Ο βυσσινοκηπος
Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπίσεις ένα έργο τόσο κλασικό όσο είναι ο ‘Βυσσινόκηπος’, το κύκνειο θεατρικό άσμα (1903) του κορυφαίου Ρώσου, δραματουργού και συγγραφέα, Αντόν Τσέχοφ; Πώς μεταφέρεις στο θεατρικό σανίδι το διαχρονικό πνεύμα ενός ανυπέρβλητου έργου που αποτελεί ορόσημο και σημείο αναφοράς της παγκόσμιας δραματουργίας χωρίς να συμπεριφερθείς υπεραπλουστευτικά ή καταχρηστικά; Μέχρι ποιο δημιουργικό βαθμό μπορεί να παρέμβει ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, έτσι ώστε να μην αλλοιωθεί όχι μόνο ο θεματικός, αλλά και ο αισθητικός πυρήνας, ενός τέτοιου έργου; Πώς αποφορτίζεις τον βαρυσήμαντο χαρακτήρα και τον αναχρονιστικό κλασικισμό που μπορεί να εμπεριέχει αυτό, χωρίς να παρεκκλίνει από το κληροδοτούμενο πλαίσιο (η πώληση του πολυπόθητου κτήματος, η έλευση της αστικής τάξης, η αποχώρηση της φεουδαρχίας) που αυτό διαδραματίζεται; Αυτά και άλλα πολλά, αναμενόμενα και αντικρουόμενα ερωτήματα, ταλάνιζαν τις σκέψεις μου μετά το πέρας μιας ακόμη (φιλότιμης θα αποτιμούσα) θεατρικής αναβίωσης του ‘Βυσσινόκηπου’ από τον Νίκο Καραθάνο, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Οι απαντήσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε αντίστοιχο ανέβασμα έργου, δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται πιο μακριά και να υπάγονται στη σφαίρα ενός υποκειμενικού αισθητισμού και μιας ευμετάβλητης αντίληψης που δεν έχει να κάνει μόνο με την θεατρική εξοικείωση με το εκάστοτε κλασικό έργο, αλλά και με την προσωπική επιθυμία ή όχι (του δέκτη – θεατή και του πομπού- δημιουργού) για μια σύγχρονη αναπροσαρμογή. Η κεντρική σκηνή μπορεί να μην θύμιζε σε τίποτα το όμορφο κτήμα με τις ολάνθιστες βυσσινιές που δίδεται σχεδόν αγόγγυστα για αντιπαροχή προκειμένου να ‘αποφευχθεί’ η ήδη δρομολογημένη χρεωκοπία (ηθική και οικονομική) της παλιάς τάξης, διέθετε όμως, αρκετές ευφάνταστες στιγμές που παρέπεμπαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε αυτό (οι καρποί που τρώνε με λαχτάρα γύρω από ένα τραπέζι, τα μαρούλια που συνθλίβονται, σκορπίζονται και κατακλύζουν τη σκηνή λίγο πριν πουληθεί και χαθεί για πάντα αυτό). Κυρίως, όμως, υπήρχε το πνεύμα το έργου, το οποίο μολονότι σε αρκετά σημεία επισκιαζόταν από κάποιες ασύνδετες, υπερβολικές και αποπροσανατολιστικές δημιουργικές επιλογές, τελικά κατάφερνε να βγει σχεδόν αλώβητο στην επιφάνεια και να κοινωνήσει το διαχρονικό μήνυμα του Τσέχοφ σε μια νεότερη γενιά.
Ένας ‘Βυσσινόκηπος’, τραγελαφικό παράδοξο, που όπως επιθυμούσε και ο συγγραφέας του (πριν από τη υπερβολική δραματοποίηση του από τον Στανισλάφσκι) πιο πολύ φλέρταρε με την κωμωδία και τη φάρσα παρά με το δράμα και το στόμφο. Μια τέτοια αντιμετώπιση, απ’ όσο είδαμε και στην παράσταση, ήταν σκηνοθετικά και ερμηνευτικά απελευθερωτική. Σε τέτοιο σουρεαλιστικό βαθμό μάλιστα, ώστε να συμμετέχουν στα της σκηνής δρώμενα και να τα σχολιάζουν, ο καθένας με τον δικό του παράδοξο τρόπο, τρεις άλαλοι και διακριτικοί, Μίκυ Μάους (Άγγελος Παπαδημητρίου, Γιώργος Μπινιάρης, Αναστασία Κονίδη), ένας στις σωστές του, υπερμεγέθεις διαστάσεις, ευσυνείδητος ελέφαντας, ο αξιαγάπητος 87χρονος υπηρέτης Φιρς, ερμηνευμένος από τη μεταμορφωμένη Δάφνη Πατακιά, δύο εγκυμονούσες ηθοποιοί να επιδεικνύουν σε μια στιγμή ειλικρίνειας την προχωρημένη εγκυμοσύνη τους (Γαλήνη Χατζηπασχάλη και Έμιλυ Κολιανδρή) και ένας απόλυτα παρεμβατικός χαρακτήρας, αυτός της γκουβερνάντας, Σαρλότα Ιβάνοβνα. Ο Νίκος Καραθάνος δεν θα δίσταζε να δώσει το συγκεκριμένο ρόλο στην αθυρόστομη, Λένα Κιτσοπούλου και να αντιπαραβάλει με αυτή την επιλογή, το καυστικό και παραληρηματικό, ετερόκλητο ύφος της Κιτσοπούλου με την κλασικότητα και τη σοβαρότητα που υποτίθεται πως φέρει ο λόγος του ‘Βυσσινόκηπου’.
Όλοι οι χαρακτήρες που απαρτίζουν τον ‘Βυσσινόκηπο’ του Καραθάνου, αργά ή γρήγορα, θα παρεκτραπούν και θα συμπεριφερθούν με εξίσου αλλοπρόσαλλο τρόπο. Ο σκηνοθέτης αποφορτίζει το ‘δράμα’ τους με χιουμοριστικές βινιέτες (κάνουν γυμναστικές επιδείξεις), ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει την αβάσταχτη ελαφρότητα που τους έχει κυριεύσει (μιλούν ακατάληπτα και αυτοαναφορικά), την έκπτωση των ηθικών αξιών και την ανικανότητα τους να διαχειριστούν τα πάθη ή τις αδυναμίες (φλερτάρουν και διασκεδάζουν χωρίς φειδώ) και να αντιμετωπίσουν μια κρίση όπως αυτή που τους παρουσιάζεται με αποφασιστικότητα και σοβαρότητα. Είναι τόσο ανήμποροι και συνεπαρμένοι από την αλαζονεία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που μέχρι να έρθει η στιγμή της πώλησης του πολυπόθητου κτήματος και της αγοράς του από τον Λοπάχιν (τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης) αρχικά όλοι μαζί και στη συνέχεια κατά μονάς, θα επιδοθούν σε ένα ακατάπαυστο, επιληπτικό χορό, από τον οποίο φαντάζει σχεδόν απίθανο να αποδράσουν, πόσο μάλλον από τα νέα κοινωνικά δεδομένα που τους παρουσιάζονται. Ο Καραθάνος, συλλαμβάνει το πνεύμα του Τσέχοφ και αποδίδει την ανθρώπινη ανοησία – αδιαφορία με διασκεδαστικούς όρους (γέλιο, τραγούδι, χορός). Μόνο που απ’ ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό, το παρακάνει με τις αισθητικές του επιλογές.
Η χρήση μαγνητοφωνημένων ομιλιών (τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της παράστασης), τα τραγουδιστικά διαλείμματα και οι νευρικοί χοροί, η υπερκινητικότητα και η φλυαρία, δεν λειτουργούν πάντα, ούτε υποκαθιστούν την αναγκαιότητα να εισακουστεί ο λόγος του πρωταρχικού κειμένου, με αβίαστο και καθαρό τρόπο. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο χαρακτήρας της Σαρλότα Ιβάνοβνα. Ενώ κατά την πρώτη της είσοδο με τον ελέφαντα, αιφνιδιάζει και συμπαρασύρει το κοινό στα μαγικά της κελεύσματα, στη συνέχεια παρατηρείται μια καταχρηστική χρήση του λόγου και της εικόνας της, που κορυφώνεται με το ισοπεδωτικό ιδίωμα της Κιτσοπούλου που αποπροσανατολίζει παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε τους θεατές. Η συναισθηματική απεμπλοκή από το ‘δράμα’ των τσεχοφικών χαρακτήρων μπορεί να επιτυγχάνεται ικανοποιητικά, όμως, αυτό γίνεται χάρη στην προσθήκη ανάλαφρων στιγμιότυπων και περιστατικών που παραπέμπουν σε θέατρο του παραλόγου (το σοφό λογύδριο του ελέφαντα, το τραγούδι του Χρήστου Λούλη, ο γεροντίστικος τρόπος ομιλίας του Γιάννη Κότσυφα, το σαγηνευτικό στριπτίζ του Μιχάλη Σαράντη). Συγχρόνως, μπορεί ο σκηνοθέτης, να είχε την καλή διάθεση και επιθυμία να μας γυρίσει στη παιδική μας ηλικία (γι’ αυτό και η χρήση του Μίκυ Μάους), κάτι τέτοιο όμως, δεν προσέφερε τίποτα παραπάνω στην πλοκή και ούτε τελικά πέτυχε τον επιθυμητό σκοπό.
Οι κωμικοτραγικοί ήρωες του Τσέχοφ, όπως και ένα κοινό, χειμαζόμενο από τη σύγχρονη κρίση, δεν χρειάζονται μια μάταιη επιστροφή στην ασφαλή αθωότητα της παιδικής ηλικίας για να συνειδητοποιήσουν πόσο αφελείς και απερίσκεπτοι μπορεί να είναι. Τα αρνητικά επιτεύγματα μιας ευκατάστατης τάξης θα βρίσκονται πάντα εκεί για να τους υπενθυμίζουν τις ευθύνες που φέρουν για έναν τόσο ανεξέλεγκτο, καταστροφικό μαρασμό. Οι ήρωές μας δεν συνειδητοποιούν πόσο αναλώσιμοι και αβοήθητοι είναι μπροστά στις κατακλυσμιαίες κοινωνικές αλλαγές που έρχονται. Τις αισθάνονται, αλλά συνεπαρμένοι και κακομαθημένοι καθώς είναι, δεν μπορούν να αντιδράσουν. Επιλέγουν να γευτούν για τελευταία φορά τις χαρές και τους γευστικούς καρπούς που τους προσφέρει αυτός ο τόσο πλούσιος κήπος και να υπομείνουν με προκλητική παθητικότητα το αναπόφευκτο της μοίρας τους από το να επιχειρήσουν να προστατέψουν τον κήπο. Είναι τόσο τυφλά ερωτευμένοι με τον εαυτό τους και τόσο εμμονοληπτικά προσκολλημένοι με την ιδέα του κήπου που όχι μόνο δεν μπορούν να τον διαφυλάξουν, αλλά ούτε και να δουν τι πραγματικά συμβαίνει πέρα από αυτόν. Και αυτήν ακριβώς τη συνθήκη του έργου είναι που πετυχαίνει να διαφυλάξει στο ακέραιο και να παρουσιάσει μέσα από ένα ελεύθερο και πιο σύγχρονο ανέβασμα, ο Νίκος Καραθάνος.
Η Λουμπιόφ Ρανιέβσκαγια (Γαλήνη Χατζηπασχαλή), η κόρη της Άνια (Λυδία Φωτοπούλου), και οι υπόλοιποι χαρακτήρες θα ανταμώσουν, μετά από καιρό, στο υποθηκευμένο σπίτι. Η χαρά και ο ενθουσιασμός θα είναι έκδηλος για τη συνεύρεση αυτή. Η σκηνή απεικονίζεται με φυσική εγκαρδιότητα και ομορφιά από τον Καραθάνο και τους ηθοποιούς. Όλοι μαζί, θα αγκαλιαστούν, θα φιληθούν και θα αποτελέσουν ένα θορυβώδες και συμπαγές μπουλούκι. Μέχρι το τέλος, όμως, αυτός ο φαινομενικά ομογενοποιημένος, ανθρώπινος όγκος θα έχει διασπαστεί. Οι επιμέρους, άνισες σκηνές, που θα έχει ο κάθε χαρακτήρας πάνω στο σανίδι, θα είναι αρκετές για να πιστοποιήσουν το γλυκόπικρο τέλος μιας ανώφελης εποχής και το ξεκίνημα μιας περισσότερο ισοπεδωτικής και επικίνδυνης. Ο εκτονωτικός μαξιλαροπόλεμος (άλλη μια παιδική και ανώριμη αναφορά) δεν θα σκορπίσει απλά τους ήρωες προς πάσα κατεύθυνση, θα τους απογυμνώσει κιόλας. Αυτοί θα παραμείνουν κενοί και απροστάτευτοι στη σκηνή, αγκαλιά με τον εαυτό τους ή με κάποιο μαξιλάρι, για να αποχαιρετήσουν με τον δικό τους παράδοξο τρόπο, έναν κήπο που μολονότι αντιμετωπίστηκε με εξιδανικευμένους όρους, στάθηκε ανώτερος από τον εκφυλισμό των δικών τους ανοικονόμητων παθών. Για λίγο το εκτυφλωτικό φως θα κατακλύσει τη σκηνή, θα εισχωρήσει στο ολάνθιστο κτήμα και θα λυτρώσει τις ψυχές τους, είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή, που όλοι αποχωρούν έχοντας συνειδητοποιήσει πως όλα όσα πρέσβευαν χάνονται μαζί με αυτό τον εξαγορασμένο κήπο.
Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης λειτουργούν εξαιρετικά στις σκηνές που συναθροίζονται πιστοποιώντας το καλό, ομαδικό, πνεύμα των προβών και την κοινή πίστη στη σκηνοθετική προσέγγιση του Καραθάνου. Στις μεμονωμένες ερμηνείες, αυτή που ξεχωρίζει, δεν είναι άλλη από την Γαλήνη Χατζηπασχαλή. Η Λουμπλιόφ της είναι ακριβώς εκείνο το υπερφίαλο πλάσμα που όχι μόνο δεν αποδέχεται την πραγματικότητα, αλλά διαρκώς εφευρίσκει και τρόπους για να την καθυστερήσει ή αποποιηθεί (αποχαιρετιστήριος χορός). Η Γαλήνη είναι απολαυστική, και σε πολλά σημεία οι αψυχολόγητες πράξεις (γυμναστικές επιδείξεις) και ο εύθυμος τρόπος με τον οποίο λέει τα λόγια της, προκαλούν το γέλιο. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ξεχωρίζω, τη Λυδία Φωτοπούλου στον τρυφερό ρόλο της 17χρονης κόρης, Άνια, μιας και καταφέρνει να βγάλει πάνω στη σκηνή τη μητρική ανασφάλεια του χαρακτήρα της, την Έμιλυ Κολιανδρή που υποδύεται με αισθαντικό τρόπο την ονειροπαρμένη καμαριέρα, Ντουνιάσσα, τον Άγγελο Τριανταφύλλου που ερμηνεύει με σθεναρό τρόπο τον ιδεαλιστή, πάμφτωχο, αιώνιο φοιτητή, Τροφίμωφ, και τον ίδιο τον Καραθάνο, στο ρόλο του πονηρού εμπόρου, Λοπάχιν, που θα βρει τον τρόπο για να αποκαταστήσει το ασήμαντο όνομα του.
Όσον αφορά τα τεχνικά ζητήματα, στο σκηνογραφικό κομμάτι η πανταχού παρούσα, Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, δημιουργεί άλλο ένα αξιομνημόνευτο σκηνικό που αυτή τη φορά αγγίζει τις παρυφές του μνημειώδους. Το απογυμνωμένο σκηνικό που επιμελήθηκε μαζί με τους ικανούς της συνεργάτες (Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Λάμπρου, Δάφνη Ηλιοπούλου), είναι τεραστίων διαστάσεων, ενώ οι καμπυλωτές, περιμετρικές επιφάνειες που συγκλίνουν στην κορυφή, δημιουργούν ένα χώρο που αγκαλιάζει και σχεδόν καταπίνει τους ήρωες του έργου. Η σκηνογράφος, σοφά επέλεξε να μη δείξει τον κήπο, έχω όμως την εντύπωση πως το σκηνικό θα μπορούσε να είναι μικρότερο και ενδεχομένως πιο λειτουργικό. Ο τρόπος, πάντως, που φωτίζεται από τον Νίκο Βλασόπουλο, τόσο από τα παράθυρα όσο και από την ανοιχτή του πρόσοψη δημιουργεί ενδιαφέροντες φωτοσκιάσεις. Στο ενδυματολογικό τμήμα που ανήκει και αυτό στην Παπαγεωργακοπούλου, οι επιλογές είναι εξαιρετικές, καθώς η ενδυματολόγος ενώ ντύνει τους χαρακτήρες με ρούχα που παραπέμπουν σε μια πιο παλιά εποχή το πράττει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί το συντηρητικό και το παρωχημένο, αλλά και η κακόγουστη παραφωνία. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να δοθεί στο κοστούμι του ελέφαντα που κατασκεύασε ο Σωκράτης Παπαδόπουλος και κλέβει εύκολα την παράσταση.
Εν κατακλείδι, ο αξιόλογος σκηνοθέτης της παράστασης, Νίκος Καραθάνος, που ειδικεύεται σε ονειρικές και αφαιρετικές προσαρμογές γεμάτες συναίσθημα, μπορεί να μην κατάφερε να διαψεύσει τις υψηλές προσδοκίες, δε κατάφερε όμως, να εντυπωσιάσει και να αφήσει κάτι το αξιομνημόνευτο. Ο αναθεωρημένος ‘Βυσσινόκηπος’ που παρουσίασε, βρίσκεται στο οριακό εκείνο σημείο των παραστάσεων που ενίοτε διχάζουν το θεατρόφιλο κοινό. Κάποιες παράτολμες και αχρείαστες, αισθητικές επιλογές (Μίκυ Μάους), το ξεχείλωμα της χρονικής διάρκειας της παράστασης (ξεπερνάει τις δυόμιση ώρες), αλλά και κάποιων επιτηδευμένων ερμηνευτικών επιλογών (η χροιά και η κίνηση του Γιάννη Κότσιφα, στο ρόλο του κτηματία, Σιμεόνοφ-Πίσσικ, καταλήγει υπέρ του δέοντος ενοχλητική), οδηγεί σ’ ένα ενδιαφέρον μα ημιτελές αποτέλεσμα. Παράλληλα, εξακολουθώ να διατηρώ κάποιες ενστάσεις για το κατά πόσο εντάσσεται σε ένα ακόμη έργο, ο ισοπεδωτικός τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει όλους τους χαρακτήρες της, η αξιόλογη κατά τ’ άλλα, Λένα Κιτσοπούλου. Ο τρόπος, πάντως, που ο Νίκος Καραθάνος, δημιουργεί ατμόσφαιρα, όταν ξεκινάει και κλείνει τον ‘Βυσσινόκηπο’ είναι το λιγότερο καταπληκτικός, ενώ η συνολική του προσέγγιση είναι το ίδιο ακίνδυνη και αφελής με την αδιαφορία και ανωριμότητα που χαρακτηρίζει τις περισσότερες πράξεις των ηρώων του. Χρειάζεται ένας πιο συνεκτικός και συγκροτημένος τρόπος, μια απλοποίηση και αφαίρεση, καθώς επίσης διάχυτη συγκίνηση και ανόθευτο συναίσθημα αν θέλουμε να ξαναδούμε κάτι τόσο συγκλονιστικό όσο ήταν η εμπνευσμένη και αψεγάδιαστη, ‘Γκόλφω’.