Σταματια, το γενος Αργυροπουλου
Ένας χειμαρρώδης μονόλογος (η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο), ο οποίος μέσα από τα προσωπικά βιώματα της Σταματίας και της οικογένειας της, διαπερνάει ολόκληρη την ταλαίπωρη ιστορία της νεότερης Ελλάδας (κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, χούντα των συνταγματαρχών, μεταπολίτευση). Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, επιλέγει να σκηνοθετήσει το σπαρταριστό κείμενο του συγγραφέα Κώστα Σταματίου χαρίζοντας μια παράσταση που μπορεί να μην εντυπωσιάζει με τα σκηνοθετικά της ευρήματα διαθέτει, όμως, μια πρωταγωνίστρια (Ελένη Ουζουνίδου) που αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στο να εμφυσήσει ζωή και να φέρει εις πέρας μια απολαυστική και ξεκαρδιστική πρώτη ύλη.
Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης ο αφοπλιστικός και ειλικρινής τρόπος με τον οποίο η Ελένη Ουζουνίδου εισέρχεται στη σκηνή και υποδύεται μια απογοητευμένη από τη ζωή Σταματία, κερδίζει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του κοινού. Η Σταματία οικτίρει τη μοίρα και τη μοναξιά της λίγο πριν βυθιστεί σε μια εκμυστηρευτική συνομιλία – αναδρομή που αφορά το οικογενειακό της παρελθόν. Εν αρχή θα είναι η γνωριμία και παντρειά της με τον Μπάμπη, έναν Έλληνα αξιωματικό του Εθνικού Στρατού. Η οικογένεια Αργυροπούλου θα υποδεχθεί με περίσσια χαρά τον εθνικόφρονα γαμπρό της. Ο πατέρας της Σταματίας, ως τμηματάρχης στο Υπουργείο Εμπορίου, δεν κρύβει τις δεξιές του πεποιθήσεις και η μητέρα της το θαυμασμό για την αμφίεση του Μπάμπη. Η μόνη η οποία δεν δείχνει να συγκινείται ιδιαίτερα είναι η Αλεξάνδρα, η μεγαλύτερη της αδερφή, που θα ερωτευθεί παράφορα τον Βαγγέλη τον Κατσαπλιά, έναν αμετανόητο κομμουνιστή.
Η ανήκουστη αυτή είδηση θα σοκάρει την οικογένεια Αργυροπούλου και ο συγγραφέας δεν θα αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία που του δίνεται για να σχολιάσει τα κοινωνικά (η Σταματία θα παντρευτεί πριν από την μεγαλύτερη της αδελφή) και πολιτικά (”ο φόβος της αντεκδίκησης των κομμουνιστών”) στερεότυπα της εποχής. Κάτι τέτοιο το πράττει με οξυδερκή και ισορροπημένο τρόπο χωρίς να προσβάλει καμία από τις εναγόμενες πλευρές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης, ο Σταματίου, σκιαγραφεί με κατανόηση και σεβασμό την πορεία της Σταματίας. Φροντίζει δε, ώστε να παρουσιάζει τα παθήματα της με χιουμοριστικό και ελαφρώς περιπαιχτικό τρόπο. Όταν ο Μπάμπης θα πέσει νεκρός από κάποια νάρκη στο Μαρτίνο Φθιώτιδας αιτία θα είναι η υπερκατανάλωση τσίπουρου. Ο πατέρας της Σταματίας, όμως, θα έχει διαφορετική άποψη και σουρωμένος καθώς είναι θα βγάλει τον κομμουνιστικό του τρόμο για να δικαιολογήσει τον χαμό του γαμπρού του (”έχουν μακρύ χέρι οι φονιάδες οι Βούλγαροι! Από τη Μόσχα φτάνει μέχρις εδώ”). Κατά διαβολική σύμπτωση και ο ίδιος μέσα από μια μεθυσμένη συνθήκη θα αποχωρήσει και όχι από τα κόκκινα πυρά του μισητού εχθρού. Ο τελευταίος έχει φροντίσει να εισχωρήσει νωρίτερα στην ίδια την οικία του Αργυροπούλου για να κλέψει τη μεγαλύτερη αδελφή. Το γεγονός αυτό προβάλλεται ως μεγαλύτερη συμφορά (ιδεολογική απώλεια) σε σχέση με τον θάνατο που σταδιακά αποδεκατίζει τα μέλη της οικογένειας (φυσική απώλεια). Τόσο που η αριστερή επιλογή της Αλεξάνδρας θα της στοιχίσει μιας και θα τιμωρηθεί με αποπομπή από την μητέρα της, όταν θα επισκεφθεί καθυστερημένα και (ελαφρώς) μετανιωμένα το αριθμητικά φτωχότερο σπιτικό.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας, μέσα από μια συγκινητική αδελφική ιστορία θα επιχειρήσει να συμφιλιώσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές χωρίς βέβαια αυτές να είναι σε θέση να απολέσουν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που έχουν μάθει να κουβαλούν επιμελώς όλα αυτά τα χρόνια. Όταν η Σταματία θα απομείνει μόνη της με μια μεγάλη περιουσία στα χέρια της, η Ζωή, η μοναδική της φίλη (η οποία διαθέτει αισθήματα φιλικά ως προς τους κομμουνιστές) θα τη φέρει σε επαφή με την μεγαλύτερη της αδερφή. Για μια στιγμή ο κληρονομούμενος εθνικός διχασμός θα εξαφανιστεί. Οι δυο αδερφές θα κοιταχθούν στα μάτια και θα αγκαλιαστούν με εγκαρδιότητα κάνοντας σαφές πως η προηγούμενη, όπως και η δική τους, γενιά φέρει μεγάλη ευθύνη, όχι μόνο για τα όσα έπραξε εν καιρώ πολέμου αλλά και για τη διχόνοια που σπάρθηκε αμέσως μετά.
Η είδηση πως η αδερφή της έφερε στον κόσμο ένα παιδί και πως η ίδια έχει ένα μικρό ανιψάκι θα συνταράξει συθέμελα τη μοναξιά της Σταματίας. Θα σταθεί λόγος αρκετός για να υπερκεράσει κάθε ιδεολογικό εμπόδιο και να επισκεφθεί το σπίτι της Αλεξάνδρας και του μέχρι πρότινος, αχρείου Βαγγέλη. Στην αρχή, η Σταματία, θα συμπαθήσει τον Βαγγέλη και θα εκτιμήσει την αληθινή και έμπρακτη αφοσίωση που δείχνει στην αδερφή της. Στην πορεία, όμως, θα αντιληφθεί πως αυτός δεν απεκδύθηκε εντελώς τις ανατρεπτικές του ιδέες και πως ο μόνος λόγος που παραμένει σιωπηλός είναι από φόβο μήπως συλληφθεί την ταραχώδη εκείνη περίοδο. Ταυτόχρονα, μιας και η ίδια δεν είχε δικά της παιδιά, όπως και κανέναν άλλον άνθρωπο για να φροντίσει, αποφάσισε να τα προσφέρει όλα για την ανατροφή και τις σπουδές του πολυαγαπημένου της ανιψιού. Λίγο αργότερα, και ενώ στην χώρα είχε επιβληθεί η χούντα των συνταγματαρχών φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση την στοχοποιημένη οικογένεια της αδερφής της, ο ανιψιός της Σταματίας, θα αντάμειβε την πολύτιμη οικονομική συνεισφορά της με την είσοδο του στη Νομική Σχολή των Αθηνών.
Μέσα από μια τόσο γενναιόδωρη προσφορά, η Σταματία, επιδιώκει να αναλάβει έναν υπεύθυνο και ουσιαστικό ρόλο μήπως και αποκτήσει ξανά νόημα, η φλύαρη και ανιαρή ζωή της. Αυτό που επιδιώκει και επιζητά διακαώς, όμως, είναι να νιώσει πως αποτελεί ισότιμο μέλος μιας οικογένειας. Η ίδια στερήθηκε από νωρίς αυτό το δικαίωμα και στη συνέχεια επιφορτίστηκε τη φροντίδα των δύο της γονιών. Τέτοια θα είναι η πίστη και η προσήλωση της στο οικογενειακό οικοδόμημα ώστε θα φτάσει σε σημείο να τα πουλήσει όλα και να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδερφής της. Μόνο που ο ανιψιός της, φοιτητής πλέον, θα χαράξει το δικό του ανατρεπτικό δρόμο (σαν πατρικό κληροδότημα ή μεταδοτική ασθένεια) απογοητεύοντας και διαψεύδοντας την αγαπημένη του θεία. Η Σταματία, όσο κι αν υπόκειται σε ιδεολογικές και πολιτικές αγκυλώσεις (ντρέπεται να παραδεχθεί πως της αρέσει ο Καραμανλής από φόβο μήπως στιγματιστεί) και αποφεύγει να δει κατάματα την αλήθεια (είναι μετριοπαθής και ανεκτική με το στρατιωτικό καθεστώς), δεν είναι κακός άνθρωπος.
Είναι αλαφροΐσκιωτη, όμως, και ευλαβικά προσκολλημένη στη δεξιόστροφη αντίληψη που τρέφει για τον κόσμο. Σε μια από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης, όταν η αστυνομία θα πραγματοποιήσει εξονυχιστικό έλεγχο στην οικία τους αναζητώντας τα ίχνη του εξαφανισμένου ανιψιού της, η Σταματία, θα βιώσει τον τρόμο και την προσβολή από τα εντεταλμένα όργανα. Μετά την πτώση της χούντας, όμως, θα δικαιολογήσει τη βάναυση συμπεριφορά των αστυνομικών, κάνοντας σαφές πως δεν νοείται ένστολος Έλληνας να συμπεριφερθεί έτσι σε ομοεθνή του. Για το σκοπό αυτό, θα τολμήσει να επιρρίψει εξ’ ολοκλήρου τις ευθύνες, στην ύποπτη και αδικαιολόγητη διαφυγή του ανιψιού της. Μια κοντόφθαλμη λογική της υπαγορεύει να συνταχθεί με την κραταιά άποψη του νόμου και της ασφάλειας. Ενώ μια αυστηρή ηθική τις ενεργοποιεί τα πιο συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά κάθε φορά που ο ανιψιός της επιχειρεί να εισαγάγει κάτι προοδευτικό ή καινούργιο (ελεεινό και τρισάθλιο όργανο ο μπαγλαμάς, ξεπεσμός η δουλειά του ως υπάλληλος βιβλιοπωλείου).
Η Ελένη Ουζουνίδου είναι εκπληκτική και αλάνθαστη στο ρόλο της, εισβάλει με φόρα στη σκηνή και συμπαρασύρει με την αλήθεια του λόγου και την ενεργητικότητα της, τον θεατή. Ο τόνος της φωνής της αλλάζει με χαρακτηριστική άνεση, ανάλογα με τον χαρακτήρα που υποδύεται και τις αλλεπάλληλες συναισθηματικές διακυμάνσεις που βιώνει η ηρωίδα της. Άλλοτε με βραχνάδα και άλλοτε με γλυκύτητα αντιμετωπίζει με αυστηρότητα και με χιούμορ τις καταστάσεις. Το βλέμμα της μπορεί να δείχνει αλλοπαρμένο όταν μιλάει για πράγματα που δεν μπορεί να κατανοήσει στο τέλος όμως, παραμένει βαθιά μελαγχολικό όταν συνειδητοποιεί την παραδοξότητα της ύπαρξης της. Οι κινήσεις των χεριών αλλά και το στήσιμο του σώματος της, σε αρκετές περιπτώσεις, συμπληρώνουν όχι μόνο όσα λέει αλλά και όλα όσα αποφεύγει να πει (απολαυστική η σκηνή που υπονοεί πως δεν πρόφτασε να ικανοποιηθεί σεξουαλικά από τον Μπάμπη και πως παρέμεινε πιστή σ’ αυτόν, χρησιμοποιώντας με λάγνο τρόπο τα πόδια της ή η σκηνή που κρατάει το εθνικό λάβαρο και με συμβολικό τρόπο το μετακινεί από τα αριστερά στα δεξιά και από εκεί κραδαίνοντας το στο κέντρο για να περιγράψει τις ραγδαίες αλλαγές στην πολιτική σκηνή της χώρας). Η Ελένη Ουζουνίδου δίνει σάρκα και οστά στην παράσταση του Θεοδωρόπουλου, μα κυρίως εμφυσά ζωτική πνοή στον ιδιόμορφο χαρακτήρα που αναμόχλευσε από την νεοελληνική πραγματικότητα, ο Σταματίου.
Παράλληλα, η σκηνογράφος, Μαγδαληνή Αυγερινού, τοποθετεί ατάκτως σε μια μεγάλη επιφάνεια του δαπέδου της σκηνής, ακανόνιστων μεγεθών και διαφόρων σχεδίων, δεκάδες σεμεδάκια. Ένα ξεχωριστό σύνολο από σεμεδάκια κρέμεται ακριβώς πίσω από τον χώρο που κινείται η Σταματία. Με αυτό τον εμπνευσμένο τρόπο, η Αυγερινού, αποτίνει έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στο δαντελένιο αυτό κιτς στοιχείο που συνδέθηκε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με το γυναικείο φύλλο της εποχής και το διακοσμητικό ελληνικό ιδεώδες. Με την καταχρηστική μα λειτουργική παρουσία του περίτεχνου αυτού πλέγματος στην παράσταση χλευάζεται και παρωδείται ο χειραγωγούμενος του παρελθοντικός χαρακτήρας. Η Σταματία, θα παντρευτεί περνώντας ένα σεμεδάκι στους ώμους της, θα πενθήσει τοποθετώντας ένα άλλο στο κεφάλι της, θα στολίσει την οικία με ουκ ολίγα από αυτά και στο τέλος θα τυλιχθεί ολόκληρη χρησιμοποιώντας ένα νεκρικό σάβανο από ενοποιημένα σεμεδάκια. Τρία μπλε καθίσματα (σταθμός αναμονής ή αλλαγής) και μια καγκελόπορτα (κατώφλι της εκκλησίας ή του σπιτιού), συνθέτουν το υπόλοιπο σκηνικό της παράστασης. Το οποίο, πλην ελάχιστων, μα ατμοσφαιρικών εξαιρέσεων (με χαμηλό φωτισμό τα σεμεδάκια απλώνονται και στους περιμετρικούς τοίχους, δημιουργώντας εντυπωσιακούς σχεδιασμούς) παραμένει σταθερά φωτισμένο από τον Σάκη Μπιρμπίλη μέχρι τέλους.
Η Ελένη Ουζουνίδου, για 90 λεπτά στέκεται μόνη και αγέρωχη στη σκηνή, εκπροσωπώντας επάξια όχι μόνο το γένος Αργυροπούλου αλλά και κάθε άλλη τυπική ελληνική οικογένεια. Πρωτίστως, όμως, καταφέρνει να αποκαταστήσει στη συνείδηση του κόσμου την παρεξηγημένη μα τόσο αγαπητή, γραφική Ελληνίδα (κόρη, αδελφή, μητέρα ή θεία) που κάτω από ένα ασφυκτικό και προκαθορισμένο πλαίσιο έμαθε να υπομένει καρτερικά την ατέρμονη μοναξιά της και να φροντίζει αδιαμαρτύρητα για το καλό της οικογένειας της. Η υπερβολική αφοσίωση στα αγαπημένα της πρόσωπα κατέληξε να γίνει τροχοπέδη στη ζωή της και η ανταμοιβή που εξέλαβε να αγγίξει τον λίβελο ή την αχαριστία. Αυτή, όμως, χωρίς να έχει άλλη επιλογή επωμίστηκε της συνέπειες παραμένοντας πιστή μέχρι τέλους σ’ ένα υψηλών ευθυνών, εθνικό και οικογενειακό καθήκον. Η εξαιρετική παράσταση του Θεοδωρόπουλου δεν καταφέρνει μόνο να αποκαταστήσει με συγκινητικό τρόπο τη φήμη που συνοδεύει αυτή τη γυναίκα – σύμβολο αλλά και να συγχωρέσει κάθε απολίτικη, κουτοπόνηρη και οπισθοδρομική της πράξη. Στο φινάλε, μια ευθεία και εξαιρετικά επιτυχημένη σύνδεση – αναφορά στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, έρχεται για να ολοκληρώσει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτή και να επιβεβαιώσει τον κίνδυνο που ενέχει μια τέτοια συμπεριφορά (αφελής) να ενδώσει στα πιο μισητά και άγρια αντανακλαστικά μιας χρεωκοπημένης από αρχές και ιδανικά, ελληνικής κοινωνίας.