Still Alice, καθε στιγμη μετραει

Στο ‘Still Alice’, η προσφάτως (και δικαίως) βραβευμένη με Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, Τζούλιαν Μουρ, υποδύεται την Δόκτορα Άλις Χάουλαντ. Μια καταξιωμένη καθηγήτρια γλωσσολογίας και παντρεμένη με 3 ενήλικα παιδιά, η οποία παρά το νεαρό της ηλικίας της (είναι γυναίκα μέσης ηλικίας), διαγιγνώσκεται με τη νόσο Αλτσχάιμερ. Ανεξάρτητα από τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς, για τον ιδιαίτερα εκβιαστικό και μελοδραματικό τόνο της ταινίας, αλλά και για τις σεναριακές συμπτώσεις  – συμβολισμούς (συσχετισμός του κληρονομικού γονιδίου με το τραγικό δυστύχημα των γονιών της Άλις) ή τους ερμηνευτικά μονοδιάστατους και αδύναμους δεύτερους ρόλους (με εξαίρεση τον συμπληρωματικό και απαραίτητο ρόλο της υπερευαίσθητης και πιο αντιδραστικής κόρης που υποδύεται με χαρακτηριστική άνεση και τρυφερότητα, η Κρίστεν Στιούαρτ), το ‘Still Alice’ καταφέρνει να αναδείξει ένα δύσκολο και αντιεμπορικό θέμα: τον μη θεραπεύσιμο – αναστρέψιμο, εκφυλιστικό χαρακτήρα μιας θανατηφόρας ασθένειας, από την οποία έχουν προσβληθεί εκατομμύρια άνθρωποι και εκτιμάται πως ακόμη περισσότεροι θα νοσήσουν στο εγγύς μέλλον.

Αυτό που κάνει εκπληκτικό τον τρόπο με τον οποίο υποδύεται η Τζούλιαν Μουρ την Άλις,  είναι η σταδιακή και απόλυτα πειστική μεταστροφή της, από μια δυναμική, ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη γυναίκα σε μια ευάλωτη, δυστυχισμένη και ανεπιθύμητη παρουσία. Η Τζούλιαν Μουρ βουτάει στην εγκεφαλική άβυσσο αυτής της επικίνδυνης ασθένειας και δείχνει πως ακριβώς, ο ύπουλος αυτός εκφυλισμός, κατατρώει (αργά και σταθερά) το λαμπερό μυαλό μιας τόσο επιτυχημένης γυναίκας. Από τη στιγμιαία απώλεια της μνήμης (σε μια διάλεξη ή την καθημερινή φοιτητική παράδοση) και τη δυσκολία επαναφοράς στη μνήμη πρόσφατων γεγονότων (όπως τη γνωριμία της με την καινούργια φίλη του γιου της ή τον τρόπο με τον οποίο παρασκευάζεται ένα καθιερωμένο γλυκό λίγο πριν το ετήσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι), η Τζούλιαν Μουρ βιώνει με χιούμορ, αυτοσυγκράτηση και εφευρετικότητα (το παιχνίδι των λέξεων στο κινητό, τεστ λεκτικής μνήμης) την αρχικά ήπια και ελεγχόμενη εγκεφαλική φθορά της ηρωίδας της. Αντιδράει ψύχραιμα και αμυντικά στα πρώτα στάδια της ασθένειας, υπερεκτιμώντας συχνά, όχι μόνο τις δυνάμεις της, αλλά και τον προοδευτικό και επιθετικό τρόπο με τον οποίο η νόσος εκδηλώνεται.

Still Alice_1

Όταν, όμως, η σύγχυση και η αβεβαιότητα θα αρχίσει να δρα καταλυτικά στην αντιληπτική της ικανότητα, η προνοητική Άλις, θα συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της ασθένειας, το αναπόδραστο της μοίρας της και τη μελλοντική αδυναμία των γύρω της να την βοηθήσουν, και θα δημιουργήσει ένα κινηματογραφικά εκβιαστικό, συναισθηματικό δίλημμα (αυτό με το κρυφό βίντεο). Λες και η ίδια η ασθένεια, αλλά και η μαρτυρική κατάσταση στην οποία υπόκειται η Άλις δεν αρκεί για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και να φέρει δάκρυα στα μάτια του ανυποψίαστου ή και ενημερωμένου θεατή. Ή ακριβώς επειδή μπορεί, οι σκηνοθέτες προσέθεσαν στην απελπισία ένα αγωνιώδες (αν και με αναμενόμενη κατάληξη) σεναριακό τέχνασμα για να εξασφαλίσουν πως τα δάκρυα θα συνεχίσουν να τρέχουν σε αφθονία κατά τη διάρκεια της προβολής. Στην ίδια κατηγορία εντάσσω και το υπέροχο, μεταφυσικό απόσπασμα (από το πολυβραβευμένο αμερικάνικο θεατρικό, ‘Ο Θεός Ξέχασε τον Παράδεισο’),  που διαβάζει με στοργική αγάπη και προσωπική αφοσίωση, η Λίντια σε μια χαμένη και εξαιρετικά μόνη, Άλις. Ο μελοδραματισμός της σκηνής είναι διάχυτος και ασφυκτικός με αποτέλεσμα να προβοκάρει την ποιητική αλληγορία του θεατρικού χωρίου.

Αυτό που δείχνει να απουσιάζει αδικαιολόγητα από το ‘Still Alice’ είναι το σεναριακό μέτρο και το σκηνοθετικό αποτύπωμα: η μερική αποστασιοποίηση, η κλινική ακρίβεια και το ανεπιτήδευτο συναίσθημα με τα οποία ο  Μίκαελ Χάνεκε διαχειρίστηκε ένα αντίστοιχα οδυνηρό θέμα στην αριστουργηματική του ‘Αγάπη’΄(2012). Ακόμη κι έτσι, όμως, η Τζούλιαν Μουρ, που δικαιωματικά της ανήκει η ταινία, δεν σώζει μόνο τις παραπάνω σκηνές αλλά και κάθε άλλη μικρή ή μεγάλη στιγμή με την εμφάνιση της στην ταινία. Η χτυπημένη από τη νόσο Αλτσχάιμερ, αξιοπρεπής και περήφανη σύζυγος – μητέρα, έρχεται να προστεθεί με χρυσά γράμματα σε μια εξαιρετική πινακοθήκη σπουδαίων και εξίσου απαιτητικών ρόλων: τη δυστυχισμένη νοικοκυρά και πνευματικά άρρωστη, Κάρολ Γουάιτ στο ‘Safe’ (1995),  την αποξενωμένη μητέρα και αισθησιακή βασίλισσα του πορνό, Άμπερ Γουέιβς στο ‘Boogie Nights’ (1997), τη συναισθηματικά εγκλωβισμένη και παραμελημένη νοικοκυρά, Κάθριν Γουίτακερ στο ‘Far From Heaven’ (2002), τη μοναχική γειτόνισσα και κρυφά ερωτευμένη με τον γκέι φίλο, Τσάρλευ στο ‘A Single Man’ (2009).

Still Alice_2

Εντούτοις, σε δύο σκηνές το σκηνοθετικό δίδυμο του ‘Still Alice’, Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ και Γουός Γουεστμόρλαντ, ξεπερνούν τη στατικότητα και το μελοδραματισμό και αποδίδουν με συγκλονιστικό τρόπο τη νοητική αστάθεια της Άλις. Στη μια από αυτές, η ανυποψίαστη (ακόμη) Άλις πραγματοποιεί το καθημερινό της τζόκινγκ στο κοντινό πάρκο. Η απρόσμενη έλλειψη προσανατολισμού, όμως, θα της θολώσει το μυαλό και οι σκηνοθέτες δράττονται της ευκαιρίας για να απομονώσουν την ηρωίδα μας από το εξωτερικό της περιβάλλον. Ο φακός σχεδόν εισέρχεται στο μυαλό της Άλις: το φόντο θαμπώνει, ο ήχος βουβαίνει, η κάμερα περιστρέφεται προσπαθώντας (εις μάτην) να εστιάσει στο ταραγμένο πρόσωπο της, ενώ η ίδια δεν μπορεί να αναπνεύσει, αδυνατεί να αναγνωρίσει το μέρος, αλλά και να καταλάβει το λόγο που βρίσκεται εκεί. Σε μια ακόμη σκηνή, όταν η μακροπρόθεσμη μνήμη της Άλις έχει αρχίσει να την προδίδει και να την εγκαταλείπει σε τακτική πλέον βάση, η Άλις, μεταξύ των θρυμματισμένων αναμνήσεων και της ατελέσφορης προσπάθειας που καταβάλλει για να θυμηθεί τα βασικά και στοιχειώδη, θα βιώσει τον απόλυτο εξευτελισμό. Οι σκηνοθέτες αντιπαραβάλλουν το αδιέξοδο εγκεφαλικό ταξίδι της Άλις με τον σπιτικό της εγκλωβισμό και το κάνουν με τρόπο ιδιαίτερα αληθοφανή, αναπόδραστο και ντροπιαστικό.

Εκεί, όμως, όπου η ταινία γίνεται κάτι παραπάνω από μια βαθιά συγκινητική ταινία είναι όταν η Άλις αποφασίζει να πάρει μέρος σε μια τιμητική εκδήλωση για όσους νοσούν από τη συγκεκριμένη ασθένεια. Η Άλις αφού οπλιστεί με θάρρος, θα ανέβει στο κεντρικό βήμα για να διαβάσει ένα κείμενο που έγραψε ειδικά για την περίσταση. Κατέβαλλε μεγάλο κόπο και νοητική προσπάθεια για να το καταφέρει και φρόντισε ώστε να μην σταθεί τίποτα εμπόδιο για να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Είναι τέτοια η πίστη και η προσήλωση που επιδεικνύει που στο τέλος το πετυχαίνει. Το χρονικό σημείο που ένα τέτοιο γεγονός λαμβάνει δράση στην ταινία είναι νευραλγικό, καθώς λίγη ώρα αργότερα, η Άλις θα χάσει κάθε νοητική και γνωστική επαφή με την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να γράψει ή να διαβάσει ξανά ένα τόσο χειμαρρώδες και ειλικρινές κείμενο. Και η Άλις το γνωρίζει αυτό, μα τώρα ορθώνει με αξιοπρέπεια το ανάστημα της. Το εμψυχωμένο κείμενο της αποτελεί ένα πανανθρώπινο, σχεδόν καταγγελτικό, μήνυμα που επιχειρεί να επιστήσει την προσοχή στο πρόσωπο όλων όσων βιώνουν μια τόσο σοβαρή και ανίατη ασθένεια. Προκειμένου, αυτοί που δεν νοσούν να μην λησμονήσουν την ταυτότητα, τον πρότερο βίο και τα χαρακτηριστικά των παθόντων, να μην λοιδορήσουν την τωρινή τους κατάσταση και να σεβαστούν τις επιθυμίες και τις ανάγκες που μπορεί ακόμη να έχουν. Γιατί για αυτούς που φέρουν τη νευροεκφυλισιτκή αυτή πάθηση, κάθε στιγμή μετράει, λίγο πριν χαθούν όλα.

Still Alice_3

Ταυτόχρονα, τ’ ότι η θανατηφόρα νόσος προσλαμβάνει μια νεότερη γυναίκα αναδεικνύει και κάτι ακόμη, πολύ πιο ανησυχητικό, που είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό. Εκτός από τους πολύπλοκους γενετικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους που συμβάλουν στην εκδήλωση της νόσου και αφορούν το 95% των περιπτώσεων, ένα 5% φέρει τη κληρονομική μονογονιδιακή μορφή της.  Η Άλις τυγχάνει να ανήκει στο απευχόμενο ποσοστό, γι’ αυτό και εμφανίζει σε τόσο νεαρή ηλικία τη νόσο. Η κληρονομικότητα του θέματος και ο κίνδυνος να εμφανίσει τη νόσο κάποιο από τα παιδιά της, εντείνει την αγωνία, πολλαπλασιάζει το πρόβλημα, αλλά παρέχει και τη δυνατότητα για να διαγνωσθεί έγκαιρα. Παρόλα αυτά, η ταινία, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και εγκαλεί για την αναγκαία εύρεση μιας θεραπευτικής λύσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, πως μόλις η ηρωίδα  μαθαίνει πως φέρει τη νόσο θα δηλώσει με σχετική απερισκεψία αλλά και δικαιολογημένη απόγνωση πως θα προτιμούσε να έχει εμφανίσει καρκίνο. Νιώθει τόσο απομονωμένη και ανυπεράσπιστη που θα κάνει μια τόσο αιρετική δήλωση, γι’ αυτήν το Αλτσχάιμερ είναι η νέα επάρατη νόσος.

Και τελικά, η ίδια η ταινία είναι ακριβώς αυτό, η προσπάθεια των σκηνοθετών να κάνουν ορατή την Άλις και να επιστήσουν την προσοχή σε όποιον βιώνει την περιθωριοποίηση, την προκατάληψη και τον χλευασμό επειδή φέρει κάποια ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια. Η προσπάθεια τους να δώσουν κινηματογραφική υπόσταση και τον απαιτούμενο σεβασμό σ’ έναν τόσο ευάλωτο χαρακτήρα, έτσι ώστε να μην νιώθουν μόνοι ή αβοήθητοι όσοι νοσούν, αλλά ούτε και στιγματισμένοι επειδή η όποια αναφορά στο πρόσωπο τους περιορίζεται σε επιστημονικά περιοδικά, αίθουσες ιατρικών διαλέξεων και πίνακες στατιστικών δεδομένων. Προηγουμένως, ο Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ, ο ένας εκ των δύο σκηνοθετών, είχε διαγνωσθεί με τη νόσο Λου Γκέρινγκ πριν αναλάβει το (συν)σκηνοθετικό αυτό, ευαίσθητο και απαιτητικό, εγχείρημα. Μια εξίσου, νευροεκφυλιστική και ακαριαία ασθένεια, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε πως δρα ακριβώς αντίστροφα σε σχέση με τη νόσο  Αλτσχάιμερ. Η Αμυοτροφική Πλάγια Σκλήρυνση επηρεάζει τη νοητική  ικανότητα να ελεγχθούν οι μύες που απαιτούνται για να κινηθούμε, να μιλήσουμε, να τραφούμε, να αναπνεύσουμε.

Still Alice_4

Επομένως, μόλις ο Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ, διάβασε το ομώνυμο μυθιστόρημα της Λίζα Τζενόβα, βρήκε έναν ενδυναμωτικό και δημιουργικό τρόπο για να βγει από τον στιγματισμό και την απομόνωση της ασθένειας. Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου έγινε στόχος ζωής και ένας θαρραλέος τρόπος για να διαχειριστεί την προοδευτική παράλυση του σώματος του. Υποστηρικτικός συνοδοιπόρος σε όλο αυτό, ο σύντροφος του και (συν)σκηνοθέτης της ταινίας, Γουός Γουεστμόρλαντ. Μαζί ανέλαβαν να πραγματώσουν την ταινία, παρόλο που οι σωματικές ικανότητες έδειχναν εξ’ αρχής να εγκαταλείπουν οριστικά τον Γκλέιτζερ. Με την πολύτιμη βοήθεια ενός iPad και ενόσω ο ίδιος ήταν καθηλωμένος σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι, ο Γκλέιτζερ και ο συνεργάτης του, κατόρθωσαν να υπερκεράσουν κάθε πρακτική δυσκολία και να ολοκληρώσουν με επιτυχία τα γυρίσματα. Τον τελευταίο χρόνο, η υγεία του Γκλέιτζερ επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, ούτε αυτό όμως στάθηκε αρκετό, από το να τον εμποδίσει να προωθήσει την ταινία του στον κόσμο.

Λίγες μέρες μετά τη χρυσή βράβευση της Τζούλιαν Μουρ στα φετινά όσκαρ, ο Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ θα πέθαινε. Η εκφυλιστική αυτή ασθένεια του είχε δημιουργήσει σοβαρότατες αναπνευστικές επιπλοκές με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να παραστεί στην τελετή απονομής. Η ίδια η Τζούλιαν Μουρ θα δήλωνε στον ιδιαίτερα συγκινητικό ευχαριστήριο λόγο της για τον ταλαιπωρημένο σκηνοθέτη, ”Όταν ο Ρίτσαρντ διαγνώσθηκε με τη νόσο Λου Γκέρινγκ, ο σύντροφος του τον ρώτησε τι θα ήθελε να κάνει. Ήθελε να ταξιδέψει; Ήθελε να δει τον κόσμο; Και αυτός είπε, πως ήθελε να κάνει ταινίες και αυτό ακριβώς έκανε.” Και αυτό, ίσως, είναι και το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα της συγκεκριμένης ταινίας. Μολονότι, δεν έχει βρεθεί ακόμη ουσιαστική λύση για τόσο σοβαρές ασθένειες, όσοι νοσούν δεν πρέπει να απελπίζονται. Δικαιούνται να έχουν την απαραίτητη αρωγή και στήριξη όχι μόνο για να αντιμετωπίσουν την οποιαδήποτε έκφυλη ασθένεια αλλά και για να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες και τους στόχους που είχαν και εξακολουθούν να έχουν, ακόμη κι αν γνωρίζουν πως ενδέχεται να μην καταφέρουν να φτάσουν μέχρι τέλους. Και κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται συναισθηματικό εκβιασμό για να το αποτυπώσεις παρά να επιτρέψεις στην αλήθεια του νοσούντα ανθρώπου ή του αντίστοιχου κινηματογραφικού χαρακτήρα να μιλήσει από μόνη της. Είναι τέτοια η δύναμη του κατεπείγοντος που δε χρειάζεται καμία υποσημείωση.

Share