Δυο Ημερες, Μια Νυχτα
Η Σάντρα, σύζυγος, μητέρα δύο παιδιών και εργαζόμενη σε εταιρεία με φωτοβολταϊκά, βρίσκεται στο σπίτι και ετοιμάζει τάρτες για την οικογένεια της. Την αδιάφορη αυτή, καθημερινή στιγμή, θα διακόψει τηλεφώνημα από έμπιστο άτομο της εταιρείας. Μέσα από το ξαφνικό αυτό τηλεφώνημα, θα μάθει πως διεξήχθη ερήμην της, μια όχι και τόσο μυστική ψηφοφορία μεταξύ των συναδέλφων της, προκειμένου να απαντήσουν στο εξής, εκβιαστικής φύσεως, ερώτημα: Να λάβουν ατομικό μπόνους 1000 ευρώ ή να απολυθεί η Σάντρα;
Παρακολουθούμε ένα ακόμη, τυπικό, νεορεαλιστικό δράμα, των περιβόητων αδερφών Νταρντέν, όπου η κάμερα και το σενάριο, ακολουθούν πιστά τη βασική ηρωίδα μας. Μολονότι τα πλάνα είναι, ολίγον τι, πιο σταθερά σε σχέση με τις παλαιότερες κλασσικές τους δημιουργίες, η εικόνα πιο καθαρή και γυαλισμένη, ενώ σε δυο σημεία της ταινίας ακούγονται και δυο τραγούδια (το πρώτο εντάσσεται λειτουργικά, το άλλο πάλι το λες και περιττό), οι αφοί Νταρντέν δεν κάνουν άλλες προσθήκες – εκπτώσεις στον τρόπο που είναι αποφασισμένοι να διηγηθούν την καινούργια τους ιστορία.
Οι συνεργάτες της Σάντρας, κάτω από το βάρος των οικονομικών δυσκολιών και υπό το αδιόρατο (;) βλέμμα ενός υπεύθυνου ψήφισαν σχεδόν καθολικά (14 στους 16) στο να αποδεχθούν το μπόνους και να απολυθεί η Σάντρα. Διαλέξανε το ποσό και όχι τον άνθρωπο.
Το εκβιαστικό ερώτημα που τίθεται στους εργαζόμενους, θα τεθεί μέσα από τη διαδρομή που θα ακολουθήσει η Σάντρα και σε εμάς. Αυτή είναι και μια από τις βασικότερες αρετές της συγκεκριμένης ταινίας. Τ’ ότι κατορθώνει να σε βάλει στη θέση της ηρωίδας (ενίοτε και στη θέση κάποιων συναδέλφων της) με τρόπο έντονο και αληθοφανή.
Και ενώ η Σάντρα αρχίζει να καταρρέει κάτω από το βάρος της δυσάρεστης αυτής είδησης, ο σύζυγος της, Μανού, από φόβο μήπως η Σάντρα ξαναπέσει σε κατάθλιψη(είχε απολυθεί ξανά στο παρελθόν) την ωθεί στο να διεκδικήσει, μέσα από μια ”εξευτελιστική” μα ειλικρινή διαδρομή, το δικαίωμα της να συνεχίσει να εργάζεται στη συγκεκριμένη εταιρεία.
Στην ουσία, ο σύζυγος της Σάντρας, αποδεικνύεται, πιο δειλός από αυτήν και όχι τόσο εφευρετικός όσο κανείς θα περίμενε. Αυτό που φοβάται πραγματικά, είναι πως αν η Σάντρα χάσει τη δουλειά της και πέσει σε μια ακόμη κατάθλιψη, θα επιστρέψουν στις εργατικές κατοικίες. Η σκηνή μέσα στο αυτοκίνητο, που ο Μανού χαμηλώνει το ραδιόφωνο, πιστεύοντας πως στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Σάντρα, δεν θα θέλει να ακούσει, ενώ τελικά του δείχνει με έντονο και αποφασιστικό τρόπο πως αυτό θέλει, λίγο πριν ενώσουν ξανά τα χέρια τους, είναι ενδεικτική του σημείου που βρίσκεται η σχέση τους.
Η Σάντρα, φλερτάροντας από την πρώτη στιγμή με την κατάθλιψη, εκφράζει άρνηση αρχικά, γρήγορα όμως θα παραδοθεί στις βουλές του συζύγου της. Θα επισκεφθεί μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο τους συναδέλφους που ψήφισαν υπέρ του μπόνους, προκειμένου να τους ενημερώσει πως θα διεξαχθεί ξανά ψηφοφορία, καθ’ ότι υπήρχε άνωθεν παρέμβαση κατά τη διάρκεια της προηγούμενης επηρεάζοντας το τελικό αποτέλεσμα. Κύριος όμως σκοπός της επίσκεψης της, να τους πείσει (με ψύχραιμο τρόπο) να ψηφίσουν διαφορετικά. Ακόμη και αυτοί που έχουν πραγματικά ανάγκη το συγκεκριμένο ποσό.
Η Σάντρα θα βρεθεί από πόρτα σε πόρτα φέρνοντας τους εργαζόμενους ενώπιον των όποιων ευθυνών τους. Θα μοιραστεί τη ντροπή που νιώθει για την πράξη της ενώ συνάμα θα τους υποχρεώσει να κοιτάξουν με ευθύτητα (τόσο την ίδια όσο και τον εαυτό τους) και να αναλογιστούν τη σημασία της ψήφου τους, λίγο πριν οδηγηθούν στη λήψη της όποιας εκβιαστικής απόφασης. Στο τέλος, θα έχουμε νιώσει και εμείς ντροπή, τόσο για τη επείγουσα διαδρομή της ηρωίδας όσο και για τις λιγότερο ή περισσότερο κυνικές, εξίσου απελπισμένες, επιλογές των υπολοίπων.
Πρωτίστως, θα συνειδητοποιήσουμε για λίγο, έξω από τα πλαίσια μιας αυστηρά ελεγχόμενης, αμείλικτης και απειλητικής, εργασιακής καθημερινότητας, πως είναι να είσαι δέσμιος του όποιου εργοδότη, πως είναι να καταλήγεις δεινός εκτελεστής σε βάρος της όποιας συναδελφικότητας.
Ταυτόχρονα, θα έρθουμε σε επαφή με ένα μωσαϊκό, διαφορετικών ανθρώπων, που ο καθένας έχει τους λόγους του για να επιλέξει το μπόνους έναντι της Σάντρας. Άλλοι θα φανούν πιο κυνικοί και θα επιλέξουν αδιαπραγμάτευτα το πρώτο ενώ άλλοι θα επιδείξουν ανθρωπιά και θα ταχθούν με το μέρος της Σάντρας. Όλοι όμως, αρχικά, θα δείξουν αδυναμία και απροθυμία να εκφράσουν την προσωπική τους κρίση από φόβο μήπως εκτεθούν στην εταιρεία και χάσουν εν συνεχεία τη θέση τους. Θα την διατυπώσουν μόνο όταν νιώσουν την απαραίτητη ασφάλεια, που τους προσφέρει το να γνωρίζουν πως κάποιοι άλλοι το έχουν ήδη διαπράξει.
Ενώπιον ενός αθέμιτου και απάνθρωπου ανταγωνισμού, έτσι όπως θεσπίζεται από τους όρους μιας ελεύθερης αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της όποιας επιχείρησης, οι εργαζόμενοι δεν αποτελούν παρά αναλώσιμους αριθμούς και στατιστικά νούμερα που με τους κανόνες και τις συμβάσεις με τα οποία δέχονται να εργαστούν, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αντικατασταθούν ή να παραμείνουν σε βάρους κάποιου συναδέλφου τους.
Σε δυο καθοριστικές για την επερχόμενη ψηφοφορία συναντήσεις, σαν από μηχανής θεός, ο φόβος προς στιγμήν θα δαμαστεί και η επιθυμία του να επιλέξουν πραγματικά αυτό που επιτάσσει το γενικότερο καλό θα υπερισχύσει. Και στις δυο περιπτώσεις το τίμημα δεν θα είναι αμελητέο. Η χαρά, όμως, και η ικανοποίηση που θα νιώσουν για λίγο επιλέγοντας το ηθικό, μέσα από μια όχι και τόσο αυτονόητη πράξη ανθρωπιάς, θα είναι αναντικατάστατη.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ, υποδύεται τη Σάντρα. Για πρώτη φορά, οι αφοί Νταρντέν εμπιστεύονται μια σταρ του διαμετρήματος της για να δώσει υπόσταση στη βασική ηρωίδα τους. Με την επιλογή αυτή, κάποιοι τους κατηγόρησαν ότι ξεπουλάνε τις ιδέες και τα ιδανικά τους. Δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο, τη στιγμή που η Κοτιγιάρ, όχι μόνο ανταποκρίνεται με σχετική ευκολία στις υψηλές απαιτήσεις του ρόλου της αλλά δίνει και μια σπουδαία, αφοπλιστική και ανεπιτήδευτη ερμηνεία.
Πέρα από το σεναριακό ρεαλισμό και τη γνώριμη σκηνοθετική ακρίβεια και αμεσότητα των αδερφών Νταρντέν, είναι το πρόσωπο της Κοτιγιάρ που διαθέτει την απαραίτητη ικανότητα να συναισθανθεί και να διαχειριστεί, χωρίς υπερβολικά δραματικές εξάρσεις, το εργασιακό και προσωπικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται.
Μέσα από ένα εξαιρετικό φινάλε, που στην αρχή δίνει την εντύπωση πως είναι πιο απαισιόδοξο σε σχέση με ότι είχαμε παρακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι αφοί Νταρντέν έχουν φροντίσει να σου υπενθυμίσουν πως οι εταιρείες έχουν πολλούς τρόπους για να ονοματίσουν μια απόλυση (μη ανανέωση σύμβασης ορισμένου χρόνου), πολλά μέσα για να επιβραβεύσουν ή να εξαγοράσουν τον οποιοδήποτε εργαζόμενο (μπόνους), πολλές μεθόδους για να δώσουν την εντύπωση δημοκρατικών διαδικασιών (μυστική ψηφοφορία).
Αυτό, όμως, που σημαδεύει πραγματικά το φινάλε, είναι η επιθυμία των Νταρντέν να το φωτίσουν μέσα από μια έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης. Με αυτό τον τρόπο, η Σάντρα θα ξανακερδίσει κάτι από τη χαμένη της αξιοπρέπεια, ενώ οι συνάδελφοι της, όχι πάντως όλοι, ένα κομμάτι από την αλλοτριωμένη τους ανθρωπιά. Και αυτό είναι το σημαντικότερο μήνυμα που θα μπορούσε να περικλείει μια τέτοια ταινία για μια πραγματικότητα που λίγο ή πολύ όλοι την βιώνουμε. Να μην απολέσουμε παντελώς, την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια μας!