που κάτι που είναι τόσο τυπικό όσο είναι η επίσκεψη σε κάποιο κατάστημα για την αγορά μιας συσκευής με ψυκτικό μηχανισμό, αίφνης θα μετατραπεί σε μια περιπέτεια που θα ταλαιπωρήσει και θα θέσει σε κίνδυνο τον ίδιο και την κόρη του. Το πέρασμα από ένα στρατιωτικό φυλάκιο, θα δοκιμάσει την ψυχραιμία του Γιούσεφ και θα φοβίσει τη Γιασμίν, σε αρχική φάση. Παρά την περιφρονητική αντιμετώπισή του από τους νεαρούς Ισραηλινούς στρατιώτες πάντως, ο Γιούσεφ, μόλις απελευθερωθεί και αναπτερώσει το ηθικό της κόρης του, θα συνεχίσει τον σκοπό της βόλτας τους. Θα επισκεφθεί το κατάστημα που δεν είναι τόσο μακριά από την οικία τους, για να αιτιολογεί την ύπαρξη ενός στρατιωτικού φυλακίου και θα αγοράσει ένα ψυγείο ως δώρο, για την επέτειο του γάμου του. Μολοντούτο, ένα ακόμη στρατιωτικό φυλάκιο που παρεμποδίζει την ελεύθερη μετακίνηση των οχημάτων, θα εξαναγκάσει τον Γιούσεφ και τη Γιασμίν να μεταφέρουν με τη συνδρομή ενός καροτσιού το ψυγείο. Γεγονός που θα έχει σαν συνέπεια να φτάσουν αποκαμωμένοι τη νύχτα στο πρώτο στρατιωτικό φυλάκιο. Σε εκείνο που καθώς επισημάνθηκε και λίγο πιο πάνω, η αδιαλλαξία και ο φανατισμός των νεαρών Ισραηλινών στρατιωτών, θα θέσει σε κίνδυνο τον ίδιο και την κόρη του: σε μια σεκάνς γεμάτη ένταση και ανησυχία, ο Γιούσεφ και η Γιασμίν θα βιώσουν όλο τον εσφαλμένο τρόπο σκέψης και δράσης του κράτους του Ισραήλ. Η Φάρα Ναμπούλσι παρουσιάζει μια ιστορία (το σενάριο της οποίας έχει γράψει με τη σκηνοθέτρια, μοντέρ μα και ποιήτρια Χιντ Σουφανί), που φέρνει σε πρώτο πλάνο την προβληματική διαμόρφωση της περιοχής και που δείχνει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι Ισραηλινοί έχουν διασπάσει την ενότητα της περιφέρειας που διαβιούν οι Παλαιστίνιοι, είναι για να τους κάνουν τη ζωή επίπονη και άβολη. Για να τους δείξουν το ποιος έχει το πάνω χέρι και για να σκοτώσουν κάθε τους όνειρο για ένα αυτόνομο και κυριαρχικό παλαιστινιακό κράτος. Το θετικό φινάλε της ταινίας μπορεί να είναι μακριά από την αδυσώπητη πραγματικότητα, όπως και από μια κοινωνικοπολιτική συνθήκη που θα επιτρέπει στους Παλαιστίνιους να ζουν φυσιολογικά, με μια επόμενη γενιά να αναλαμβάνει ρόλο μεσολαβητικό, αφήνει μια μικρή χαραμάδα φωτός όμως, και κάνει τον θεατή να αφουγκραστεί καλύτερα τα όσα δραματικά έχουν προηγηθεί.
Ήταν τα βιώματα της Φάρα Ναμπούλσι σε ορισμένα στρατιωτικά φυλάκια που ενέπνευσαν την ιστορία της, καθώς και οι αγώνες ενός νεαρού Παλαιστίνιου που γνώρισε και ζει σε μια επικράτεια με αυστηρά σημεία ελέγχου. «Η ζωή τούτου του νεαρού άνδρα και οι ζωές όλων των Παλαιστινίων που διαβιούν σε αυτήν την περιοχή είναι αρκετά πιο σκληρές από αυτές που απεικονίζω στο ‘The Present’. Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο εντελώς παράλογο ήταν ότι έπρεπε να περάσουν από καταβλητικά και εξευτελιστικά σημεία ελέγχου. Κάποιες στιγμές, πολλάκις φορές, κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας, για να κυκλοφορήσουν. Τι συμβαίνει με το θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας;», διατυπώνει σε ένα άλλο σημείο στη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό μόδας Vogue, η Φάρα Ναμπούλσι. Παρά την απαιτητικότητα του εγχειρήματος και τη σκηνοθετική απειρία, έξι ημέρες κράτησαν τα γυρίσματα στη Δυτική Όχθη, και το τελικό αποτέλεσμα αναμφισβήτητα δικαιώνει τη Φάρα Ναμπούλσι. Μάλιστα, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Μπενουά Σαμαγιάρ, εν είδει κινηματογράφησης γκερίλα, κατάφεραν να κάνουν γύρισμα στο σημείο ελέγχου τριακόσια, εκτός του ότι με μεσαίες ή κοντινές λήψεις και την κάμερα πιο αμετάβλητη σε άλλα σημεία ελέγχου, μπόρεσαν να αποτυπώσουν μια περίσταση που ασκεί πίεση και αναστάτωση στα πρόσωπα των δύο εξαιρετικών πρωταγωνιστών. Κάτι που ενισχύεται και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η συνένωση των επιμέρους εικόνων από τη Χιντ Σουφανί, αλλά και από τη χρήση της σε σημεία ανησυχητικής μουσικής που έγραψε ο συνθέτης Άνταμ Μπενομπάιντ.