Λεβιαθαν
Σ’ ένα παραθαλάσσιο και απομονωμένο χωριό στο βόρειο τμήμα της Ρωσίας η ζωή δείχνει να κυλάει αδιάφορα και επαναλαμβανόμενα για τη μικρή επαρχιακή κοινότητα. Μέλος αυτής της κοινότητας και ο Κόλια, ένας φιλήσυχος και στοργικός οικογενειάρχης που προσπαθεί να συμφιλιώσει τον αντιδραστικό και ιδιαίτερα οξύθυμο του γιο με τη δεύτερη του σύζυγο κάτω από τη στέγη της πατρικής του οικίας. Ο Κόλια γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτό το ευάερο και φωτεινό σπίτι που συναντάει με καθηλωτικό τρόπο τα 4 σημεία του ορίζοντα. Θεμελιωμένο πάνω σ’ έναν υπερυψωμένο λόφο είναι λες και επιτηρεί σαν φωτεινός φάρος την ευρύτερη περιοχή. Τη γνώριμη καθημερινότητα του Κόλια θα διακόψει η αναμενόμενη άφιξη του παιδικού του φίλου, Ντιμίτρι, που ζει και εργάζεται μόνιμα ως καταξιωμένος δικηγόρος στη Ρωσία. Ο Ντιμίτρι έχει αναλάβει τη δικαστική υπεράσπιση του αγαπημένου του φίλου από τα αναπτυξιακά και επεκτατικά σχέδια του δημάρχου της κοινότητας. Ο τελευταίος έχει κινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αυτής της προνομιούχας κατοικίας και αυτό είναι κάτι που ο Κόλια δεν μπορεί να το κάνει αποδεκτό. Θα αγωνιστεί με κάθε διαθέσιμο και εφικτό μέσο για να διαφυλάξει αυτό που του ανήκει. Μόνο που ο απόλυτα εξουσιομανής δήμαρχος και οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι – αυλικοί του θα έχουν διαφορετική άποψη.
Από την πρώτη στιγμή που ο Κόλια θα έρθει σε επαφή με το δικαστικό σύστημα της Ρωσίας θα γίνουμε μάρτυρες ενός άκαμπτου γραφειοκρατικού παραλογισμού. Η δικαστίνα θα αρχίζει να διαβάζει με κομμένη την ανάσα το ιστορικό της υπόθεσης καθώς επίσης και τους όχι και τόσο πειστικούς λόγους που το δικαστήριο δεν ενέκρινε το δικαίωμα άσκησης έφεσης. Ο Κόλια, η σύζυγος του Λίλια και ο Ντιμίτρι θα αποχωρήσουν από την αίθουσα χωρίς να καταφέρουν να ικανοποιήσουν κάποιο από τα συγκαταβατικά τους αιτήματα. Ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης της ταινίας, Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, αποτυπώνει τη ρουτίνα και την αδικία της σκηνής δεν προκαλεί μόνο δυσφορία και απογοήτευση στο θεατή αλλά και ασυγκράτητο γέλιο. Και αυτό όσο παράδοξο κι αν ακούγεται είναι κάτι που λειτουργεί και σε ικανοποιητικό βαθμό αποφορτίζει όχι μόνο αυτή αλλά και τις υπόλοιπες σκηνές που θα συνοδέψουν το πρώτο μέρος της ταινίας.
Αξέχαστη και δηκτική η σκηνή που έχουν πάει σ’ ένα γενέθλιο πικνίκ και για να περάσει ευχάριστα η ώρα πυροβολούν τα καδραρισμένα πορτραίτα νεκρών εξεχουσών πολιτικών προσωπικοτήτων του πρόσφατου παρελθόντος της Ρωσίας. Η αναφορά στον Πούτιν θα γίνει με έμμεσο τρόπο μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει την απουσία του από τους υπόλοιπους κορνιζαρισμένους ηγέτες. Ο Ζβιάγκιντσεφ επιλέγει να διαποτίσει με υποδόριο χιούμορ την απαισιοδοξία των ηρώων του και τη μουντή σχεδόν καταθλιπτική εικόνα της ρωσικής υπαίθρου. Με αυτό τον τρόπο δείχνει πως δεν φοβάται να αναδείξει και να σαρκάσει μερικά υποτιμητικά στερεότυπα. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η επικίνδυνη ροπή προς τον αλκοολισμό. Η βότκα πάει και έρχεται στην ταινία και δεν υπάρχει στιγμή που να μην έχει την τιμητική της. Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας πίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο ή ακριβώς επειδή γνωρίζουν πως και το αύριο θα είναι το ίδιο αναμενόμενο και αποκαρδιωτικό με το χθες. Πνίγουν την ανία και την βαρεμάρα τους στην θολούρα που τους παρέχει το ποτό ή επειδή μόνο τότε μπορούν να εκφράσουν τα πιο ειλικρινή και ζωντανά (ή και ζωώδη) τους συναισθήματα.
Λίγη ώρα μετά την απογοητευτική εκδίκαση της υπόθεσης οι ήρωές μας χωρίς να έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν θα μεθύσουν για ακόμη μια φορά στην πολυπόθητη κατοικία του Κόλια. Την αδιάφορη σκηνή θα διακόψει η έλευση ενός εξίσου μεθυσμένου δημάρχου (τον υποδύεται με απολαυστικά γλοιώδη και χυδαία συμπεριφορά ο Ρομάν Μαντιάνοφ). Ο τελευταίος θα προσεγγίσει με απειλητικό τρόπο την οικογένεια και θα απαιτήσει να του παραδώσουν το οικόπεδο. Θα επιστήσει την προσοχή και θα κάνει σαφές πως λόγο του ανώτατου αξιώματος που κατέχει τίποτα δεν μπορεί ξεφύγει από τα βρωμερά του χέρια πόσο μάλλον η οικία ενός φαινομενικά ασήμαντου και αδύναμου κατοίκου. Ο τίμιος και ηθικός Κόλια, όμως, αμέσως θα σηκώσει ανάστημα. Με την αμέριστη νομική αρωγή και συμπαράσταση του Ντιμίτρι θα επιχειρήσει να κατατροπώσει τον διεφθαρμένο και αποκρουστικό δήμαρχο και να τα βάλει μ’ ένα δυσανάλογα αδηφάγο πολιτικό σύστημα. Για μια στιγμή, ο Κόλια, θα πιστέψει στην πιθανότητα αυτή, γρήγορα όμως η πραγματικότητα θα τον διαψεύσει.
Την επόμενη μέρα, ο Κόλια μαζί με τον Ντιμίτρι θα κατευθυνθούν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να υποβάλλουν μήνυση. Εκεί, όμως, ο αρμόδιος υπαρχιφύλακας καθώς επίσης και οι κατώτεροι του θα επιδείξουν ιδιαίτερη απροθυμία στο να υλοποιήσουν το νομικά κατοχυρωμένο αυτό δικαίωμα. Ότι θα διαδραματιστεί στη συνέχεια μόνο σαν παρωδία μπορεί να ιδωθεί για τον απαξιωμένο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι πολιτικοί θεσμοί στη μικρή αυτή πόλη της Ρωσίας. Όλες οι περιφερειακές εξουσιαστικές δομές (αστυνομία, εισαγγελία, δικαστήριο) θα αποδειχθούν απόλυτα ταγμένες σε έναν ανώτερο σκοπό που εκ προοιμίου δηλητηριάζει κάθε προσπάθεια για απονομή δικαιοσύνης. Απόλυτα εξαρτημένες καθώς είναι από την αναγκαία επιβίωση των ξεχωριστών τους προνομίων πράττουν κάθε τι προκειμένου να εξασφαλίσουν πως οποιαδήποτε απόπειρα για διαλεύκανση ή εξυγίανση δεν θα τελεσφορήσει.
Σε μια αποκαλυπτική σκηνή ο δήμαρχος της πόλης θα συναντηθεί και με τους τρεις εκπροσώπους της τοπικής εξουσίας μόνο και μόνο για να προοικονομήσει πως καμία χριστιανική ηθική δεν πρόκειται να διαταράξει την διαπλεγμένη αυτή (αν)ισορροπία. Οι τρεις εκπρόσωποι παρουσιάζονται σαν στερεοτυπικές και απλοποιημένες καρικατούρες αυτής της ‘αόρατης’ συναλλαγής. Ο τρόπος, πάντως, που αντιδρούν και διαχειρίζονται τις απειλητικές υποδείξεις του δημάρχου είναι ενδεικτικός για το πόσο έχουν εκφυλιστεί από την εξουσία και τη βαρυσήμαντη θέση που κατέχουν. Σε τόσο σημαντική υπόληψη η θέση τους που κωλυσιεργούν ακόμη και όταν προκύπτει έκτακτη ιεραρχική συνάντηση. Ο Ζβιάγκιντσεφ υπογραμμίζει αυτή την άρρηκτα συνδεδεμένη δομή εξουσίας σε μια εξαιρετική σκηνή.
Δεν είναι, όμως, μόνο η δικαστική και η πολιτική εξουσία που δέχεται τα αιχμηρά βέλη της σαρδόνιας κριτικής που πραγματοποιεί μέσω του ‘Λεβιάθαν’ ο Ζβιάγκιντσεφ. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας αυτή που επιδέχεται τη μεγαλύτερη επίπληξη είναι η ίδια η επίσημη θρησκεία. Και αυτό γιατί στην ταινία παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο λες και είναι εκείνη ακριβώς η ανώτατη μορφή που κάτω από την αδιόρατη προτροπή ενός κίβδηλου μα ιερού μανδύα υποκινεί όλες τις υπόλοιπες. Σε δυο καθοριστικές στιγμές για την έκβαση της ιστορίας, ο άξεστος δήμαρχος θα επισκεφτεί τον πνευματικό εκπρόσωπο της κοινότητας. Και στις δυο επισκέψεις θα παρουσιαστεί διστακτικός ως προς τις προθέσεις του και αναιμικός ως προς τα πιστεύω του. Ο πνευματικός θα αντιληφθεί τη σύγχυση και αδυναμία του δημάρχου να λάβει τις απαραίτητες – για το κοινό συμφέρον τους – αποφάσεις. Θα χρησιμοποιήσει με πονηρό τρόπο τα Θεία για να τον χειραγωγήσει μέχρις ότου τον επαναφέρει εκεί που ακριβώς επιθυμεί. Η δυσπιστία και η αναποφασιστικότητα του δημάρχου αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για την πνευματική δύναμη του αρχιερέα. Ο υπαινικτικός τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει να δείξει τον έσχατο βαθμό που η Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία συνδιαλέγεται και αλληλεπιδρά πάνω στις θεμελιώδεις κοινωνικοπολιτικές δομές της Ρωσίας είναι αφοπλιστικός.
Οι θρησκευτικές επιρροές και οι αντίστοιχες αναφορές δεν θα αρκεστούν μόνο σε αυτό. Ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στο κολοσσιαίο και τερατώδες θαλάσσιο πλάσμα που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Ο Ζβιάγκιντσεφ δεν ονόμασε τυχαία την ταινία του έτσι. Κάθε φορά που ο αδίστακτος και αιμοσταγής δήμαρχος κάνει την εμφάνιση του όλοι απομακρύνονται ή παραδίδονται στις άπληστες ορέξεις του. Μόνο ο θαρραλέος Κόλια και ο έμπειρος δικηγόρος του, Ντιμίτρι θα παραμείνουν για να τον αντιμετωπίσουν. Η μάχη, όμως, θα είναι άνιση και στο τέλος ο ένας θα οδηγηθεί σε άτακτη φυγή ενώ ο άλλος θα καταβαραθρωθεί. Αλλά το ογκωδέστατο τέρας δεν θα κάνει την εμφάνιση του μόνο μέσα από την παρουσία του δημάρχου. Στα παγωμένα και απειλητικά νερά της θάλασσας του Μπάρεντς που ενίοτε λυσσομανούν στις βραχώδεις ακτές της μικρής αυτής πόλης το τέρας βρίσκεται εκεί σιωπηλό και παραμονεύει. Περιμένει μια λάθος κίνηση, ένα απελπισμένο βήμα για να κάνει τη μεγαλοπρεπή του εμφάνιση. Τρισμέγιστο καθώς είναι δεν θα διστάσει να καταπνίξει οποιονδήποτε βρεθεί στα κολασμένα και απύθμενα του νερά.
Είναι ο χαρακτήρας του Κόλια, όμως, που παραπέμπει όσο οτιδήποτε άλλο στη Βίβλο. Όταν πρωτοσυναντάμε τον Κόλια αυτός δείχνει να τα έχει όλα (τη γυναίκα που ποθεί, ένα γιο που τον αγαπά, το φίλο που εμπιστεύεται) στο φτωχικό του βασίλειο. Κυρίως, όμως, τα ευγενή κίνητρα που καθοδηγούν κάθε του κίνηση και μεταμορφώνουν το βασίλειο του σε κάτι που φαντάζει ακόμη πιο πλούσιο και λαμπερό. Ο Κόλια θα αποδειχθεί ενάρετος, δίκαιος και στοργικός και η οικία του θα παραμείνει ανοιχτή και φιλόξενη για τον καθέναν. Μέχρι που θα δεχτεί μια ανυπολόγιστη εισβολή και μια αναπάντεχη τροπή που θα τον συνταράξει συθέμελα. Σε ολόκληρο το δεύτερο μέρος της ταινίας οι αντοχές του Κόλια και η καθαρότητα του πνεύματος του θα δοκιμαστούν ποικιλοτρόπως. Η εκβιαστική παρουσία του δημάρχου θα είναι μόνο η αρχή, η εκκωφαντική προειδοποίηση για ότι σιωπηλό μα οδυνηρό ακολουθήσει. Ο Κόλια, σαν άλλος Ιώβ, θα δεχτεί τα απανωτά χτυπήματα της εκδικητικής μανίας κάποιου όχι και τόσο αόρατου εχθρού. Θα τιμωρηθεί για όλες του τις αρετές και σταδιακά θ’ αρχίσει να χάνει τα προνόμια που του παρείχαν τα αξιοζήλευτα του προτερήματα. Η τιμιότητα που θα επιδείξει θα ισοπεδωθεί από τις φθονερές προθέσεις των γύρω του. Θαρρείς πως υπεγράφη κάποια ραδιούργα συμφωνία με τον διάβολο που μόνο σκοπό είχε να ενορχηστρώσει την εξορία του από τον επίγειο παράδεισο και την είσοδο του σε κάποιο σκοτεινό μπουντρούμι. Ο Κόλια θα θυσιαστεί και θα χρησιμοποιηθεί σαν παράδειγμα προς αποφυγήν για οποιονδήποτε επιχειρήσει να απειλήσει με νόμιμα και ηθικά μέσα το (αν)ορθόδοξο και διεφθαρμένο οικοδόμημα που διέπει τους θεσμούς και τους κανόνες μιας κοινωνίας.
Μοναδικό μελανό σημείο σε όλες τις παραπάνω βιβλικές αναφορές είναι ότι ο ιδιαίτερα καυστικός Ζβιάγκιντσεφ (που είναι εκτός από σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας) πλατειάζει σε ορισμένα σημεία και κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο να ιδωθεί η ταινία από μερίδα θεατών σαν μια αναχρονιστική ηθικοπλαστική παραβολή. Όπως στην περιττή συνάντηση που θα έχει λίγο πριν το τέλος ο Κόλια με τον ιερέα. Ο τελευταίος θα επεξηγήσει στον Κόλια (και στους θεατές) τους μεταφυσικούς λόγους που ο ήρωάς μας υπόκειται σε όλο αυτό το βασανιστικό και αναπόδραστο μαρτύριο. Διαπομπευόμενος και αποσβολωμένος καθώς είναι, ο Κόλια, θα παρασυρθεί από τον διδακτικό τόνο του ιερέα και θα επιχειρήσει να βρει λογικές εξηγήσεις σε κάτι που εκ προοιμίου φαντάζει παράλογο. Κάποιες σκηνές όπως η συγκεκριμένη δεν χρειαζόταν να είναι τόσο διευκρινιστικές ή προσκολλημένες. Λίγο μεγαλύτερη ελευθερία θα βοηθούσε να περιπλανηθεί ο νους σε πιο σκοτεινές ατραπούς και θα επέτρεπε στο έργο να αποκτήσει ένα βαθύτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο. Κάτι τέτοιο, όμως, ενδεχομένως να απομάκρυνε την ταινία από το να επιτευχθεί ο προκαθορισμένος στόχος (οξεία κριτική στους θρησκευτικούς και εν συνεχεία πολιτικούς κύκλους).
Συνοψίζοντας, το ‘Λεβιάθαν’ κατορθώνει έναν αξιομνημόνευτο καλλιτεχνικό άθλο για τα λογοκριτικά και ανελεύθερα δεδομένα της ρωσικής κοινωνίας γεγονός που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Μολονότι χρηματοδοτήθηκε κατά ένα μέρος από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ρωσίας αυτό δεν το εμπόδισε από το να αποτελέσει ένα καίριο και τολμηρό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Ο θρησκευτικός δογματισμός και η πολιτική διαπλοκή στηλιτεύονται απερίφραστα από την ιστορία του Κόλια. Μέσα από τον θαρραλέο αγώνα που καταβάλλει ένας άνδρας προκειμένου να σώσει την οικία του από την υποχρεωτική απαλλοτρίωση και την επικείμενη κατεδάφιση ξεδιπλώνεται κάτι πολύ πιο σημαντικό: η προσπάθεια ενός τίμιου ανθρώπου να σταθεί όρθιος απέναντι σ’ ένα σαθρό και άπληστο σύστημα εξουσίας. Ότι βλέπουμε να διαδραματίζεται στην κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή εικόνα της παραθαλάσσιας αυτής πόλης δεν θα μπορούσε παρά να είναι η νοητή προέκταση – ο καθρέφτης της σύγχρονης Ρωσίας. Γι’ αυτό και οι ρώσικες αρχές από την πρώτη επίσημη προβολή (67ο Φεστιβάλ των Καννών) έσπευσαν να καταδικάσουν την έντονα επικριτική φύση της ταινίας και συνεχίζουν να πολεμούν με κάθε νόμιμο και περιοριστικό μέσο την έξοδο της στους εγχώριους κινηματογράφους.
Υπό τους μεγαλειώδεις ήχους του υπερβατικού ‘Akhnaten’ του Φίλιπ Γκλας ο διακεκριμένος Ζβιάγκιντσεφ, τοποθετεί έξω από τους κλειστούς και περιορισμένους χώρους του διαμερίσματος της ‘Ελένα’ (2011) ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες και σε σημεία συναντάει τις ποιητικές και αλληγορικές εικόνες της πολυβραβευμένης ‘Επιστροφής’ (2003). Στο ‘Λεβιάθαν’ οι ήρωές μας συναντούν την προδιαγεγραμμένη πορεία των πράξεων τους αφού πρώτα περιπλανηθούν σε φυσικά τοπία και αχανείς εκτάσεις που μόνο δέος μπορούν να προκαλέσουν. Θα έρθουν αντιμέτωποι με τα ηθικά διλήμματα που τους βασανίζουν και θα επιχειρήσουν να δραπετεύσουν από ντροπή ή ενοχή. Το παρακείμενο νεκροταφείο θαλάσσιων κουφαριών, όμως, προμηνύει πως τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει χωρίς να παραδοθεί ανυπεράσπιστο στις αδηφάγες ορέξεις του. Σαν καθαρτήριο προειδοποιεί για τη φυσική ροπή προς την αμαρτία και την αναπόδραστη φύση των πραγμάτων. Για το πόσο εύκολα μπορεί να μετατραπεί κάποιος σε εξιλαστήριο θύμα ή αποδιοπομπαίος θύτης στην προσπάθεια του να διαφυλάξει την ακεραιότητα και αξιοπρέπεια του. Μα κυρίως για την αδυναμία του ανθρώπου να τα βάλει με μια παντοδύναμη και διεφθαρμένη άρχουσα τάξη που επιζεί χάρη στα ανήθικα κελεύσματα μιας παμπόνηρης θρησκευτικής ηγεσίας. Μια σημαντική ταινία με ξεκάθαρη πολιτική θέση από έναν σπουδαίο δημιουργό που ήδη θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη η συμμετοχή της στη μεγάλη λίστα των πιο ξεχωριστών και τολμηρών ρώσικων δημιουργιών.