Απο το εργοστασιο του ΦΙΞ, στο Εθνικο Μουσειο Συγχρονης Τεχνης (Μερος 2)
Απ’ όσα λέχθηκαν στο προηγούμενο κείμενο, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ένας χώρος Πολιτισμού στην ουσία, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του έπεσε θύμα οργανωτικών προχειροτήτων, πολιτικών σκοπιμοτήτων και εξυπηρέτησης κατασκευαστικών συμφερόντων.
Δεν ξέρω αν τέτοιες συμπεριφορές τις είχε προβλέψει ο Ζενέτος για τις ”ιδανικές – έξυπνες πόλεις του μέλλοντος”. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως η τεχνολογική εξέλιξη και η αυτοματοποίηση αρκετών υπηρεσιών δεν αξιοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες να εξαφανιστούν και οι κάτοικοι των πόλεων να απελευθερωθούν από την παραγωγική διαδικασία με δημιουργικό τρόπο. Για να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο μουσείο έπρεπε να περάσει από όλες τις χρονοβόρες και συνήθως αποκαρδιωτικές διαδικασίες που συνοδεύουν ένα έργο τέτοιας κλίμακας στην Ελλάδα.
Τώρα, για το αν το – σχεδόν – ολοκληρωμένο μουσείο, εκπληρώνει τους αρχικά φιλόδοξους σχεδιαστικούς του στόχους, που μεταξύ άλλων, ήταν να διατηρηθεί η επαφή με το αρχικό – αν και μερικό – κτίριο του Ζενέτου, νομίζω πως είναι λίγο νωρίς για να αποτιμηθεί συνολικά και επομένως σωστά και αντικειμενικά.
Από μια πρώτη (εξωτερική) εκτίμηση, πάντως, η ρήξη αυτή (όπως προαναφέρθηκε) είχε ήδη συντελεστεί, τη στιγμή που σημαντικό τμήμα του κτιρίου αποφασίστηκε να γκρεμιστεί. Αλλοιώθηκε και αποδυναμώθηκε έτσι, ο ενιαίος σχεδιασμός που απόρρεε από άκρη σε άκρη της συνολικής επιφάνειας του αρχικού κτιρίου. Η συγκεκριμένη μελέτη δε, σαν να θέλησε να αποσιωπήσει και να προσπεράσει το γεγονός αυτό, με την ελεύθερη νοήματος και διακριτική, αν μη τι άλλο, πρόταση με την οποία αντιμετώπισε τον πλευρικό αυτό τοίχο. Με την απουσία αποτυπώματος χάνεται οριστικά η επαφή από το μνημειώδες όραμα του Ζενέτου αλλά και η ελπίδα να ξανασυνδεθεί το κτίριο αυτό με το ολοκληρωμένο του παρελθόν.
Η όχι και τόσο ρηξικέλευθη επιλογή να καλυφθεί ολάκερη η όψη επί της Καλλιρρόης με τμήματα πωρόλιθου, ένα συμπαγές, πετρώδες υλικό, ναι μεν δημιουργεί συνειρμούς με τους παρακείμενους αρχαιολογικούς χώρους, έρχεται όμως σε απόλυτη αντίθεση με τις προγενέστερες μα μοντέρνες γυάλινες επιφάνειες. Στην ίδια κατεύθυνση και οι λαμαρίνες που τοποθετήθηκαν γύρω από την κοκκινωπή κεντρική είσοδο, εκεί που κάποτε, στο επίπεδο του πεζοδρομίου υπήρχε διαφάνεια. Με την επιλογή αυτή, χάνεται η απρόσκοπτη σύνδεση και επικοινωνία από αυτή την πλευρά με τον εξωτερικό χώρο.
Από εκεί και πέρα, το κτίριο θα κριθεί ολοκληρωτικά όταν λειτουργήσει. Όταν φωτιστεί και αποκαλυφθούν οι νυχτερινές του όψεις, όταν τρέξουν τα νερά στα ιζηματογενή πετρώματα – ευθεία αναφορά στον Ιλισό ποταμό, όταν αποκαλυφθούν οι εσωτερικοί ενοποιημένοι του χώροι με τους μακροσκελείς διαδρόμους, όταν τοποθετηθούν οι μόνιμες συλλογές* και γίνουν οι πρώτες περιοδικές εκθέσεις, όταν αποκτήσει μια σημαντική επισκεψιμότητα, όταν γίνει ένα νέο τοπόσημο.
Οι αρχιτέκτονες που συμμετείχαν στην περάτωση του πολύπαθου αυτού έργου επιθυμούν να αφήσουν και το δικό τους στίγμα, εναρμονίζοντας το κτίριο με τη σημερινή εποχή. Γνωρίζουν πως κουβαλούν μια τεράστια παρακαταθήκη στις πλάτες του ανακατασκευασμένου, πλέον, αυτού κτιρίου, έτσι τουλάχιστον αφήνει να εννοηθεί η – υποχρεωτικά – άθικτη πλευρά επί της Συγγρού.
Το 1893, όταν ο Κάρολος Φιξ (ο υιός) αποφάσισε να επεκτείνει την επιχείρηση και να δημιουργήσει ένα μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο κτίριο στην ίδια ακριβώς θέση, η περιοχή ήταν ακόμη αδόμητη. Λίγα χρόνια μετά, περιμετρικά του εργοστασίου, ανεγέρθηκαν μονώροφες και διώροφες κατοικίες (νεοκλασικά και λαϊκής αρχιτεκτονικής) αλλάζοντας ολοκληρωτικά τη φυσιογνωμία της εξοχικής αυτής περιοχής.
Το 1957, όταν ανατέθηκε στον Ζενέτο να αντικαταστήσει το προηγούμενο εργοστάσιο με ένα πιο μεγάλο και πιο σύγχρονο, η περιοχή εξακολουθούσε να είναι γεμάτη από τις μονώροφες και διώροφες αυτές κατοικίες. Λίγα χρόνια αργότερα, τα περισσότερα κτίρια δόθηκαν με αντιπαροχή και στη θέση τους υψώθηκαν πολυώροφες τσιμεντένιες οικοδομές αλλάζοντας για ακόμη μια φορά σημαντικά, τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα της περιοχής.
Το 2011, το εγκαταλελειμμένο και απαλλοτριωμένο εδώ και αρκετά χρόνια, πρώην εργοστάσιο ΦΙΞ, ανατέθηκε στην ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε. προκειμένου να το ενισχύσει και να το μετασκευάσει σε έδρα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, σύμφωνα με την εκπονημένη από το 2003 μελέτη, των γραφείων 3SK Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες, Tim Ronalds Architects και I. Μουζάκης & Συνεργάτες-Αρχιτέκτονες ΕΠΕ.
Θα καταφέρει, το αναμορφωμένο κτίριο, να μεταβάλλει με την ακριβοθώρητη επαναλειτουργία του τη φυσιογνωμία ολόκληρης της περιοχής; Θα μπορέσει να ξεπεράσει το βεβαρημένο του παρελθόν επανεφευρίσκοντας τον εαυτό του μέσα από μια ολότελα διαφορετική χρήση; Θα ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις που του επιφυλάσσει ο νέος του πολιτισμικός ρόλος;
Η’ οι σκανδαλοθηρικές απαξιώσεις και οι πολύχρονες καθυστερήσεις και ματαιώσεις, επέτρεψαν στο να δημιουργηθούν νέα τοπόσημα, όπως το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που εκτός του ότι έχουν κλέψει με τον μοντέρνο – αν και αμφισβητούμενο – σχεδιασμό τους μεγάλο μέρος από την κατασκευαστική πρωτοπορία του πρώην εργοστασίου ΦΙΞ, ήδη επιδρούν καταλυτικά και επιδραστικά στην ευρύτερη περιοχή με την παροχή υψηλού επίπεδου υπηρεσιών και πολιτισμικών προϊόντων.
Τα εγκαίνια του μουσείου είχαν προγραμματιστεί για τον περασμένο Μάιο, ελλείψει πόρων όμως, (υπολειπόταν γύρω στο 1.000.000 ευρώ) κάτι τέτοιο δεν κατέστει δυνατό. Πως θα μπορούσε άλλωστε όταν δεν είχαν ολοκληρωθεί, για παράδειγμα, οι μελέτες που αφορούσαν τον κινητό εξοπλισμό και τις ειδικές κατασκευές που θα φιλοξενούσαν τις συλλογές και τα έργα. Ταυτόχρονα, το γεγονός, πως στο εσωτερικό διακρινόταν – έστω και τμηματικά, ένα ζωντανό εργοτάξιο και δεν είχε προκηρυχθεί ακόμη διαγωνισμός για να προσληφθεί το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό ενίσχυε την παραπάνω αρνητική εξέλιξη.
Τα εγκαίνια τελικά μεταφέρθηκαν, με την ελπίδα πως θα γίνουν τον Σεπτέμβριο. Ούτε και τότε, όμως, πραγματοποιήθηκαν. Τον Οκτώβριο, σε μια αιφνιδιαστική κίνηση τακτικής και προκειμένου να προστατευθεί από τα πυρά που είχαν αρχίσει να εξαπολύονται, η διευθύντρια του μουσείου κ. Άννα Καφετσή, κάλεσε σε συνέντευξη Τύπου, όχι μόνο δημοσιογράφους αλλά και φορείς και καλλιτέχνες από τον χώρο των εικαστικών**.
Από τη συνέντευξη αυτή, έγινε γνωστό πως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, έκανε δωρεά ύψους 3.000.000 ευρώ, η οποία όμως δεν μπορούσε άμεσα να απορροφηθεί καθώς υπήρχε σημαντική καθυστέρηση στη σύσταση της προαπαιτούμενης αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας που θα απορροφούσε το ποσό. Την ευθύνη αυτή, μεταξύ πολλών άλλων, η κ. Καφετσή την καταλόγισε στις παρατυπίες και κωλυσιεργίες του Διοικητικού Συμβουλίου.
Είχε προηγηθεί ανακοίνωση από το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου, που έκανε λόγο για αυταρχισμό και αυθαιρεσία κατά τη διάρκεια λήψης σοβαρών αποφάσεων από τη διευθύντρια του μουσείου. Από τον τρόπο που γινόταν η ανάθεση των αναγκαίων μελετών, απευθείας χωρίς προεργασία, μέχρι των απόκρυψη εγγράφων και την αλλοίωση αποφάσεων, οι κατηγορίες του συμβουλίου δεν ήταν καθόλου αμελητέες.
Οι κατηγορίες αυτές, έφερναν στο φως της δημοσιότητας όχι μόνο τη σοβαρή, αθέατη μέχρι πρότινος, δυσλειτουργία του ίδιου, του κλειστού ακόμη μουσείου, αλλά και την αδυναμία ενός συμβουλίου και μιας διευθύντριας να επικοινωνήσουν και να συνεργαστούν παραμερίζοντας τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες και εγωισμούς. Με την απροθυμία για συνεργασία, των διορισμένων από το κράτος, οργάνων, βαλλόταν τελικά η αξιοπιστία του ίδιου του φορέα (ΕΜΣΤ).
Αμέσως μετά τη κοινοποίηση της κατάστασης, ‘ομηρία’, τη βάφτισε η κ. Καφετσή, στην οποία είχε περιέλθει η ίδια και η λειτουργία του μουσείου, ένα κύμα συμπαράστασης, από προσωπικότητες των τεχνών και ειδικότερα του εικαστικού χώρου, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το Εξωτερικό, τάχθηκε υπέρ της δημοσιοποιώντας και ανάλογη επιστολή. Ανεξάρτητα, από το κατά πόσο, οι συγκεκριμένοι υποστηρικτές λειτούργησαν αυθόρμητα στο πρόσωπο της διευθύντριας, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση μιας και η κ. Καφετσή, τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, από τότε που ξεκίνησε να λειτουργεί το ΕΜΣΤ και ορίστηκε διευθύντρια του μουσείου, φρόντισε ώστε να φιλοξενηθούν στις προσωρινές εγκαταστάσεις του αρκετοί καλλιτέχνες της εγχώριας και της διεθνούς σύγχρονης εικαστικής σκηνής.
Με αυτό τον τρόπο, η κ. Καφετσή, συνέβαλλε καθοριστικά στη γνωριμία, την εκπαίδευση και τον συγχρονισμό ενός ανυποψίαστου, μέχρι πρότινος, ελληνικού κοινού με τις τάσεις και τις εξελίξεις των εικαστικών. Ξέχωρα του ότι, ακόμη και όταν όλοι οι οιωνοί ήταν δυσοίωνοι η κ. Καφετσή παρέμεινε ανυποχώρητη ώστε όχι μόνο να προχωρήσουν αλλά και να ολοκληρωθούν οι εργασίες του υπάρχοντος πλέον μουσείου.
Τώρα που η ίδια και το Διοικητικό Συμβούλιο (το εν λόγω συμβούλιο διορίστηκε μόλις της Άνοιξη!) οδηγούνται σε παραίτηση με ΦΕΚ, μετά από την καθυστερημένη και εξίσου προβληματική αντίδραση, από τον Υπουργό Πολιτισμού, κ. Κώστα Τασούλα, το μέλλον του μουσείου και ο τρόπος που θα λειτουργήσει φαντάζει ακόμη πιο αβέβαιο.
Ακόμη και αν η διευθύντρια του μουσείου, επέδειξε αλαζονεία και υπήρξε αυταρχική, είναι λίγο οξύμωρο να την αναγκάζεις σε παραίτηση λίγο πριν ανοίξει το μουσείο και να μην τις απλώνεις ένα προσωρινό δίχτυ προστασίας. Χρειάζεται η γνώση, το πείσμα, οι γνωριμίες και η προσωπική προσπάθεια της κ. Καφετσή για να στηθούν οι μόνιμες συλλογές και για να οργανωθούν οι πρώτες περιστασιακές εκθέσεις. Έχει αφήσει έργο που αποδεικνύει την συνεισφορά της. Μπορεί να μην τα κατάφερε απόλυτα αλλά τουλάχιστον το προσπάθησε και μάλιστα σε ικανοποιητικό βαθμό.
Δεν είναι ώρα για την επικράτηση μικροκομματικών προσεγγίσεων στη λειτουργία και του ΕΜΣΤ. Χρειάζεται να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία όλες οι πλευρές και προπαντός να αναγνωρίσει η καθεμία τα λάθη που της αναλογούν. Διαφορετικά θα μείνουμε να θαυμάζουμε, σαν σύγχρονο έργο τέχνης, το άδειο και μεταποιημένο κουφάρι του πρώην εργοστασίου ΦΙΞ.
Και όπως θα έλεγε εύστοχα και ο Ζενέτος, ”Η πόλη καταστρέφεται, με συνεχώς μεγαλύτερες οικονομικές θυσίες του κοινωνικού συνόλου για έργα που δεν θα αποσβεσθούν ποτέ και θα αποτελούν εμπόδια για μία μελλοντική ορθολογική ανάπτυξη. Το περιβάλλον που δημιουργείται καταστρέφει ψυχικά και σωματικά τον εργαζόμενο αστό”.
Απόρροια αυτού του σαθρού οικονομικού και πολεοδομικού περιβάλλοντος είναι και η σκανδαλωδώς πολυετή καθυστέρηση της πολιτείας να παραδώσει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης. Δεκαετίες μετά, οι προφητικές σκέψεις του Ζενέτου δεν θα μπορούσαν να ηχούν περισσότερο αληθινές και αυτό για τους απανταχού ιθύνοντες θα έπρεπε να είναι το λιγότερο ντροπιαστικό. Αν είχαν φροντίσει να διαφυλάξουν ίχνος αξιοπρέπειας μαζί με την απεριόριστη αγάπη τους για την Τέχνη το μουσείο τώρα θα ήταν ανοιχτό.
*Οι συλλογές του μουσείου, που συγκροτήθηκαν από μηδενική βάση, περιλαμβάνουν ένα σημαντικό πυρήνα με έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως ο Ίλια και η Εμίλια Καμπακόφ, ο Γιάννης Κουνέλλης, ο Μπιλ Βιόλα, ο Κώστας Τσόκλης, η Μόνα Χατούμ, ο Νίκος Κεσσανλής, κ.ά., και συνεχώς εμπλουτίζονται.
** Υπέρ της Άννας Καφετσή, τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή, η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης Λίνα Τσίκουτα, ο ιστορικός της τέχνης Ανδρέας Ιωαννίδης, καθώς επίσης και γνωστοί και σημαντικοί εικαστικοί όπως η Ρένα Παπασπύρου, ο Άγγελος Σκούρτης, ο Χρόνης Μπόστογλου, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζημιχάλης, Γιώργος Χαρβαλιάς, Γιώργιος Ξένος, Άννα Φιλίνη κ.ά.)