71

Από τα πρώτα κιόλας του καρέ, το 71 κάνει φανερές τις διαθέσεις του. Με το σφιχτοδεμένο μοντάζ, την καταιγιστική σκηνοθεσία, το λεπτοδουλεμένο ηχητικό υπόβαθρο, την κλιμακούμενης έντασης μουσική, τη ξεφτισμένη – παλιομοδίτικη, μπαρουτοκαπνισμένη φωτογραφία, σε βουτάει κατευθείαν στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής και σου υπόσχεται μια αγωνιώδης αιματοβαμμένη διαδρομή.

Σαν σε εισαγωγικό σημείωμα, παρακολουθούμε την εκπαίδευση μιας ομάδας Βρετανών νεοσύλλεκτων, ανάμεσα στους οποίους συναντάμε και τον Γκάρυ Χουκ, τον κεντρικό μας πρωταγωνιστή. Με την ολοκλήρωση της προετοιμασίας τους, μεταφερόμαστε στο τεταμένο κλίμα που επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του 70′ στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, μεταξύ φιλο-Βρετανών Προτεσταντών και αυτονομιστών Καθολικών.

Σε  μια αριστουργηματικά σκηνοθετημένη σκηνή πλήθους, με εμφανή δάνεια από  την συγκλονιστική σκηνή της ”Ματωμένης Κυριακής” του Γκρίνγκρας, παρακολουθούμε το πως μια διμοιρία Άγγλων στρατιωτών χάνει σταδιακά τον έλεγχο του οργισμένου πλήθους και οδηγείται σε σύγκρουση με αυτό.

71 1

Προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα οδηγείται σε άτακτη φυγή η ίδια, εγκαταλείποντας δύο στρατιώτες της εκεί, με τον έναν, τον Γκάρυ , να οδηγείται σ’ ένα ξέφρενο ανθρωποκυνηγητό στους αφιλόξενους δρόμους του Μπέλφαστ.

Στο  σημείο αυτό ξεκινάει αγώνας επιβίωσης για τον Γκάρυ και προσπάθεια εντοπισμού του από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Και ενώ η ταινία λίγο πριν τη μέση της ταινίας χαρίζει άλλη μια συγκλονιστική σκηνή, που όχι μόνο κόβει την ανάσα με την ένταση και την αγωνία με την οποία έχει ενορχηστρωθεί αλλά σοκάρει με τον αιφνιδιασμό και την ωμότητα της, λίγο αργότερα αρχίζουν να διαφαίνονται κάποιες στρογγυλοποιήσεις και σεναριακές ευκολίες.

Η ίδια η ιστορία, παύει να έχει τη δύναμη, την ένταση, την αγωνία και την ανατροπή, αρετές που μέχρι εκείνη την ώρα την έκαναν απολαυστική, για τον απλούστατο λόγο πως οι προθέσεις όλων των χαρακτήρων, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, έχουν αποκαλυφθεί. Χαρακτήρες  και πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο βασικός πρωταγωνιστής, μετατρέπονται σε  αναλώσιμα σχήματα ενός παράλογου πολέμου, όπου δεν συγχωρούνται υποχωρήσεις και ενδοιασμοί.

Και το πράγμα γίνεται ακόμη πιο απλοϊκό, το κρεσέντο πυροβολισμών – σαν σε μαφιόζικο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όλων των αντιμαχόμενων πλευρών λίγο πριν το τέλος, είναι τόσο υπερβολικό που καταντάει πληκτικό και η κορύφωση του τόσο αναμενόμενη και επιτηδευμένη που καταλήγει να παίξει  με τα νεύρα του θεατή.

71 2

Στο φινάλε δε, ο Ντεμάνζ, δε βιάζεται μόνο να κλείσει την ιστορία αλλά και να αγιοποιήσει τον βασικό του χαρακτήρα. Για να το πετύχει αυτό, έχει φροντίσει από πριν να δαιμονοποιήσει κάθε άλλο άτομο εκτός από τον αθώο, ακόμη, μικρό του αδερφό.

Συνοψίζοντας, ο Γιαν Ντεμάνζ παραλίγο να επαναλάβει το ήδη κλασσικό σκηνοθετικό ντεμπούτο  του Πωλ Γκρίνγκρας με την Ματωμένη Κυριακή και να χαρίσει μια ακόμη αριστουργηματική ταινία. Και ενώ για μεγάλο κομμάτι τις ταινίας πραγματικά αγγίζει δυσθεώρητα ύψη, το τελευταίο μισάωρο προδίδεται από ένα όχι τόσο ενδιαφέρον υλικό – αν μη τι άλλο το έχουμε ποικιλότροπος ξαναδεί και τελικά πνίγεται από τη μεγαλομανία των ίδιων του των εντυπωσιακών εκφραστικών του μέσων.

71 4Διόλου άσχημα πάντως για έναν πρωτάρη, που με αυτή του τη δημιουργία τοποθετεί το όνομα του στους πιο πολλά υποσχόμενους σκηνοθέτες. Συν τοις άλλοις, συνέστησε στο ευρύ κοινό, έναν ανερχόμενο ηθοποιό, τον Τζακ Ο’ Κόνελ, που λίγο πριν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, ως Λουί Ζαμπερίνι, στη νέα, βιογραφική ταινία, της Ατζελίνα Τζολί, το άστρο του έχει αρχίσει ήδη να ακτινοβολεί.

(Την ταινία την παρακολούθησα στα πλαίσια του 20ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας)

 

Share