White God
”Οτιδήποτε απάνθρωπο χρειάζεται την αγάπη μας”, με αυτή τη ρήση, του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Ράινερ Μαρία Ρίλκε ξεκινάει ο ‘Λευκός Θεός’. Μια εντυπωσιακά σκηνοθετημένη αλληγορική ταινία που έρχεται με φόρα από τα αφιλόξενα και κακόφημα στενά της τουριστικής Βουδαπέστης και εκρήγνυται σαν ‘βόμβα μολότοφ’ στην ασφαλή και καθαρή (;) οθόνη του κινηματογράφου και της ψυχής μας.
Στην Ουγγαρία, ένας ρατσιστικός νόμος υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες ημίαιμων σκύλων να πληρώνουν πρόστιμο. Σε περίπτωση που κάποιος σκύλος δεν δηλωθεί και ο ιδιοκτήτης του αποφασίσει να μην πληρώσει το πρόστιμο, ο σκύλος οδηγείται εσπευσμένα σε κυνοκομείο για να κριθεί αν θα δοθεί σε κάποιον φιλόζωο (;) ή αν θα θανατωθεί. Η 13χρονη Λίλι, κόρη χωρισμένων γονιών, θα μετακομίσει για 3 μήνες στον υπερβολικά ευσυγκίνητο και ευέξαπτο, μεροκαματιάρη πατέρα της (ειρωνικά είναι σφαγέας ζώων!). Μαζί της θα πάρει και τον Χάγκεν, ένα αξιαγάπητο – εκ πρώτης όψεως – ημίαιμο σκυλί. Η Λίλι, θα βρει ένα αποκούμπι και αγάπη στον Χάγκεν και σαν απόκληρο παιδί θα ταυτιστεί μαζί του. Ο πατέρας της, όμως, τυφλωμένος από τα συζυγικά του πάθη θα συμπεριφερθεί άσχημα στο σκυλί όπως και στην ίδια του την κόρη. Θα αρνηθεί να πληρώσει το πρόστιμο και θα εκβιάσει την Λίλι υποχρεώνοντας την να τον εγκαταλείψει σε ένα ακόμη πιο αφιλόξενο και επικίνδυνο σημείο προκειμένου να μην το οδηγήσει ο ίδιος στο κυνοκομείο.
Από εκείνο το σημείο θα ξεκινήσει μια πρωτόγνωρη ‘Οδύσσεια’ για τον Χάγκεν που στόχο θα έχει να επιβιώσει και να βρει το δρόμο της επιστροφής. Στην προσπάθεια του αυτή, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις πιο αντίξοες και απάνθρωπες συνθήκες, θα βιώσει την εκμετάλλευση και θα αποκτηνωθεί. Σε παράλληλη πορεία, η Λίλι θα εκφράσει την οργή και την θλίψη της, όχι μόνο στον πατέρα της αλλά και στον καταπιεστικό δάσκαλο της μουσικής. Θα δοκιμάσει τα εφηβικά της όρια και τις αντοχές του ενήλικου περίγυρου της και θα επιχειρήσει να ενηλικιωθεί.
Η πορεία που θα ακολουθήσει ο Χάγκεν θα είναι ιδιαίτερα σκληρή, επίπονη και αιματοβαμμένη και καλό θα είναι οι φιλόζωοι και οι ευαίσθητοι θεατές που θα παρακολουθήσουν την εν λόγω ταινία να το γνωρίζουν. Από την εκμετάλλευση ενός άπορου (θα το αιχμαλωτίσει αφού πρώτα το ξεγελάσει και θα το πουλήσει για ένα πενιχρό ποσό) μέχρι την ανελέητη εκπαίδευση που θα λάβει από έναν απόκληρο (τσιγγάνος!) που συμμετέχει σε κυνομαχίες και επιθυμεί να ‘κατατροπώσει’ την κυριαρχία των λευκών στο θανατηφόρο και κερδοφόρο αυτό παράνομο ‘αγώνισμα’, οι εικόνες είναι έντονες και ενίοτε σοκαριστικές.
Η ταινία κατορθώνει και πετυχαίνει να αναδείξει τόσο τον φυλετικό ρατσισμό που οδηγεί σε περιθωριοποιημένες και στιγματισμένες ομάδες ζώων (δηλαδή ανθρώπων) όσο και την κοινωνική και ταξική περιθωριοποίηση κάποιων στρωμάτων (λαϊκών) που υπό κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις μπορούν να εκπαιδευτούν, να υποκύψουν ανεμπόδιστα σε κάποιο δόγμα και να αντιδράσουν απάνθρωπα και φασιστικά σε βάρος άλλων περιθωριοποιημένων ομάδων ή τον μέχρι τότε ευσυνείδητων αστών.
Ταυτόχρονα, κατορθώνει να αναδείξει και θέματα που άπτονται των υποτιθέμενων φιλόζωων και να τους οδηγήσει με αυτό τον τρόπο ενώπιον των όποιων ευθυνών τους: Γιατί κάποιοι προσπαθούν με θρησκευτική ευλάβεια να διαιωνίσουν καθαρά είδη; Δεν είναι φασιστικό το να πιστεύεις πως το σκυλί σου προέρχεται από κάποια εξευγενισμένη προαιώνια ράτσα; Τι είναι τελικά οι ράτσες και ποιον εξυπηρετούν; Η συμπεριφορά των αστών ως προς τα αδέσποτα μήπως είναι ανάλογη και αντίστοιχη με τη συμπεριφορά μας ως προς τους άστεγους ή τους αλλοδαπούς; Μήπως η αγάπη των περισσότερων για τα ζώα περιορίζεται στο άριο σκυλί που οι ίδιοι έχουν αγοράσει; Μήπως η αγάπη αυτή είναι δυναστική και πηγάζει από τις ελλείψεις που έχουν οι άνθρωποι, την αδυναμία τους να δεθούν πραγματικά με άλλα ανθρώπινα όντα και την εκ φύσεως ανάγκη για ανεμπόδιστη επιβολή και έλεγχο;
Δύο εξαιρετικές σκηνές στην αρχή της ταινίας, συνοψίζουν το άναρχο και ελεύθερο πνεύμα της ταινίας: Η Λίλι με τον Χάγκεν θα σταθούν σ’ ένα λόφο αγναντεύοντας το τοπίο. Λίγα μέτρα πιο κάτω κάποιος βρίσκεται με ένα καθαρόαιμο σκυλί και του μαθαίνει πως να κάθεται κάτω επιδεικνύοντας εμμονική συμπεριφορά για το σκοπό αυτό. Η Λίλι θα γυρίσει στον Χάγκεν και θα του πει ”εγώ δεν θα στο κάνω αυτό ποτέ”. Σε μια άλλη λίγο πριν τον νυχτερινό ύπνο, το απείθαρχο σκυλί, θα βρεθεί από το πατέρα της Λίλι στο μπάνιο. Αυτό θα αρχίσει να κλαίει και ο πατέρας θα αναρωτηθεί για το αν ”σκοπεύει ποτέ να σωπάσει” τότε η Λίλι θα του επισημάνει πως ”δεν έχει μάθει να μένει μόνο του”. Λίγο μετά θα σηκωθεί και θα οδηγηθεί και αυτή στο μπάνιο, δεν θα το μαλώσει, δεν θα του υποδείξει κάτι, θα του παίξει έναν μουσικό σκοπό με την τρομπέτα της και μετά από λίγο αυτό θα ηρεμήσει και θα αποκοιμηθεί.
Πάνω απ’ όλα, η ταινία μιλάει και βάλλεται εναντίον κάθε μορφής καταπίεσης. Είτε αυτή προέρχεται από τους νόμους που έχει θεσπίσει μια κοινωνία που ρέπει προς τον φασισμό, είτε από τον ασφυκτικό έλεγχο ενός υπερευαίσθητου και εν μέρη αποτυχημένου πατέρα, την υπέρμετρη πειθαρχία ενός αλαζόνα και αυταρχικού δάσκαλου – παιδαγωγού, την υποκριτική συμπεριφορά μιας καθωσπρέπει και φαντασμένης ιδιοκτήτριας, την ανεμπόδιστη και βίαιη εκμετάλλευση από διεφθαρμένα κυκλώματα και παρίες.
Κάθε καταπίεση όταν γίνεται αφόρητη αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ακραίες μορφές αντίδρασης. Ο Χάγκεν θα συνωμοτήσει, θα σηκώσει το λάβαρο μιας επανάστασης και θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη που απόκτησε με τόσο βάναυσο τρόπο για να τιμωρήσει εξίσου βίαια τους στυγνούς καταπιεστές των ημίαιμων (και όχι μόνο!) ζώων. Για το σκοπό αυτό εκατοντάδες σκυλιά θα επιστρατευθούν και θα ξεχυθούν στους δρόμους της Βουδαπέστης σπέρνοντας το χάος και το πανικό. Όσα οδοφράγματα κι αν στηθούν, όσα πτώματα κι αν σωριαστούν δεν θα σταθούν ικανά να ανακόψουν τη ξέφρενη πορεία των σκυλιών πόσο μάλλον να κατευνάσουν τη συσσωρευμένη τους οργή και την ανάγκη τους για ελευθερία.
Οι σχεδόν ‘αποκαλυπτικές’ σκηνές με τα τετράποδα ημίαιμα έχουν κινηματογραφηθεί με εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο τρόπο. Σε σημεία θυμίζουν τα ‘Πουλιά’ του Χίτσκοκ και κάτι τέτοιο δεν είναι κάτι που το συναντάμε συχνά και με τόσο πετυχημένο και ρεαλιστικό τρόπο στη μεγάλη οθόνη. Με το συγκεκριμένο φιλμ έχει πραγματοποιηθεί ένα επίτευγμα και τα εύσημα δεν ανήκουν μόνο στους φανερούς πρωταγωνιστές της ταινίας (τα σκυλιά) αλλά και στους δεκάδες εκπαιδευτές που τα καθοδήγησαν και στους τεχνικούς που κατόρθωσαν να τα κινηματογραφήσουν. Χάρη σε αυτούς και τη φρέσκια και τολμηρή σκηνοθετική ματιά του σκηνοθέτη Κόρνελ Μουντρούτσο η πόλη της Βουδαπέστης θύμισε άναρχο και εγκαταλελειμμένο τοπίο και τα σκυλιά πρωτοστάτησαν σε ολόκληρες σκηνές μάχης και καταδίωξης.
Σε μια τέτοια προσπάθεια δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθούν κάποιες υπεραπλουστεύσεις κυρίως όσον αφορά τις φυσιογνωμίες και τις συμπεριφορές των ανθρώπινων χαρακτήρων. Η ταινία, όμως, έχει στηριχθεί ολόκληρη στην παρουσία των σκύλων και στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Χάγκεν και την Λίλι με αποτέλεσμα κάτι τέτοιο να μην είναι και τόσο σημαντικό. Ενδεχομένως, το εκδικητικό αιματοκύλισμα θα μπορούσε να είναι πιο περιορισμένο και λιγότερο αναμενόμενο ή παραστατικό. Γίνεται κατανοητό από την πρώτη στιγμή το τι θα επακολουθήσει και ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι. Οι σκηνές γραφικής βίας αποδυναμώνουν τα ‘υψηλότερα κίνητρα’ ενός τέτοιου αγώνα και επιβεβαιώνουν το γνωμικό που λέει πως ”η βία μόνο βία μπορεί να γεννήσει” και αυτή με τη σειρά της να επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη καταστολή.
Ο ‘Λευκός Θεός’ κινείται με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στην εφηβική κοινωνική ταινία και το ενήλικο αλληγορικό θρίλερ. Σοκάρει με την ευθύτητα και την ωμότητα αρκετών εικόνων του και αφοπλίζει με την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Χρησιμοποιεί ορδές από αξιαγάπητα μα ταλαίπωρα τετράποδα (σκύλους) για να μιλήσει για την έλλειψη αγάπης, την καταπίεση, την εκμετάλλευση και την ανισότητα σε μια Ευρώπη που ταλανίζεται από φαινόμενα αλλεπάλληλης κτηνωδίας και φασισμού και έχει ανάγκη – περισσότερο από ποτέ άλλοτε – από την επανάσταση του αυτονόητου, την επανεγκαθίδρυση του ουμανισμού.
Στο τέλος, λίγο πριν η καταστροφική μανία κοπάσει ή ξεκινήσει και πάλι από την αρχή κάτι όμορφο και κάτι το ποιητικό θα συμβεί. Για μια στιγμή οι σειρήνες του πολέμου θα σιγήσουν, μόνο και μόνο, για να ακουστεί ο καταπραϋντικός ύμνος της χαμένης ανθρωπιάς. Εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο μπορεί να μην φαντάζει αρκετό για να αποτρέψει το αναπόφευκτο της μοίρας ή το αναπόδραστο της εκδικητικής μανίας. Είναι, όμως, ικανό ώστε να δημιουργήσει την ελπίδα πως η λύση μπορεί να βρίσκεται μακριά από τα αιματοβαμμένα χαρακώματα μα κάπου πιο κοντά, εκεί που βρίσκεται μια ζεστή καρδιά. Αρκεί όλοι να σταθούν στο ίδιο ύψος των περιστάσεων, χωρίς ίχνος διάκρισης ή προκατάληψης και να επιτρέψουν στον εαυτό τους να αφουγκραστεί.