Ισοτιμοι Πολιτες, Δικαιωμα στην Ιθαγενεια
Στην 6η απονομή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η Ξενία του Πάνου Χ. Κούτρα θα έφευγε θριαμβεύτρια από την τελετή, κατακτώντας 6 συνολικά βραβεία. Ανάμεσα σε αυτά, τα 3 από τα πιο σημαντικά βραβεία της βραδιάς (για το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την καλύτερη ταινία). Σε μια, όχι και τόσο, αυτονόητη κίνηση, ο Κούτρας θα ανέβαινε στη σκηνή, όχι για να παραλάβει κάποιο από τα τρία (προαναφερθέντα) βασικά βραβεία που θα κέρδιζε, προσωπικά και ο ίδιος, αλλά για να δηλώσει με ευσυνείδητο και αφοπλιστικό τρόπο, πως δεν επρόκειτο να παραλάβει τις (τιμητικές κατά τ’ άλλα) βραβεύσεις, τη στιγμή που δεν έχει κατατεθεί ακόμη στη Βουλή, το περιβόητο και πολυσυζητημένο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια των παιδιών δεύτερης γενιάς. Κίνηση ανθρώπινη, στάση βαθιά πολιτική.
Προηγουμένως, ο Πάνος Χ. Κούτρας, είχε φροντίσει να διατυπώσει με θάρρος, τόσο μέσα από το καλλιτεχνικά ιδιόρρυθμο μα πανανθρώπινο έργο του (Αληθινή Ζωή, Στρέλλα, Ξενία) όσο και με τη διαχυτική του παρουσία σε κοινωνικές εκδηλώσεις, επίσημες παρουσιάσεις ή συνεντεύξεις επί παντός επιστητού, τον αληθινά αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό τρόπο σκέψης και προβληματισμού. Είναι, όμως, η Ξενία που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μίλησε ξεκάθαρα και δίκαια για ένα πρόβλημα που απασχολεί χιλιάδες συνανθρώπους μας, ενώ η τοποθέτηση δύο ανθρώπων (Νίκος Γκέλια και Κώστας Νικούλι) που είναι και οι ίδιοι μετανάστες δεύτερης γενιάς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, έδωσε αέρα αληθοφάνειας. Κυρίως, ο 23χρονος Νίκος Γκέλια, μολονότι βρίσκεται από τα έξι του χρόνια στην Ελλάδα και έχει μεγαλώσει εδώ, έχει βιώσει από πρώτο χέρι τη διάκριση και το ρατσισμό, μέσα από τη χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία της ετήσιας ανανέωσης της άδειας παραμονής.
Στη ‘Ξενία’, του Πάνου Χ. Κούτρα, μέσα από ένα περιπετειώδες μα ταυτόχρονα διεισδυτικό οδοιπορικό, που ξεκινάει από την Κρήτη για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη και περιλαμβάνει σαν ενδιάμεσους σταθμούς την Αθήνα, τη Λάρισα και την Κοζάνη, ο Όντυ, ο Ντάνυ και ένα φανταστικό κουνέλι θα βιώσουν με συγκινητικό τρόπο πως είναι να μεγαλώνεις, νιώθοντας διαρκώς παρείσακτος και απομονωμένος, σε μια χώρα που όχι μόνο δεν σε αποδέχεται ή σε περιφρονά αλλά σε εκμεταλλεύεται και σε εκφοβίζει. Ο κίνδυνος της άμεσης απέλασης, της φασιστικής επίθεσης, του κοινωνικού στιγματισμού βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο, αλλά ο Πάνος Χ. Κούτρας που διαθέτει και τεράστια καρδιά, χωρίς να αποπολιτικοποιήσει τη κατευθυντήρια σεναριακή οδό, φροντίζει να την εμπλουτίσει με μερικές, απολαυστικές μουσικοχορευτικές στιγμές και αισθαντικές ή χιουμοριστικές, σουρεαλιστικές καταστάσεις.
Τα δύο αδέρφια, δεν θα σταματήσουν να ελπίζουν και να ονειρεύονται, όσο προσπαθούν και υπάρχει η πιθανότητα να συναντήσουν στο δρόμο την πολυαγαπημένη, σχεδόν μυθική, Ιταλίδα τραγουδίστρια, Πάτι Μπράβο. Έχοντας ο ένας τον άλλον, θα ενηλικιωθούν και θα φτάσουν στον προορισμό τους, μόνο και μόνο, για να συνειδητοποιήσουν πως βρίσκονται σε μια χώρα που έχει από καιρό χάσει την ταυτότητα και τον προσανατολισμό της, πόσο δε μάλλον να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα δικά τους, αναμφισβήτητα δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, ο Όντυ και ο Ντάνυ, θα αγκαλιάσουν αυτή την τόσο ξενοφοβική χώρα και θα της δείξουν αγάπη και κατανόηση, περισσότερο από όσο της δείχνουν οι κοινωνικώς αποδεκτοί και πολιτικά αναγνωρισμένοι κάτοικοι της, περισσότερο από όσο πραγματικά της αναλογεί.
Η κινηματογραφική ‘Ξενία’, δε θα μπορούσε να αναδείξει καλύτερα και εκφραστικότερα, το δικαίωμα στην ισότητα και στη διαφορετικότητα, αλλά και να αποτελέσει το καλλιτεχνικό ερέθισμα (και όχι άλλοθι) για την επάλειψη κάθε λογής διακρίσεων. Υπάρχει μια σημαντική οργάνωση, όμως, που δρα καταλυτικά και μάχεται καθημερινά για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Η οργάνωση αυτή, έχει την αντιπροσωπευτική ονομασία, ‘Generation 2.0 for Rights, Equality and Diversity’ (Generation 2.0 RED) και εκπροσωπεί ακριβώς αυτή, την παραμελημένη ή/και χειμαζόμενη (δεύτερη) γενιά νέων ανθρώπων, που ενώ γεννήθηκε ή/και μεγάλωσε στην Ελλάδα, στερείται βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Περίπου, 200.000 παιδιά, επειδή φέρουν ξένη καταγωγή ή περιοχή γέννησης, παραμένουν επιδεικτικά και κάτω από το αδιάφορο βλέμμα της κοινωνίας, στο περιθώριο των εξελίξεων. Αντιμετωπίζονται, λόγω χρώματος και καταγωγής, σαν ξένα ενώ δεν είναι.
Πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία, διδάσκονται την ελληνική ιστορία, μαθαίνουν άπταιστα ελληνικά, υψώνουν με υπερηφάνεια την ελληνική σημαία, φοιτούν όπως και διαπρέπουν σε ελληνικά πανεπιστήμια. Πέρα από κάθε δήλωση και απόδειξη εθνικών φρονημάτων, το σημαντικότερο απ’ όλα είναι πως, ερωτεύονται, διασκεδάζουν, ονειρεύονται και αγωνιούν, όπως ακριβώς το πράττει ο κάθε ένας από εμάς. Αυτά τα παιδιά, δεν είναι λιγότερο Έλληνες σε σχέση με εμάς, όπως και εμείς, δεν είμαστε περισσότερο Έλληνες σε σχέση με αυτά. Κι όμως, τα παιδιά αυτά, δεν έχουν ταυτότητα, άδεια διαμονής, νομικά δικαιώματα, δικαίωμα ψήφου, πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Τα παιδιά δεύτερης γενιάς, δεν αντιμετωπίζονται δίκαια, δεν εντάσσονται φυσιολογικά και κινδυνεύουν με το να ζουν απροστάτευτα και αόρατα στο περιθώριο. Για αυτή την τόσο θλιβερή κατάσταση ευθύνη φέρουμε όλοι όσοι θέλουμε να αποκαλούμαστε Έλληνες αλλά τολμούμε να αποσιωπούμε και να αδιαφορούμε μπροστά σε αυτόν, τον τόσο κοντόφθαλμο και παράλογο αποκλεισμό. Λες και υπάρχει κάτι, πέρα από μια λανθασμένη και φανατισμένη αντίληψη, που λέει πως μόνο εμείς μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δικαιώματα που κάποιοι άλλοι φρόντισαν να μας κληροδοτήσουν.
Και τώρα, η ‘Generation 2.0’, πέρα από άλλες (εξίσου σημαντικές), παράλληλες δράσεις (συζητήσεις, συνεργασίες, πορείες, συναυλίες, ραδιόφωνο) προσπαθεί να συγκεντρώσει 20.000 υπογραφές (έχει ήδη συγκεντρώσει κάτι παραπάνω από τις μισές) στην επίσημη ιστοσελίδα της (http://www.ithageneia.org/el). Με αυτή τη διαδικτυακή κινητοποίηση – καμπάνια, επιχειρείται να γίνει γνωστό και στην Ευρώπη (εκεί όπου υπάρχουν απαράβατες συμβάσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών), το δυσεπίλυτο πρόβλημα της απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, έτσι ώστε, η ελληνική κυβέρνηση να αποκτήσει άλλον έναν ισχυρό μοχλό πίεσης προς τη σωστή κατεύθυνση, την αποκατάσταση δηλαδή, μιας χρόνιας και απροκάλυπτης κοινωνικής αδικίας. Επιπροσθέτως, μέσα από τη συμμετοχική αυτή διαδικασία, ευαισθητοποιείται και ενεργοποιείται ως ένα βαθμό, και η αδρανοποιημένη κοινή γνώμη. Υπενθυμίζεται, πως στις πιο πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η τυπική αναγνώριση ενός παιδιού, με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, θεωρείται δεδομένη.
Εκτός κι αν, η ευαίσθητη και μαχόμενη με την ιδιότητα της νομικού, σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (φυλακισμένων, τοξικοεξαρτημένων, μεταναστών, κοινωνικά αδύναμων), νυν αναπληρώτρια υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής, κ. Αναστασία Χριστοδουλοπούλου, επιληφθεί επί του παρόντος της εκκρεμούς κατάστασης και καταφέρει να περάσει στη Βουλή το επίμαχο νομοσχέδιο. Η αξιοσέβαστη κ. Τασία, έχει δηλώσει επανειλημμένως πως δηλώνει αποφασισμένη και αισιόδοξη, όχι μόνο η ίδια αλλά και ολόκληρη η κυβέρνηση, για την αποκατάσταση της κοινωνικής ανισότητας και της κάλυψης του θεσμικού κενού. Και όπως, θα δήλωνε χαρακτηριστικά, σε συνέντευξη που παραχώρησε η ίδια στην εφημερίδα ‘Καθημερινή’, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ”Η πρόθεση είναι να πάρουν ιθαγένεια τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ ή σπουδάζουν εδώ. Σχεδιάζεται να υπάρχει διπλή πρόβλεψη γέννησης και φοίτησης λίγων χρόνων σε ελληνικό σχολείο, ώστε να πληρούνται οι όροι της κοινωνικής ένταξης. Το να έχει πάει ένα παιδί σε ελληνικό σχολείο εξασφαλίζει ότι και οι γονείς του είναι κάποια χρόνια εδώ, γιατί η κοινωνική ένταξη ενός παιδιού αρχικά εξασφαλίζεται μέσω της οικογένειάς του. Τα παιδιά αφού φοιτήσουν σε ελληνικό σχολείο θα παίρνουν την ιθαγένεια αναδρομικά”.
Σε άλλο σημείο της ίδιας συνέντευξης, η κ. Χριστοδουλοπούλου, θα επισήμανε πως στην τελική διατύπωση, δεν θα ληφθεί υπόψη, μόνο το νομοσχέδιο που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, αλλά και το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, καθώς επίσης και η απόφαση του ΣτΕ, προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα να κριθεί (ξανά) με οποιοδήποτε τρόπο, αντισυνταγματική, παρεμφερής νομοθετική πρωτοβουλία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 2013, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα δημοσίευε σε δημόσια συνεδρίαση την απόφαση της, που έκρινε αντισυνταγματικές, τις προοδευτικές διατάξεις του νόμου Ραγκούση για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας και τη ψήφο των αλλοδαπών. Με αυτό τον τρόπο, το ΣτΕ, δικαίωνε την προσφυγή κατά του νόμου από τον κ. Ιωάννη Ανδριόπουλο. Το 2010, ο εν λόγω κύριος, διαθέτοντας την ιδιότητα του δικηγόρου, προσέφυγε στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωση της υπουργικής απόφασης που αφορούσε τα δικαιολογητικά που θα πρέπει να προσκομίσει κάποιος για να κάνει δήλωση και αίτηση εγγραφής στο Δημοτολόγιο, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, αλλά και της εγκυκλίου που αφορούσε την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι από τους ομογενείς ή τους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης.
Με μια ακυρωτική απόφαση που φλέρταρε με τα ακροδεξιά ιδανικά, το ΣτΕ, εκτός του ότι απαρνιόταν τη θετική προοπτική για απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε μελλοντικούς αιτούντες, ακύρωνε και οποιαδήποτε αναγνώριση είχε συντελεστεί ή δρομολογηθεί από το 2010. Χωρίς επαρκή δικαιολογία, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, επέστρεφαν και πάλι στην ανασφάλεια, την απομόνωση ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ η χώρα πραγματοποιούσε άλλη μια επικίνδυνη βουτιά στο φοβικό και συντηρητικό της κενό. Χωρίς να χάσει την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, ο τέως Πρωθυπουργός, κ. Αντώνης Σαμαράς, ζήτησε από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, κ. Χαράλαμπο Αθανασίου (που λίγους μήνες μετά θα διαδεχόταν τον κ. Αντώνη Ρουπακιά στο υπουργείο Δικαιοσύνης), να διαμορφώσει και να προωθήσει ένα καινούργιο σχέδιο νόμου που θα είναι ικανό να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαράδεκτες υποδείξεις – συστάσεις, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προηγουμένως, είχε φροντίσει να παγώσει οποιαδήποτε εφαρμογή του νομοσχεδίου μέχρι να δημοσιοποιηθεί η επίμαχη απόφαση, ενώ ταυτόχρονα είχε δεσμευτεί και προσωπικά, στην προεκλογική περίοδο του 2012, για την κατάργηση του νόμου Ραγκούση, μιλώντας με απαξιωτικό και συκοφαντικό τρόπο όχι μόνο για το νομοσχέδιο, αλλά και για τους χιλιάδες, λαθραίους και επικίνδυνους – όπως ανεξαιρέτως τους χαρακτήριζε – μετανάστες.
Η ρατσιστική μανία του κ. Αντώνη Σαμαρά, επιχειρούσε να προσεγγίσει ψηφοθηρικά, τα πιο ξενοφοβικά και λαϊκίστικα αντανακλαστικά των Ελλήνων. Εκείνων, που αμέσως μετά τις επαναληπτικές εκλογές, έδειξαν πως είχαν προσφύγει (οριστικά;) σ’ ένα απροκάλυπτα ακροδεξιό και φασιστικό, πολιτικό κόμμα. Η μεταναστευτική φρενίτιδα για τον κ. Σαμαρά δεν θα είχε τέλος, θα ήταν τέτοια που θα εγκαινίαζε μια ντροπιαστική επιχείρηση ‘σκούπα’ με την προκλητική ονομασία ‘Ξένιος Ζευς’, και θα έστελνε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δεν τηρούν ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες διαβίωσης ή υγιεινής, χιλιάδες μετανάστες. Χωρίς να έχουν διαπράξει το παραμικρό ποινικό αδίκημα, εκτός και αν θεωρηθεί ως τέτοιο η παράνομη είσοδος τους σε αυτή τη χώρα, φυλακίστηκαν αδιακρίτως. Ακόμη και αυτοί που προέρχονταν από έκρυθμες περιοχές ή εμπόλεμες ζώνες που αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να είναι σε θέση να διεκδικήσουν και να εξασφαλίσουν το αυτονόητο, την προστασία ενός πολιτικού ασύλου. Μεταξύ των φυλακισμένων μεταναστών και προσφύγων, υπήρχαν και αρκετά, ταλαιπωρημένα, ανήλικα παιδιά. Με ένα ιδιαίτερα απάνθρωπο τρόπο, η ελληνική πλευρά, έστελνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα , μη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγκάλιαζε αυτά, όπως και τα προηγούμενα (μερικώς ενταγμένα) παιδιά, με μια αφιλόξενη και εκδικητική καρδιά.
Γι’ αυτό και τώρα, που μια διαφορετική κυβέρνηση (αριστερή επί της ουσίας), βρίσκεται στον πρωθυπουργικό θώκο, με άλλες αντιλήψεις (προοδευτικές), όπως και άλλα ιδανικά (πανανθρώπινα), κρίνεται επιβεβλημένο και απαραίτητο να αναθεωρηθεί επί της αρχής ολόκληρη η μεταναστευτική πολιτική. Είναι ευκαιρία να ιδωθεί μέσα από ένα ενταξιακό πλαίσιο, που θα σέβεται και θα αναγνωρίζει τα δικαιώματα όλων, ανεξαρτήτου χρώματος, προέλευσης, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού και πεποιθήσεως. Μέσα σ’ αυτή τη δομή, περίκλειστοι χώροι και ασφυκτικοί, απάνθρωποι τρόποι κράτησης, όπως αυτοί που μας είχαν συνηθίσει οι προηγούμενοι κυβερνόντες, δεν έχουν καμία απολύτως θέση εδώ. Τουναντίον, χρειάζονται ορθάνοιχτοι, ειδικά διαμορφωμένοι και εξοπλισμένοι, μεταβατικοί σταθμοί, που με την αμέριστη βοήθεια και υποστήριξη εξειδικευμένου προσωπικού θα λειτουργούν ως χώροι πραγματικής φιλοξενίας, φροντίδας, προστασίας και ενσωμάτωσης.
Και προπαντός, οι νεότεροι άνθρωποι, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς (όσοι έχουν γεννηθεί ή/και μεγαλώσει εδώ) να μην κρίνονται με τόσο απαιτητικό και άκαμπτο τρόπο από τα αρμόδια υπουργεία, την ολομέλεια ενός δικαστηρίου ή την μυωπική αντίληψη ενός κόσμου που δεν μιλάει (ή γράφει) σωστά ελληνικά, δεν γνωρίζει την ιστορία (ή τη γεωγραφία) του τόπου, ούτε αγαπάει (ή σέβεται) τους συνανθρώπους, τους θεσμούς και το περιβάλλον. Αλλά την ίδια στιγμή, μπορεί να απολαμβάνει, απρόσκοπτα και καταχρηστικά, τα μοναδικά προνόμια – ωφελήματα της ελληνικής ιθαγένειας. Επομένως, μια καμπάνια, όπως αυτή που πραγματοποιεί η οργάνωση, ‘Generation 2.0 for Rights, Equality and Diversity’, έρχεται τη στιγμή που ένα αριστερό κόμμα έχει αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ελλάδας και επιδιώκει να πετύχει, όχι το ακατόρθωτο αλλά το αυτονόητο. Στη χώρα που έχει από καιρό απολέσει κάθε αίσθηση του μέτρου και κάθε ανθρώπινη αξία ή ιδανικό, να δώσει το παραβιασμένο δικαίωμα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας σε παιδιά που αισθάνονται, αν μη τι άλλο Έλληνες.
Ελπίζω μονάχα, όταν θα κατατεθεί το πολυαναμενόμενο και πολυσυζητημένο νομοσχέδιο στη Βουλή, να παραβλεφθεί η ανασταλτική πρόταση της προηγούμενης κυβέρνησης, που όριζε ως προθεσμία τα 2 έτη για τους ενήλικους αλλοδαπούς από τη στιγμή που θα τεθεί ο νόμος σε ισχύ. Είναι γνωστό πως, χιλιάδες από τα παιδιά έχουν ενηλικιωθεί από καιρό, και αναμένουν εναγωνίως, όχι μόνο τη ψήφιση και μελλοντική εφαρμογή ενός τέτοιου νόμου, αλλά και την άμεση χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε αυτούς. Παράλληλα, χρειάζεται προσοχή, ώστε να μην αφήσουν παραπονεμένο ή αποκλεισμένο κανένα από τα 200.000 περίπου παιδιά, έτσι όπως αυτά έχουν υπολογιστεί από το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών. Όπως επίσης, να μελετηθούν και να ελεγχθούν ενδελεχώς, όλα εκείνα τα νομικά κενά και οι θεσμικές ασάφειες που οδήγησαν στην αντισυνταγματικότητα του προηγούμενου, ώστε να εξασφαλιστεί πως, ουδείς θερμοκέφαλος δεν πρόκειται να κατακρημνίσει ξανά, το μέλλον αυτών ή των επόμενων παιδιών. Το σχέδιο που θα κατατεθεί οφείλει να είναι ξεκάθαρο, διευρυμένο και προσαρμοστικό. Μαζί μ’ ένα ακόμη πιο ισχυρό αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, να είναι σε θέση, όχι μόνο να αναγνωρίσει αλλά και να προστατέψει αυτά τα παιδιά. Να τα καθοδηγήσει από το αόρατο περιθώριο στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας και να τους μεταδώσει, όχι μόνο το αίσθημα του ανήκειν, αλλά και τη γενναιοδωρία του μοιράζομαι.