Το γκραφιτι του Πολυτεχνειου και η αισθητικη της μηδενιστικης αντιληψης
Κατά καιρούς, πολλές συζητήσεις έχουν πραγματοποιηθεί για την παρεξηγημένη τέχνη του εφήμερου, γνωστή και ως τέχνη του δρόμου (street art) που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τα γκράφιτι, τις αφίσες και τις συμβολικές εγκαταστάσεις. Της τέχνης που εξ’ ορισμού δεν μπορεί να μπει σε παραδοσιακούς χώρους, πόσο μάλλον να αντιμετωπιστεί με ακαδημαϊκό τρόπο και αναχρονιστικές αντιλήψεις. Αυτής που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη (σύγχρονη τέχνη), δρα παρεμβατικά και συνήθως καταχρηστικά στον ιστό της πόλης. Της τέχνης που τολμάει να αψηφήσει καλλιτεχνικά ρεύματα, να αμφισβητήσει μνημειακές κτηριακές υποδομές, να χλευάσει διαμορφωμένες αισθητικές πεποιθήσεις και να παραβιάσει απαγορευτικούς νόμους. Η κουλτούρα που ακολουθεί ένα απογοητευμένο και οργισμένο κομμάτι της νέας γενιάς στην προσπάθεια του να βρει εκφραστικό και δημιουργικό τρόπο για να βγει από το κοινωνικό αδιέξοδο που η καθεστηκυία τάξη του έχει επιβάλλει. Η τέχνη που γεννήθηκε από τα σπάργανα ενός εγκαταλελειμμένου και υποβαθμισμένου αστικού τοπίου. Αυτή που ενώ δεν επιθυμεί να περιοριστεί σε αυτό, πολλές φορές εγκλωβίζεται από μηδενιστικές πρακτικές και τον αυτάρεσκο της χαρακτήρα.
Οι διαξιφισμοί που πυροδότησε το αμφιλεγόμενο γκράφιτι στο Πολυτεχνείο (1861 -1876), στο ένα από τα δύο μονώροφα και συμμετρικά κτίρια του κεντρικού κτιρίου (Αβέρωφ), στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι εκρηκτικοί. Υπάρχουν οι παρορμητικοί, αυτοί που επιχειρούν να δικαιολογήσουν την παρεμβατική παρουσία ενός τέτοιου γκράφιτι υποστηρίζοντας πως η τέχνη (στην προκειμένη η τέχνη του δρόμου) δεν λογοκρίνεται και ούτε μπορεί να περιοριστεί από κάτι. Οι πιο μετριοπαθείς που υποστηρίζουν πως ναι μεν δεν λογοκρίνεται μα υπάρχουν κάποια όρια, κάποιες θεμελιώδεις αρχές, όχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο αυτής (η αλήθεια είναι πως και σε αυτό το κομμάτι υπάρχουν ισχυρές ενστάσεις) όσο στον χώρο – καμβά που χρησιμοποιείται για να υλοποιηθεί. Υπάρχουν φυσικά και οι αρτηριοσκληρωτικοί, εκείνοι που εξαρχής δεν αποδέχονται την άναρχη φύση και την παραβατικότητα ενός γκράφιτι πόσο μάλλον να αποδεχθούν την υφιστάμενη πανεπιστημιακή παρέμβαση. Όλες, πάντως, οι πλευρές προσπαθούν να αποποιηθούν ή να μετατοπίσουν τις ευθύνες που φέρουν για την ανοχή (ή και συνενοχή) που επέδειξαν στη συστηματική καταπάτηση του δημόσιου χώρου και την επακόλουθη υποβάθμιση του αστικού ιστού.
Όπως πολύ σωστά λέχθηκε στον συγκεκριμένο, ιστορικά βεβαρημένο αυτό χώρο δεν είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται κάποιο γκράφιτι. Για την ακρίβεια δεκάδες γκράφιτι έχουν θεαθεί να κατακλύζουν ανενόχλητα όλα αυτά τα χρόνια το πανεπιστημιακό αυτό ίδρυμα (όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο). Ζωγραφιές, μουτζούρες, γηπεδικές προτιμήσεις, πολιτικά συνθήματα, κάθε λογής καλλιτεχνική ή συμβολική απόπειρα έχει βρει για λίγο τη θέση της εδώ αλλά και αφίσες ή αυτοκόλλητα στικεράκια συναυλιακών δρώμενων, απεργιακών κινητοποιήσεων. Η θέα, όμως, ενός μεγαλύτερου (πρωτόγνωρου για τα δεδομένα) γκράφιτι που ξεκινάει με κατακλυσμιαίο τρόπο από την Στουρνάρη για να καταλήξει στην πρόσοψη του δεξιού μονώροφου κτηρίου στην Πατησίων, ξαφνιάζει και σοκάρει με αρνητικό τρόπο τον ανυποψίαστο περιπατητή: η παρέμβαση είναι μονότονη και κυκλοθυμική (το άσπρο και προπαντός το μαύρο κυριαρχούν), άτεχνη και επιθετική (μια κακοσχεδιασμένη, πρόχειρη και συμπαγής, αναποφάσιστη μουτζούρα που εις μάτην προσπαθούν κάποιοι να τις αποδώσουν καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά και να την εντάξουν σε κάποιο σημαντικό κίνημα).
Η ειρωνεία και το μόνο ενδιαφέρον τελικά στοιχείο είναι πως όλο αυτό το ζωγραφικό συνονθύλευμα (που στερείται οργανωτικής δομής, ευανάγνωστης μορφής και ιδεολογικού περιεχομένου), συμβαίνει σ’ ένα διατηρητέο κτήριο που εκφράζει τα ακριβώς αντίθετα μορφολογικά στοιχεία: δωρικός ρυθμός, διατήρηση μέτρου, αξονικότητα, ρυθμική επαναληπτικότητα, καθαρότητα γραμμών. Το γεγονός αυτό, όμως, λειτουργεί αυτομάτως σαν τροχοπέδη για το συγκεκριμένο γκράφιτι μιας και αναιρεί οποιαδήποτε διάθεση καλλιτεχνικής έκφρασης και αναγάγει την αμφιλεγόμενη αυτή απόπειρα στη σφαίρα της φθηνής πρόκλησης και του βανδαλισμού. Η σύνθεση αυτή καταβροχθίζει το κτήριο και δε συνάδει, ούτε αναδεικνύει τα τόσο ιδιαίτερα του χαρακτηριστικά. Ενώ και το ίδιο το κτήριο με τα διαδοχικά του ανοίγματα, τη μετόπη, τα τρίγλυφα και το κεντρικό του αέτωμα εμποδίζει τη σύνθεση να αναπτυχθεί στην ολότητα της. Σε μια μεγαλύτερη, ανεμπόδιστη και πιο ουδέτερη επιφάνεια, μια πιο σοφά μελετημένη και ικανά σχεδιασμένη, αντίστοιχη πρόταση μπορεί να είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται πως δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τους ‘αόρατους’ εμπνευστές της, μοναδικό τους μέλημα να τραβήξουν, μια εκ των πραγμάτων, προβλεπόμενη προσοχή. Προσοχή, για ποιο λόγο όμως;
Σύμφωνα με αρκετούς από τους θιασώτες και υποστηρικτές της τολμηρής αυτής κίνησης, η σύνθεση αυτή ταιριάζει με τον ιδιαίτερα υποβαθμισμένο και αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα της περιοχής, τον απαξιωμένο χαρακτήρα ενός δημόσιου πανεπιστημιακού ιδρύματος αλλά και τη γενικότερη κατήφεια και δυστυχία της εποχής. Ακόμη κι αν γίνει δεκτός αυτός ο τόσο δυσοίωνος ισχυρισμός δεν βλέπω σε τι ακριβώς μπορεί να εξυπηρετήσει ένας τόσο κακόγουστος σχεδιασμός – μια τόσο αυτιστική υπενθύμιση. Σχέδια άλλων καλλιτεχνών που βρίσκονται μοιρασμένα στην ευρύτερη περιοχή συνηγορούν πως σίγουρα θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας πολύ πιο εύστοχος και δηκτικός τρόπος για να περάσει κάποιος ένα καίριο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα. Τί αντίκτυπο θα είχε για παράδειγμα ένα πιο λιτό, στοχευόμενο και απροκάλυπτο σχέδιο (στα πρότυπα του Βρετανού Μπάνκσι ή του δικού μας Bleeps); Τι θα συνέβαινε αν αντί για την μαυρίλα επέλεγαν μια επαναστατική έκρηξη χρωμάτων που τόσο ανάγκη έχει όχι μόνο η αντισυμβατική αυτή περιοχή αλλά και η μουντή περίοδος που διανύουμε; Γιατί δεν χρησιμοποίησαν σε συνεργασία με τους φοιτητές της σχολής (ή και με τους κατοίκους), έναν προσωρινό καμβά (εξωτερικό κέλυφος από ευτελή υλικά) πάνω στις επίμαχες όψεις ώστε να πειραματιστούν πάνω σ’ αυτόν και να τραβήξουν την προσοχή για τους σωστούς λόγους, χωρίς να προκαλέσουν φθορά στο κτήριο και το αναμενόμενο μένος σημαντικής μερίδας του κόσμου; Γιατί να απαξιώσεις κάτι που είναι ήδη υποβιβασμένο; Γιατί να μην αξιώσεις κάτι που δεν θα έπρεπε να είναι τόσο περιφρονημένο, όπως είναι το Πολυτεχνείο, τόσο ως κτίριο όσο και ως ιδέα;
Το ορνιθοσκάλισμα που τελικώς επέλεξαν, εκτός του ότι δείχνει ευκολία και προχειρότητα, στερείται ουσιαστικού νοήματος και υπόκειται σ’ έναν επιθετικό συμβολισμό που τραβάει την προσοχή για λάθος και αυτάρεσκους λόγους. Μπορεί να χλευάζει την αισθητική ή την υποκρισία της αστικής κοινωνίας στη δημόσια σφαίρα του παραλόγους όχι, όμως, τόσο ώστε να μην μπορούν να κοιμηθούν με άνεση στις υπερπολυτελείς και καλογυαλισμένες τους ιδιωτικές οικίες οι εφησυχασμένοι αστοί. Ταυτόχρονα, μέσα από έναν τόσο επιθετικό σχεδιασμό δεν επιτυγχάνεται κάποιος γόνιμος και δημιουργικός διάλογος στα υψηλά κλιμάκια (εκτός κι αν θεωρηθεί ως τέτοιος τ’ ότι θα στείλει ο δήμος τα συνεργεία του για να αποκαταστήσουν άμεσα τη φθορά ή ότι ανέβηκε στα έδρανα της Βουλής ο Θοδωρής Φορτσάκης – Πρώην Πρύτανης του ΕΚΠΑ και ωρυόταν για την ελλιπή φύλαξη των δημόσιων ιδρυμάτων). Ένας τέτοιος διάλογος θα μπορούσε να περιλάβει μια ουσιαστική προσπάθεια ανάδειξης και σύνδεσης της κοινωνίας με το πρόβλημα της διακίνησης των ναρκωτικών που χρόνια μαστίζει τους παρακείμενους δρόμους και την ευρύτερη περιοχή. Αλλά και μια επουσιώδη αναφορά για την προμελετημένη απαξίωση – υποβάθμιση και συνεπακόλουθη ιδιωτικοποίηση του εν λόγω πανεπιστημιακού ιδρύματος.
‘Η ακόμη το πως ο νεοκλασικισμός και το γκράφιτι, δυο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες από διαφορετικές εποχές, μπορούν να λειτουργήσουν και να συνυπάρξουν (υπό προϋποθέσεις;) αρμονικά στη σημερινή εποχή. Προσωπικά, δεν το κρίνω καθόλου απαραίτητο μιας και τα παραδείγματα της νεοκλασικής τεχνοτροπίας είναι αριθμητικά λίγα για να δικαιολογούν μια τόσο ρηξικέλευθη σύμπραξη. Ως γνωστόν, η αντιπαροχή δεν καθόρισε μόνο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο με την πυκνοκατοικημένη και άναρχη δόμηση που επέβαλλε, θυσίασε και μερικές δεκάδες πανέμορφα νεοκλασικά, λαϊκά, αρχοντικά και μεσοπολεμικά κτίσματα. Στη θέση τους, η εφησυχασμένη κοινωνία απολαμβάνει μια περίκλειστη και ανθυγιεινή προοπτική από τις θεόρατες πολυκατοικίες που με τόσο στρουθοκαμηλισμό κατασκεύασε. Τα εναπομείναντα, διατηρητέα κτήρια, εκτός του ότι θα πρέπει να αποκατασταθούν και να συντηρηθούν πλήρως, οφείλουν να λειτουργήσουν σαν ζωντανά (κατοικήσιμα ή μη) τεκμήρια μιας άλλης εποχής που θα είναι, όμως, ικανά να προσαρμοστούν και στα κελεύσματα της σημερινής. Προφανώς και στην ανθρωπιστική κρίση που βιώνουμε κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει εφικτό αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως μπορεί ο καθένας να αφορίζει ένα διατηρητέο κτήριο από ημιμάθεια ή από αντίδραση.
Τα κτήρια προφανώς και δημιουργούνται για να στεγάσουν ή να φιλοξενήσουν έμβια όντα και αυτό είναι κάτι που κανείς δεν πρέπει να το ξεχνάει. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν και πολιτιστικούς φορείς που κουβαλούν ίχνη της ανθρώπινης ιστορίας (λαϊκή παράδοση, μετανάστευση – προσφυγιά) ή της αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας (μορφολογία, ρυθμολογία) που δεν μπορούν να σβηστούν ή να εξαφανιστούν ολοσχερώς από τη δομή μιας πόλης, όσο ζοφερές και αν είναι οι συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν. Είναι φορτισμένα κύτταρα που επιδέχονται αλλαγές χρήσης ή λειτουργίας στο πέρασμα των δεκαετιών ή και των αιώνων διατηρώντας όμως τα απολύτως βασικά και απαραίτητα χαρακτηριστικά στην επιφάνεια. Είναι κτήμα όλων και χρειάζονται σεβασμό και προσοχή για να μεταβιβαστούν και στις επόμενες γενιές. Το να αποφασίζει κάποιος αυτοβούλως να κάνει μια ριζική παρέμβαση που δεν υπακούει σε κανέναν από τους έγγραφους κανόνες μπορεί να είναι ευχάριστο (;) για τον ίδιο αλλά καταχρηστικό για κάποιον άλλον και ζημιογόνο για την ίδια τη φύση του κτιρίου. Γι’ αυτό και στον περιορισμένο δημόσιο χώρο χρειάζεται γνώση (που οφείλει να την διεκδικήσει και να την αποκτήσει και μόνος του) για τα σημαντικά μνημεία ή κτήρια που έχουν απομείνει. Αν δεν μπορεί να κατανοήσει ένα κτήριο κάποιος πως θα μπορέσει να το σεβαστεί στη συνέχεια; Πώς θα μπορέσει να αποτρέψει κάποιον από έναν βανδαλισμό;
Η περίπτωση του Πολυτεχνείου είναι μια πολύ ενδεικτική περίπτωση που δείχνει πως καιρό πριν εφαρμοστεί η επίμαχη εικαστική παρέμβαση έννοιες όπως η εκτίμηση έχουν αρκεστεί στα απολύτως στοιχειώδη. Η ευθύνη της πολιτείας είναι εκτεταμένη και καταδικαστική. Όλοι γνωρίζουν πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στο να υποβαθμιστεί η οδός Πατησίων τα προηγούμενα χρόνια και να μεταφερθεί η διακίνηση των ναρκωτικών όχι μόνο γύρω από το Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αλλά και μέσα στα Εξάρχεια. Το να πετάει κάποιος σκουπίδια στο δρόμο, όμως, να τοιχοκολλάει αλόγιστα, να προκαλεί φθορά στη δημόσια περιουσία και να μην αντιδράει γι’ αυτό, είναι νοοτροπία – καρκίνωμα που εντοπίζεται πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση και δεν έχει να κάνει μόνο με το καθ’ αυτό εκπαιδευτικό σύστημα των ιδρυμάτων αλλά και με την παιδεία που έχει πάρει κανείς από το ίδιο του το σπίτι.
Είναι θέμα βιωμάτων, ερεθισμάτων και οπτικής αντίληψης, το αν θα επιλέξει κάποιος να ομορφύνει με βελτιωτικές και διορθωτικές παρεμβάσεις το ταλαιπωρημένο κλεινόν άστυ ή αν θα προτιμήσει να μεγεθύνει την ασχήμια και την εγκατάλειψη που αυτό περιέχει. Είναι και θέμα συνείδησης – ευαισθητοποίησης το αν θα προτάσσει κάποιος το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης και της αντικειμενικής παραδοχής πάνω από την όποια ατομική προτίμηση και αισθητική επιλογή. Χρειάζεται, όμως, προσοχή προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος που ενέχει να ταυτιστεί το ωραίο και περιποιημένο με την αποπολιτικοποίηση ή την αποσυμβολοποίηση μιας τέτοιας πράξης και το ακραίο ή το άσχημο με μια αγκυλωτική (άνευ νοήματος) προσπάθεια να εκτεθεί το υπερεγώ μιας αντιδραστικής ομάδας ανθρώπων. Παράλληλα, γεγονός είναι πως αρκετές φορές, η προσωπική επιλογή παίρνει τα χαρακτηριστικά της απεγνωσμένης και αναγκαίας προσπάθειας που καταβάλλει ένας άνθρωπος για να μην τον καταπιεί ο βαθμιαίος τρόπος με τον οποίο αποσαθρώνονται τα θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος, του κοινωνικού κράτους ή του παραγωγικού ιστού μιας χώρας. Σε μια τέτοια περίπτωση, το να ξεράσει με ανερυθρίαστο τρόπο τη σαπίλα που τον περιβάλλει στα κιτρινισμένα μάρμαρα της καθημερινής αδιαφορίας ίσως να είναι μια λανθασμένη μα προειδοποιητική, ως προς το αδιέξοδο, επιλογή. Η άποψη μου, πάντως, είναι πως το πολυσυζητημένο γκράφιτι δεν πληροί επαρκώς αυτές τις προϋποθέσεις. Τις επικαλείται προσχηματικά, μόνο και μόνο, για να αποκτήσει ένα κοινωνικό πρόσημο, ικανό να του καλύψει την ιδεολογική του κενότητα και την καλλιτεχνική του αστοχία. Αν το συγκεκριμένο γκράφιτι είχε καλύψει την επιφάνεια ενός ασήμαντου κτηρίου θα είχε περάσει στην καλλιτεχνική αφάνεια και την κοινωνική αδιαφορία.