Interstellar
Με το ‘Interstellar’ o Κρίστοφερ Νόλαν υπογράφει την πιο δαπανηρή και φιλόδοξη ταινία της καριέρας του. Μιας σημαντικής και καθόλου αμελητέας φιλμογραφίας που ξεκινάει από το αξεπέραστο ‘Memento’ (η επιλεκτική μνήμη και ο χρόνος που κυλάει ανάποδα) και εκτείνεται μέχρι το εξίσου μεγαλεπήβολο ‘Inception’ (το υποσυνείδητο και οι παράλληλες ονειρικές πραγματικότητες). Μετά την προβολή της, όμως, έχω την ισχυρή πεποίθηση πως όσο και αν προσπάθησε ο Νόλαν μέσα από το διαστρικό του ταξίδι να μικρύνει τις αποστάσεις και να συμπυκνώσει τις χρονικές διαφορές έτσι ώστε να γίνουν όλα κατανοητά και απτά λυγίζει, τελικά, κάτω από το βάρος μιας υπέρμετρης αλαζονείας να χωρέσει τα πάντα ακόμη και αυτά που δεν έχουν αποδειχθεί.
Το πρώτο μέρος της ταινίας κυλάει γρήγορα με σχετικά καλό ρυθμό και λειτουργεί με εισαγωγικό αν και αναμενόμενο τρόπο. Μας δίνει μια εικόνα από το ζοφερό διατροφικό και περιβαλλοντολογικό μέλλον που μας περιμένει – ή μήπως είναι ήδη εδώ; και μας συστήνει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που είναι ο Κούπερ, πρώην πιλότος της ΝΑΣΑ (Μάθιου Μακόναχι) και η 10χρονη κόρη του Μέρφ (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ονομάστηκε έτσι!). Για λίγο, θα μοιραστούμε την αμφισβήτηση, την περιέργεια, τις κοινές τους ανησυχίες και προπαντός την αγάπη τους.
Με τη βοήθεια της Μέρφ και την ερμηνεία κάποιων περίεργων και ανεξήγητων σημαδιών θα βρεθούμε στο πιο καλά φυλαγμένο μέρος του κόσμου (που βρίσκεται μια ώρα μακριά!) για να γνωρίσουμε και τους υπόλοιπους βασικούς συντελεστές που είναι ο λαμπρός επιστήμονας καθηγητής Μπραντ (Μάικλ Κέιν) και η κόρη του εξίσου επιστήμονας και συνονόματη Μπραντ (Αν Χαθαγουέι). Σαν από καθαρό γύρισμα της τύχης ή επειδή ήταν προδιαγεγραμμένο να συμβεί ο Κούπερ θα βρεθεί τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος για να ηγηθεί μαζί με την Μπράντ αποστολής που σκοπό έχει να εντοπίσει πλανήτη ικανό να φιλοξενήσει ανθρώπινη ζωή.
Με συνοπτικές διαδικασίες που πηγάζουν από την αίσθηση του αναγκαίου, χονδρικές επιστημονικές επεξηγήσεις που δικαιολογούν επαρκώς (για το ευρύ κοινό) τα της οθόνης τεκταινόμενα και την απαιτούμενη συγκινησιακή οικογενειακή φόρτιση του αποχωρισμού (μεταξύ Κούπερ και Μέρφ) θα προσδεθούμε μαζί με τον Κούπερ, την Μπραντ, μερικούς ακόμη και ένα εξελιγμένο μοντέλο ρομπότ για να οδηγηθούμε στα αστέρια.
Είναι προς τιμήν του Νόλαν που αποφεύγει να αντιγράψει την ανυπέρβλητη, ακόμη και μετά από αυτό το έργο, ‘Οδύσσεια του Διαστήματος’ του Κιούμπρικ (με τη σεναριακή συμβολή του ίδιου του Άρθουρ Κλαρκ). Οι ομοιότητες είναι γενικής φύσεως και μπορούν να συνοψιστούν στη δυνατότητα ενός διαστρικού ταξιδιού και στη χρήση της δυνατής τεχνολογίας με βάση τα ισχύοντα (την κάθε εποχή) επιστημονικά δεδομένα. Εν ολίγοις οι ομοιότητες των δυο εξαντλούνται στην προσπάθεια τους να αποδώσουν πραγματιστική υπόσταση στα όσα φανταστικά διαδραματίζονται δια της επιστημονικής οδού σε ένα τέτοιο ταξίδι. Να σημειωθεί πως στη δημιουργία του Interstellar συνέβαλλε (από πιο διακριτικό όμως πόστο) ο Κιπ Θορν, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους φυσικούς.
Το Interstellar δεν διαθέτει οπερατικές διαστάσεις ούτε και το προσδοκώμενο φιλοσοφικό υπόβαθρο. Η οπτική του Νόλαν είναι περιπετειώδης, ενίοτε αγγίζει το πομπώδες και το επικό, στο κέντρο της πάντα όμως το ανθρώπινο είδος και η επιτακτική ανάγκη να διασωθεί αυτό. Όσο κακό κι αν έσπειρε αυτό στον πλανήτη του θα πρέπει πάση θυσία να εποικήσει αλλού. Η αναφορά που κάνει η Μπράντ για το αιλουροειδές που από τη φύση του θα φάει την αντιλόπη δικαιολογώντας με έμμεσο τρόπο τις καταστρεπτικές και αποτρόπαιες πράξεις του ανθρώπου είναι τουλάχιστον αφελής. Όπως επίσης και οι διφορούμενες δηλώσεις που κάνει ο προφέσορας πατέρας της, ότι ο κατεστραμμένος ετούτος κόσμος με το επισιτιστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει δεν θα μπορούσε να καταλάβει τη θυσία που απαιτείται προκειμένου κάποιοι άλλοι να εξασφαλίσουν ότι το ανθρώπινο είδος δεν θα εξαφανιστεί.
Ταυτόχρονα, το αδύναμο δραματουργικά μυστικό που συνοδεύει την ταινία για το αν οι ταξιδιώτες γνώριζαν τον πραγματικό λόγο του ταξιδιού δεν φαντάζει τόσο ενδιαφέρον ή αποκαλυπτικό τη στιγμή που η πορεία φαινόταν εξ’ αρχής προδιαγεγραμμένη και βρίσκεται ήδη στην κορύφωση της. Επίσης, είναι εκβιαστικό το να επιτάσεις επανειλημμένα μπροστά σ’ ένα διαστρικό ταξίδι αυτού του διαμετρήματος την αγάπη και απλοϊκό το να προσπαθείς να την ισοσκελίσεις – σαν να πρόκειται για μορφή ενέργειας ή μαγνητικό πεδίο με διαγαλαξιακή εμβέλεια – με όλα όσα προηγουμένως έχεις θεμελιώσει επιστημονικά και εμπεριστατωμένα. Ακόμη πιο προβληματικό όμως είναι η απόφαση του να σταλούν στην υπέρτατη αποστολή άνθρωποι που έχουν τόσο σημαντικές εκκρεμότητες. Οι αδυναμίες τους (η αγάπη) καταλήγουν τροχοπέδη του επιστημονικού τους σκοπού άσχετα αν στο τέλος δια της ατόπου απαγωγής αυτοί θα τον πετύχουν όπως και να έχει.
Και είναι αυτό το τέλος που απογοητεύει και κατακρημνίζει το θεατή σε μια άλλη παράλληλη διάσταση και μια υποθηκευμένη κατάσταση (σε μορφή βιβλιοθήκης) του κόσμου που είναι δύσκολο να εξηγηθεί πόσο μάλλον να γίνει πιστευτή. Ότι με σχεδόν επιστημονική προσήλωση κτιζόταν, με λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιακό τρόπο, μέχρι εκείνη τη στιγμή στρεβλώνεται κάτω από ένα υποκειμενικό χωροχρονικό αλληλεπιδραστικό συνεχές μόνο και μόνο για να θριαμβεύσει η αγάπη και να καταλήξει η ταινία σ’ ένα τετριμμένο υπεραισιόδοξο αμερικάνικο φινάλε που ξεπερνάει κάθε φαντασία πόσο μάλλον την επιστημονική.
Το ταξίδι αυτό, όμως, είναι οπτικά αψεγάδιαστο περιέχει μερικές από τις πιο όμορφες και αξέχαστες συμπαντικές εικόνες που έχουμε δει ποτέ. Ο καταξιωμένος διευθυντής φωτογραφίας, Χόιτε βαν Χόιτεμα (Δικός της, Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, Άσε το κακό να μπεί) σε συνεργασία με μια εξαιρετική ομάδα οπτικών εφέ κατόρθωσαν να αποδώσουν με πρωτόγνωρο τρόπο τους σκονισμένους και παγωμένους εντυπωσιακούς δακτυλίους του Κρόνου, την παραμορφωτική στρέβλωση που προκαλεί μια σκουληκότρυπα, την πλημμυρισμένη επιφάνεια με τα θηριώδη κύματα και την αντίστοιχη παγωμένη με τα κρυστάλλινα σύννεφα στους δυο επισκέψιμους και αφιλόξενους πλανήτες (μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έγινε στην Ισλανδία), την κατακλυσμιαία ενέργεια που εσωκλείεται σαν εκτυφλωτικός ορίζοντας σε μια μαύρη τρύπα.
Αυτές οι εικόνες εναρμονίζονται απόλυτα με την αριστοτεχνική μουσική που συνέθεσε ο Χάνς Τσίμερ (μόνιμος συνεργάτης του Νόλαν). Οι συνθέσεις του Τσίμερ λειτουργούν καταλυτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής με εναλλαγές που περιέχουν γήινα μελωδικά θέματα που βγάζουν συγκίνηση και διαγαλαξιακά παρατεταμένα κρεσέντο γεμάτα αγωνία και ένταση.
Αλλά και το σκηνογραφικό επίπεδο είναι υψηλό, μας έχει συνηθίσει ο Νόλαν άλλωστε σε προτάσεις που μετουσιώνουν το μεταμοντέρνο μέσα από το χειροποίητο. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται στην ταινία κατασκευάστηκαν (όπως πάντα) για τις ανάγκες του γυρίσματος και ο εσωτερικός τους διάκοσμος αλλά και το εξωτερικό τους κέλυφος με προεξέχον το κεντρικό κυλινδρικό είναι αρκούντως ικανοποιητικά αισθητικά και προπαντός λειτουργικά. Αυτό που ξεχωρίζει όμως και ενίοτε κλέβει την παράσταση ακόμη και από τους ηθοποιούς είναι το ρομπότ. Στην αρχή φαντάζει αεικίνητο και στιβαρό είναι τέτοια η ορθογώνια κατασκευή και ο μεγάλος του όγκος που δίνει αυτή την εντύπωση, στην πορεία όμως θα αποκαλυφθεί πως είναι γρήγορο, πανέξυπνο και λειτουργικό. Πραγματικά το μοντέλο αυτό εκσυγχρονίζει την εικόνα που είχαμε για τα ρομπότ συνοδοιπόρους στα διαγαλαξιακά αυτά ταξίδια.
Απ’ ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα παραπάνω, το ‘Interstellar’ απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί μια από τις καλύτερες ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν, της επιστημονικής φαντασίας ως είδους (είναι κατώτερη και από την Επαφή του Ζεμέκις με την οποία παρουσιάζει ουκ ολίγες εκλεκτικές συγγένειες) ή ακόμη και της χρονιάς. Αν έλειπε η υπεραπλούστευση κάποιων επιστημονικών στοιχείων, ο συναισθηματικός μελοδραματισμός και το ασυγκράτητο φινάλε ίσως να μιλούσαμε τώρα για κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά αξίζει στην κινηματογραφική του θέαση, για κάποια από τα επιμέρους στοιχεία, το σκεπτόμενο του εμπορικό θέ(α)μα, την ελπίδα που σου αφήνει πως η ‘σωτηρία’ μπορεί να είναι κάπου εκεί στα αστέρια ή σε κάποια άλλη παράλληλη διάσταση και το οπτικά πρωτόγνωρο αυτό ταξίδι στο οποίο επί τρεις σχεδόν ώρες συμμετέχει και ο θεατής.
* Σημείωση: Την ταινία, δυστυχώς, δεν την παρακολούθησα σε IMAX οθόνη με αποτέλεσμα να έχω διαρκώς την εντύπωση πως το οπτικό μεγαλείο ήταν συμπιεσμένο. Κατά την είσοδο στην κοσμική σήραγγα, για παράδειγμα, η στρέβλωση του χωροχρόνου ήταν εντυπωσιακή αλλά οπτικά περιοριζόταν στις διαστάσεις μιας μικρότερης οθόνης. Τ’ ότι δεν καμπυλωνόταν καν η οθόνη δείχνει πως η θέαση μιας τέτοιας ταινίας σε οποιαδήποτε αίθουσα δεν μπορεί να αποτελέσει εμπειρία για τον θεατή καθώς η συμβατική οθόνη διατηρεί μια σημαντική απόσταση και απόκλιση από αυτό που μπορεί να προσφέρει μια IMAX εμπειρία. Είναι σαν να παρακολουθείς το Gravity χωρίς 3D γυαλιά. Το βλέπεις, το θαυμάζεις αλλά δεν μπορείς να αντιληφθείς την τεχνολογία αιχμής που έχει συντελεστεί ούτε να βυθιστείς απρόσκοπτα μέσα σε αυτό.